Fractal

Μια διπλή ανάγνωση για τον «Μεσολαβητή» του Αντώνη Μπουλούτζα

Από τον Γιώργο Καραχάλιο // * και τον Ξενοφώντα Γιαταγάνα // *

 

Mesolavitis«Ο Μεσολαβητής», μυθιστόρημα του Αντώνη Μπουλούτζα, εκδόσεις «Κριτική», σελ. 483

 

Περί Ηθικής

* Γράφει ο Γιώργος Καραχάλιος // Ποιητής, Καθηγητής Φυσικής Πανεπιστημίου Πατρών

 

Υποστηρίζεται ότι ο απώτερος και ανώτερος σκοπός της παιδείας είναι ανάλογος με τον απώτερο στόχο των μαθηματικών, δηλαδή όχι η λύση του προβλήματος αλλά ο δρόμος δια του οποίου είναι δυνατόν να αποκτηθούν οι λύσεις σειράς προβλημάτων. Σωστός δάσκαλος είναι αυτός που επιδιώκει για τους μαθητές του όχι την τελειοποίηση διαφόρων τεχνικών αλλά την απόκτηση των πνευματικών εφοδίων, μέσω των οποίων ο εκπαιδευόμενος θα ανακαλύψει τις εν λόγω τεχνικές και θα δημιουργήσει νέες. Είναι εκείνος που δεν επιζητεί να μεταδώσει στους μαθητές του τα ηθικά νοήματα μέσω της ευχαρίστησης από την εκτέλεση ευγενών αποστολών, αλλά μέσω της δημιουργίας και υποκίνησης συναισθημάτων, τα οποία θα οδηγήσουν στην εκτέλεση των συγκεκριμένων ευγενών αποστολών. Με όμοιο τρόπο, θεωρώ ότι η ουσιαστική γραφή δεν αποβλέπει στο να υποδείξει στον αναγνώστη τι είναι ωραίο ή άσχημο, σωστό ή λάθος , αληθές ή ψευδές, ηθικό ή ανήθικο, αλλά που ανακινεί τον στοχασμό και οδηγεί το πνεύμα στην έρευνα και στην αναζήτηση, που υποκινεί το συναίσθημα και οδηγεί σε συμπεράσματα. Μια τέτοια γραφή πιθανόν δεν έχει ως σκοπό την κατάδειξη των νέων δεδομένων αλλά εμπνέει στην κριτική αναζήτηση του σκοπού, της σημασίας των νέων δεδομένων. Τέτοια είναι η γραφή του κ. Μπουλούτζα.

Στον «Μεσολαβητή» περιγράφεται ο βίος και τα πεπραγμένα ενός ανθρώπου, του Αριστείδη Μαλλιαγκάκη. Μεσήλικας περιοδεύων φαρμακευτικός αντιπρόσωπος που βλέπει να ελαττώνεται ο κύκλος των εργασιών του. Δέσμιος σε ένα κουκούλι χωρίς την δυνατότητα να μεταλλαχθεί από κάμπια σε πεταλούδα. Και τότε παρουσιάζεται θεόσταλτη ευκαιρία. Γνωρίζεται με έναν ηλικιωμένο κύριο, ελαφρά χωλό, τον Ροφοκάλη, που έχει στην κατοχή του ένα ακυκλοφόρητο φάρμακο, την Χρυσηίδα, το οποίο είναι κατά τον κατασκευαστή του αναστολή θανάτου για όλες τις ανίατες ασθένειες. Εφ’ όσον ο Μαλλιαγκάκης δεχθεί να το προωθήσει δοκιμαστικά στην αγορά, θα το χορηγεί ο ίδιος στον ασθενή που επιλέγει σε μία δόση, και το αντίτιμο σε χρήμα ή άλλο αγαθό θα παραμένει δικό του. Σε αντάλλαγμα ο Μαλλιαγκάκης πρέπει να δίνει στον κατασκευαστή του φαρμάκου το όνομα και την ηλικία του ασθενούς προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αρχείο-τεκμήριο για τις θεραπευτικές ιδιότητες του φαρμάκου προτού αυτό τεθεί σε ευρεία κυκλοφορία. Ο Μαλλιαγκάκης πληροφορείται από τον κατασκευαστή ότι η Χρυσηίδα δεν είναι πανάκεια. Έχει έναν περιορισμένο χρόνο δράσεως. Μετά από τον χρόνο αυτόν, η ασθένεια θα επανέλθει, η χορήγηση όμως της Χρυσηίδας για δεύτερη φορά στον ίδιο ασθενή δεν επιτρέπεται.
«Δίνω και δίνετε, παίρνετε και παίρνω. Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα, και όσα δεν υποψιαζόμαστε, συνδέονται με ένα τίμημα» λέει ο προμηθευτής.

