Fractal

Διήγημα: “Mια κάποια λύση”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

dihghma

 

Ξημέρωσε ένα μουντό Σάββατο. Ο καύσωνας των τελευταίων ημερών είχε υποχωρήσει αρκετά. Ο ουρανός αντιφέγγιζε ένα θαμπό, ξεπλυμένο χρώμα, ταλαιπωρημένο από τη λάβρα, η ατμόσφαιρα πνιγηρή. Τεντώθηκα νυσταγμένα επάνω στα χιλιοτσαλακωμένα, υγρά σεντόνια. Σηκώθηκα νωχελικά, ενοχλημένος από εκείνον τον παράξενο ιδρώτα που δεν μπορείς να καταλάβεις με τα δάχτυλά σου, αλλά που είναι εκεί και μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο σού παγώνει το δέρμα. Περίεργο στ’ αλήθεια, αφού η ζέστη ήταν εύκολα ανεκτή.

Βγαίνοντας από το δωμάτιο, κρυφοκοίταξα την μισάνοιχτη πόρτα της αδελφής μου. Το κρεβάτι της ήταν άδειο. Η Μπέμπα – έτσι την αποκαλούσαμε πάντα η μαμά κι εγώ – δεν είχε γυρίσει, παρά την πάγια εντολή της μάνας μας: “Δύο το αργότερο θα βρίσκεστε σπίτι”. Προχώρησα διστακτικά προς τη σωτηρία του καφέ, να ελέγξω πρώτα έπρεπε αν στο σαλόνι βρίσκεται η φραγή της πρωινής μου απόλαυσης. Γιατί το ήξερα, όφειλα να υποστώ τον εξάψαλμο του μεγάλου αδελφού, του προστάτη ελλείψει πατέρα, άσχετο αν με την αδελφή μου μας χώριζαν δεκαπέντε μήνες όλοι κι όλοι, είκοσι κλεισμένα εγώ, σκάρτα δεκαεννέα εκείνη.

Η άγρια αύρα που πλανιόταν γύρω μου, με σταμάτησε ένα μόλις βήμα πριν σκοντάψω μισοκοιμισμένος στο πόδι του καναπέ. Αυτό που αντίκρισα, ήταν μια φιγούρα ακίνητη, κοκαλωμένη, με βλέμμα απλανές, κυρτωμένους ώμους και μάτια γεμάτα δάκρυα. Δεν γύρισε καν να με κοιτάξει. Είπα να σεβαστώ τη σιωπή, μα την λυπήθηκα.

“Μην κάνεις έτσι βρε μάνα, δεν είναι μωρό. Σε καμιά φίλη της θα ξέμεινε, να δεις που τώρα θα….”

“Η αδελφή σου είναι νεκρή. Μαζί κι ο νεαρός που οδηγούσε. Έτρεχε πιωμένος”. Κάθε λέξη της ήχος – δηλητήριο, πότιζε το δέρμα της πριν διαλύσει το δικό μου. Έμεινα ασάλευτος. Σκηνές από στιγμές μας με την αδελφή μου προβάλλονταν επάνω στον υγρό αέρα της απειλής που δεν ξεστομίστηκε αλλά υπήρχε: “ποτέ δεν θα ξαναζήσω κάτι παρόμοιο μαζί της”. Λαμπερή ήδη η απουσία της, υπογράμμισε τη σκοτεινή συνέχεια της ζωής μας. Ξαφνικά, ο κόσμος μού φάνηκε ιδιαίτερα περίπλοκος. Βυθίστηκα ολόκληρος στα θλιμμένα μάτια της μάνας.

“Έφυγε για πάντα”, μου ψιθύρισε μουδιασμένη. Το μόνο που κατάφερα να σκεφτώ ήταν πως είναι μεγάλη κουβέντα αυτό το “πάντα”. Υποδουλώνει το “πριν”, εξαφανίζει το “μετά”, όλα τα παγιώνει σε καθεστώς αφόρητου πόνου. Ένας αργόσυρτος καημός από σκοτάδι, πέρασε από το παράθυρο και καρφώθηκε στην καρδιά μου.

Έφτασε γρήγορα η τριακοστή ημέρα χωρίς εκείνη στο σπίτι και ήδη νιώθω πως η μάνα χάνει την αίσθηση του χρόνου, βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς πτώσης, ίλιγγος στα πρόθυρα ολοσχερούς απελπισίας. Δεν κοιμάται καλά, το μόνο σίγουρο. Ούτε εγώ φυσικά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησής μου ωστόσο, μετράει τις μέρες που οδηγούν στην ανάρρωση, κάπου αρχίζω να βρίσκω πατήματα ισορροπίας, προσομοίωση ίσως λήθης ευεργετικής. Τίποτα δεν είναι απλό, μου λείπει αφάνταστα το ηχηρό, μεταδοτικό γέλιο της. Οι ζωές μας όμως πρέπει να συνεχιστούν, πρέπει να επινοήσουμε διεξόδους, κι εγώ, ο δυνατός, οφείλω ν’ απομακρύνω τη μάνα απ’ αυτή τη χαώδη λίμνη της απόγνωσης όπου κολυμπά. Το άμορφο νέφος του κάθε αύριο που ξημερώνει όλο και πιο άγριο, την έχει σκεπάσει με άρρητη οδύνη.

