Fractal

Μια καταβύθιση στα άδυτα των επιθυμιών μας …

γράφει η Ειρήνη Σπυριδάκη // *

 

LilithΕλένης Γκίκα, “Λίλιθ. Από γράμμα σε γράμμα”, εκδόσεις “Καλέντη”, σελ. 672

 

Λίλιθ. Κατά μια απόκρυφη παράδοση, η πρώτη γυναίκα του Αδάμ που πλάστηκε εξαρχής ενωμένη μαζί του. Το ζεύγος Αδάμ – Λίλιθ ζούσε ευτυχισμένο μέσα στον πανέμορφο κήπο της Εδέμ, μέχρι που ο Σατανάς ήρθε να αναστατώσει τη ζωή τους, διδάσκοντας στη Λίλιθ ότι η ερωτική πράξη δεν έχει ως σκοπό μονάχα την αναπαραγωγή, αλλά και την απόλαυση. Η Λίλιθ με την σειρά της διδάσκει το ίδιο στον Αδάμ, μα ο Θεός δεν το εγκρίνει, χαρακτηρίζει την ερωτική πράξη απαγορευμένη απόλαυση, όταν αυτή δε στοχεύει στην αναπαραγωγή και εξοργισμένος, εξορίζει τη Λίλιθ από τον κήπο της Εδέμ. Η Λίλιθ περιπλανιέται μόνη, μέχρι που την ξαναπλησιάζει ο Σατανάς και τη μεταμορφώνει σε στοιχειό της νύχτας. Η Λίλιθ ανήκει στην κατηγορία των μαζικείμ, δηλαδή των κακών και επικίνδυνων πνευμάτων που επιδιώκουν σεξουαλική επαφή με τους άνδρες, σκοτώνουν τις γυναίκες στη γέννα και στραγγαλίζουν τα νεογέννητα βρέφη.

Λίλιθ επέλεξε να ονοματίσει συμβολικά η φεμινίστρια μητέρα της την ηρωίδα του τελευταίου μυθιστορήματος της Ελένης Γκίκα. Για ποιους λόγους άραγε προέβη σε μια τέτοια επιλογή και πώς το όνομα αυτό έμελλε – κατά ένα ανερμήνευτο σχεδόν τρόπο – να στοιχειώσει τη ζωή της κόρης της;

Η Λίλιθ του ομώνυμου βιβλίου της Ελένης Γκίκα είναι αρχαιολόγος και συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων. Χαρακτηριστικά της: Ο φόβος για τον έρωτα που στη ζωή της παραμένει ανεκπλήρωτος, όπως ανεκπλήρωτος έμεινε τελικά και ο έρωτας της μυθικής Λίλιθ με τον Αδάμ. Μόνο που στην περίπτωση της μυθιστορηματικής Λίλιθ, η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από διάθεση εκδικητική έναντι του ανδρικού φύλου. Πολύ περισσότερο θα λέγαμε ότι διαθέτει αυτοκαταστροφικές τάσεις εγκλεισμού στον ίδιο τον εαυτό της και στα στενά όρια όσων επιλέγει να πράττει στη μοναχική ζωή της. Στις αρχαιολογικές ανασκαφές δηλαδή και στη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων. Και τα δύο συνδέονται με το παρελθόν. Και οι δύο περιοχές αποποιούνται τη ζωή και τον παρόντα χρόνο.

Παρά το γεγονός ότι η Λίλιθ είναι συγγραφέας, η ίδια ομολογεί ότι φοβάται τη γραφή. Ο λόγος είναι πως ο, τιδήποτε γράφει, με ένα μαγικό τρόπο συμβαίνει τελικά και στη ζωή της. Και αυτός ο φόβος που νιώθει επιτείνει την επίμονη οριοθέτηση των ενδιαφερόντων της στη σφαίρα του παρελθόντος. «Φοβάται η Λίλιθ, πάντοτε όταν γράφει, τρέμει τη μεγάλη ζημιά. Εκείνο που εισακούεται, γιατί η τοξίνη των λέξεων συναντά μονίμως σχεδόν ανοιχτούς ουρανούς, κι εκείνο που δεν ήταν με το που θα γραφτεί είναι ήδη σαν να έχει γίνει, δηλαδή θα συμβεί!» (σελ. 292).