Η τύχη είναι μοναδική. Κι αν υπάρχουν μερικοί ενδοιασμοί, πως ίσως κάτι άνομο ή διαβολικό κρύβεται στις προθέσεις του προμηθευτή, οι ενδοιασμοί αυτοί σκεπάζονται από την προφανή ευκαιρία εύκολου πλουτισμού. Ο Μαλλιαγκάκης δέχεται τους όρους. Το κουκούλι άνοιξε. Η προηγούμενη εμπειρία του στους διαδρόμους των νοσοκομείων τον φέρνει κοντά στον ανθρώπινο πόνο. Προσφέρει ελπίδα ζωής και αποκτά πλούτο, διασυνδέσεις, πολιτική δύναμη. Αγοράζει την φαρμακευτική εταιρία, της οποίας υπήρξε κατώτερος υπάλληλος. Οι όποιες περιστασιακές έρευνες για τον ταχύ και ανεξήγητο πλουτισμό του δεν τον αγγίζουν. Είναι απρόσβλητος.

Η ιστορία εκτυλίσσεται με συνέπεια και γλαφυρότητα. Πέρα όμως από την υπόθεση είναι και η γραφή. Ο κ. Μπουλούτζας ως πηγαίος συγγραφέας κατευθύνει την σκέψη του και υφαίνει την πλοκή του έργου μέσω μιας διαδικασίας, στην οποία το παράδοξο παρουσιάζεται πειστικό και αληθοφανές. Ο τρόπος γραφής είναι λιτός, χωρίς υπερβολές. Είναι αυτός του συνεπούς λογοτέχνη που υπηρετεί τον λόγο μέσω της δημοσιογραφίας. Τα γεγονότα εκτίθενται χωρίς σχολιασμό. Ο συγγραφέας δεν βιάζεται να κατευθύνει τον αναγνώστη στον δρόμο της αρετής, βάσει μελοδραματικών αποτελεσμάτων. Απλώς ακολουθεί την πορεία των γεγονότων σε γραμμική μορφή και παρατηρεί με υπομονή τις διαδικασίες της φύσεως και της ζωής. Η ζωή εκτυλίσσεται με τα πάθη της και με τις ηθικές προκαταλήψεις. Θεωρώντας ότι η ανοχή εκλαμβάνεται ως αρετή και δεν είναι λίγοι αυτοί που ζουν με αυτήν την ψευδαίσθηση.

Είναι ο Μαλλιαγκάκης ανήθικος; Το ερώτημα αφορά στην ηθική κατεύθυνση, η οποία έχει τεθεί από τον συγγραφέα και στην οποία η αμοιβή και η τιμωρία απονέμονται σύμφωνα με την έννοια του δικαίου. Αν το συναίσθημα της ικανοποιήσεως που νιώθει ο αναγνώστης όταν ο κακός τιμωρείται με κάποια απεχθή ασθένεια ή βίαιο θάνατο απορρέει από την ίδια ηθική κατεύθυνση.

Αυτοί που έλαβαν το γιατρικό αγνοούν και ποτέ δεν θα μάθουν τι τους περιμένει. Ούτε ο Μαλλιαγκάκης γνωρίζει. Στιγμές – στιγμές κάτι σκοτεινό πλακώνει την ψυχή του ή του υπενθυμίζει κάτι αβυσσαλέο, αλλά το μυαλό του δεν πηγαίνει στο κακό. Ο παρασκευαστής δεν του αποκαλύπτει τις φοβερές συνέπειες για αυτούς που θα το πάρουν. «Δίνω και δίνετε, παίρνετε και παίρνω. Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα, και όσα δεν υποψιαζόμαστε, συνδέονται με ένα τίμημα», λέει ο προμηθευτής.

Ο παρασκευαστής και φαινομενικά σωτήρας είναι ο δαίμονας του κακού και σαν τέτοιος μεταχειρίζεται κάθε μέσο για να παρασύρει ανθρώπους στο δικό του βασίλειο. Αιώνια καταδίκη όμως για ποιο θανάσιμο αμάρτημα; Ο Μαλλιαγκάκης υποπίπτει στο αμάρτημα της πλεονεξίας, αλλά δεν είναι ο Φάουστ. Δίνει παράταση ζωής και αμείβεται. Ο πλούτος φέρνει εξουσία και διαφθορά. Οι ασθενείς όμως; Τιμωρούνται για ένα αμάρτημα που δεν διέπραξαν; Ή, εξ ορισμού, η αντίδραση στο αναπόδραστο, η επιθυμία για ζωή, συνεπάγεται την αιώνια καταδίκη;

«Δίνω και δίνετε, παίρνετε και παίρνω. Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα, και όσα δεν υποψιαζόμαστε, συνδέονται με ένα τίμημα».

