Fractal

Διήγημα: “Μια αγάπη πλατιά σαν την θάλασσα”

Γράφει η Σαντίνα Δεναξά // *

 

 

f9

 

Τα γλαροπούλια έκαναν διάφορους σχηματισμούς στον ουρανό πετώντας αναστατωμένα. Τα κρωξίματά τους την έκαναν να πάρει το βλέμμα της από τους βασιλικούς που πότιζε και να τα κοιτάξει. Ερχόταν κακοκαιρία γι’ αυτό είχαν ανέβει ψηλά στο βουνό. Ίσα που είχαν προλάβει ν’ αρπάξουν τα υπολείμματα της ψαριάς των βαρκάρηδων του νησιού.

Έστρεψε την ματιά της προς το μονοπάτι απ’ όπου θα ερχόταν ο άντρας της. Σίγουρα θα ήταν κουρασμένος από τον νυχτερινό κάματο, αφού η δουλειά του ψαρά ήταν από τις σκληρότερες της αγροτικής ζωής. Εκτεθειμένος στις διάφορες διαθέσεις του καιρού, μαχόμενος με τη θάλασσα και τα καμώματά της, έπρεπε να βγάζει τον επιούσιο καθημερινά.

Η ανταμοιβή κι η ξεκούρασή του ήταν το πρόσχαρο χαμόγελό της κι η αγάπη που καθρεφτιζόταν στα μάτια της λαμπερή σαν τον ήλιο. Τίποτα δεν τους είχε χαριστεί εύκολα. Ζούσαν σ’ ένα ακριτικό νησί. Εκείνη δασκάλα στο επάγγελμα, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της πάνω σ’ αυτό το μικρό κομμάτι στεριάς που επέπλεε στα γαλανά νερά του Αιγαίου, το ένιωσε σπίτι της.

Θέλεις η καθαρότητα του περιβάλλοντος, η αγνότητα στις ψυχές των ανθρώπων που δεν τους είχε αλλοτριώσει η τεχνολογική εξέλιξη, η ζωή που κυλούσε σ’ έναν αυθεντικό ρυθμό εδώ, εστιάζοντας στο ουσιώδες, όλα την μάγεψαν. Μαζί με τον έρωτά της για το νησί βλάστησε μέσα της κι ένας άλλος έρωτας που σαν κισσός αναρριχώμενος, τυλίχθηκε κι έσμιξε μ’ αυτόν του νησιού κι έκανε βαθιές ρίζες στην καρδιά της. Ο έρωτας για τον άντρα της. Η γνωριμία τους δεν άργησε να εξελιχθεί σ’ αμοιβαία αγάπη παρά τις διαφορές τους στην κουλτούρα και την ιδιοσυγκρασία τους.

 

Ο συνδετικός κρίκος που τους κρατούσε γερά δεμένους πέρα από τα ισχυρά τους συναισθήματα, ήταν η απόλυτη ειλικρίνεια κι η αξιοπιστία του. Άνθρωπος του μόχθου, ντόμπρος, ψημένος από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, ό,τι σου έλεγε, αυτό ήταν. Ούτε σκιές, ούτε υπόνοιες. Κι εκείνη κακοποιημένη από ψεύτικες συμπεριφορές του παρελθόντος, το εκτίμησε αυτό ως αληθινό δώρο της τύχης στο πρόσωπό της.

Η μεγαλύτερη φουρτούνα στη σχέση τους, το σαράκι που τους έτρωγε, ήταν ότι δεν απέκτησαν μαζί ένα παιδί. Προσπάθησαν πολύ, έτρεξαν σε γιατρούς, υποβλήθηκε εκείνη σε βαριές θεραπείες, όλα μάταια. Τελικά δέχτηκαν νικημένοι την πραγματικότητα που τους μουτζούρωνε πότε – πότε τον πίνακα της ζωής τους με γκρίζες πινελιές, σ’ έναν καμβά που ήταν μαθημένος στο βαθύ γαλάζιο. Ούτε μπορούσαν να υιοθετήσουν κάποιο άλλο εγκαταλελειμμένο πλάσμα, διότι δεν διέθεταν περιουσία, απαραίτητη προϋπόθεση της διαδικασίας αυτής.