Η ηρωίδα αρέσκεται να αναπαράγει με τη μνήμη της στιγμές του παρελθόντος που τη στιγμάτισαν. Aναζητά απεγνωσμένα διόδους απόδρασης μέσα από τη λυτρωτική δύναμη της μνήμης, λες και επιχειρεί εναγωνίως να αναπληρώσει τα κενά του παρόντος της. Άλλωστε, στο βιβλίο, οι διάλογοι κατά κύριο λόγο τοποθετούνται χρονικά στο παρελθόν. Στο παρόν κυριαρχούν οι σκέψεις, οι αναμνήσεις και τα παράδοξα επινοήματα του νου. Με την απουσία αγαπημένων προσώπων, η ηρωίδα βιώνει κατά ένα τρόπο τον προσωπικό της θάνατο, την απώλεια του προσώπου της, το οποίο είχε διαμορφωθεί υπό τη σκιά των απολεσθέντων από τη ζωή της ανθρώπων. Αντί λοιπόν να αναζητήσει το αληθινό της πρόσωπο μέσα στις νέες συνθήκες, τα δικά της προσωπικά «θέλω», απλώς συντηρεί την αυταπάτη ότι τα αγαπημένα πρόσωπα δεν έφυγαν ποτέ από κοντά της. Η λυτρωτικός εξάλλου ρόλος της μνήμης συνίσταται στο ότι παρέχει στον άνθρωπο τη δύναμη να διατηρεί ζωντανούς τους κόσμους του, ή τους κόσμους των αγαπημένων του, όσες φορές κι αν οι κόσμοι αυτοί έχουν καταρρεύσει οριστικά κατά το παρελθόν.

Διαβάζουμε σχετικά: «Αλλ’ εκείνο που την τρομάζει περισσότερο είναι αυτό που η ίδια θέλει πραγματικά• και το αγνοεί… Γι’ αυτό, σου λέει, ακόμα και στις προσευχές μας πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί• “γεννηθήτω το θέλημά σου” διαρκώς, από το βράδυ ως το πρωί• επειδή “γεννηθήτω το θέλημά μου” είναι σαν να πατάς στη Ζώνη των Επιθυμιών και να βαδίζεις εκεί όπου δεν τόλμησε να πατήσει κανείς» (σελ. 292).

Τι θα μπορούσε λοιπόν να συμβεί σε μια φοβική γυναίκα, η οποία κινείται, διαφυλάσσοντας τον ψυχισμό της, σε μονοπάτια ασφαλή; Μα το πλέον απροσδόκητο. Θα φθάσει, με την παρακίνηση του εκδότη της, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, όπου θα ανακαλύψει σπουδαία βιβλία και 46 ερωτικές επιστολές που αποκαλύπτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα ερωτική ιστορία. Μέσα από τη συνδυαστική μελέτη των βιβλίων και των επιστολών, η Λίλιθ θα ταυτιστεί με την αποστολέα, θα φαντασιωθεί τον παραλήπτη και θα καταφέρει να ερμηνεύσει ανεξήγητα πεδία της προσωπικής της διαδρομής. «Πού ήμουν πριν δέκα χρόνια εγώ; Ποια ήμουν πριν από δέκα χρόνια εγώ; Και τώρα αναζητώντας ζωή μες στις ζωές των άλλων και στον τετελεσμένο χρόνο, ποια είμαι;» (σελ.313), θα αναρωτηθεί η ηρωίδα.

Το πιο σημαντικό όμως είναι πως μέσα από τη διαδρομή της αποκάλυψης ενός μεγάλου έρωτα, η ηρωίδα θα καταφέρει εν τέλει να υιοθετήσει μια διαφορετική στάση ζωής, γεγονός που θα την κάνει λιγότερο επιφυλακτική για το παρόν, πόσο μάλλον για το μέλλον. Η Λίλιθ επηρεάζεται καταλυτικά από τα γραφόμενα της Μ. «Κατά βάθος πάντα ξέρουμε τι επιθυμούμε πραγματικά. Απομακρυνόμαστε όμως, από αυτή την επιθυμία … μάλλον γιατί κάτι μας φοβίζει σε σχέση με αυτήν. Έχουμε μια ξεκάθαρη εικόνα για το πώς θα ήταν η ζωή μας αν κάναμε αυτό που επιθυμούσαμε. Γιατί όμως αυτή την εικόνα τη χάνουμε συνεχώς από τα μάτια μας;» (σελ. 448, 451).

Η συντάκτρια των επιστολών δηλώνει απερίφραστα στα γράμματά της ότι αγαπάει τον αποδέκτη τους πάντα και για πάντα. Ο έρωτάς τους ήταν πνευματικός, δεν υπήρχε η δυνατότητα συμπόρευσης των δύο στη ζωή, κι όμως η Μ. δεν αποσύρθηκε από τη ζωή, υιοθετώντας αναχωρητική στάση. Η Μ. καταθέτει σε επιστολή της: «Η αγάπη δεν είναι σιγανή φωτιά, ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια. Η αγάπη είναι ποτάμι και με την ορμή του άγριου αέρα σπάζει κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα. Η αγάπη είναι ο τρόπος που η ζωή μετράει το ανάστημά της. Θυμάμαι την ημέρα που πρωτοσυναντηθήκαμε όταν με τύλιξε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου• θυμάμαι τα μονοπάτια που περπατήσαμε με ενωμένα τα χέρια, σαν να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς, μα και τα μονοπάτια της ψυχής των “θέλω” και των “πρέπει”» (σελ. 299).

