Fractal

Διπλή ανάγνωση στο βιβλίο της Τζίνας Ψάρρη «Μέχρι το Πέμπτο σκαλοπάτι»

 

Δεν μας απονέμεται η σοφία, πρέπει να την ανακαλύψουμε μόνοι μας

 

Γράφει η Αικατερίνη Τεμπέλη // *

 

pempto_skalopati«Μέχρι το Πέμπτο σκαλοπάτι», Τζίνα Ψάρρη, Εκδόσεις Όστρια 2016, σελ. 358

 

Η Τζίνα Ψάρρη μοιράζεται με όλους μας ένα μυθιστόρημα εξαιρετικά καλογραμμένο, που δίνει τροφή για σκέψη σε πολλά επίπεδα κι αφορμές για να θίξει ο εκάστοτε αναγνώστης άλλα τόσα. Πραγματικά είναι απ’ τα βιβλία για τα οποία δεν ξέρεις τι να πρωτοπείς.

Σε μερικά πράγματα που πρόσεξα και θέλω να τα επισημάνω, θα σταθώ σήμερα. Η ηρωίδα της συγγραφέως περνά από πολλά δύσκολα στάδια: επαναστατημένη έφηβη, πενθούσα αδερφή, ερωτευμένη κοπέλα, απογοητευμένη σύζυγος, απελπισμένη μάνα, συντετριμμένη και τελικά ευτυχώς αναγεννημένη γυναίκα. Για να σταθούμε λίγο όμως σε μερικά απ’ αυτά.

Οι απώλειες από μόνες τους ανοίγουν βαθιές πληγές μέσα μας. Είναι σαν να ‘χουμε τάφους στην ίδια μας την καρδιά. Τόσο βάρος βιώνουμε. Το ξεπερνάμε σιγά-σιγά, αλλά πως; Το ‘χει γράψει αριστοτεχνικά κατά τη γνώμη μου ο Τζούλιαν Μπαρνς στο βιβλίο του “Τα τρία επίπεδα της ζωής” (μτφ: Θωμάς Σκάσσης, εκδόσεις “Μεταίχμιο”, 2014) κι έτσι στις λέξεις του θα καταφύγω:

”[Λένε ότι] θα το ξεπεράσεις… Και όντως το ξεπερνάς, αυτό είναι αλήθεια. Με τη διαφορά ότι δεν το αφήνεις πίσω σου σαν τρένο που βγαίνει από το τούνελ, ξεχύνεται με ορμή μέσα από τους λόφους του Κεντ και προβάλλει στην λιακάδα, κατηφορίζοντας γοργά, με πάταγο, προς το στενό της Μάγχης, αλλά σαν γλάρος που βγαίνει από πετρελαιοκηλίδα•  έχεις κολλημένη πάνω σου την πίσσα και τα πούπουλα για όλη σου τη ζωή”.

[Λένε

Χρειάζεται χρόνος λοιπόν. Έτσι το ξεπερνάμε, αφού βιώσουμε κάποια στάδια τα οποία είναι πέντε κατά την Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ Ρος: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, θλίψη, αποδοχή. Η συγγραφέας τα γνωρίζει κι ίσως κι άλλοι από ‘σας, οπότε αυτό που θεωρώ πως έχει αξία να σας μείνει είναι πως εκτός απ’ το θάνατο, πένθος βιώνουμε και για άλλες ψυχοπιεστικές καταστάσεις της ζωής μας, για άλλες απώλειες δηλαδή. Κι η ηρωίδα του βιβλίου είχε και τέτοιες. Δεν έχασε μόνο την αδερφή της και τον πατέρα της, αλλά και το όνειρο της ευτυχίας. Κι έχασε και κάτι ακόμη: την παιδική της αθωότητα.

Στο βιβλίο της Τζίνας Ψάρρη υπάρχουν πολλαπλές αναφορές σε κακοποίηση, τόσο σωματική, σεξουαλική (σελ.44) όσο και συναισθηματική (σελ. 279):

“Το σαγηνευτικό σύμπαν των παιδιών, το αθώο, που παραλύει την πορεία του χρόνου, για μένα μετατράπηκε ξαφνικά σε εφιάλτη που δεν μοιράστηκα. Νοθεύτηκε η παιδική ψυχή μου απ’ τις ασχήμιες του κόσμου, πληγώθηκε και κάμφθηκε. Επέλεξα να μη μιλήσω ποτέ, να μη μοιραστώ τον εφιάλτη, μόνη να βρω τον τρόπο να κρύβομαι απ’ τα άγρια χέρια του θείου Μίλτου, του αγαπημένου ξαδέρφου του μπαμπά. Απ’ αυτά τα χέρια που μ’ ακουμπούσαν έτσι όπως δεν ήθελα, που μου προκαλούσαν σιχασιά, τρόμο και ντροπή, μαζί με τις λέξεις που έβγαιναν από το πάντα υγρό και μισάνοιχτο στόμα του”.