Πέρα από τις μικροϊστορίες της καθημερινής ζωής, το αφήγημα είναι εφιαλτικό, καφκικό.

Ποτάμι σκοτεινό με το σκοτάδι ολόγυρά του δίχως αρχή και δίχως εκβολές, η βάρκα αναπλέοντας την ομορφιά του κόσμου και την αθλιότητα και οι ακτές απρόσιτες, κανένα πέρασμα. Δρόμοι και ημέρες που υφαίνουν το ταξίδι, δόξα, σταυροί και αλυσίδες όλα πλασμένα με πηλό και ιδρώτα μοιράζοντας όνειρα που μένουν όνειρα ώς τη στερνή συνάντηση τάζοντας σε πιστούς και σε συντρόφους άλλοτε την κοιλάδα με τους κρίνους κι άλλοτε την απονομή δικαιοσύνης σε κάποια δεύτερη ζωή.

Το τέλος είναι πιο ζοφερό από τον νόμο του Κάφκα. Ο άνθρωπος του Κάφκα βλέπει την πόρτα αλλά δεν του επιτρέπεται να την διαβεί. Οι ασθενείς του Μαλλιαγκάκη τιμωρούνται στο αιώνιο σκοτάδι διότι τους καταδίκασαν οι επιλογές των άλλων. Ο ίδιος προσβάλλεται από την επάρατο ασθένεια. Τα τραύματα δεν επουλώνονται. Η υπόγεια διαλεκτική μεταξύ των ηρώων μετατρέπεται σε αμηχανία και σε θυμό από τον αναγνώστη διότι το κακό ζει και διαιωνίζεται. Υπάρχουν και θα υπάρχουν διάδοχοι του Μαλλιαγκάκη. Οι επιλογές και οι επιπτώσεις των επιλογών, η λεηλασία της ζωής των ανθρώπων, δηλωτικά του κύκλου του αμοιβαίου συμφέροντος και όχι της προσφοράς και της αλληλεγγύης, δηλωτικά του κέρδους με κάθε μέσον, είναι η ιστορία του αφηγήματος. Μύθος; Μην το πιστέψετε. Οι μικρές ιστορίες που περιγράφονται είναι η ίδια η ζωή. Χωρίς παρωπίδες.

Το θέμα είναι κοινωνικό και η λύση πολιτική. Ποιος δέχεται να απεμπολήσει τα προνόμιά του στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης; Ποιος δέχεται να υπηρετήσει τους ανθρώπους με ευθύνη για να αρθούν οι ανισότητες; Ποιος παραδέχεται επί τέλους πως για την πείνα του φταίει αυτός ο ίδιος κι όχι οι άλλοι πεινασμένοι; Το παράδειγμα των λαών της Ευρώπης η πορεία των οποίων προς την δουλεία εξαρτάται από την δική τους απολιτική συμπεριφορά και ανοχή, από την άκριτη αποδοχή της προπαγάνδας, από το προσωπικό συμφέρον και από τις καιροσκοπικές επιλογές των εκπροσώπων του αποδεικνύει ότι το μέλλον είναι σκοτεινό. Οι λαοί άγονται και φέρονται με δική τους ευθύνη. Και αυτοί που δεν σηκώνουν το ανάστημά τους, που δεν διαμαρτύρονται πεθαίνουν. Υπάρχει κάθαρση; Όποιος το πιστεύει ας σηκώσει τον σταυρό του κι ας αναλάβει την ευθύνη του. Σκοπός του ταξιδιού είναι να ξεχωρίσεις τι και ποιος έχουν αξία στον λαβύρινθο και να τους δώσεις όραμα και λόγο.

(Παρουσίαση του μυθιστορήματος ‘‘Ο Μεσολαβητής’’ του Αντώνη Μπουλούτζα στο βιβλιοπωλείο Πολύεδρο της Πάτρας, 5 Ιουνίου 2014)

 

Ένας νομικός ως μεσολαβητής

* Γράφει ο Ξενοφών Γιαταγάνας // Συγγραφέας, Καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Θα διερωτάσθε, κι εγώ διερωτήθηκα, τί γυρεύει ένας νομικός στην παρουσίαση ενός λογοτεχνικού βιβλίου. Όμως, υπάρχει ένας υπαρκτός πραγματικός λόγος: η ιδιότητά μου ως μεσολαβητή. Θα σας το εξηγήσω.