Η Λίλιθ μέσα από τις επιστολές, συνειδητοποιεί την ανάγκη να είμαστε έτοιμοι για το αναπάντεχο, για το απροσχεδίαστο που θα μας τύχει στη ζωή. Για να μπορούμε να το διαχειριστούμε καλύτερα και να αντλήσουμε τους πιο πολύτιμους χυμούς μιας καινούριας εμπειρίας. Μέσα από μια βαθύτερη εξερεύνηση του εαυτού και της σχέσης της με τη ζωή, αργά αλλά σταθερά, διερευνά τους ορίζοντές της και ελευθερώνει το δυναμικό της. Συνειδητοποιεί ότι όσα είχε μάθει για να επιβιώσει, δεν της αρκούν για να ζήσει. Μαθαίνει να παίρνει την ευθύνη του εαυτού της στα χέρια της.

Η συγγραφέας καταθέτει την αγωνιώδη προσπάθεια μιας γυναίκας που αποζητά να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, να τιθασεύσει τις εσωτερικές της φωνές που την καλούσαν να ζήσει. Μιας γυναίκας που αγωνίζεται να καταλάβει σε τι έσφαλε και οι σχέσεις που ανέπτυξε με τους άλλους δεν στηρίχθηκαν ποτέ σε στέρεο έδαφος. Η Ελένη Γκίκα αποδίδει τις σύνθετες ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις της Λίλιθ, η οποία διχάζεται καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τις τραυματικές της απώλειες, τις συχνά επιβαλλόμενες δεσμεύσεις, τις περιπλανήσεις του μυαλού στα πώς και τα γιατί των προσωπικών της εμμονών και τελικά με τις αλήθειες της ζωής της, τις οποίες δεν κατάφερε να αντικρίσει έως τώρα. Η Λίλιθ εμποτίζει τις αναμνήσεις της με στοχαστική, ερμηνευτική διάθεση, διαπιστώνει τις αλλεπάλληλες εναλλαγές του «εγώ», τις κατασκευές νέων ταυτοτήτων, τις οριοθετήσεις νέων περιοχών, πιστή στις επιθυμίες και τα εφηβικά της όνειρα, έστω κι αν πλήρωσε το τίμημα της μοναχικής της διαδρομής στη ζωή.

Ο αφηγηματικός χρόνος συμπυκνώνεται στο παρόν, στο οποίο εμπεριέχεται με ένα τρόπο το παρελθόν και το μέλλον της ηρωίδας. Οι χρονικές ανακολουθίες που οδηγούν την αφήγηση να κινείται από το παρόν στο παρελθόν, συντελούνται μέσα από τις σκέψεις της Λίλιθ, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της μοντερνιστικής αντίληψης περί υποκειμενικής αντίληψης της πραγματικότητας και περί της ατομικής συνείδησης των ηρώων.

Η γλωσσική εκφορά της συγγραφέως είναι λιτή και ταυτοχρόνως περίτεχνη, καθώς η Ελένη Γκίκα επιλέγει λέξεις με έντονη φόρτιση για να αποδώσει τις εκρήξεις και τις απελπισμένες κραυγές του έσω βίου, γεγονός που χαρίζει ιδιαίτερη αισθαντικότητα στον λόγο της. Η γραφή της θα λέγαμε ότι είναι υπαινικτική, αλλά και τολμηρή παράλληλα, μαρτυρώντας τη μακρά θητεία της συγγραφέως στο χώρο της ποίησης. Στο μυθιστόρημα της συγγραφέως, η ηρωίδα γράφει τα ακόλουθα, που ανταποκρίνονται, ως φαίνεται, και στη συγγραφέα Ελένη Γκίκα: «Μ’ αρέσει να γράφω• με ηρεμεί η γραφή. Είναι ο συνδυασμός των γραμμάτων που ντιντινίζουν στο σώμα μου ένα αλλόκοτο μυστικό τραγούδι. Κάτι σύμφωνα όπως λγ ή γμ, που όπου τα συναντώ με κάνουν και κλαίω. Αλλά μ’ αρέσουν και οι ιστορίες. Ό, τι μου κατεβάσει στο κεφάλι. Αγαπημένες μου εκείνες οι “αιφνίδιες” – όπως τις λέει ο μπαμπάς -, εκείνες που έρχονται μόνες τους χωρίς να τις καταλάβεις» (σελ. 18).

