Fractal

Διήγημα: “Μη συμβατός δότης”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

f20

 

Είναι κάτι στιγμές που η ανημπόρια φαντάζει σαν επίμονη βροχή, σου ποτίζει τα κόκαλα, διαλύει αρθρώσεις και κύτταρα, το μυαλό νοτίζει, νοτίζει ώσπου νεκρώνει. Μένω ασάλευτη μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, Από ένα ραδιόφωνο, κάπου απελπιστικά κοντά στο αυτί μου, ακούγεται παλαιό, ιλαρό τραγουδάκι: “να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις μην το παιδεύεις”. Κάποιος έχει βαλθεί να μου κάψει τον εγκέφαλο. Το ότι ψάχνω παντού για συνωμοσίες, με σοκάρει μόνο για ελάχιστα δεύτερα. Για όσα δεν μπόρεσα να πω, δεν φταίνε οι λέξεις που δεν ήρθαν.

Είναι η πέμπτη μέρα χωρίς τον Θέμη στη ζωή μου και ήδη νιώθω πως χάνω την αίσθηση του χρόνου. Δριμείες σπαθιές κάπου στο στέρνο μού θυμίζουν καλοσχηματισμένους μαιάνδρους στιγμών. Το πιάνω από την αρχή και στριφογυρίζω ρυθμικά, στριφογυρίζω, στριφογυρίζω μέχρι που φτάνω στο κέντρο και να ‘την η σπαθιά. Τυρρανική επιθυμία να τον ψάξω, να μετανιώσω, να ξαναζήσω αυτό το “ανασαίνω αλλιώς”. Βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς πτώσης, ίλιγγος στα σύνορα της ολοσχερούς απελπισίας.

“Καλά να πάθεις”, μονολογώ, “εσύ το θέλησες! Στάσου τώρα στην άκρη του γκρεμού και κοίταξε με δέος την άβυσσο που έφτιαξες”. Όταν πιστεύω πως αρχίζω λίγο-λίγο να νιώθω καλύτερα, τα βάζω μαζί του: “Εντάξει, εγώ του απάντησα αρνητικά, εκείνος έπρεπε να φύγει έτσι, αμαχητί; Σε κάθε δυνατή σχέση, δεν υπάρχει μια άρρητη υποχρέωση φροντίδας”; Ερεβώδης μαύρη τρύπα, έναν πόντο δίπλα απ’ το ένστικτο αυτοσυντήρησης, να μετράει μέρες ως την ανάρρωση της προσδοκίας μου. Να μην χωρίσουμε, να μην παντρευτούμε.

Δεν κοιμάμαι καλά, το μόνο σίγουρο. Τη μια στιγμή ν’ αναρωτιέμαι αν πρέπει να το ρίξω στα χάπια, την άλλη, μόλις βρίσκω ένα κάπως πιο γερό πάτημα, λέω, να το που συνέρχομαι. Στέκομαι μπροστά σε μια χοάνη άγριας ηρεμίας που με καταπίνει αργά και μεθοδικά. Η ενεργητική λήθη που αποζητούσα μέρες τώρα έφτασε απρόσκλητη, όχι εξαιτίας έλλογης διαδικασίας, μα γιατί αντικαταστάθηκε το πρόσωπό του από ακόμα μια σπαθιά, χειρότερη. Αφήνομαι πλέον στα νύχια του ανηλεούς χλευασμού μου, κονταροχτυπήματα νου και καρδιάς, με μοναδική παρηγοριά ποτάμια δάκρυα να ξεπλένουν τα λάθη μου. Ηττημένη σε πεδίο μάχης που μόνη μου δημιούργησα. Κάθε ικεσία μου στους θεούς της δικαιοσύνης, στροβίλισμα σε σπείρες αέρα. Το μεγάλο κύμα που περίμενα να σαρώσει τη γελοιότητα που βίωνα, δεν έρχεται . Έχω ήδη κάνει πίσω, δεν θα επιτρέψω ωστόσο να γίνει από κανέναν αντιληπτό. Ο μίτος της ευτυχίας μου, αυτή η κλωστίτσα η σχεδόν αόρατη, χάθηκε στο αδιόρατο μέλλον, έγινε μαλλιοκούβαρα.

