Fractal

Διήγημα Fractal: “Μια ευκαιρία *”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

type20

 

“Δος του μια ευκαιρία”.

Να του δώσω μια ευκαιρία ή να του τα πω χύμα και να τελειώνουμε μ’ αυτή την κωμωδία; Να συνεχίσουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα απλά για τα μάτια του κόσμου; Μα ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι εγώ κρυφό καμάρι. Δεν είναι καλύτερα να χωρίσουμε φιλικά κι ο καθένας να τραβήξει το δρόμο του με ό, τι έχει κρατήσει στις αποσκευές του από τις καλές μέρες που ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια; Κι οι δυο είμαστε υπεύθυνοι σ’ αυτή την κωμωδία του έρωτα. Ο καθένας μας έπαιξε το ρόλο του όπως μπορούσε. Μήπως υπήρξαμε δυο απελπισμένοι εραστές που δεν προσπαθήσαμε ποτέ να παραδεχτούμε την ήττα μας; Μήπως είμαστε δυο άσχετοι που συναντηθήκανε τυχαία σ’ ένα σταθμό και τόσα χρόνια ζούσαμε συμβατικά μόνο και μόνο για να γράψουμε θριαμβικά τον επίλογο μιας ερωτικής τραγωδίας;

Ήταν μια νύχτα βασανιστική, εφιαλτική. Πνιγόμουνα στις αναστολές. Γιατί δεν μπορούσα να πάρω μια απόφαση; Τι με εμπόδιζε; Μήπως στο βάθος τον χρειαζόμουνα από συνήθεια; Νόμιζα πως ο έρωτας, η αγάπη είχαν ξερριζωθεί από την καρδιά μου. Ένιωθα μέσα μου άδεια και φτωχή. Έγειρα πάνω στον αγκώνα μου κι αποκοιμήθηκα.

Όταν το φως της μέρας που μπήκε δειλά από μια χαραμάδα έπεσε πάνω μου, πετάχτηκα κι άνοιξα το παράθυρο. Η θύελλα είχε αφήσει τα ίχνη της στα πεζοδρόμια, στον κήπο. Σωρός τα τρομαγμένα φύλλα και πολλά από τα δεντράκια είχαν γείρει ξεριζωμένα. Η καταιγίδα τον είχε ρημάξει τον τόπο. Ωστόσο πέρα μακριά στον ορίζοντα, πάνω από τον Υμηττό ο μεγάλος δίσκος του πρώτου ήλιου είχε μόλις προβάλει. Μια συννεφούλα απαλή έκανε τον περίπατό της πιο ψηλά στον ουρανό. Είχε ξημερώσει μια καινούργια μέρα για τον κόσμο.

“Θεέ μου, πόσο όμορφος είναι ο κόσμος”, μουρμούρισα κι ένας βαθύς αναστεναγμός ανέβηκε από τα σωθικά μου.

Ο πραγματικός ήλιος, στο φυσικό του μέγεθος είχε ανεβεί αρκετά πια και χαμογελούσε ζεστά, τρυφερά στον κόσμο του, θαρρείς για να παρηγορήσει το πλήθος των μικρών και των μεγάλων πλασμάτων, να ζεστάνει δικαίους και αδίκους. Κάτω στο δρόμο κάποιοι βιαστικοί, μεροκαματιάρηδες προφανώς, χωμένοι σε φτηνά μπουφάν, έτρεχαν να προλάβουν…

Ένας περίπατος με το αυτοκίνητο θα μου έκανε καλό. Θα με βοηθούσε να σκεφτώ πιο ψύχραιμα. Πού θα πήγαινα; Δεν ένιωθα πως ήμουνα σε φόρμα να οδηγήσω. Βγήκα σχεδόν τρέχοντας στο δρόμο. Κοντοστάθηκα αναποφάσιστη. Ύστερα τράβηξα προς τη λεωφόρο Αμαλίας και βρέθηκα ακριβώς μπροστά στη ρώσικη εκκλησία. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Σταμάτησα το πρώτο ταξί.

“Για πού, μαντάμ;” Ρώτησε ως συνήθως ο οδηγός.

“Πάμε! Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο πουθενά! Πάμε! Όπου να ‘ναι”, είπα ανοίγοντας την πίσω πόρτα και κάθισα στη δεξιά μεριά του καθίσματος, χωρίς να δώσω άλλη εξήγηση.

