Fractal

Δύο από τις χαρακτηριστικές μικρές ιστορίες του Τόμας Χάρντυ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Τόμας Χάρντυ: “Μια ευφάνταστη γυναίκα. Οι τρεις ξένοι.” Μετάφραση-Σημειώσεις-Επίμετρο: Σπάρτη Γεροδήμου. Εκδόσεις Ερατώ. Απρίλιος 2017

 

Στη μικρή ιστορία  ‘Μια ευφάνταστη γυναίκα’ (An Imaginative Woman), ο Τόμας Χάρντυ αναφέρεται στη δύναμη της φαντασίας και πιο συγκεκριμένα σε μια νέα γυναίκα ευαίσθητη και ποιητικής ιδιοσυγκρασίας. Ενώ όμως αυτά επισυμβαίνουν στην Έλλα, για τον σύζυγο της, στη μικρή αυτή και αρκούντως δραματική ιστορία του 1888, η σκέψη και η κατάληξη είναι από κάθε πλευρά συγκλονιστική. Στην πραγματικότητα, ο σύζυγος Γουίλιαμ Μάρτσμιλ, δεν ήταν σε θέση καν να φανταστεί ότι μια τέτοια φανταστική σύνδεση θα μπορούσε να έχει τόσο μεγάλη συναισθηματική επίδραση στη νεαρή σύζυγό του, με τη δημιουργία στον ψυχισμό της ενός έντονα φορτισμένου κόσμου που δημιουργεί η ίδια για να απολαύσει τη μίζερη ζωή της.

Η υπόθεση της ιστορίας οριοθετείται χρονικά στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν οι αξιοσέβαστες γυναίκες υποτίθεται ότι βρίσκουν έναν κατάλληλο σύζυγο, παντρεύονται, γεννούν παιδιά και δημιουργούν και δρομολογούν στην κοινωνία τους μια τυπική αγγλική οικογένεια.  Φυσικά στην εποχή που αναφερόμαστε, υπήρχαν υπάλληλοι και υπηρέτριες για να βοηθήσουν ειδικά μια πολυπρόσωπη οικογένεια με σχετικά καλή οικονομική κατάσταση, αλλά αυτή η ευκολία δεν διευκολύνει το εσωτερικό ψυχικό  φορτίο της συνηθισμένης και βαρετής  οικιακής ζωής για την επίδοξη νεαρή ποιήτρια και σύζυγο Έλλα Μάρτσμιλ. Επιπλέον, ο πολυάσχολος σύζυγός της κερδίζει τα προς το ζην ως κατασκευαστής πυροβόλων όπλων, γεγονός το οποίο στην πραγματικότητα μάλλον διαταράσσει και δυσχεραίνει τη φαντασιόπληκτη γυναίκα του. Τα παιδιά τους συμπεριφέρονται τυπικά για την ηλικία τους, αλλά η μητέρα τους, Έλλα,  λαχταράει για λογοτεχνικές εμπειρίες.