Τον Αντώνη Μπουλούτζα δεν τον γνώριζα μέχρι πέρυσι το καλοκαίρι. Είχαμε ίσως συναντηθεί δυο-τρεις φορές και είχαμε πιθανόν ανταλλάξει μια καλημέρα, αλλά μέχρις εκεί. Τον περασμένο Αύγουστο, τελείως τυχαία, χάρη σε μια κοινή φίλη, βρέθηκα στο σπίτι του στην Περάστρα, και ομολογώ ότι σαγηνεύτηκα από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί, από την ειρηνική συνύπαρξη πολλών ζώων στον υπέροχο κήπο, από τους ομιλούντες παπαγάλους, από τις σκιές του αυγουστιάτικου φεγγαρόφωτου στην περίκλειστη κοιλάδα. Σαγηνεύτηκα και από τις ιστορίες του Α και της Μάρθας. Επισκέφτηκα και το εκκλησάκι που στεφανώνει το σπίτι, όπου έθαβαν τα αβάφτιστα παιδιά, την Παναγία των Αγγέλων, μια περίεργη γυμνή, μακρόστενη και ψηλοτάβανη βασιλική, που λες ότι σε αναγκάζει να ανυψώσεις την ψυχή σου για να προσεγγίσεις το Θεό, περίπου όπως στους καθεδρικούς ναούς γοτθικού ρυθμού της Δύσης σε αντίθεση με τις δικές μας βυζαντινές εκκλησιές, που με την απανταχού παρούσα εικονογραφία και τον Παντοκράτορα στον κεντρικό θόλο φέρνουν τον Θεό πιο κοντά στους θνητούς.

Την επόμενη ημέρα διάβασα και το ομώνυμο μυθιστόρημα του Αντώνη Μπουλούτζα, κυριολεκτικά το ρούφηξα και ομολογώ ότι η ανάγνωσή του άλλαξε τη σχέση μου με το τοπίο της Τήνου. Οι γελούδες, ο φυλακισμένος άγγελος στους βράχους, τα περιφερόμενα πνεύματα και οι άνθρωποι μπλέχτηκαν στο μυαλό μου σε τέτοιο βαθμό, με τέτοια ένταση, που σχεδόν τα έβλεπα μπροστά μου, ιδίως τα βράδια, με αποτέλεσμα –ντρέπομαι λίγο που το λέω- να φοβάμαι, να αισθάνομαι κάποιο ρίγος στα σκοτεινά σοκάκια των χωριών. Η αγάπη και ο θαυμασμός μου για το υπέροχο τοπίο του νησιού συνοδευόταν τώρα από μια απόκοσμη υπερφυσική θα έλεγα βιωματική σχέση μαζί του. Είναι αλήθεια πως είχα ξαναζήσει παρόμοιο συναίσθημα στις πρώτες μου επαφές με το νησί. Κυρίως με την άγρια ομορφιά του Πετριάδου, των λατομείων της έξω μεριάς και της Λειβάδας, αλλά και με τον πέτρινο όγκο του Εξώμπουργκου, που θυμίζει έντονα ζωντανή βυζαντινή αγιογραφική τοπιογραφία.

Όταν ο Αντώνης Μπουλούτζας μου είπε ότι έχει έτοιμο δεύτερο μυθιστόρημα, τον Μεσολαβητή, χωρίς καν να το διαβάσω, πρότεινα στην Κριτική και στη φίλη μου Μάγκη Μίνογλου, να αντιμετωπίσει σοβαρά την έκδοσή του. Έτσι κι έγινε, και έτσι έγινα και εγώ μεσολαβητής για την έκδοση του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ και όχι οι ανύπαρκτες, άλλωστε, λογοτεχνικές μου γνώσεις. Σαν απλός αναγνώστης λοιπόν, και όχι σαν ειδικός, θα προσπαθήσω πρώτα να σας περιγράψω μερικές από τις αρετές του κειμένου. Είναι, κατά σειρά, η παρουσίαση των προσώπων που μετέχουν στην αφήγηση, ύστερα η καταγραφή του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούνται, και τέλος η συγκρότηση του συνολικού μυθιστορήματος που υποστηρίζεται από μια καλοστημένη και αριστοτεχνικά ελισσόμενη πλοκή. Τελικά, θα αποπειραθώ να ανιχνεύσω το νόημα του βιβλίου, τουλάχιστον όπως εγώ το κατάλαβα.

Πρώτα, λοιπόν, οι χαρακτήρες, οι ήρωες του βιβλίου, περιγράφονται αδρά και τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους υπογραμμίζονται από την περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα.

Καταρχήν, ο ίδιος ο μεσολαβητής, ένα κακομούτσουνο, πελιδνό ανθρωπάκι, πλασιέ φαρμάκων, του οποίου οι δουλειές δεν πάνε καθόλου καλά, προσθέτοντας στα δεινά που του επισώρευσε η φύση και την επαγγελματική αποτυχία. Ακόμα και το όνομά του, Μαλλιαγκάκης λέγεται, αποτυπώνει την κακή του μοίρα. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της αποκλειστικότητας διάθεσης του θαυματουργού ελιξίριου, της Χρυσηίδας, θα μεταμορφωθεί σταδιακά σε ένα κομψευόμενο επιχειρηματία με άπειρη φιλοδοξία και βούλημη διάθεση να ανέβει όλα τα σκαλοπάτια της κοινωνικής ιεραρχίας και να βρεθεί από το ανήλιο υπόγειο της Κυψέλης στην πολυτελή βίλα της Φιλοθέης.

