Fractal

«Η τούρτα» (Μια Παρισινή ιστορία)

Από την Δώρα Βάκα // *

 

paris

 

Δεύτερη βραδιά στη Γαλλία. Παρίσι. Τέλη Γενάρη κάποιο βράδυ, κοντά στις 20:30. Τριάντα μαθητές και οι συνοδοί τους (μία από αυτούς κι εγώ). Μετά από την περιήγηση σε μουσεία και αξιοθέατα της πόλης ήρθε η ώρα για χαλάρωση και το τελευταίο γεύμα της ημέρας. Ήμασταν μία δεμένη ομάδα ταξιδευτών που έμοιαζε να έχει προσαρμοστεί στα δεδομένα της άγνωστης πόλης. Το εστιατόριο που καθίσαμε βρισκόταν στην είσοδο  πολυκαταστήματος. Εκεί συνέβησαν δυο περιστατικά, μία ανατροπή και μία ανάμνηση που δε θέλει να ξεθωριάσει.

 

Οι μαθητές πέρασαν στον χώρο του εστιατορίου σαν τον σίφουνα. Τελευταία βραδιά στο Παρίσι. Λόγω της κούρασης η υπομονή για το οτιδήποτε έμοιαζε να είχε εξαφανιστεί, μόνο τα γέλια και τα πειράγματα είχαν εδραιωθεί μεταξύ μας. Ο χώρος του ήταν μεγαλύτερος και πολυσύχναστος συγκριτικά με όποιον άλλο είχαμε επισκεφθεί. Οι μαθητές αναμείχθηκαν με τον κόσμο και έψαχναν βιαστικά να βρουν τι θα επιλέξουν από τον μπουφέ. Οι φράσεις τους, μέσα στον θόρυβο του εστιατορίου, έφθαναν μισές στα αυτιά μου «…Xθες δεν φάγαμε κοτόπουλο;», «…η ουρά για τα αναψυκτικά;». Η ανάμειξή τους με τους πελάτες μού φάνηκε φυσιολογική και σταμάτησα να τους επιτηρώ για να φροντίσω για το δικό μου γεύμα. Στην ουρά για τη σαλάτα ο λογισμός μου σταμάτησε να κάνει τον απολογισμό του ταξιδιού μας όταν είδα μία Γαλλίδα να πλησιάζει μία μαθήτρια με αγριωπό τρόπο. Πρόταξε τα στήθη της, τα βλέφαρά της σηκώθηκαν προς τα πάνω, τα χείλη της τεντώθηκαν. Της μιλούσε εχθρικά στα γαλλικά, «Δεν έπρεπε να είσαι σε αυτήν την ουρά εφόσον δε γνωρίζεις γαλλικά. Το κατάλαβες, δεν έπρεπε να είσαι εδώ!» Η μαθήτρια δε μιλάει τη γλώσσα της· δεν καταλαβαίνει τι της λέει, το σώμα της σε θέση άμυνας· το πρόσωπό της φοβισμένο. Οι υπόλοιποι πελάτες στην ουρά κοιτάχτηκαν και δεν αποκρίθηκαν. Βρισκόντουσαν πλαγίως στα δεξιά μου, «Δεν είναι υποχρεωμένη» της αποκρίθηκα. Απομακρύνθηκε από τη μαθήτρια και κατευθύνθηκε στο μέρος μου. Με διάχυτη επιθετικότητα αρχίζει να μου μιλάει, πάντα στα γαλλικά, για τη χώρα της, τη γλώσσα τους, τα χαρακτηριστικά που προσδοκούσε να έχουμε ως πρόσκαιροι επισκέπτες σε αυτήν και πολλά αλλά «πρέπει» σύμφωνα με τα δικά της πιστεύω. «Όχι, δεν είναι υποχρεωμένη να γνωρίζει γαλλικά «, της έλεγα σε κάθε της φράση. Η ένταση στο πρόσωπό της έγινε πιο έντονη, το σώμα της απείχε ελάχιστα απ’ το δικό μου. Άρχισε να μιλάει τόσο γρήγορα που δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε, μόνο ότι οι λέξεις της φλόγιζαν. Οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες, μικροί και μεγάλοι, άρχισαν να της αντιμιλούν προσβεβλημένοι σε όποια γλώσσα ένιωθαν άνετα. Γαλλικά, ελληνικά, αγγλικά. «Δεν πρέπει να σμίγουν έτσι οι άνθρωποι, αυτό δεν είναι φιλοξενία», οι μόνες φράσεις που μπορώ να θυμηθώ από τις πολλές που της είπα στα ελληνικά μέσα από την ταραχή μου. Τα σώματά μας δεν συναντήθηκαν ποτέ, τα βλέμματά μας μόνο την πρώτη στιγμή που της απευθύνθηκα. Η επίδραση, όμως, που είχε πάνω μου ήταν όμοια με εκείνη που αφήνει κάποιος πάνω μας όταν πιανόμαστε στα χέρια. Απομακρύνθηκε και οι υπόλοιποι καθίσαμε στα τραπέζια. Συνεχίσαμε να πειραζόμαστε μεταξύ μας αφήνοντας στην άκρη το συγκεκριμένο περιστατικό. Παραδίπλα μας καθόταν μία μεγάλη οικογένεια Σενεγαλέζων, ή τουλάχιστον αυτή πίστευα ότι ήταν η καταγωγή τους, επηρεασμένη από τα αφρικάνικα χαρακτηριστικά και την προφορά τους. Τα γέλια τους και τα τραγούδια τους αντηχούσαν σε όλη τη δεξιά πτέρυγα του εστιατορίου. H παρουσία μας προκάλεσε ζωηρή εντύπωση στον μικρότερο της παρέας τους. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επικοινωνήσει μαζί μας. Γούρλωνε τα μάτια του, έβγαζε άναρθρους ήχους, τίναζε χέρια και πόδια. Δύο με τρεις φορές τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας με γέλια τον έπαιρναν προς την παρέα τους, μα εκείνος επέστρεφε αποζητώντας την προσοχή μας. Συνεχίζαμε να τον ενθαρρύνουμε πότε με παιχνίδια, πότε με πειράγματα στα γαλλικά ή τα ελληνικά. Κάποια στιγμή οι γυναίκες της οικογένειας εμφανίζονται με τρεις τούρτες στο τραπέζι τους. Κάποιο από τα παιδιά είχε γενέθλια, ακολούθησε μεγάλο νταβαντούρι. Άρχισαν να τραγουδάνε το γνωστό τραγούδι, σε όποια γλώσσα το γνώριζαν. Χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί μεταξύ μας, μαθητές και εκπαιδευτικοί τούς συνοδεύουμε στο τραγούδι. Μας ρίχνουν κλεφτές ματιές γεμάτοι χαμόγελα. Αναζήτησα με το βλέμμα μου την κυρία από το περιστατικό στην ουρά, καθόταν αντικριστά από τα παιδιά της με το κεφάλι της σκυμμένο στο πιάτο και σκυθρωπό. Με αυτή την εικόνα ένιωσα να την καταλαβαίνω καλύτερα.