Η οικογένεια αυτή του παραπάνω ζευγαριού βρέθηκε κάποτε να ζει, για περιορισμένο βέβαια χρονικό διάστημα, σε ένα εξοχικό σπίτι κοντά στις αγγλικές ακτές, σε δύο δωμάτια, στο σπίτι συγκεκριμένα του γνωστού, αλλά απόντα εκείνη τη στιγμή, και ανερχόμενου λυρικού ποιητή Ρόμπερτ Τρου. Το μέρος ετούτο, είναι φαίνεται κατάλληλο για την Έλλα να δημιουργήσει μια φανταστική σύνδεση με τον ποιητή,  που τροφοδοτεί θετικά την ψυχή της, αλλά προς το τέλος λαμβάνει χώρα η μεγάλη ανατροπή. Στην απομονωμένη εξοχική κατοικία, το Κόμπουργκ Χάουζ, και ενώ ο σύζυγός της βγαίνει με τους φίλους του και τα παιδιά τους παίζουν ξένοιαστα στην ακτή, η Έλλα ανακαλύπτει σύντομα ότι γνωρίζει καλά αυτόν τον ποιητή, τουλάχιστον όσον αφορά το γραπτό του έργο. Στην πραγματικότητα η Έλλα, ή Τζον Άιβι όπως είχε εμφανισθεί στο λογοτεχνικό στερέωμα, προσπαθεί να μάθει από το επιτυχημένο στυλ γραψίματος του Ρόμπερτ Τρου, από τότε που κάποιοι δικοί της στίχοι εμφανίστηκαν ως ανήκοντες στον Τζον Άιβι,  μαζί του σε ένα ανάλογο περιοδικό. Η Έλλα, όλες εκείνες τις μέρες, προσπαθεί με τρόπο να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες προσωπικές πληροφορίες από την ιδιοκτήτρια του εξοχικού, συμπεριλαμβανομένου ενός πορτραίτου του ποιητή, καθώς και κάποιων στίχων του  που βρίσκονται γραμμένοι με μολύβι και ψιλά γράμματα στην ταπετσαρία, πίσω από τις κουρτίνες στο κεφαλάρι του κρεβατιού. ‘… Πιστεύω ότι ξυπνάει μέσα στη νύχτα, καταλαβαίνετε, με κάποιο στίχο μέσα στο μυαλό του, και τον ορνιθοσκαλίζει εκεί δα στον τοίχο, μπας και τον ξεχάσει μέχρι το πρωί…’, ισχυρίζεται η ιδιοκτήτρια του εξοχικού, κυρία Χούπερ, ενώ η ίδια η Έλλα σιγοψιθυρίζει ‘… εσύ είσαι λοιπόν που τόσο σκληρά με έχεις σβήσει τόσες και τόσες φορές…’!

Με τη βοήθεια τώρα των προσωπικών αυτών αντικειμένων, με τα ποιήματα του Τρου και την καλπάζουσα απελευθερωμένη φαντασία της, η Έλλα υφαίνει με τον προσωπικό της τρόπο ένα ρομαντικό σενάριο στο νου της. Επιστρέφοντας στο σπίτι από τη θάλασσα, φαινομενικά χωρίς ορατή ελπίδα να συναντήσει ποτέ το είδωλό της, αρχίζει να γράφει σε αυτόν ως συνάδελφος ποιητής Τζον Άιβι. Λίγο μετά την τελευταία αποτυχημένη συνάντηση μεταξύ τους, ο ταραγμένος ποιητής αυτοκτονεί, ενώ η ευφάνταστη Έλλα γράφει στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην ακτή να ζητήσει το κορνιζωμένο πορτραίτο και λίγα από τα μαλλιά του Τρου. Στη συνέχεια μεταβαίνει μυστικά στο νεκροταφείο και θρηνεί για την αγάπη που δυστυχώς δεν συνάντησε ποτέ. Εκεί θα τη συναντήσει ο σύζυγός της, ο οποίος με έντονη ζήλεια την προειδοποιεί για να αποφύγει άλλες ανοησίες από μεριάς της. Η γέννηση στη συνέχεια, του τέταρτου παιδιού της, με τον σύζυγό της να υπολογίζει την πιθανή ημερομηνία σύλληψής του, και το φόβο της μικρής έστω πιθανότητας να μην είναι δικό του, γιατί ίσως οι δύο ποιητές  συναντήθηκαν μια συγκεκριμένη στιγμή πραγματικά, σηματοδοτεί πολλά πράγματα και εξελίξεις, όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για ολόκληρη την οικογένειά της.

Αυτή είναι μια από τις δύο μικρές ιστορίες του Τόμας Χάρντυ που βρίσκονται σε τούτο το βιβλίο, μια ιστορία καλά γραμμένη και περιγραφική, αλλά που εγκαταλείπει στον αναγνώστη μια ελαφρώς σκοτεινή και μελαγχολική αίσθηση και διάθεση. Η Έλλα είναι η ευφάνταστη γυναίκα του τίτλου της ιστορίας, ενώ ο σύζυγός της  είναι ακριβώς το αντίθετο της ιδιοσυγκρασίας και των δικών της ενδιαφερόντων. Η περιοχή του  Σόλεντσι, είναι ο γεωγραφικός τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία ‘Μια ευφάνταστη γυναίκα’, του Τόμας Χάρντυ, το θέμα της οποία στην πραγματικότητα είναι παρόμοιο με υποθέσεις άλλων ιστοριών  και μυθιστορημάτων, ένα σενάριο αρκετά σύνηθες στο οποίο η σύζυγος βαριέται με το γάμο της και σταδιακά αναπτύσσει μια εμμονή με μια άλλη ζωή, η οποία υπάρχει βεβαίως μόνο στις φαντασιώσεις της.