Και παρά το ότι εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε τις συνέπειες αυτής της κακοποίησης, της σεξουαλικής δηλαδή, δύσκολα γίνονται αντιληπτές οι επιπτώσεις της άλλης μορφής, της συναισθηματικής. Ξέρετε, το πρώτο στάδιο στην ενδοοικογενειακή βία είναι να αποπλανήσεις και να γοητεύσεις το θύμα, να κερδίσεις την απόλυτη εμπιστοσύνη του. Και αυτό επίσης το γνωρίζει η συγγραφέας όπως κατάλαβα διαβάζοντάς την παρακάτω περιγραφή της που θέλω να μοιραστώ μαζί σας:

Ο πρώτος νόμος της μαγείας, η παραπλάνηση. Ο αξιολάτρευτος, ενθουσιώδης, τρυφερός Αντώνης με την κρυσταλλένια ποιότητα. Κοινωνικότητα, χιούμορ κι αυθορμητισμός. Η πνοή φρεσκάδας σ’ έναν άχαρο κόσμο. Και μετά, αυτοσυγκράτηση, απαξιωτικά ή υποτιμητικά σχόλια, υπέρμετρη ευθιξία και εσωστρέφεια. Ένα ορμητικό κλειστό στρείδι που κάνει ηρωικές προσπάθειες ν’ αποδείξει το αντίθετο. Απόρριψη, ταπείνωση και εξευτελισμός. Σαν να ξυπνάς με χαστούκι από ένα όνειρο” (σελ. 285).

 

Τόσο βίαια αλλάζουν όλα. Τόσο. Κι οι επιπτώσεις στον ψυχισμό είναι τεράστιες. Αρκεί  να σας αναφέρω ότι γνωρίζουμε πια ειδικά απ τη δουλειά ψυχιάτρων όπως ο Marius Romme (“Ζώντας με φωνές”, μτφ: Στέφανος Βασάκος-Λυκούργος Καρατζαφέρης, εκδόσεις “Νησίδες” ) πως -για να το πω απλά και να με καταλάβετε- μεταξύ όσων ακούν φωνές συγκαταλέγονται κι άνθρωποι που παραμελήθηκαν συναισθηματικά. Πιο συγκεκριμένα:

«Στο 70% των ‘ασθενών’ (των ανθρώπων που δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις φωνές τους) οι φωνές σχετίζονται με τραύμα και καταστάσεις βιωμένης αβοηθητότητας. Στις τραυματικές καταστάσεις περιλαμβάνονται η σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, η συναισθηματική παραμέληση, η παιδική βία και ο εκφοβισμός (bullying), τα υψηλά επίπεδα στρες (stress) και γενικά καταστάσεις που προκαλούν ανασφάλεια στην ευαίσθητη παιδική ηλικία».

Βάζω την παραπομπή αυτή, εσκεμμένα φυσικά, για να μη μείνει καμία αμφιβολία σχετικά με το πόσο σημαντική είναι κι αυτού του είδους η κακοποίηση.

Στην ηρωίδα μας πίσω τώρα πάλι, για να δούμε πως τη βίωσε εκείνη.  Τη συναισθηματική απόσυρση λοιπόν του συντρόφου της, τη σιωπή με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η  Χριστίνα,  τη βιώνει ως τιμωρία: “τιμωρητική σιωπή” γράφει χαρακτηριστικά η Τζίνα Ψάρρη. Κι αναρωτιέται:

“Ποια βία είναι η χειρότερη; Η σωματική που βίωσα ή η ψυχολογική που βιώνω τώρα; Η στάση του την εξόργιζε: όταν θέλω σε υπολογίζω, όταν δεν θέλω σε αγνοώ. Όποτε μου κάνει κέφι σου μιλάω, για όσο χρόνο επιλέξω και μετά σε βάζω σε ένα ντουλάπι απ’ όπου σε ανασύρω κατά το δοκούν”.

Και κάποιες/οι μπορεί να θυμώσατε και ν’ αναρωτηθήκατε ίσως όσο διαβάζατε την ιστορία της Χριστίνας.  “Μα γιατί δεν φεύγει; Γιατί δεν φεύγουν αυτές οι γυναίκες, αφού κακοποιούνται;” Είναι ένα απ’ τα πιο άδικα ερωτήματα για τα θύματα όπως εξηγεί σε κάθε ευκαιρία, η Λέσλι Μόργκαν Στάινερ, συγγραφέας του βιβλίου “Crazy love”, θύμα και η ίδια.  Δεν φεύγουν, για πολλούς λόγους. Για να δούμε μερικούς. Δεν το κάνουν λοιπόν γιατί πολλές φορές πιστεύουν πως δεν κακοποιούνται, αλλά έχουν πέσει σε έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα και κείνες μόνο μπορούν να τον βοηθήσουν (σελ. 283). Να ένα ακόμη σημείο του βιβλίου στο οποίο αυτό ακριβώς αναφέρεται

 

Τζίνας Ψάρρη

Τζίνας Ψάρρη

 

“Για κάποιο λόγο πραγματικά ανόητο, βαυκαλίζομαι πάντα με τη σκέψη ότι είμαι το μοναδικό πλάσμα στον κόσμο που μπορεί να εκτιμήσει και να δεχτεί όλα όσα πραγματικά είσαι, ότι θα έρθει η στιγμή που θα συγκινηθείς όταν καταφέρεις να δεις τον εαυτό σου μέσα απ’ τα δικά μου μάτια”.

