Fractal

Διήγημα Fractal: “Μια παρτίδα σκάκι”

Του Σάββα Λαζαρίδη // *

 

Ο ήλιος με την αβάσταχτη ορμητικότητα που τον διακρίνει τα ανοιξιάτικα πρωινά ξεπρόβαλε μπροστά στο ανατολικό παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του. Οι ζωηρές ακτίνες του αψηφώντας την ελαφριά συννεφιά, η οποία κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης σαν ένα λεπτό πάπλωμα που ζέσταινε τα όνειρα των κατοίκων της, εισέρχονταν στο δωμάτιο με τη βαριά σκουρόχρωμη επίπλωση. Πάνω στο χρώμα της καρυδιάς φαίνονταν σαν χρυσές ανταύγειες που παιχνίδιζαν με τις αντίκες που βρίσκονταν διάσπαρτες σε ολόκληρο το χώρο.   Η έντονη αντίθεση που δημιουργούσε το φως της μέρας, ανακαταλαμβάνοντας όλο και περισσότερο χώρο εντός της κάμαρας, του γίνονταν αντιληπτή παρόλο που αρέσκονταν να φοράει μάσκα νυκτός ώστε να απολαμβάνει με την ησυχία του τις απαραίτητες ώρες ύπνου που επιζητούσε ο οργανισμός του.

 

chess-creative

 

Χωρίς να το σκεφτεί, ανασήκωσε τη μαύρη μάσκα που σκέπαζε τα μάτια του. Ασυνείδητα ξεκούμπωνε το πάνω μέρος της σατινένιας του πιτζάμας. Στη πραγματικότητα θα προτιμούσε να είχε γδυθεί τελείως, καθώς ολόκληρο το κορμί του λούζονταν στον ιδρώτα. Τρίβοντας με ένταση τα μάτια του, σε μια προσπάθεια να συνηθίσει το έντονο φως που είχε εισβάλει στην κάμαρα του, αντιλήφθηκε πως ήταν λάθος του που είχε πιεί τόσο πολύ στο χθεσινοβραδινό πάρτι που διοργανώθηκε προς τιμή του για την συμβολή του επί σειρά ετών στο σοσιαλιστικό κόμμα μέσω του συγγραφικού του έργου. Οι ενοχές του όμως γνώριζε πως θα συνέχιζαν τον ύπνο τους στο κρεβάτι χωρίς να τον ακολουθήσουν από τη στιγμή που θα σηκώνονταν. Πάντοτε ξυπνούσε με αυτές στο μυαλό του τα τελευταία χρόνια, αλλά ποτέ δεν τις επέτρεψε να εισχωρήσουν στη κοινωνική του ζωή. Ήξερε πως θα τις ξαναέβρισκε πάλι τη νύχτα να συντροφεύουν τα όνειρα του. Η αμαρτία που τον ακολουθούσε όμως σαν ένα δεκανίκι ήταν το ποτό, το οποίο τον βοηθούσε να βρίσκεται σε εύθυμη κατάσταση κατά την διάρκεια των κοινωνικών συνευρέσεων του με την μπουρζουαζία που μάταια προσπαθούσε μέσα στη παρακμή της να κρατήσει μια λάμψη του παρελθόντος. Αναλογίζονταν πως δεν υπήρχε άλλη διέξοδος εκτός από αυτό. Τα χρόνια του είχαν περάσει και θεωρούσε γελοίο να αναζητάει συντροφιά μέσα στις αγκαλιές νεαρών κοριτσιών που παρευρίσκονταν πάντοτε σε αυτά τα πάρτι, το σώμα του εμφάνιζε πια έντονα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου.

Η νοητική του ζάλη επέμενε παρόλη την προσπάθεια του να την ξεπεράσει καθώς τα μάτια του καρφώθηκαν στην σκαλιστή οροφή της κάμαρας του, όπου ξεδιπλώνονταν με περίτεχνο λίκνισμα ένα αραχνοΰφαντο πέπλο ομίχλης αποτελούμενο από λεπτά μόρια σκόνης, το οποίο διατηρώντας έναν αργό και συνάμα σταθερό ρυθμό απορροφούνταν στην δίνη των πρότερων σκέψεών του. Αναμφισβήτητα, το συγκεκριμένο πρωινό έμοιαζε από εκείνα που με ορθάνοικτα τα μάτια κάποιος αρέσκεται να νομίζει πως ακόμη βρίσκεται στο πιο βαθύ ύπνο του, αναβάλλοντας κατά μία έννοια τον κατά τα άλλα επικείμενο χωρισμό του κορμιού από το μαλακό στρώμα σε χρόνο μέλλοντα.