“Χριστός και Παναγία! σταυροκοπήθηκε ο άνθρωπος. “Πρώτη φορά πάω τέτοιο δρομολόγιο. Μνήσθητί μου, Κύριε!” έκανε το σταυρό του. “Για πού πάτε, κυρία;” ξαναρώτησε.

“Από το πουθενά πάω στο πουθενά! Δε σας έτυχε άλλη φορά κάτι τέτοιο;”

είπα. Και βολεύτηκα στο κάθισμά μου. Μου έριξε μια γρήγορη λοξή ματιά μέσα από τον καθρέφτη.

“Φυσικά όχι! Η κυρία έχει όρεξη πρωί πρωί”, μουρμούρισε ο ταξιτζής ξαναρίχνοντας πάνω μου ερευνητικά κι αστραπιαία το βλέμμα του.

“Σας λέω αλήθεια, κύριε, δεν αστειεύομαι, δεν ξέρω, τα ‘χω χαμένα. Νιώθω σαν να έρχομαι από το τίποτα και πάω στο πουθενά, χωρίς προορισμό. Είμαι πολύ αναστατωμένη. Πάμε όπου να ‘ναι. Θέλω να βγω έξω, μακριά, να πάρω αέρα, να ξελαμπικάρει το μυαλό μου προτού πάρω μια απόφαση”.

“Μπαρντόν; Σοβαρολογείτε; Τι σας συμβαίνει, κυρία μου; Εγώ είμαι επαγγελματίας άνθρωπος, δουλεύω για το ψωμί των παιδιών μου, δεν έχω περιθώρια για περιπέτειες. Σας ρώτησα για πού πάμε! Ε, ρε, πού έμπλεξα, σίγουρα καμιά τρελή θα είναι”.

Ακούοντας τα τελευταία λόγια που πρόφερε δαγκώνοντας τις λέξεις σαν κάτι πολύ σκληρό, συνειδητοποίησα ποια εντύπωση του έδινα.

“Κηφισιά! Αγίου Ονουφρίου 17. Με συγχωρείτε είμαι συγχυσμένη”.

“Εντάξει, λοιπόν!” αναστέναξε με ανακούφιση ο άνθρωπος κι έβαλε μπροστά. “Από πού προτιμάτε, Κέντρο ή Κηφισίας;”

“Από όπου σας βολεύει καλύτερα, δεν έχω πρόβλημα. Είναι κάτι πολύ σοβαρό που με απασχολεί, δεν έχω μυαλό”, είπα κι ένιωσα ταπεινωμένη.

“Χα!” κάγχασε ο ταξιτζής και πάτησε δυνατά το γκάζι. Η παλιά μηχανή βόγκηξε κι εγώ ανατινάχτηκα σαν από φουρνέλο και βρέθηκα στην άλλη μεριά του πίσω καθίσματος. “Σόρι, κυρία! Έχω κι εγώ τα δικά μου. Εμένα που με βλέπεις,” αναστέναξε κι έκοψε ταχύτητα, “εμένα που με βλέπεις!” Με κοίταξε μέσα από τον μπροστινό καθρέφτη, “έχει καεί η γούνα μου!”

“Χα!” ξερόβηξα για να πάρω κουράγιο. “Και ποιανού δεν έχει καεί! Χμ, καθένας τα δικά του ξέρει”.

