Fractal

Η πιο διάσημη μαθήτρια

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Μάκης Τσίτας «Μια μικρή διάσημη» Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2017

 

Δεν είναι εύκολο και δεν είναι τόσο απλό να μιλήσεις σωστά, πολύ δε περισσότερο δύσκολο είναι να γράψεις απευθυνόμενος στα μικρά παιδιά. Κινδυνεύεις να φανείς γελοίος κατεβαίνοντας πιο κάτω από το επίπεδό τους προσφέροντάς τους πνευματική τροφή περασμένη από αλεστικό μηχανάκι. Ή απλησίαστος και ακατανόητος με τη στιλιζαρισμένη σοβαρότητα του επιστήμονα, του σοφού, θεωρώντας τα μικρά παιδιά, τους μικρούς αναγνώστες σου πιο πάνω από την ηλικία τους, δημιουργώντας ήρωες και αναγνώστες μικρομέγαλους.

Ο Μάκης Τσίτας ως έμπειρος πλέον συγγραφέας βιβλίων για πολύ μικρά παιδιά έχει προσφέρει εξαιρετικά βιβλία με ήρωες παιδιά, όπου ωστόσο δεν λείπει η παρουσία του ώριμου που παρακολουθεί τις εξελίξεις και κατευθύνει εκ του αφανούς την πορεία των δρώμενων. Θυμίζω τα υπέροχα, τα μοναδικά, θα έλεγα, στο είδος τους, κυρίως για τον εξαίρετο κι από παιδαγωγικής και ψυχολογικής θεώρησης τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος σχέσεων που τον απασχολεί: «Ο αδέσποτος Κώστας», «Ο μεγάλος μου αδερφός», «Αχ, αυτοί οι γονείς», «Πάρε με κι εμένα μαζί σου», «Το όνομά μου είναι Δώρα»,  και τώρα το «Μια μικρή διάσημη» έρχεται να καλύψει δυναμικά μια άλλη, πολύ σημαντική παράμετρο, και να απομυθοποιήσει με τον πιο απλό, φυσικό και πειστικό τρόπο, μια σύγχρονη τηλεοπτική πραγματικότητα που  έχει πλέον γίνει μόδα, μια τηλεοπτική μάστιγα που έχει εισβάλει επικίνδυνα στο άμεσο περιβάλλον των παιδιών, την οικογένεια και εγκυμονεί άπειρους κινδύνους για τα παιδιά

Ωστόσο, ο Τσίτας δεν επινοεί τεχνάσματα, δεν εισάγει «καινά δαιμόνια» στο χώρο της λογοτεχνίας για μικρά παιδιά. Το εντελώς αντίθετο κάνει. Τον απασχολούν αποκλειστικά σχεδόν τα κοινά, καθημερινά προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων που ανακύπτουν συχνά μεταξύ παιδιών και γονέων, αδερφιών μεταξύ τους και εμποδίζουν την ομαλή πορεία της καθημερινότητάς τους με ό, τι αυτό συνεπάγεται.

Η «Μια μικρή διάσημη» βρίσκεται ένα βήμα πιο πάνω και πιο έξω από τον συνηθισμένο οικογενειακό κλοιό, συμπεριλαμβανομένου και του ευρύτερου, του  συγγενικού και του φιλικού. Τον απασχολεί  πολύ σοβαρά η σχέση των μικρών παιδιών με το θέαμα, με τις σύγχρονες προκλήσεις, με τη δελεαστική εικόνα προβολής ταλέντων που βομβαρδίζει κυριολεκτικά το παιδικό και νεανικό κοινό με υποσχέσεις καλλιτεχνικής ανάδειξης, προβολής και κοινωνικής καταξίωσης μέσω των περίφημων εκπομπών «τάλεντ σόου» και δεν τα αφήνουν στην ησυχία τους να μεγαλώσουν φυσιολογικά.

Η μόδα αυτή, τα τελευταία κυρίως χρόνια, έχει επικίνδυνα εισβάλει στο σπίτι, στον αποκλειστικό χώρο των παιδιών και απειλεί να αλώσει, αν δεν έχει κιόλας αλώσει, την παιδική αθωότητα, την «παιδική  ηλικία  του Μάγου», με την πολλά υποσχόμενη εικόνα μιας πλασματικής, φαντασμαγορικής πραγματικότητας, μιας εικονικής, εντυπωσιακής τηλεοπτικής «καταξίωσης» που προκαλεί φαντασιώσεις  δημιουργώντας μια γενιά μικρομέγαλων, έωλων πλασμάτων που δεν ανήκουν και δεν έχουν θέση σε καμιά ηλικία. Και το πιο σημαντικό: στερούν από τα παιδιά την παιδικότητά τους, εκτός από την αθωότητα, το παιχνίδι, κλέβοντας τον χρόνο για παιχνίδι, τον δυσεύρετο, πολύτιμο ελεύθερο χρόνο τους για ενασχόληση με ό, τι τα ευχαριστεί, με ό, τι τους αρέσει, με ό, τι είναι απαραίτητο στο στάδιο αυτό της ζωής τους που αποτελεί το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η εξέλιξη και το μέλλον τους.