 

Πίνακας του Ρέτζιναλντ Έβες (1924 ) που απεικονίζει τον ηλικιωμένο Τόμας Χάρντυ.

 

Η ιστορία ‘Μια ευφάνταστη γυναίκα’, καταδεικνύει την εντελώς διαφορετική προσέγγιση του συγγραφέα στην αντίληψη του θηλυκού χαρακτήρα. Ο Χάρντυ εδώ χρησιμοποίησε όλες τις σύγχρονες  προκαταλήψεις ως προς τις γυναίκες της εποχής του, όταν έγραφε το χαρακτήρα της κυρίας Έλλα Μάρτσμιλ. Μέσα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της, στρέφει τον αναγνώστη στην ιδέα της ανδρικής ανωτερότητας, αλλά στη συνέχεια αποσυνθέτει και απορρίπτει αυτή την ιδέα, ειδικά  όταν οι ατέλειες της γυναικείας ηρωΐδας αποκαλύπτονται και σε άλλους χαρακτήρες, κυρίως ανδρικούς. Καθώς η ιστορία αναπτύσσεται, παρατηρούμε ότι οι βασικές πτυχές της φύσης της είναι ίδιες με τις τυπικές αρνητικές προκαταλήψεις που αποδίδονται στις γυναίκες τον 19ο αιώνα, δηλαδή ανήκει και αυτή σε εκείνες τις αναποφάσιστες που αφήνουν τα συναισθήματά τους να ελέγχουν τις πράξεις της και είναι απόλυτα εξαρτημένες από τον σύζυγό τους. Η ιστορία απεικονίζει την συγκέντρωση της όλης πλοκής καθαρά στην γυναικεία φιγούρα, στην Έλλα, δεδομένου ότι το προσωπικό υπόβαθρο του συζύγου της δεν βρίσκεται πουθενά σε όλο το μήκος της ιστορίας, παρά ίσως προς το τέλος της.  Ο ποιητής Ρόμπερτ Τρου, με τη σειρά του, είναι βασικά το αρσενικό alter ego της Έλλα, αφού  καταφέρνει να είναι επιτυχής σε όλα όπου εκείνη αποτυγχάνει. Μιμείται τις δικές του ενέργειες και λογοτεχνικές συμπεριφορές με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ταιριάξει κατά κάποιο τρόπο με την εικόνα του ειδώλου της, μόνο και μόνο για να απογοητευθεί από την αποτυχία της στη συνέχεια, αφού τα καθήκοντά ως μητέρα θα την εμποδίσουν να ακολουθήσει τα όνειρά της. Και δυστυχώς, με κάθε καινούργια απογοήτευση η κατάθλιψη της Έλλα χειροτερεύει. Ο Χάρντυ εδώ θεωρεί αυτό το παράδειγμα, αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση δύο δυσαρεστημένων ανθρώπων πρωτότυπο για κάθε αγγλικό γάμο, και  ταυτόχρονα βλέπει το θεσμό του μάλλον ως αφύσικο, επινοημένο από τον πολιτισμένο κόσμο περισσότερο και ο οποίος, όμως,  την ίδια στιγμή έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της φύσης. Είναι σημαντικό να δηλώσει, όμως,  ότι ο σύζυγος της Έλλα, είναι από κάθε άποψη καλός άνθρωπος αφού της συμπεριφέρεται καλά, όπως άλλωστε και στην οικογένεια και τα παιδιά τους. Προφανώς θα ήταν ερωτευμένοι κατά τη στιγμή του γάμου τους και επομένως δεν υπήρχε κανένας ρητός λόγος για την δυστυχία της και η παράδοσή της τελικά στα συναισθήματά της ίσως να υπογραμμίζει και να υπαινίσσεται μόνο το αδύναμο του χαρακτήρα της. Ο ποιητής Ρόμπερτ Τρου, πάλι,  ήταν προφανώς πολύ βασανισμένος από την έλλειψη στενών φίλων, μελών της οικογένειας ή από την παρουσία μιας γυναίκας ή συζύγου μέσα στη ζωή του, και πιθανόν αυτός να ήταν και ο βαθύτερος λόγος που τον οδήγησε στην αυτοκτονία ή έτσι ίσως υπονοεί το γράμμα που άφησε πίσω του. Απευθύνει την επιστολή αυτή μόνο στη φανταστική γυναίκα, η οποία είναι η εικόνα μιας τέλειας γυναίκας που ονειρευόταν πάντα για τον εαυτό του και δεν κατάφερε να βρει. Η Έλλα   συνειδητοποιεί με αυτή την ανακάλυψη, ακόμα περισσότερο ότι ίσως θα μπορούσε να αλλάξει την ατυχή απόφαση του ποιητή, αν είχε υπογράψει τα γράμματά της με το πραγματικό  της όνομα. Αυτό το τραγικό τέλος του ποιητή ενδυναμώνει ωστόσο την άποψη και φυσικά την ανικανότητά του να επιβιώσει στον πραγματικό και όχι σε έναν ιδεατό κόσμο. Ο ποιητής ονειρεύτηκε για τον εαυτό του μια τέλεια ζωή, με μια γυναίκα των ονείρων του, και αυτή ακριβώς η σύγκρουση ανάμεσα στις φαντασιώσεις του και στον πραγματικό κόσμο τον έκανε να μεταφέρει την απογοήτευσή του στην ποίησή του  στην αρχή και στη συνέχεια να δώσει τέρμα στη δική του συνολικά ανικανοποίητη ζωή. Ο παραλληλισμός μεταξύ της δικής του τύχης και της κατάστασης της παντρεμένης Έλλα, είναι πολύ προφανής, αφού κι’ αυτή είναι επίσης δυσαρεστημένη με τη ζωή της επειδή ονειρεύεται ένα καλύτερο και πιο ευτυχισμένο αύριο.  Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Ρόμπερτ Τρου, εκείνη έχει μια οικογένεια δίπλα της, αλλά αντί να επικεντρώνεται σε αυτό ακριβώς που έχει, απογοητεύεται για το τι θα μπορούσε να έχει και δεν θα το αποκτήσει όπως φαίνεται ποτέ.