Αντίθετα, ο φίλος του ο Μπέρκιος είναι ένας όμορφος, καλοκάγαθος και ανιδιοτελής βιοπαλαιστής που αντιστέκεται στις σειρήνες του εύκολου κέρδους και βολεύεται με την καθημερινότητα της μονότονης, αλλά ισορροπημένης οικογενειακής και επαγγελματικής του ζωής.

Ο Άγγελος Ροφοκάλης είναι ο πωλητής, ο κάτοχος του θαυματουργού ελιξίριου, με το οποίο δεν σκοπεύει να πλουτίσει, αλλά να εξουσιάσει τις ψυχές ολόκληρης της ανθρωπότητας. Είναι η ενσάρκωση της πηγής του κακού, απ’όπου εκπορεύονται όλα τα δεινά της κοινωνίας, ο ψυχρός εκμεταλλευτής όλων των ανθρώπινων αδυναμιών, αυτός που τις αναδεικνύει, τις κινητοποιεί, τις εντείνει μέχρι σημείου παροξυσμού. Η Χρυσηίδα γίνεται, στα χέρια του, το όχημα της ποδηγέτησης των πάντων, γίνεται ο διαφθορέας συνειδήσεων και υπάρξεων. Και πάλι, το ίδιο του το όνομα υποδηλώνει τον εωσφόρο, τον άγγελο του σατανά, τον φορέα της καταστροφής που διαχέει καταχθόνια και συστηματικά το κακό στο σύνολο της κοινωνίας.

Ο Γιαννουσόπουλος είναι ο κομπογιαννίτης γιατρός, που ζει από τη μιζέρια και την άγνοια της ευκολόπιστης πελατείας του. Ενσαρκώνει και αυτός μια γενικευμένη μετριότητα που επιβιώνει ξεγελώντας τους αφελείς και συμμαχεί με τους ομοίους του δυσκολεύοντας και καθιστώντας αδύνατη την ανάδειξη κάθε αξιότερου ομότεχνού του. Αποτελεί παράδειγμα της συνωμοσίας των μετριοτήτων, που είναι τόσο διαδεδομένη στη χώρα μας και εμποδίζει το σχηματισμό μιας καλώς εννοούμενης ελίτ, μιας κοινότητας αριστείας, που θα μπορούσε να απογειώσει την οικονομία και την κοινωνία.