Το τραγούδι τελείωσε κι εμείς συνεχίζουμε να τραγουδάμε στη γλώσσα μας αυτή τη φορά. Τα χειροκροτήματα όλων αχολογούσαν στην αίθουσα. Μέσα από το πλήθος της οικογένειας μάς πλησιάζει απροσδόκητα η Μémé κρατώντας στο χέρι της μία τούρτα. Ευχαρίστησε τις μαθήτριες για το τραγούδι κι αντάλλαξαν με ενθουσιασμό και έκπληξη λίγα λόγια. Την πλησιάζω για να την ευχαριστήσω για τη ζεστή της χειρονομία. Με ρωτάει αν γνωρίζω γαλλικά. “Un peu”, της απαντώ. Για τα επόμενα πέντε με δέκα λεπτά οι εκφράσεις μας, τα χέρια, οι χειρονομίες ανάβλυζαν μια αίσθηση χαράς και θαλπωρής. Από τον διάλογό μας δεν θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες γιατί ανά διαστήματα μιλούσε η κάθε μία στη γλώσσα της, πάνω στην φανερή αδημονία που είχαμε για να εκφράσουμε αυτά που νιώθαμε, λαχανιασμένα και ακανόνιστα. Συγκράτησα, όμως, ότι όλη η οικογένειά της έχει γεννηθεί στο Παρίσι και ζουν ένα τετράγωνο πιο κάτω από το εστιατόριο που βρεθήκαμε. Ανταλλάξαμε μερικές εγκάρδιες κουβέντες για την ενέργεια που ανέβλυζε από αυτές τις δύο διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Γυρίσαμε στις θέσεις μας φανερά ευδιάθετες.

Παρά τα χάσματα στην επικοινωνία μας, μου είναι αδύνατο να ξεχάσω τα μάτια της, τα χέρια της να κρατάνε τα δικά μου αφού είχαν κοντoσταθεί για λίγη ώρα στο στέρνο της εκδηλώνοντας τις ευχαριστίες της. Συνηθίσαμε να ζυγίζουμε τις διαφορές μας, να τηρούμε αποστάσεις και ξεχάσαμε να βλέπουμε όλα εκείνα που μπορούν να μας φέρουν κοντά. Η Μémé μού θύμισε τον τρόπο με τον όποιο πρέπει να σμίγουν οι άνθρωποι κι από τότε έγινε η ελπίδα και το ξαλάφρωμά μου. Τέσσερις μήνες μετά η ανάμνησή της επιστρέφει καθάρια στη μνήμη μου συχνά, όταν παρατηρώ πόσο εύκολα οι άνθρωποι προσπερνιούνται, διαφωνούν ή συγκρούονται. Διατηρώντας, όμως, την κρυφή προσδοκία πως κάποτε έρχεται κι εκείνη η στιγμή που περπατάνε δίπλα.

 

* Η Δώρα Βάκα είναι εκπαιδευτικός και της αρέσει πολύ η μουσική. Έχει την δική της εκπομπή σε ιντερνετικό ραδιόφωνο. Εκεί διαλέγει τζαζ – φανκ τραγούδια που δίνουν νόημα στη ζωή της.

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top