Ο  τίτλος της μικρής ιστορίας ‘Μια ευφάνταστη γυναίκα’, παραπέμπει σε μια αναφορά για την Έλλα και τις ιδέες της για τον τέλειο άνθρωπο. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η μόνη που επιτρέπει στη φαντασία της να της στερήσει το καλύτερο της. Ο Ρόμπερτ Τρου, ως ανδρικός χαρακτήρας, έχει τα ίδια ακριβώς ζητήματα στο νου του, που τελικά προκαλούν το θάνατό του. Ο σύζυγος της Έλλα, Γουίλιαμ, φαίνεται αρχικά να είναι το απόλυτο αντίθετο του ποιητή, δηλαδή ένας πρακτικός άνθρωπος, ένας καθημερινός εργάτης στις επιχειρήσεις του για να κερδίσει τα προς το ζην ολόκληρης της οικογένειάς του, που φαίνεται να είναι τυφλός απέναντι σε οποιοδήποτε είδος συναισθημάτων, είτε των δικών του είτε της συζύγου του, κάτι όμως που αποτελεί σε τελική ανάλυση και την αιτία της δυστυχίας στο γάμο τους. Μόνο στην τελευταία παράγραφο της ιστορίας ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη σκηνή που αποδεικνύει ότι ο σύζυγος δεν είναι αρκετά απρόσβλητος από τα συναισθήματα ή τις φαντασιώσεις του. Η προσεκτικά χτισμένη εικόνα μιας αδύναμης γυναίκας και ενός ισχυρού άνδρα την οποία ο συγγραφέας κατασκευάζει στην περίπτωση του παντρεμένου ζευγαριού σε όλη την έκταση της ιστορίας, στην τελευταία παράγραφο καταστρέφεται και μάλιστα με εκρηκτικό τρόπο. Η αποκάλυψη των ίδιων χαρακτηριστικών στις προσωπικότητες και των δύο αυτών ανθρώπων αφήνει στον αναγνώστη τη γεύση  μιας έννοιας ισότητας μεταξύ των δύο φύλων.