“Εμένα που με βλέπεις, από τα χαράματα στη δουλειά για να μην της λείπει τίποτα. Βασίλισσα ήθελα να την έχω. Και να φορέματα και λούσα και να διακοπές, από τι έκανε διακοπές, ξέρω κι εγώ, κάθε καλοκαίρι από Μύκονο και Σαντορίνη μέχρι Νάξο και Ρόδο η αφεντιά της. Και πάντα κουρασμένη την έβρισκα… Ώσπου την έκαμα τσακωτή με το φίλο! Χα! Και τι σύμπτωση! Της τον πήγα εγώ στο σπίτι ΜΟΥ! Το αντιλαμβάνεστε αυτό; Το χωράει το μυαλό σας; Ο τύπος με αγκάζαρε να τον μεταφέρω από Κυψέλη στους Φραγκομακεδόνες και σ’ όλη τη διαδρομή μου καυχιόταν για τις ερωτικές του επιδόσεις και μου περιέγραφε τη γκόμενά του, εγώ γελούσα για να μην τον δυσαρεστήσω, πελάτης μου, παρότι, ας με βλέπεις πάνω σε τούτο το αχαΐρευτο τιμόνι, δε μ’ αρέσουν οι ατιμίες. Ποτέ δεν στραβοκοίταξα γυναίκα. Δε λέω, άνθρωπος είμαι, μου αρέσουν τα ωραία, αλλά ως εκεί. Μιλάς με μια ωραία γυναίκα, λες τον πόνο σου, τα βάσανά σου, σου λέει κι εκείνη τα δικά της, άνθρωποι είμαστε, τις αδυναμίες μας έχουμε, μπαίνουν εδώ μέσα και κάτι νεράιδες που σου τρέχουν τα σάλια. Τις κοιτάς και χάνεις το μπούσουλα. Κάτι πόδια, κάτι κορμιά σαν την Αφροδίτη της Μήλου, αλλά ως εκεί. Ό, τι σου αρέσει δεν σημαίνει πως πρέπει σώνει και καλά να πάει και κρεβάτι!”

“Φυσικά!” είπα. “Οφθαλμοίς ουκ έστι νόμος!” Είχα κι εγώ ανάγκη να μιλήσω. Ας ήταν και σε έναν άγνωστο ταξιτζή. Δεν ξέρω αν η ιστορία του ήταν η δική του ή του την είχε διηγηθεί κάποιος άλλος, μπορεί να την είχε διαβάσει σε κάποιο φτηνό ρομάντζο. Αλλά δεν πρόφτασα να συνεχίσω. Με κοίταξε πάλι μέσα από τον καθρέφτη.

“Που λες, από την περιγραφή της γκόμενας, άρχισα να υποπτεύομαι, να ψιλό- υποψιάζομαι, αλλά δεν το χωρούσε το μυαλό μου. Όταν φτάσαμε κοντά στο σημείο που θα τον άφηνα μ’ έζωσαν τα φίδια. Συγκρατήθηκα όμως. Με πλήρωσε χωρίς να πάρει τα ρέστα, ήταν λεφτάς το κουμάσι και πήγε κατευθείαν στη βίλα μου! Της είχα και βίλα πρώτης κλάσης στους Φραγκομακεδόνες, ο ‘κερατάς’ που βλέπεις!”

Στο σημείο αυτό είχε τόσο εξαφθεί, που φοβήθηκα μην κουτουλήσουμε πουθενά. Αλλά συνηθισμένος στα σκαμπανεβάσματα δεν έτρεξε τίποτα. Οδηγούσε κανονικά, κάνοντας ζωηρές χειρονομίες, κοιτάζοντάς με από τον καθρέφτη κάθε φορά που περίμενε να συμφωνήσω μαζί του, και γιατί άλλωστε να διαφωνήσω, μ’ αποξεχνούσε με τα δικά του και με βοηθούσε κιόλας να ξεπεράσω το δικό μου πρόβλημα.

“Νόμιζα πως θα εκτιμούσε τις θυσίες μου. Αλλά δεν της έφτανα εγώ, της άρεσαν τα ξινά, ήθελε γκόμενο και λεφτά. Τα δικά μου τα λεφτά δεν της έφταναν. Ο τύπος, όπως αποδείχτηκε μετά, ήταν λεφτάς και επώνυμος! Είχε δώσε πάρε με την υψηλή κοινωνία η σκρόφα! Δεν της έφτανα εγώ, ολόκληρος πολιτικός μηχανικός, που έπιασα το τιμόνι για τα ρημάδια τα λεφτά, για να την έχω βασίλισσα και βουτήχτηκα στο βούρκο της καθημερινότητας για να της κουβαλάω και του πουλιού το γάλα, έτσι πανέμορφη και ντελικάτη που ήταν. Δεν ήθελα να κουράζεται. Και δεν ήξερε πώς βγαίνει ο παράς. Εμένα που με βλέπεις, απαρνήθηκα για χάρη της τους γονείς μου. Γιατροί κι οι δυο. Σου λέω για να καταλάβεις. Και με κεράτωνε! Τα παρακάτω τι να στα πολυλογώ, καταλαβαίνεις. Γίναμε μπάχαλο! Ευτυχώς που έλειπαν τα παιδιά, τα είχα στην κατασκήνωση. Και δε λογάριασε ούτε τα παιδιά, στο δημοτικό ήταν τότε. Με το νόμο της τα πήρα. Δεν την ένοιαξε… Και τώρα είμαι μάνα και πατέρας. Μάνα και πατέρας”, επανέλαβε. “Άστα, βράστα! Δράμα! Η υπόθεση δράμα…”

Με είδε μέσα από τον καθρέφτη που σκούπιζα τα μάτια μου.

