Fractal

Αναζητώντας τόπους και τρόπους

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Δημήτρης Περέογλου «Μη μου άπτου», Εκδ. Φιλιππότη, 2017, σελ. 60

 

Η νέα ποιητική συλλογή του Δημήτρη Περέογλου με τίτλο «Μη μου άπτου» από τις εκδόσεις Φιλιππότη είναι το βιβλίο που στα χέρια μου κρατώ. Aπό το πρώτο πρόσωπο ξεκινά συνήθως για να ανοιχτεί στον κόσμο, για να θέσει ζητήματα, για να κάνει παρατηρήσεις, να στοχαστεί, να μοιραστεί, να αγγίξει, να δείξει. Όχι με τόνους αυστηρούς ή τρόπους αφοριστικούς, αυτό δεν θα ήταν λειτουργικό αν συνέβαινε.

O  ποιητής κοιτάει μέσα του καθώς στέκεται μόνος στην άκρη της προβλήτας: «τα καράβια όλα έφυγαν/τα χρόνια έφυγαν/ένας ναύτης καπνός/να χάνεται στο σύθαμπο/και μόνο αυτή η απέλπιδα σιωπή/να γυρίζει ξανά και ξανά/σαν εκκρεμότητα/σαν παύση/μελαγχολικής υπομνηστικής μελωδίας/ντύνοντας με νότες τη νοσταλγία /που ριγεί στο αγιάζει της μνήμης…/»

Χάος  η ζωή του ανθρώπου και πώς να βρεις τους τρόπους, πώς να βάλεις όρια, ποιον δρόμο να διαλέξεις και να ‘ναι ο «σωστός». Να μην σε αγγίξει ο χρόνος, δεν γίνεται. Τα μονοπάτια ανοίγονται, ο ορισμός του ταξιδιού πάντα είναι εκεί και σε στοιχειώνει. Το ποίημα «δρόμοι» έχει  ως  μότο του στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Η νύχτα οδήγησε σ’ αυτούς τους δρόμους; ή αυτοί  οι δρόμοι με οδήγησαν στη νύχτα;» Και ο Περέογλου ξεκινά ως εξής: «νομίζω ότι έχω διαλέξει τελικά το δρόμο μου/ή μήπως ο δρόμος έχει διαλέξει εμένα […]» Αντλεί από τον μύθο στο ποίημα «ο Αχιλλεύς και η χελώνα» και κάνει το point του χωρίς όμως να γίνει διδακτικός, ευτυχώς! Λιτό και λειτουργικό το ποίημα «παράδοξον»: «η αλήθεια πονάει/κι ο θάνατος πονάει/άρα η αλήθεια είναι /κάποιας μορφής θάνατος/κι αφού όλοι επιζητούμε/σφόδρα την αθανασία/ζούμε ευτυχείς/μες στο ψέμα!/Μα την αλήθεια!/».

Ποιήματα αρκετά προσεγμένα, ο γράφων σε μια ωριμότερη φάση της παραγωγής του, καταθέτει στίχους μεστούς που χαρίζουν μια αίσθηση στον αναγνώστη, όπως εδώ «[…] ένα φως που ξεχάστηκε ανοιχτό/ και ποτέ δεν φώτισε/την άλλη πλευρά της λύπης’»[πωλητήριον]. Ιδιαίτερο το ομότιτλο ποίημα που αρχίζει ως εξής: «σε οίκο ενοχής εξελίσσεται/η οικογενειακή μας τραγωδία/η ένοικος μνήμη/την άσωτη γνώση/τώρα έχει σπιτώσει/αφού πολλούς του Γνωστού εραστές/είχε αλλάξει’ /Και συνεχίζει: «μα πως το άγνωστο /να γευτείς/την άστεγη Αλήθεια μου/να γνωρίσεις/με ιερόδουλες αισθήσεις/κι ένα σύζυγο πορνοβοσκό/το Επιστητό;/ Mαγδαλινή μου σύγχυση/Μη μου άπτου![…]»

 

Δημήτρης Περέογλου

 

Με το μυαλό στην οδό της απολύτρωσης και την μαγεία της αγάπης, με το μυαλό στη σιωπή, τη μακροθυμία και την πιο μεγάλη νύχτα του κόσμου, γίνεται συχνά κατανυκτικός. Οι στίχοι του συχνά «μοσχοβολάνε ευγνωμοσύνη.» Στο ποίημα «έξω από το λιοτριβειό» γράφει: «όταν Τον βρήκε το φιλί/το ακριβό/γύρισε και το άλλο μάγουλο/της θυσίας ΄/η κουστωδία τότε νόμιζε/ότι συνελήφθη/μα Αυτός μόλις που είχε περπατήσει/πάνω στα κύματα του ψεύδους/κι αλλάζοντας τις πυξίδες/πέρασε στην απέναντι μεριά/της Ιστορίας/»

Δεόντως διακειμενικός, συνδιαλέγεται με τον  Αγ. Ιωάννη, κ’ 17, τον Ζήνωνα τον Ελεάτη, αλλά και τον Εμπεδοκλή και όχι μόνο.

Ξεχωρίζει το ποίημα «κάτι τρέχει» έτσι καθώς ρέει ρυθμικά: «βρέχει/έξω βρέχει/πάλι/χρόνια τώρα/πέρα βρέχει/έξω από το σπίτι/ρίχνει μια ολόιδια βροχή/χρόνια τώρα/που πέφτει/αργά-αργά/πάντα έξω/κι αυτή/πάλι!..» Ο ποιητής τα βλέπει όλα, δεν έχει τα μάτια του κλειστά, δεν εθελοτυφλεί, όμως τα περιπαίζει ή τα «θίγει» με τους στίχους του. Δεν απαρνείται τα «κακώς κείμενα», ούτε «τον δρόμο των θλίψεων». Πώς να μείνει κανείς ανέπαφος, να μην εμπλακεί εν τέλει. Ακόμα κι αν θέλει να κρατήσει αποστάσεις, είναι η ενασχόληση με τις λέξεις που δεν τον αφήνει να ησυχάσει.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top