 

‘Οι τρεις ξένοι’ (The Three Strangers) του Τόμας Χάρντυ, είναι η δεύτερη από τις δύο μικρές ιστορίες του συγκεκριμένου βιβλίου των εκδόσεων Ερατώ, που κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα τον Απρίλιο του 2017. Ένα πράγμα που κάνει τους ‘Τρεις Ξένους’ ενδιαφέρουσα αφήγηση, είναι η χρήση της προφητείας ή της υφέρπουσας προειδοποίησης από τον συγγραφέα. Υπάρχουν πολλά δείγματα προφητείες στην ιστορία, αν και ο γρήγορος και ανυποψίαστος αναγνώστης μπορεί να μην το αναγνωρίσει αμέσως. Για παράδειγμα, ο πρώτος ξένος ο οποίος περιγράφεται από τον Χάρντυ σαν να έχει μια χοντροκομμένη και χωριάτικη εμφάνιση, εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται σαν μια μικρή λεπτομέρεια άνευ σημασίας, αλλά έχει ιδιαίτερο νόημα αφού αποκαλύπτεται ότι ο πρώτος ξένος είναι στην πραγματικότητα ο φτωχός και πεινασμένος κλέφτης των προβάτων για τον οποίο είχε ήδη αποφασισθεί από τη δικαιοσύνη να κρεμαστεί. Ο πρώτος άγνωστος είναι επίσης ιδιαίτερα πρόθυμος και δεκτικός για να αποκαλύψει προσωπικά στοιχεία όταν μιλάει με τη σύζυγο του βοσκού, με τη δικαιολογία του ότι δεν έχει κάποια πίπα μαζί του, ούτε και την απαραίτητη θήκη ταμπάκου.

Είναι κατανοητό ότι ο αναγνώστης θα πίστευε αρχικά ότι ο τρίτος ξένος είναι όντως ο φυλακισμένος που δραπέτευσε από τις φυλακές, αλλά αν κοιτάξει πίσω στην ιστορία και την ξαναδιαβάσει προσεκτικά, θα διαπιστώσει, και αυτό γίνεται αρκετά πιστευτό, ότι ο φυλακισμένος είναι στην πραγματικότητα ο πρώτος ξένος που εισήλθε στο σπίτι του βοσκού.  Η ενασχόληση του Χάρντυ με αυτά τα παραδείγματα γραφής και αφήγησης, έχει σκοπό να μεγιστοποιήσει την έκπληξη που έρχεται οσονούπω προς το τέλος της ιστορίας. Πέρα απ’ την ψυχαγωγική της αξία, η μικρή ετούτη ιστορία υπενθυμίζει στους αναγνώστες την σημασία της ιδιαίτερης προσοχής στις λεπτομέρειες του κειμένου και όχι του αψυχολόγητου και επιπόλαιου άλματος στα συμπεράσματα, ένα μάθημα που όπως ειπώθηκε, δεν ισχύει μόνο για τη λογοτεχνία αλλά και για όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου εν γένει. Ο συγγραφέας δίνει σκόρπιες πολλές ενδείξεις για την πραγματική ταυτότητα του αιχμάλωτου και καταδικασμένου ανθρώπου σε όλη την ιστορία, αλλά οι περισσότεροι αναγνώστες παρακάμπτουν χωρίς να δίνουν σημασία στην αρχική τουλάχιστον ανάγνωση του κειμένου. Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας, είναι οι καλοφτιαγμένοι χαρακτήρες του Τόμας Χάρντυ, όπως για παράδειγμα, ο  χαρακτήρας του αστυνόμου στο τελευταίο τμήμα της ιστορίας. Έτσι λοιπόν ο αστυνομικός απεικονίζεται ως ένας αλαζονικός και κάπως άκαμπτος στο χαρακτήρα του  άνθρωπος, περισσότερο αφοσιωμένος στη δύναμη και το κύρος που του αποδίδει το αξίωμά του, παρά στην πραγματικότητα στην υπηρεσία αυτής καθαυτής της δικαιοσύνης. Στο σημείο της ιστορίας όπου ο δήμιος του λέει να καταδιώξει τον φυλακισμένο από τη φυλακή και στη συνέχεια αρχίζει να δίνει εντολές στους υπόλοιπους, ο αστυνομικός επιλέγει να επαναλάβει επιτακτικά κάποιες από τις προτάσεις του δήμιου στους άλλους πρώην προσκεκλημένους στο σπίτι του. Αυτό δείχνει ότι προσπαθεί με κάθε τρόπο να εδραιωθεί ως ισότιμο μέλος της κρατικής εξουσίας όπως και ο δήμιος. Λέει συγκεκριμένα, ‘…  βαρελοσανίδες και δικράνια, στο όνομα του νόμου! Πάρτε στα χέρια σας και πηγαίνετε να ψάξετε, και να κάνετε όπως σας λέμε εμείς οι αρχές’!   Αργότερα, και αφού έχει πιάσει τον τρίτο ξένο, ο αστυνομικός αρχίζει να τον κατηγορεί χρησιμοποιώντας τη φράση ‘στο όνομα του Πατρός’, αλλά σταματάει στη μέση της τελευταίας λέξης και την αλλάζει σε ‘Στέμμα’.  Αυτό πιθανόν να το κάνει επειδή πιστεύει ότι τα δικαιώματα γενικώς  είναι μια πιο σεβαστή έννοια από τη θρησκεία και μάλλον  έτσι θέλει να γίνει αντιληπτή από τον τρίτο ύποπτο ξένο.