Συναντάμε και δεκάδες άλλους δευτερεύοντες και τριτεύοντες ήρωες, κυρίως τους πελάτες του Μαλλιαγκάκη, τους ασθενείς συγγενείς τους και χρήστες του ελιξίριου, το ζευγάρι των εξαδέλφων του από το χωριό που μπαίνουν στην υπηρεσία του, τον πονηρό πολιτικό που τον προσεταιρίζεται προσφέροντάς του κοινωνική καταξίωση έναντι βέβαια χρηματικής ενίσχυσης του κόμματος, τον τυχάρπαστο γκαλερίστα που απομυζά άσχετους δήθεν φιλότεχνους εξαίροντας ανύπαρκτες εικαστικές αρετές μέτριων καλλιτεχνών και κολακεύοντας την εξίσου ανύπαρκτη αισθητική νεόπλουτων συλλεκτών, και τον εσμό των στελεχών της πτωχευμένης φαρμακευτικής εταιρείας που υποκλίνονται δουλικά στον άλλοτε ταπεινό και καταφρονεμένο χαμηλόβαθμο υπάλληλό της, που παίρνει τώρα εκδίκηση για όλες τις μειωτικές συμπεριφορές που είχε υποστεί στο παρελθόν εξαγοράζοντας το υλικό και το ανθρώπινο δυναμικό της. Όλοι αυτοί και άλλοι ακόμα εμπλέκονται σε ένα καλοστημένο χορό εξαρτήσεων που χτίζονται γύρω από τη διάθεση του θαυματουργού σκευάσματος, το οποίο διαβρώνει όλο το πλέγμα των μεταξύ τους κοινωνικών και οικονομικών ακόμα και φιλικών σχέσεων.
Ύστερα, θα ήθελα να πω κάτι και για τις περιγραφές τοπίων, διαδρομών, προσωπικών στιγμών και κοινωνικών καταστάσεων, του γενικού δηλαδή περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες του μυθιστορήματος. Κάποιοι λένε ότι ο ΑΜ αναλώνεται υπερβολικά σε περιγραφές που πλατειάζουν, ορισμένοι λένε μάλιστα ότι πολλές θα μπορούσαν και να παραλειφθούν. Δεν συμφωνώ. Οι περιγραφές αυτές, είτε αφορούν τη βροχερή Αθήνα, είτε τη διαδρομή του υπεραστικού λεωφορείου από το Πεδίο του Άρεως μέχρι το Πικέρμι, είτε το χώρο του καφενείου του Μπέρκιου, είτε το πίσω δωμάτιο που χρησίμευε για γραφείο του Ροφοκάλη, είτε τις αίθουσες αναμονής των νοσοκομείων, είτε ακόμα την ενδυμασία και τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών, είναι –θα έλεγα- σχεδόν απαραίτητες γιατί υπογραμμίζουν και αποκαλύπτουν πτυχές της προσωπικότητάς τους και των χώρων που εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Όπως και στην Παναγία των Αγγέλων, όπου ολόκληρη η Τήνος ξεδιπλώνεται με αριστοτεχνικό τρόπο, έτσι και εδώ χαρακτηριστικές στιγμές της πόλης και των ανθρώπων της βοηθούν τον αναγνώστη να επικοινωνήσει καλύτερα με πρόσωπα και πράγματα. Πέρα όμως από τη χρηστική πλευρά των περιγραφών, το πλούσιο και εν πολλοίς πεποιημένο λεξιλόγιο του ΑΜ, με εύστοχους νεολογισμούς και προσεκτική επιλογή λέξεων και επιθετικών προσδιορισμών, αποτελεί αυτοτελή απόλαυση. Αξιοσημείωτοι επίσης είναι οι διηγήσεις ονείρων και εφιαλτών, που συνιστούν, πολλές φορές, προαισθήσεις των μελλούμενων εξελίξεων, ίσως και ανησυχητικά σημάδια της επερχόμενης πτώσης, μιας και η κατακόρυφη άνοδος του Μαλλιαγκάκη δεν μπορεί να συνεχίζεται για πάντα. Μάλιστα, ορισμένες φορές τα όνειρα αποκτούν μια εικονική, σχεδόν κινηματογραφική ένταση.
Τέλος, θα ήθελα να επιμείνω στην πιο σημαντική –κατά τη γνώμη μου- αρετή του βιβλίου. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη ιστορία με αρχή και τέλος. Για ένα πραγματικό μυθιστόρημα και όχι για συρραφή διηγήσεων, όπως συμβαίνει με πολλούς συγγραφείς του συρμού. Για μια υποδειγματική πλοκή που ξετυλίγεται μπροστά στον αναγνώστη, που συγκρατεί την προσοχή του και δεν τον αφήνει να βαρεθεί ούτε μια στιγμή. Με αριστοτεχνικό τρόπο, παρελαύνει μπροστά μας όλη σχεδόν η παθογένεια της σύγχρονης Ελλάδας. Η εξέλιξη της ιλιγγιώδους καριέρας του Αριστείδη Μαλλιαγκάκη συνοδεύεται από όλες τις μορφές διαπλοκής και διαφθοράς που ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν ακόμα τη χώρα. Αρχίζουμε με την ένοχη υπερσυνταγογράφηση άχρηστων φαρμάκων από τον Γιαννουσόπουλο, τους φιλοχρήματους κληρικούς που ροκανίζουν τις περιουσίες αφελών θρησκευόμενων, τις μεθόδους ξεπλύματος του μαύρου χρήματος μέσω της αγοραπωλησίας ακινήτων που οδηγεί στις φούσκες ή μέσω της εξαγοράς κερδοφόρων λαχείων, τους εκβιασμούς επιχειρηματιών και πολιτικών που έχουν κάτι μεμπτό να κρύψουν, τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις που εκκολάπτουν και προετοιμάζουν τους εκβιασμούς αυτούς, τα φακελάκια της πολεοδομίας και των νοσοκομείων, την εξαγορά διευθυντικών στελεχών της εφορίας, ακόμα και του Υπουργείου Πολιτισμού για το θάψιμο αρχαιοτήτων και την ανέγερση πολυτελών οικοδομών, την παράνομη και αδήλωτη εργασία και την ασύδοτη εκμετάλλευση των μεταναστών, την επαγγελματική ανέλιξη μέσω γνωριμιών και άνομων υποσχέσεων, την κατανομή των αγορών σε φίλα διακείμενους επιχειρηματίες, την διαπλοκή ακόμα και της τέχνης με την εξουσία και τον σημαίνοντα ρόλο που παίζουν σε όλα αυτά τα ΜΜΕ. Όλη αυτή η διαδρομή της διαπλοκής και οι διάφορες εκφάνσεις της συνδέεται άρρηκτα με την ιλιγγιώδη επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική άνοδο του Μαλλιαγκάκη, αποδεικνύοντας ότι αν μπεις –έστω και στις μύτες των ποδιών- σ’ αυτό τον κύκλο δεν σταματάς ποτέ και πουθενά. Η απληστία που εκτρέφει ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός οδηγεί ακόμα και στην εκμετάλλευση φίλων και συγγενών διαβρώνοντας έτσι και κλονίζοντας ανεπανόρθωτα τον κοινωνικό ιστό.