Ο συγγραφέας του νέου βιβλίου με τίτλο «Μια μικρή διάσημη» δεν κάνει αντιτηλεοπτικό κήρυγμα με αφορισμούς του τύπου: «πρέπει» και «δεν πρέπει» που είναι βαρετό και κανέναν δεν πείθει ουσιαστικά.  Αλλά, προβάλλοντας τα αρνητικά στοιχεία με πολύ έξυπνο και πειστικό τρόπο μέσω της καθημερινής τηλεοπτικής πραγματικότητας των «παιδικών τάλεντ σόου», στα δίκτυα της οποίας έχει εμπλακεί η Θεοδοσία από τη στιγμή που η ξαδέλφη του μπαμπά, η θεία Δέσποινα που δουλεύει στην τηλεόραση, πρότεινε την ανιψιά της τη Θεοδοσία για να παίξει στην τηλεόραση και έβαλε το δέλεαρ στο αγκίστρι για να τσιμπήσει το ψάρι! Αυτό το φιλόδοξο ψάρι εδώ δεν είναι άλλο από τη Θεοδοσία που κατάπιε αμάσητο το δόλωμα, την πρόταση εννοώ της θείας να παίξει στην καθημερινή τηλεοπτική σειρά με τίτλο: «Οδοντόβουρτσες στο ηλιοβασίλεμα!», σε μια «σαπουνόπερα» της κακιάς ώρας.

 

Μάκης Τσίτας

 

Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς πώς η Θεοδοσία δέχτηκε αμέσως «να παίξει» στην τηλεόραση. Όλα τα παιδιά θέλουν να επιβληθούν στο περιβάλλον τους, να το κατακτήσουν και να κυριαρχήσουν! Βιάζονται να μεγαλώσουν. Και το κυριότερο και αποτελεσματικότερο μέσο, κατά το ορμέμφυτό τους, είναι μιμηθούν τους μεγάλους, «να παίξουν τους μεγάλους».  Τα κορίτσια, συνήθως, παίζουν τη «μαμά», το πρώτο, το αιώνιο και το πιο κοντινό τους πρότυπο: Φοράνε τα φορέματα της μαμάς, τις γόβες, κυρίως,  κρατάνε την τσάντα της,  βάφονται, περπατούν, μαγειρεύουν  παίζοντας με τις κούκλες, γενικά συμπεριφέρονται σαν μεγάλες κυρίες. Ενώ τα αγόρια μιμούνται τρόπους και συμπεριφορές του μπαμπά, κυρίως, που είναι το πρώτο και αδιαφιλονίκητο πρότυπο. Τα γοητεύει «να το παίζουν» κυνηγοί, στρατιώτες, ήρωες, Ινδιάνοι πολεμιστές, κλέφτες, δοκιμάζουν και σκοποβολή και γίνονται συχνά δυστυχώς, άθελά τους πρόξενοι μεγάλων κακών.

Η Θεοδοσία καλείται να ξεπεράσει τους ρόλους που περιορίζονταν στο παιγνίδι με τις κούκλες μέσα στο σπίτι, να γίνει σταρ της τηλεόρασης, διάσημη. Της έχει ξεσηκώσει τα μυαλά η θεία Δέσποινα, που έπεισε και τους γονείς της ότι η Θεοδοσία είναι μεγάλο ταλέντο και θα διαπρέψει στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο,στο θέατρο.  Ότι θα γίνει σπουδαία τηλεοπτική σταρ, πρωταγωνίστρια!

Παρά τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις των γονιών της, η πρόταση της θείας έγινε αποδεκτή και η Θεοδοσία πήρε το ρόλο που ήθελε ένα κοριτσάκι. Στο άψε σβήσε, τα πρώτα επεισόδια έγιναν κι άρχισε να προβάλλεται καθημερινά το σίριαλ +

από την τηλεόραση. Βλέπει τον εαυτό της η Θεοδοσία στην οθόνη ηθοποιό, καμαρώνει κι αυτοθαυμάζεται, τρέχει να το πει στις φίλες της:

«Το και το… Κάνω την κόρη του κυρίου που έχει εργοστάσια που φτιάχνουν οδοντόβουρτσες. Έχει πολλά λεφτά, πολλά σπίτια, πολλούς υπηρέτες, πολλά μαγαζιά, πολλά αυτοκίνητα…. Στο δρόμο με αναγνωρίζουν όλοι… εσύ δεν είσαι η Θεοδοσία; Γεια σου Θεοδοσία! … Θα ανακαλύψει η αστυνομία τους κλέφτες της ιπτάμενης οδοντόκρεμας…Θα μου δώσεις αυτόγραφο…Και στο σχολείο είμαι η πιο διάσημη μαθήτρια. .»