Την ίδια στιγμή, ο συγγραφέας κάνει διεξοδική δουλειά που χαρακτηρίζει τη χωριατοπούλα σύζυγο του βοσκού. Την περιγράφει ως λιτή και οικονόμα στα ενδότερα του σπιτιού της, και στη συνέχεια φαίνεται να δικαιολογεί αυτή την περιγραφή διευκρινίζοντας τις προσπάθειές της να εμπλέξει τους φιλοξενούμενους στην ανάμιξη μικρών χορών με σύντομες περιόδους ομιλίας και τραγουδιού, έτσι ώστε να μην διψάνε πολύ και   καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες του πολύτιμου οινόμελου απ’ την κάβα της. Στην πραγματικότητα, λέει στους μουσικούς να μην παίζουν για περισσότερο από δεκαπέντε λεπτά κάθε φορά, έτσι ώστε οι πολλοί φιλοξενούμενοι να αναγκάζονται να κάνουν διαλείμματα από το χορό και να συζητάνε μεταξύ τους. Ωστόσο, η έφεση της συζύγου του προς την καλή φιλοξενία φαίνεται να ξεπερνά τον σφιχτό χαρακτήρα της.  Αφού οι μουσικοί συνεχίσουν να παίζουν παρά την απέλπιδα προσπάθειά της να τους κάνει να σταματήσουν, τελικά εγκαταλείπει την διαδικασία και κάθεται μάλλον ήσυχα χωρίς βεβαίως να συμπεριφέρεται άσχημα ή προκλητικά στους καλεσμένους στο σπίτι της. Αργότερα, όταν ο πρώτος ξένος προσφέρει την κούπα του οινόμελου στον δεύτερο ξένο, η σύζυγος του ποιμένα φαίνεται να υποδηλώνει τη δυσαρέσκειά της απέναντι στον πρώτο ξένο, ότι προσέφερε δηλαδή σε άλλον κάτι το οποίο όμως  δεν  ανήκε σ’ αυτόν. Ωστόσο, είναι απρόθυμη να φανεί σαν μια κακή οικοδέσποινα, ειδικά σε αυτή τη χαρούμενη οικογενειακή γιορτή, και γι’ αυτό το λόγο δεν προσπαθεί να σταματήσει αυτή την ανταλλαγή, αλλά μάλλον την σχολιάζει με κριτική διάθεση.