Οι σκέψεις του, που αρέσκονταν σε τούτη τη ραστώνη, λούφαζαν στη ζέστη του κρεβατιού του παιχνιδίζοντας με τις πτυχώσεις των  σκεπασμάτων. Δεν ήταν σκέψεις που θα εκφράζονταν δόκιμα μέσω οποιουδήποτε επιθετικού προσδιορισμού. Αποτελούσαν περισσότερο την απόρροια ενός λογικού και συνάμα παράλογου στοχασμού που η θεμελίωση και η υλοποίηση του πραγματώθηκε εντός ενός σουρεαλιστικού μη-πλαισίου αναθυμιάσεων από γλυκό ταμπάκο και άφθονο αλκοόλ, μια ουσιαστικά μη συνάντηση που οριοθετούνταν από την απομάκρυνση που έκτιζε με το κοινωνικό του περίγυρο. Συγχρόνως,  τον τρόμαζε μια επικείμενη μοναξιά στην ηλικία του, διότι του ενθύμιζε συνεχώς το αναπόφευκτο πεπερασμένο της ύπαρξης που είχε αρχίσει και αχνοφαίνονταν στο ορίζοντα της ζωής του. Επιθυμούσε να παρέμενε αόρατος ανάμεσα στο πλήθος από την οργή των επινοημένων θεών του εικονοφαντασιακού του, οι οποίοι θα του γνωστοποιούσαν τη καταδικαστική τους απόφαση χωρίς να του δίνονταν ο απαραίτητος χρόνος μετάνοιας. Όσο κι αν ανέσυρε από τα σκονισμένα της μνήμης του συρτάρια κάποιες αναψοκοκκινισμένες θέσεις για του ανθρώπου το υπέρμετρο εγώ ως παράγοντα υψίστης σημασίας για την αναστολή της ελευθερίας, αυτομάτως κατέληγε στο συμπέρασμα πως δικός του ήταν στοχασμός εκείνο το εγωιστικό τέρας που έκρυβε μέσα του και τον είχε μεταβάλλει σε σκλάβο του εαυτού του.

Απορούσε διότι η θέση στην οποία αντιλαμβάνονταν πως είχε περιπέσει, δεν αποτελούσε ποτέ του αυτοσκοπό. Μονίμως αρνούνταν στου νου τις νοτερές, κακοφορμισμένες λιθόστρωτες οδούς τα πόδια του σαν σκλάβος γυμνά να σέρνει. Αγνοούσε πως η άνοια ήταν που το χέρι της έσμιξε με το δικό του και στου ερέβους τις άνυδρες εκτάσεις με ύπουλες νωχελικές σαν του φιδιού κινήσεις τον οδήγησε. Αυτή τον διέταξε αυταρχικά τη νοητική του σκακιέρα κατάχαμα να απλώσει εκείνο το πρωινό και με τον γκροτέσκο μηχανισμό της εξουσίας, του άφησε χρόνο άπλετο ώστε να επιλέξει τα πιόνια του πριν ενεργοποιήσει του χρόνου τη σκανδάλη ξεκινώντας το παιχνίδι της ζωής του.

Το παιχνίδι θα παίζονταν με τους αρχαίους κανόνες, οι οποίοι ήταν γνωστοί από καταβολής του κόσμου. Έμοιαζαν πολύ με τον αβέβαιο βηματισμό του ακροβάτη σε ένα μεταίχμιο μεταξύ λογικού και παράλογου, αληθινού και ψεύτικου, απότομης εναλλαγής συναισθημάτων, με όρια δυσδιάκριτα για την ατελή του ανθρώπου όραση, ίσως  ανύπαρκτων πέραν τούτων που φίλα έκλιναν στη δική του βούληση και η εν δυνάμει θέσπιση ή κατάργησή τους έρμαια μιας εξωτερικής κρίσης ήταν.

Η μορφή του σκοτείνιασε και μετά βίας διακρίνονταν εν μέσω των βοστρύχων που ο καπνός του τσιγάρου σχημάτιζε στον αέρα του δωματίου. Τον προβλημάτιζε το γεγονός που η ικανοποίησή του ανδρώνονταν μέσω του κατακερματισμού της προσωπικότητας του άλλου, εξευτελίζοντας κατά μία έννοια το πόνο του. Ποτέ του δεν αποζήτησε την ύπαρξη κάποιου νικητή στα πολιτικά παιχνίδια. Εκ του προοιμίου αναγόρευε τον εαυτό του σε νικητή και το μοναδικό που του απόμενε να ασχοληθεί ήταν η διάλυση των εν δυνάμει αντιπάλων του σε χίλια ψιλά κομμάτια σαν τους κόκκους της άμμου, έτσι ώστε ο πόνος τους να μοιάζει στη καυτή λάβα καθώς χωνεύεται από τη στείρα γη παίρνοντας μαζί στη λήθη της ιστορίας ανθρώπινες ψυχές. Όταν επέρχονταν το θεμιτό αποτέλεσμα σηματοδοτώντας το πέρας του παιχνιδιού, απολάμβανε τη νίκη του με ένα αόρατο μειδίαμα στα χείλη αδημονώντας ταυτόχρονα για την επόμενη απόκοσμη ικανοποίηση του.