Μετά από πέντε χρόνια συμβίωσης, εντάξει, όχι ακριβώς, σχεδόν όμως, ο Έρωτάς μου άρχισε να ζωγραφίζει εικόνες με στρουμπουλά μωρά να ζουζουνίζουν τριγύρω, οικογενειακές διακοπές και Κυριακές με ψητό στο φούρνο. Γεννημένος μαμά μού βγήκε ο Θέμης. Εγώ πάλι, ανέκαθεν βασανιζόμουν από ένα γενικό αίσθημα φόβου, μη τυχόν και χρειαστεί να μείνω φυλακισμένη στην ακατάληπτη ρουτίνα σπίτι-παιδιά-διάβασμα-μαγείρεμα-σχολεία. Όλα αυτά τα γνωστά υποκοριστικούλια δεν ήταν για μένα. Το σπιτάκι μας, η ζωούλα μας, μια βολεμένη δουλίτσα, τα παιδάκια μας. Όλα με το λίγο μού ταίριαζαν, όλα προβλέψιμα και καθορισμένα. Πλήξη μέχρι θανάτου, μέσα σε κουτάκια καλοτακτοποιημένα, μίζερες ευτυχίες περιφερόμενες, μισές. Κόμπαζα πως εγώ θα ανασαίνω αλλιώς. Και τώρα ήρθε αυτό το “αλλιώς”, να μου θυμίζει τους αλλοτινούς κομπασμούς που έπαιρναν πια τη μορφή στερητικού συνδρόμου. Θυμώνω. Τί σόι αντιστροφή ρόλων ήταν αυτή; Εγώ να φοβάμαι τη δέσμευση του χαλκά και ο Θέμης να την αποζητά;

Μέχρι που τον γνώρισα, θα ορκιζόμουν με ευκολία πως μπορώ να ελέγξω τις παρορμήσεις μου, ότι λειτουργώ με τον εγκέφαλο και μόνο. Μετά, άρχισα να σκέφτομαι τη γνωστή ρήση “αν είσαι τυχερός, θα το ζήσεις μόνο μια φορά στη ζωή σου” και να βεβαιώνομαι κάθε μέρα και πιο πολύ, έτσι δεν είχα ξανανιώσει ποτέ. Οι στιγμές που σε σημαδεύουν, είναι σχεδόν πάντα αυτές που δεν περιμένεις. Έρωτας τρελός έλαμψε στη ζωή μου, ο ήλιος μου, ο κόσμος μου γεμάτος απ’ αυτόν. Είχαμε αρχίσει να αποκτάμε και αναμνήσεις μαζί, πράγμα που μ’ έκανε να σκέφτομαι πόσο ευτυχισμένη ήμουν μαζί του. Έγινε η ανάγκη μου, σαν δροσερό νερό μεσημέρι κατακαλόκαιρο κυλούσε στη σάρκα μου. Τα μάτια του άστραφταν για το κάθε τι και με παρέσυραν. Αφέθηκα στην παιδιάστικη υπερδιέγερση, σ’ αυτό το γη και ύδωρ ξεμυάλισμα, μέχρι που ο φόβος ήρθε στην ώρα του για να με λιγώσει.

“Μπορείς να περιμένεις;…..” “Δεν θέλω να σε χάσω, ο γάμος όμως….είναι πολύ……”, “αν συνεχίζαμε όπως είμαστε……”. Ένας δαίμονας του τυπογραφείου είχε υπαγορεύσει τις λέξεις μου. Τώρα είναι πολύ αργά για να υποδυθώ πλαστογραφία, ο Θέμης έφυγε οργισμένος πριν προλάβει να πειστεί για την αγάπη μου.

Απ’ το ανοιχτό παράθυρο, μπαίνει το κίτρινο φως απ’ τις λάμπες του δρόμου και χτυπάει επάνω στο γραφείο μου. Ένα πακέτο χαρτί, κι ένα μολύβι ακουμπισμένο δίπλα. Ενθουσιώδης πιθανότητα εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου: να του γράψω πόσο μετάνιωσα. Πιάνω το μολύβι και περιμένω την ευλογία, την έμπνευση της πρώτης καθοριστικής πρότασης που θα τραβούσε την προσοχή του. Να τυλίξω με λέξεις τη δυστυχία μου, να εξηγήσω πως μόνο η δειλία δημιούργησε αυτό το θολό νέφος γύρω μας. Τρόμος, μη τυχόν και τσακιστεί κάτω από τα γρανάζια της ρουτινιάρικης καθημερινότητας ο μεγάλος έρωτας, το πάθος. Μ’ αυτό ήθελα να ζήσουμε παρέα, δεν είμαι εγώ για παιδιά, δεν υπάρχει νόμος που να υποχρεώνει τους πάντες να γίνονται γονείς.

Λερναία Ύδρα η αλήθεια, της κόβεις τη μια πλευρά και ξεφυτρώνει αστραπιαία μια άλλη το ίδιο ζωντανή, εξίσου αυτονόητη. Η μισή μου πλευρά μονοπάτι σε κελαρυστή ρεματιά, ή άλλη μισή καυτή άμμος. Ονειροπολήσεις στο μισοσκόταδο. Η φράση που γράφτηκε σχεδόν ακούσια, με ενημερώνει σαφώς πως τίποτε δεν πρόκειται να κάνω. Μάλλον δεν είμαι συμβατός δότης για αυτόν τον έρωτα.

“Στην προσπάθειά μου να δαγκώσω ένα τραγανό, ολοκόκκινο κομμάτι μήλο, τσιμπώντας το με το μαχαίρι, έκοψα τα χείλη μου. Την επόμενη φορά, θα πρέπει να είμαι πιο προσεκτική”.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top