Είναι εύκολο σε πολλούς να φτάσουν σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με την ταυτότητα των χαρακτήρων με βάση τις ενέργειες και την εμφάνισή τους, αλλά μέχρι το τέλος της ιστορίας είναι πολύ πιθανόν να αποδειχθούν λανθασμένες οι υποθέσεις τους. Η ιστορία εξελίσσεται σε ένα συνεχόμενο παιχνίδι όσον αφορά ποιος είναι ποιος, καθώς αγωνιζόμαστε να καταλάβουμε ποιος ξένος είναι καλός και ποιος είναι ο κακός τελικά. Ωστόσο, ακόμη και μετά την οριστική αποκάλυψη των ταυτοτήτων στο τέλος της ιστορίας, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό για κάθε ερμηνεία. Οι συνθήκες της άφιξης του πρώτου ξένου είναι δυσοίωνες και περίεργες, αλλά δεν προκαλούν κάποιον ιδιαίτερο συναγερμό για τους φιλοξενούμενους του σπιτιού. Η προσεκτική, σιωπηρή συμπεριφορά του και η γενικότερη απροθυμία του να εξηγήσει γιατί βγήκε έξω και βαδίζει απροστάτευτος μέσα σε μια τόσο αφιλόξενη νύχτα, κάνει να φαίνεται σαν να επιθυμεί να κρύψει κάτι απ’ τους ιδιοκτήτες του σπιτιού και τους άλλους παριστάμενους στη γιορτή που λαμβάνει χώρα εκεί. Αν ο πρώτος ξένος εισέρχεται στο ξένο σπίτι ως ακίνδυνος αλλά μάλλον ως ύποπτος, ο δεύτερος φαίνεται στους γύρω του εντελώς απειλητικός, μοχθηρός και δυσοίωνος. Αμέσως, ως αναγνώστες δυσπιστούμε για το γούστο του, ίσως λόγω της κατανάλωσης του δωρεάν αλκοόλ που βρήκε στην οικία των Φένελς, καθώς και για την ασάφεια των λεπτομερειών που αφορούν την εργασία του, σε βαθμό που να υποθέσουμε ότι η εργασία του έχει να κάνει με κάτι μάλλον παράνομο.

‘…Δουλεύω και πρέπει να δουλεύω. Κι αν είναι να φτάσω στο Κάστερμπριτζ, ακόμα και τα μεσάνυχτα, πρέπει να πιάσω δουλειά στις οκτώ, αύριο το πρωί. Μάλιστα στεγνός ή βρεγμένος, βοριάς ή χιονιάς, πείνα ή μάχαιρα, η δουλειά της αυριανής μέρας πρέπει να γίνει…’.

Ο Τόμας Χάρντυ φαίνεται να παίζει με την έλλειψη πληροφοριών που μας παρέχει και περισσότερο αφήνει τη φαντασία μας να τρέχει άγρια ​​για το ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο ξένος. ‘…Το επάγγελμά μου  αντί να βάζει σημάδι πάνω μου, βάζει σημάδι στους πελάτες μου’! Με την απαγγελία από μέρους του κάποιων στίχων, οι παρόντες αρχίζουν να υποψιάζονται πολλά.

 

‘Ω, σπάνια δουλίτσα που έχω,

Κι’ απ’ του βοσκού υπερέχω,

Δουλειά που αξίζει κανείς να την δει,

Γιατί  τους πελάτες δένω, και στα ψηλά τους πηγαίνω,

Σαν πνοούλες σε χώρα μακρυνή’!

 

Τόμας Χάρντυ (1840-1928).