Ισχυρίζομαι συμπερασματικά ότι ο Αντώνης Μπουλούτζας είναι κατασκευαστής ιστοριών, μιας πραγματικής μυθοπλασίας, που χωρίς να αντιγράφει τη ζωή αναδεικνύει κρύφιες, δυσάρεστες και, πολλές φορές, αποκρουστικές πτυχές της. Όχημα της ιστορίας είναι ένα προϊόν που δεν υπάρχει, γύρω όμως από το οποίο χτίζονται πραγματικές σχέσεις ανθρώπων απόλυτα υπαρκτών, σχεδόν καθημερινών.

Θα τελειώσω με μια απόπειρα προσωπικής ερμηνείας του νοήματος που ίσως θέλει να μας μεταφέρει ο συγγραφέας. Ως νομικό, από επαγγελματική ίσως διαστροφή, με απασχόλησε ιδιαίτερα το μήνυμα που εκπέμπει το μυθιστόρημα. Άλλωστε, ο μεσολαβητής είναι νομική έννοια. Είναι ο ενδιάμεσος μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Είναι ο μεσίτης. Διευκολύνει την πώληση βρίσκοντας πελάτες και διαπραγματευόμενος το τίμημα. Για την εργασία του αυτή δικαιούται αμοιβής. Στην περίπτωσή μας όμως, η αμοιβή περιλαμβάνει και το τίμημα. Ο πωλητής δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Θέλει μόνο να εξουσιάσει τις ψυχές των αγοραστών. Αφήνει το υλικό μέρος της συνδιαλλαγής στον μεσολαβητή, τον ενδιαφέρει μόνον η πνευματική υποδούλωση, ένας τύπος απόλυτης άυλης –θα έλεγα– εξουσίας πάνω στους χρήστες του ελιξίριου. Για το λόγο αυτό άλλωστε αποθησαυρίζει συστηματικά και σχολαστικά τα προσωπικά τους δεδομένα. Αντίθετα, ο μεσολαβητής γίνεται ολοένα και πιο άπληστος σε σχέση με την οικονομική εκμετάλλευση των θυμάτων του. Ο Ροφοκάλης είναι η αρχή και η πηγή του κακού, που θα υπάρχει πάντα και θα αποζητά την εξάπλωσή του και την επιβολή του στην κοινωνία. Ο Μαλλιαγκάκης είναι ο διακινητής του κακού, ο πρόθυμος ενδιάμεσος και το κανάλι που θα διαχύσει το κακό στην κοινωνία. Ο Ροφοκάλης είναι ένας οι Μαλλιαγκάκηδες πάρα πολλοί. Ο Ροφοκάλης είναι αιώνιος, οι Μαλλιαγκάκηδες είναι αναλώσιμοι. Ο Ροφοκάλης είναι αναντικατάστατος, οι Μαλλιαγκάκηδες είναι εύκολα αντικαταστατοί. Κατά τη γνώμη μου, ο Ροφοκάλης δεν είναι πρόσωπο, είναι ιδέα. Είναι η ενσάρκωση του κακού, που καραδοκεί, που διαφθείρει, που αγοράζει συνειδήσεις, που πουλάει χρόνο, αλλά δεν μπορεί βέβαια να εξασφαλίσει την αθανασία. Η επέκταση του χρόνου ζωής που προσφέρει η Χρυσηίδα αποτελεί ψευδαίσθηση αθανασίας, που ανεβάζει όμως την τιμή της και επεκτείνει τη διαβρωτική της εμβέλεια. Το αποτέλεσμα είναι η απώλεια της συνείδησης που συνιστά το τελικό στάδιο αποκτήνωσης της κοινωνίας, τον καταληκτικό στόχο του κακού, την ολοκληρωτική επιβολή του. Όπως λέει ο ΑΜ με το στόμα της Δέσποινας Τσαρδή, της μητέρας του παιδιού που πήρε το φάρμακο «όταν χάνεται η συνείδηση το άτομο δεν φοβάται καμία τιμωρία για τις πράξεις του, δεν υπολογίζει τίποτα. Καταστρέφει και αυτοκαταστρέφεται, κυλάει στην Κόλαση που λέει ο λόγος».
Και ενώ έχουμε την αίσθηση ότι το κακό θα επικρατήσει νικώντας κατά κράτος την οποιαδήποτε ανθρωπιά έχει απομείνει σε κάποιους, ιδίως στον Μπέρκιο που δίνει στον άρρωστο πλέον φίλο του Μαλλιαγκάκη το ελιξίριο έναντι συμβολικής αμοιβής, σχεδόν χάρισμα, προς το τέλος του βιβλίου, τα πράγματα μπαίνουν σε μια πιο ελπιδοφόρα, πιο λογική –θα έλεγα– σειρά. Οι ασθενείς που είχαν αγοράσει χρόνο πεθαίνουν, όπως και ο ήρωάς μας, ο ίδιος ο μεσολαβητής. Λίγο πριν το θάνατό του όμως, ανατρέχει στη συνείδησή του, στη σκιά που τον κυνηγά πάντα και είναι μάλλον το υποσυνείδητό του, όπου συσσωρεύονται μνήμες και κρυφές ενοχές. Το παρελθόν του τον προλαβαίνει και τον εγκαλεί. Σκέφτεται ότι ο επιθανάτιος ρόγχος αποτελεί το τίμημα της προηγούμενης συμπεριφοράς του. Έμπλεος τύψεων αποφασίζει να επιστρέψει στους πρώην πελάτες του όσα πλούτη επιδαψίλευσε εις βάρος τους. Και το κάνει. Υπάρχει, επομένως, μετάνοια, συγχώρηση και καταλλαγή. Το κακό βέβαια παραμένει στο πρόσωπο του ίδιου πάντα Ροφοκάλη, τη θέση όμως του κακομούτσουνου και κακομοίρη μεσολαβητή παίρνει τώρα μια ευειδής καλοντυμένη κυρία, που σημαίνει ότι η διάχυση του κακού γίνεται με πολλούς τρόπους, αλλάζοντας πρόσωπο, πιθανότατα δε και μεθόδους. Έχω την αίσθηση ότι με τον τρόπο αυτό ο ΑΜ συμφιλιώνει τελικά το επέκεινα με το ορθολογικό, το μεταφυσικό με το πραγματικό. Το ίδιο πράγμα μου άρεσε και στην Παναγία των Αγγέλων, όταν ο χρόνος έσβησε από τη μνήμη των ανθρώπων όσα απίθανα και αποτρόπαια είχαν συμβεί στο παρελθόν και τα αντικατέστησε με έλλογες εξηγήσεις των υπερφυσικών και αλλόκοτων φαινομένων. Ο μεσολαβητής μάς λέει ότι η πηγή του κακού είναι αέναη και ανεξάντλητη, ότι με άπειρους τρόπους αποπειράται να εξαγοράσει τις συνειδήσεις μας και να μας οδηγήσει στην Κόλαση, μας λέει όμως επίσης ότι υπάρχει και η δυνατότητα της αντίστασης. Μας λέει τελικά ότι ακόμα και αν βουτήξουμε στη διαφθορά μέχρι το κόκκαλο, ακόμα και αν εξαντλήσουμε τον ολισθηρό δρόμο μέχρι την πλήρη απώλεια της ψυχής και της συνείδησής μας, υπάρχει πάντα η δυνατότητα μετάνοιας και συγχώρησης. Δεν ξέρω αν ο ΑΜ συμμερίζεται αυτή την ανάγνωση. Για να πω την αλήθεια δεν με νοιάζει κιόλας. Προσωπικά, ως οπαδός του διαφωτισμού και της απομάγευσης του κόσμου, έτσι θέλω να πιστεύω και έτσι απόλαυσα το βιβλίο. Έτσι τουλάχιστον το κατάλαβα.