Αποκτά τη συνήθεια να πηγαίνει στην εκκλησία. Ανάβει κεριά, κάνει τάματα, στο δωμάτιο της Μπέμπας – που παραμένει ακριβώς όπως το άφησε την τελευταία της μέρα – κρέμεται η Παναγία κι ένας άγιος προστάτης που δεν αναγνωρίζω. Οι προσευχές, σιντριβάνι που αναβλύζει από τα χείλια της, ανακατεύουν τις σκέψεις της και υποχρεώνουν το μυαλό της να υποταχθεί στην ανάγκη της: παρακαλάει για δύναμη, ικετεύει για την γαλήνη της ψυχής της κόρης της. Η νύχτα όμως, είχε εγκαταστήσει για τα καλά τη σκοτεινιά στη δική της ψυχή. Όσο κι αν έψαχνα, δεν έβρισκα τις λέξεις που χρειαζόταν, κάπως ν’ απαλύνω την ερημία της.

“Για κάθε δοκιμασία που μας δίνει η Θεός, υπάρχει λόγος”, μουρμουρίζει ολημερίς. Εγώ πάλι, δεν έβρισκα καμία παρηγοριά στις πράξεις του Θεού. Δεν της το έλεγα φυσικά, δεν μπορούσα ούτε να την κοιτάξω στα μάτια γιατί θα καταλάβαινε αμέσως πως αυτή της η βεβαιότητα, στα δικά μου αυτιά ακουγόταν ψεύτικη.

“Αλήθεια, πότε παίρνουν τέλος οι προσευχές”; της φωνάζω βουβά. Το βλέμμα της απλανές, μου απαντά με περιφρόνηση. Απορρίπτει την βλασφημία μου γρήγορα και τελεσίδικα πριν καν την ξεστομίσω. Θυμώνω. Μου είναι αδύνατον να μείνω άπραγος, παρατηρώντας την να βουλιάζει σε μια σαρωτική πλημμύρα θρησκοληψίας την οποία θεωρούσε και λυτρωτική μάλιστα.

Αν και δεν καταλάβαινα καθόλου την εμμονή καθημερινών σχεδόν δοσοληψιών με τον παπα – Λαυρέντιο, υποχωρώντας στην επιμονή της, την συντροφεύω ως την εκκλησία, για σήμερα μόνο, για τα τρίμηνα της Μπέμπας. Κάθομαι δίπλα της στο στασίδι και παρακολουθώ με συντριβή ένα σωρό κόσμο να βάζει τον εαυτό του σε μια θέση που, στα μάτια μου τουλάχιστον, μοιάζει δεινότατη. Συνεχείς επικλήσεις και αναγνώσεις σελίδων γεμάτων αιματηρές απειλές; Το είδος της εξύψωσης που τους προκαλεί η συχώρεση μακριά από την ποινή της κόλασης, σε μένα μόνο τρόμο προκαλεί. Ακούω τη μάνα να ψιθυρίζει “Δόξα σοι Κύριε για όλα όσα μας προσφέρεις” και καταπίνω την ερώτηση που μου καίει τα χείλια με μεγάλη δυσκολία. Τί ακριβώς της είχε προσφέρει ο φιλεύσπλαχνος θεός της;

Επιστρέφοντας στο σπίτι, επέλεξε να μου απαντήσει στην ερώτηση που δεν έκανα. “Πέρασα τη ζωή μου ως τώρα”, είπε, “χωρίς Θεό, χωρίς πίστη και ίσως αυτό να είναι η τιμωρία μου. Ένας περήφανος, εκδικητικός Θεός, μου κάνει αισθητή την παρουσία του. Δεν μου αρέσει να Τον σκέφτομαι τιμωρό και όχι ελεήμονα. Υπήρξα βλάσφημη όμως και πρέπει κάπως να επανορθώσω”.

“Οι δεισιδαιμονίες και τα τρισάγια είναι γυναικεία απασχόληση. Δεν είναι μονάχα ότι δεν με αφορούν, μ’ ενοχλεί αφάνταστα όταν πλανώνται μέσα στο σπίτι μου όλα αυτά τα λιβάνια και τ’ αγιωτικά”.

“Ακόμα κι αν είναι άσκοπο, έχουμε τίποτα να χάσουμε; Το πολύ – πολύ να μην συμβεί τίποτα το διαφορετικό. Πειράζει περιμένοντας, να ελπίζουμε για το καλύτερο; Μόνο εσένα έχω, δουλειά μου είναι να σε προστατέψω”.

“Να το μάθει ο κόσμος ότι καταφεύγουμε σε ματζούνια προς ευημερίαν και μακροημέρευσιν, να γελάει μαζί μας! Θα σοβαρευτείς επιτέλους μάνα”;

Μετά από χρόνια αναζήτησης, είχα πειστεί ότι τον Θεό, τον όποιο θεό, οι άνθρωποι τον ανακάλυψαν ακριβώς τη στιγμή που θέλησαν να ξορκίσουν τους δαίμονές τους. Έτσι είναι. Όταν σου είναι αδύνατον να βρεις λύση στο βάσανο, αναζητάς κάποιον, τον ονοματίζεις ένοχο και του καταλογίζεις το πρόβλημα. Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να της πω πόσο διαφωνώ με την επιλογή της. Αν αυτή η πίστη που εμφανίστηκε ξαφνικά, της δίνει κάποια μορφή γαλήνης, ίσως και να είναι αρκετό.

Η μελαγχολική μέρα έσβησε γύρω μου, τα χρώματά της χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Εικόνες ξεκλείδωναν και ξεχείλιζαν απ’ το βλέμμα μου. Καρφώνω τα μάτια μου στο σκοτάδι, ψάχνοντας ανακούφιση σε απαντήσεις που δεν έρχονται. Είμαι αμάθητος, δεν ξέρω πως να πιστέψω στα θαύματα και το χαμόγελο αποδοχής μου σ’ όποιον τα καλοδέχεται, πάντα με μορφασμό θα μοιάζει.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top