 

Φυσικά, οι φιλοξενούμενοι τελικά συνειδητοποιούν ότι ο ξένος απάντησε στην ερώτησή τους με περίεργο και ρυθμικό τρόπο, και σοκάρονται απ’ την μακάβρια επαγγελματική ενασχόλησή του. Περισσότερο συμπαθούν τον κλέφτη προβάτων, παρά ετούτον τον σκληρό και άκαμπτο  άνθρωπο του νόμου.  Ο κλέφτης, χαρακτηρίζεται ως ο αγαπημένος πατέρας του καθημερινού βίου, ένας από τους δικούς τους, τους όμοιους, ο οποίος έκλεψε τρόφιμα αποκλειστικά για να σώσει την οικογένειά του από την πείνα, ενώ ο σαδιστής κρατικός δήμιος ψάχνει ακριβώς περισσότερους ανθρώπους για να εκτελέσει με απαγχονισμό. Όταν ο τελευταίος ξένος κάνει την εμφάνισή του, οι επιπόλαιοι αναγνώστες μπορεί να υποθέσουν ότι αυτός είναι ο πραγματικός κλέφτης των προβάτων, από την αντίδραση  των παρευρισκομένων: ‘Με έκπληξη πρόσεξαν ότι μπροστά τους στεκόταν η ίδια η εικόνα του εξαθλιωμένου τρόμου. Τα γόνατά του  έτρεμαν, τα χέρια του τρεμούλιαζαν τόσο βίαια που το μάνταλο στην πόρτα, που πάνω του στηριζόταν, κροτάλιζε δυνατά: τα κάτασπρα χείλια του ήταν μισάνοιχτα, και τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον χαρωπό αξιωματούχο της δικαιοσύνης, στη μέση του δωματίου. Την άλλη στιγμή, είχε κλείσει την πόρτα, και είχε γίνει καπνός’.

Η ανώνυμη αντιπαράθεση μεταξύ του δήμιου και του υποτιθέμενου θύματος, αντιπροσωπεύει  το σημαντικό θέμα της τύχης στα έργα του Τόμας Χάρντυ. Στο άνοιγμα της ιστορίας, εξάλλου, ο Χάρντυ θέτει εσκεμμένα το εξοχικό σπίτι σε μια διασταύρωση: ‘Το Χάϊερ Κρόουστέαρς, στεκόταν ολότελα απομονωμένο και ανυπεράσπιστο.  Ο μόνος λόγος για την ακρίβεια της τοποθεσίας του, φαίνεται πως ήταν η διασταύρωση δύο μονοπατιών, σχεδόν σε ορθή γωνία, που μπορεί να διασταυρώνονταν,  σε αυτό το σημείο και με αυτόν τον τρόπο, για πάνω από πεντακόσια χρόνια…’.  Τελικά πάντως, η άφιξη εκείνη των τριών ξένων στο σπίτι του βοσκού μέσα στη βροχερή και αφιλόξενη νύχτα, καθώς και όλες οι σχετικές λεπτομέρειες που ακολούθησαν τα γεγονότα, εξελίχτηκε σε μια ιστορία πασίγνωστη στη χώρα, όταν το Χάϊερ Κρόουστέαρς, έρχεται στο προσκήνιο!

 

Η πρώτη σύζυγος του Τόμας Χάρντυ, Έμμα Λαβίνια Γκίφορντ (1840-1912)

 

Στο τέλος του μικρού βιβλίου με τις δύο ιστορίες, η μεταφράστρια, Σπάρτη Γεροδήμου, μας δίνει μερικές χρήσιμες πληροφορίες για τον Τόμας Χάρντυ και το έργο του.  Στην πρώτη ιστορία, ο Γουίλιαμ Μάρτσμιλ, με κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το παιδί που γέννησε η γυναίκα του τελευταία, δεν είναι δικό του,  και του συμπεριφέρεται με σκληρό τρόπο, απορρίπτοντάς το. Σε αντίθεση, στη δεύτερη ιστορία, στους ‘Τρεις ξένους’, ο συγγραφέας  μάς φέρνει στο προσκήνιο ‘… την αλληλεγγύη, τη συμπόνια και την ανοχή των ανθρώπων του χωριού, για τον τόσο σκληρά, για ένα τόσο μικρό παράπτωμα, καταδικασμένο σε θάνατο…’, με δεδομένο το γεγονός ότι ο νόμος εκείνης της εποχής για το συγκεκριμένο αδίκημα, ήταν  ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στον κλέφτη’.

 

Βιβλιογραφία

  • Michal Peled Ginsburg: Imagination, Poetic Creation, and Gender: Hardy’s “Imaginative Woman”. Modern Philology. 2012; 110 (2): 273-288.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top