Ξαπλωμένος ακόμη στο κρεβάτι του περίστρεψε το βλέμμα του στα πολυτελή αντικείμενα που τον συνόδευαν. Σε καθένα από αυτά καθρεφτίζονταν οι μορφές των θυμάτων του. Αστραπιαία μια διερώτηση σαν βέλος κατευθυνόμενο στη καρδιά του, τον έκανε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του τέρατος που ήταν. «Δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να πιστεύω σε αυτές τις νοητικές μου ανοησίες…!», αναφώνησε αηδιασμένος στον εαυτό του παίρνοντας βιαστικά από το κομοδίνο το κινητό του τηλέφωνο. Εισήλθε σε όλους τους λογαριασμούς του στα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα διαπιστώνοντας πόσο αγαπητός παρέμενε στο κοινό που τον ακολουθούσε. Η αλήθεια ήταν πως γνώριζε αριστοτεχνικά να χειρίζεται τη προβολή του δημόσιου προσώπου του, δίνοντας στους άλλους την απατηλή εντύπωση πως δεν διέφερε καθόλου από αυτούς. Η δεξιοτεχνία του βρίσκονταν στην ικανότητα του να μεταλλάσει εύκολα το ψέμα σε αλήθεια, το κακό σε καλό, το μαύρο σε άσπρο. Κατείχε απόλυτα τη τέχνη της διττότητας γνωρίζοντας το τρόπο να ταυτίζει καταστάσεις που εκ πρώτης όψεως έμοιαζαν αντιδιαμετρικά αντίθετες σαν να επιτελούσε ένα καθαρά διαβολικό έργο. Το μοναδικό σημείο που διαφαίνονταν πως τον άγχωνε προκαλώντας τη σύσπαση των μυών του προσώπου του ήταν η έλλειψη οποιασδήποτε τύψης για αυτά που έπραττε.

Είχε σχεδόν μεσημεριάσει και καταναγκαστικά σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Η ατζέντα του για το απόγευμα ήταν πλήρης από μια σειρά συναντήσεων με δημοσιογράφους και φωτογράφους. Στάθηκε μπροστά από τον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου μετρώντας τα σημάδια της αναστάτωσης που άφησε η πρότερη ονειρική του καταβύθιση στο γερασμένο του πρόσωπο. «Δεν έπρεπε να πιω τόσο χτες… Θα πρέπει να κάνω κάτι γι αυτό…», συλλογίζεται βγαίνοντας από τη κρεβατοκάμαρα. Η οικιακή βοηθός του, ακούραστη υπηρέτρια των πιο ευφάνταστων ιδιοτροπιών του, ακούγοντας τα βήματα του έσπευσε να του σερβίρει ένα φλιτζάνι ζεστού kopi luwak στο πολυτελές καθιστικό του. Όρθιος, φορώντας μονάχα μια ρόμπα στάθηκε μπροστά στη τεράστια τζαμαρία. Καπνίζοντας το τσιγάρο του παρατηρούσε τους ανθρώπους που σαν μικροσκοπικά μυρμήγκια όπως φαίνονταν από τον εξηκοστό τρίτο όροφο του γυάλινου ουρανοξύστη πηγαινοέρχονταν αγόγγυστα στη κεντρική λεωφόρο κυνηγώντας καθημερινά το όνειρο που πάντα διέφευγε. Πίνοντας μια γουλιά από το καφέ του έστρεψε το βλέμμα του σε ένα πίνακα του Hieronymus Bosch. Το όνομα του έργου ήταν «The Garden Of Earthly Delights», ενός καλλιτέχνη πρόδρομου και εμπνευστή του σουρεαλιστικού κινήματος, στο οποίο περιγράφονταν επακριβώς το διττό της ανθρώπινης ύπαρξης, το ονειρικό και το εφιαλτικό αντάμα. Ξαφνικά, άρχισε να γελά, στην αρχή σαρδόνια που η μετάλλαξή του σε λυγμούς δεν άργησε να ‘ρθει. Ήταν η στιγμή εκείνη που συνειδητοποίησε το αστείο. Η στιγμή που αντιλήφθηκε πως σε εκείνη τη παρτίδα σκάκι απέναντι στη ζωή τελικά ο ίδιος του ήταν το πιόνι…

 

 

* Ο Σάββας Λαζαρίδης ζει στη Θεσσαλονίκη. Το διάβασμα, ένα πάθος που τον συντροφεύει. Σπούδασε στο πολυτεχνείο αλλά ποτέ δεν τον ικανοποιούσε αυτό το είδος γνώσης. Έκτοτε, ασχολείται με τη ποίηση και το διήγημα, χώρος όπου αισθάνεται πνευματικά ελεύθερος και δημιουργικός.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top