Οι συμμαθήτριές της μένουν άναυδες με τις επιτυχίες της Θεοδοσίας. Την προσέχουν τώρα και τα αγόρια. Μόλις τη βλέπουν κοκκινίζουν…  Αλλά το πιο σημαντικό είναι που δεν την αφήνουν ήσυχη οι δημοσιογράφοι. Τη ρωτούν για όλα που έχουν σχέση με τη ζωή της, και για απίθανα πράγματα, όπως:

«Είναι αλήθεια ότι κάθε σοβαρός σταρ έχει τουλάχιστον εκατόν τριάντα τρεισήμισι ιδιοτροπίες;»

Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή. Η Θεοδοσία πρέπει να είναι έτοιμη για να δίνει απαντήσεις.

Ως εδώ, όλα καλά και ωραία! Τι γίνεται μετά; Πόσο μπορεί να την αντέξει την τόση δημοσιότητα ένα κοριτσάκι που έχει ανάγκη να κοιμηθεί, να διαβάσει τα μαθήματά του, να παίξει; Τι κόστος έχει η πρόωρη διασημότητα; Και η Θεοδοσία, μετά τα «γυρίσματα», είναι υποχρεωμένη να τα κάνει όλα αυτά και να μάθει απέξω και τον αυριανό της ρόλο, όπως κάθε ηθοποιός που ανεβαίνει στη σκηνή και θέλει να κάνει τον κόσμο να γελάει ή να κλαίει ανάλογα με το θέμα.

Η Θεοδοσία άρχισε να κουράζεται, να βαριέται. Να θέλει να πάει με τις φίλες της να παίξει. Άρχισε να νιώθει άβολα μέσα στο «κοστούμι» της τηλεοπτικής ηρωίδας, της πρωταγωνίστριας που της φόρεσαν. Να την ενοχλούν τα βαμμένα της μάτια, τα βαμμένα της χείλη και μάγουλα που την κάνουν αλλιώτικη, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της, είναι μια άλλη στη θέση της.

Η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα για το μεγάλο «ντου» στη σκηνή, η Θεοδοσία γυρίζει τα νώτα στο τηλεοπτικό συνεργείο,  προτιμάει να πάει για μπάνιο με τις φίλες της. Φτάνει μόνο  μια φράση να τα γκρεμίσει όλα. Να αφήσει «στα κρύα του λουτρού» το συνεργείο, τη θεία Δέσποινα και κυρίως τον κύριο Μπιφτέκη, τον παραγωγό με τα πολλά σπίτια και τα πολλά λεφτά:

«Θα πάω για μπάνιο!»

Σ’ αυτό συμφωνούν και οι γονείς της:

«Είναι δικό της θέμα», λένε χαμογελώντας από ικανοποίηση.

«Έρχομαι!»

Η τελευταία και ηρωική φράση της Θεοδοσίας. Πετάει στο καλάθι των αχρήστων τα τηλεοπτικά μεγαλεία, τα σταριλίκια και τρέχει χοροπηδώντας στις φίλες της.

 

Ο Μάκης Τσίτας στο συγκεκριμένο βιβλίο δίνει μεγάλη σημασία και στο ρόλο που παίζει το οικογενειακό περιβάλλον όσον αφορά τη στάση των μικρών παιδιών απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Πόσο αρνητικά μπορεί να επηρεάσει και να ωθήσει τα μικρά  παιδιά να αναλάβουν και κάνουν πράγματα μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την ανάγκη του περιβάλλοντος για κοινωνική προβολή και καταξίωση μέσω των μικρών παιδιών. Πόσο μεθοδικά επιλέγει τα πρόσωπα, τα ονόματα των παικτών δεν είναι διόλου τυχαία. Παραγωγός είναι ο κύριος Μπιφτέκης, ο πλούσιος ο καλοφαγάς. Ο τίτλος της σειράς είναι επιλεγμένα ανούσιος, εξευτελιστικός, κενός νοήματος: «Οδοντόβουρτσες στο ηλιοβασίλεμα», όπως και του επόμενου επεισοδίου: «Οι κλέφτες της ιπτάμενης οδοντόκρεμας».

Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του συγκεκριμένου βιβλίου παίζει και η πολύ καλή, η εναρμονισμένη τέλεια με το πνεύμα του κειμένου εικονογράφηση που δίνει έμφαση στις παιδικές χιουμοριστικές, τις καλά οργανωμένες ευλύγιστες, συνέχεια με κάθε τρόπο κινούμενες παιδικές φιγούρες. Που εστιάζει την εκφραστική στο μεγάλο κεφάλι, στο πλούσιο, εντυπωσιακά πυκνό μαλλί με κορύφωση τις έντονες κινήσεις των ματιών. Τα παιδιά κινούνται, ακούν και όχι μόνο βλέπουν, αλλά εκφράζουν τα συναισθήματά τους με τις «χάντρες» των ματιών που, θαρρείς πως είναι έτοιμες να ορμήσουν και να «φάνε το θέαμα με τα μάτια!». Σ’ αυτό συμβάλλουν και τα χρώματα όπως και οι αποχρώσεις που χρησιμοποιεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να έχουν λειτουργικότητα οι φιγούρες και να μην είναι στατικές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top