Νιώθοντας ένοχη που του στερούσε τ’ όνειρο μιας οικογένειας, έφυγε μακριά του. Όμως αυτό δεν διήρκησε πολύ, γιατί εκείνος κίνησε γη και ουρανό για να την βρει και να την φέρει πάλι πίσω στο σπίτι τους. “Χωρίς εσένα η ψυχή μου πεινάει” της είπε. ” Με τρέφεις όπως η θάλασσα. Δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου λεπτό. Εξάλλου, αν το σκεφτείς, έχουμε παιδιά. Και μάλιστα πολλά.”

Μιλούσε για τα παιδιά του Δημοτικού που όλο ενθουσιασμό κι ορμή περνούσαν από το σπίτι της αγαπημένης τους δασκάλας καθημερινά σχεδόν για να την δουν, φέρνοντάς της όλο και κάποιο πεσκέσι κάθε φορά. Αγριολούλουδα, φρούτα, κοχύλια και βότσαλα της θάλασσας. Το σπίτι τότε γέμιζε γέλια παιδικά κι ομιλίες σαν τιτιβίσματα πουλιών, καθώς εκείνη τα κερνούσε γλυκό του κουταλιού ή το αγαπημένο τους υποβρύχιο μέσα σε δροσερό νερό.

 

Αυτές οι επισκέψεις τους απάλυναν την στενοχώρια κι έκαναν τον αέρα ελαφρύτερο στην αναπνοή. Ένιωθαν σαν πολύτεκνοι, δεν προλάβαιναν ν’ απαντούν στις ερωτήσεις των μικρών που έπεφταν σαν βροχή, γιατί μαζί με την δασκάλα τους αγάπησαν και τον καπετάνιο της που την έκανε να λάμπει σαν άστρο την νυχτιά. Κάθε τι μικρό ή μεγάλο που απασχολούσε τις ψυχούλες τους, εκεί στο τραπέζι της ευάερης κουζίνας το ακουμπούσαν.

Εκεί, στα μικρά “οικογενειακά” συμβούλια έβρισκαν και τις λύσεις που έκαναν τα βηματάκια τους μετά πιο ανάλαφρα.

Κι ήταν αυτές οι στιγμές που φώτιζαν τις άλλες, τις σκοτεινές όταν ο καημός ξεγλιστρούσε σαν καπνός από την καμινάδα της ψυχής και θόλωνε για λίγο το τοπίο. Αισθανόταν τότε ευγνωμοσύνη που, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο είχε πάντα το σπίτι τους γεμάτο από το μέλλον που γελούσε, αμφισβητούσε, ρωτούσε, έπαιζε, μάθαινε κι ωρίμαζε σαν το δέντρο που θα δώσει καρπό.

Κι εκείνη έβαζε το λίπασμα και την φροντίδα για να πάνε όλα κατ’ ευχήν, ασκώντας το λειτούργημά της με πλήρη αφοσίωση.

Το βύθισμα στις σκέψεις αυτές διέκοψε ο ήχος της επιστροφής του.

Γύρισε τον κοίταξε, του χαμογέλασε ζεστά κι εκείνος άνοιξε μια αγκαλιά πλατιά σαν την θάλασσα και την έκλεισε μέσα του προστατευτικά.

Γιατί τέτοια ήταν η αγάπη τους, τα χωρούσε όλα, βαθιά κι αχανής σαν την πλανεύτρα, πολυκύμαντη κυρά που τους περιέζωνε από άκρη σε άκρη.

 

 

* H Σαντίνα Δεναξά (Λίκνον ) είναι  φιλόλογος με ειδικότητα στην Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και μητέρα δύο παιδιών. Αγαπά να μαθαίνει, να διαβάζει και να γράφει. Η πένα λειτουργεί λυτρωτικά μέσα της όταν καταθέτει στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα. Εύχεται κι οι αναγνώστες να νιώσουν το ίδιο.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top