“Είμαι κι εγώ μπερδεμένη, αναστατωμένη”, πρόλαβα την ερώτησή του.

Έμπειρος ο ταξιτζής, χαμογέλασε με συγκατάβαση.

“Κι εσείς πάθατε το ίδιο; Πέστα να ξεσπάσεις, κυρία, πού με ξέρεις, πού σε ξέρω, σήμερα με βλέπεις, είναι απίθανο να ξανασυναντηθούμε, έχουν δει εμένα τα μάτια κι έχουν ακούσει τ’ αυτιά μου εδώ μέσα στη ρουτίνα τόσα χρόνια, τον άμμο της θάλασσας! Όλα εδώ μέσα μένουν. Μη μου πεις πως… Κατάλαβα καλά; Σε κερατώνει και σένα;”

“Ας πούμε…”

Δεν ήθελα να παραδεχτώ και επίσημα πως μου τα φορούσε κανονικά.

“Και, με συμπαθάς, καταδέχτηκε να ρίξει τα μάτια του πάνω σε άλλη γυναίκα με σένα πλάι του; Ηλίθιος είναι; Τυφλός; Σε απατάει ο μ…;”

“Με απατάει…”

Με πονούσε που το άκουγα. Με έθλιβε που το παραδεχόμουνα, αλλά ήταν η αλήθεια.

“Ε, θα είναι βλάκας, θα είναι σαν τη δική μου. Που μου άφησε και δυο κορίτσια και είναι τώρα της παντρειάς. Μη χολοσκάς, έχει ο Θεός και για μας, κανένας δεν πάει χαμένος. Έχεις καμιά περιουσία, δουλεύεις;”

“Και τα δυο”.

“Μπορείς να ζεις μόνη σου, δεν τον έχεις ανάγκη. Παράτα τον να πάει στο διάολο! Το κουμάσι!”

Μιλούσε στη γλώσσα την καθημερινή του ο άνθρωπος. Δε με πείραζε. Εκείνη την ώρα μοιραζόταν μαζί μου άθελά του τη δυστυχία του, που έμοιαζε να είναι και δική μου.

“Δεν έχω την ανάγκη του. Δεν είναι αυτό. Είναι που γκρεμοτσακίστηκε μέσα μου. Τον είχα πολύ ψηλά. Κι όταν τον είδα να καταρρέει…”

Αλλά ευτυχώς είχαμε φτάσει στον προορισμό μου. Και δεν συνεχίσαμε την κουβέντα, που από τη στιγμή που γύρισε σε μένα ένιωθα αρκετά άβολα.

“Εδώ,” τον διέκοψα, “φτάσαμε”.

“Παιδιά έχετε;” ρώτησε, καθώς δυσκολευόταν να βρει να μου δώσει ρέστα.

“Όχι”, απάντησα ξερά. “Κρατείστε τα, για ένα καφέ από μια άγνωστη που την περάσατε για τρελή. Γεια σας!” Γέλασα με σαρκασμό. “Σας εύχομαι καλή Χρονιά”.

Εκείνος έκανε μια κίνηση χαιρετισμού με το δεξί του χέρι και συνέχισε το δρόμο του μεροκάματου.

Έτσι δεν έμαθα τι έγινε παρακάτω. Αλλά ποια σημασία έχει να ξέρω τη συνέχεια μιας υπόθεσης που δε με αφορά ή μήπως με αφορά έμμεσα;

Η δική μου περιπέτεια μόλις άρχιζε.

 

* Ελένη Χωρεάνθη: “Γυναίκες σε Υαλοπωλείο” (απόσπασμα). εξώφυλλο Μάριον Χωρεάνθη. Εκδόσεις GEMA, Αθήνα 2002.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top