Ένα πράγμα δεν κατάλαβα: γιατί τιμωρούνται περισσότερο τα άτομα εκείνα που πήραν το φάρμακο χωρίς καν να το ζητήσουν. Πράγματι, αυτοί που χάνουν την ψυχή τους και τα λογικά τους, που μπαίνει μέσα τους ο Σατανάς χωρίς βέβαια να κερδίζουν και τη ζωή, είναι αθώες υπάρξεις, στις οποίες τα συγγενικά τους πρόσωπα, για δικούς τους λόγους, χορήγησαν το φάρμακο. Παράπλευρες απώλειες θα πει κάποιος της διαπλοκής και της διαφθοράς. Δεν με καλύπτει αυτή η δικαιολογία και το έχω ξαναπεί στον ΑΜ. Και εδώ είναι να μας το εξηγήσει. Άλλωστε, για να μείνω πιστός στο καταληκτικό απόφθεγμα του μυθιστορήματος, αυτός είναι ο πωλητής των μηνυμάτων του βιβλίου του. Οι εκδόσεις Κριτική και η ταπεινότητά μου, δεν είμαστε παρά απλοί μεσολαβητές.

 

(Ομιλία του κατά την παρουσίαση του μυθιστορήματος στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού – Τήνος, 12 Αυγούστου 2014)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top