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός πως στο τελευταίο της μυθιστόρημα η Ελένη Γκίκα δεν αρκείται στην παράθεση των ερωτικών επιστολών που διαλέγονται με το αφηγηματικό μέρος που αφορά στο παρόν και το παρελθόν της Λίλιθ. Εγκιβωτίζει στο κείμενό της βιβλιοκριτικές και αποσπάσματα από τα συγγράμματα των πιο σπουδαίων συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ποιητών, ψυχαναλυτών, στοχαστών. Έτσι, όσα βιώνει η συντάκτρια των επιστολών και κυρίως η Λίλιθ, αντικρίζονται υπό την οπτική των μεγάλων ανθρώπων του πνεύματος, συνεπώς φωτίζονται νέες πτυχές των γεγονότων και των συναισθημάτων που ο αναγνώστης οφείλει να ανακαλύψει. Επιπροσθέτως, η συγγραφέας θεωρεί υποχρέωση έναντι των αναγνωστών να τους συστήσει γενναιόδωρα κείμενα και γραφές που – γιατί όχι – ίσως επηρεάσουν και τον τρόπο που οι ίδιοι, ως αναγνώστες, αντικρίζουν όσα τους συμβαίνουν στη ζωή. Τα κείμενα των διακεκριμένων διεθνώς συγγραφέων συνάπτονται στενά με το κείμενο της συγγραφέως Ελένης Γκίκα, η οποία ίσως μας κλείνει το μάτι και μας λέει: «Διαβάστε κι αυτό. Ίσως εδώ κάτι απ’ όσα γράφω έχει αποδοθεί με τρόπο που σας ταιριάζει καλύτερα».

Ο συνεχής διάλογος της συγγραφέως με συγγραφείς και διανοητές παγκόσμιας αναγνώρισης έχει κι ένα άλλο διττό στόχο: Να μας θυμίσει πως το μυστήριο της ζωής και του έρωτα επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες και το μόνο που αλλάζει είναι οι μικρές λεπτομέρειες και κυρίως η οπτική γωνία υπό την οποία βλέπουμε τα πράγματα. Και επίσης να μας υπενθυμίσει πως η ζωή δεν αρκεί (όπως έχει επισημάνει ο Πεσσόα), γι’ αυτό και χρειαζόμαστε τη λογοτεχνία. Για να αναπνεύσουμε λίγο από τον καθαρό αέρα μιας άλλης πραγματικότητας, λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρής, δεν έχει σημασία, διαφορετικής όμως και ίσως πιο ενδιαφέρουσας από τη δική μας. Για να μπορούμε περισσότερο να ερμηνεύουμε και λιγότερο να καταδικάζουμε ανθρώπινες συμπεριφορές. Για να μπορούμε να ονειρευόμαστε και παροδικά έστω να λυτρωνόμαστε από τον φόβο της ζωής και του θανάτου.

Οι αναγνώστες μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος καθαίρονται από τη βασανιστική διαδρομή της ηρωίδας σ’ ένα χρόνο ανάμεσα σε παρόν (αυτό της Λίλιθ) και παρελθόν (αυτό της συντάκτριας των επιστολών), ώσπου το παρελθόν να δώσει τις απαντήσεις στα ερωτηματικά του παρόντος της ηρωίδας. Όμως ας μην γελιόμαστε. Η Ελένη Γκίκα απευθύνεται σε απαιτητικούς αναγνώστες που αναζητούν ένα βιβλίο που εγείρει ερωτηματικά και δεν παρέχει έτοιμες απαντήσεις. Εξάλλου, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο: «Κανένας άνθρωπος δε γνωρίζει τον άλλον. Αδέλφια, γονείς και παιδιά δε γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Βασικό μέσο της μη κατανόησης είναι η γλώσσα. Και για τους πιο απλούς όρους δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η ίδια λέξη αντιστοιχεί στις ίδιες παραστάσεις για όλους. Εξαιτίας της γλώσσας τους οι άνθρωποι δε θα μπορέσουν ποτέ να γνωριστούν μεταξύ τους» (σελ. 81).

Η Ελένη Γκίκα άφησε με το μυθιστόρημά της «Λίλιθ. Από γράμμα σε γράμμα» το δικό της προσωπικό στίγμα στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Απομένει να δούμε έως ποιο βαθμό είμαστε ικανοί, ως αναγνώστες, να αποκρυπτογραφήσουμε τη σκέψη της και να εμβαθύνουμε στους στοχασμούς της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top