Υπάρχουν όμως κι άλλοι λόγοι για τους οποίους δεν φεύγουν εύκολα οι γυναίκες που κακοποιούνται.  Ενδόμυχα καταλαβαίνουν τον κίνδυνο: πάνω από το 70 % των φόνων γίνονται αφού τα θύματα τερματίζουν τη σχέση. Οπωσδήποτε συμβαίνει και κάτι ακόμη: μερικές γυναίκες πιστεύουν πως αυτό αξίζουν. Οι ενοχές βλέπετε που κουβαλάει ο καθένας μας μέσα του μας κάνουν να ενστερνιζόμαστε παραλογισμούς. Και τα θύματα κακοποίησης, καθώς κι οι επιζώντες κουβαλούν πολλές ενοχές. “Μήπως προκάλεσα εγώ τον θύτη, με κάποιο τρόπο” ή αντίστοιχα “Γιατί επέζησα εγώ κι όχι οι άλλες/οι;”. Όλα αυτά εξηγούν πολλά και βέβαια η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι μια επιπλέον εξήγηση, πολύ σημαντική κι αυτή, για τις συμπεριφορές που ανεχόμαστε.

Πολλά βάρη δεν έχουν πέσει στην ηρωίδα της συγγραφέως; Η οποία, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εγκαταλείπεται κι απ’ το παιδί της; Το να σ’ απορρίψει το παιδί σου, είναι απ’ τις πιο σημαντικές απώλειες για μια μητέρα, για ένα γονιό. Από ένα σημείο και μετά αναμενόμενα επομένως η Χριστίνα λυγίζει. Αποσύρεται για να προστατευτεί (σελ. 287, 307):

“Μπορεί να περνούσε ολόκληρη η μέρα χωρίς να το καταλάβει, χωρίς ούτε μια ολοκληρωμένη λογική σκέψη. Υπήρχαν μεγάλα κενά στο μυαλό της κι ανάμεσά τους κλωθογύριζαν αποσπασματικές εικόνες που την τύφλωναν με την απίστευτη ζωντάνια τους. Καμιά όμως δεν ήταν ευχάριστη. Σωματική καθήλωση, ακαμψία και πνευματική αποχαύνωση”. 

Η κατάθλιψη ξέρετε –που θέλω να το τονίσω με κάθε τρόπο, είναι διαφορετικό βίωμα απ’ τη θλίψη-, δεν είναι ατομικό πρόβλημα, ούτε η αιτία του είναι μόνο βιολογική άρα ούτε μόνο πρόκειται για χημική ανισορροπία του εγκεφάλου σε επίπεδο νευροδιαβιβαστών κτλ κτλ. Είναι υπεραπλούστευση το να μιλάμε έτσι. Πρόκειται για μια κατάσταση μέγιστης ψυχικής οδύνης με πολυπαραγοντικά αίτια κι οπωσδήποτε δεν μπορούμε να τη δούμε ξέχωρα απ’ τα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα. Σε μια Ελλάδα που η κρίση μαστίζει και η φτωχοποίηση συνεχώς αυξάνεται, είναι στρουθοκαμηλισμός να πιστεύουμε πως το φάρμακο π.χ. των ανέργων είναι τα αντικαταθλιπτικά, σαν να μην βλέπουμε πως η αιτία που τους οδήγησε στην όποια προσωπική τους πτώση είναι η ίδια η ανεργία. Δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο, γιατί πιστεύω πως και μόνο μ’ αυτό, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.

Γενικώς, τα φάρμακα από μόνα τους δεν είναι λύση, παρά το ότι μπορεί να βοηθούν κάποιους ανθρώπους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Κι επιμένω ότι δεν είναι λύση, επειδή αυτό που κάνουν με τη δράση τους είναι να κρύβουν το πρόβλημα κάτω απ’ το χαλί, αλλά μαντέψτε: όταν η επίδρασή τους τελειώνει το πρόβλημα εκεί εξακολουθεί να βρίσκεται. Μέσα σας, μέσα μας. Κι αυτό είναι που πρέπει να καταλάβουμε: πως για να υπάρξει ίαση, πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τους δαίμονές μας, να έχουμε αυτό το θάρρος. Όπως έγραψε ο Μαρσέλ Προυστ:

Δεν μας απονέμεται η σοφία. Πρέπει να την ανακαλύψουμε μόνοι μας, μετά από ένα ταξίδι που κανένας δεν μπορεί να κάνει για λογαριασμό μας ή να μας γλιτώσει από αυτό”.

Ν’ αντιμετωπίσουμε λοιπόν τους δαίμονές μας παίρνοντας την ευθύνη του εαυτού μας και να βασιστούμε στις σχέσεις που έχουμε στη ζωή μας. Στο υποστηρικτικό πλαίσιο όπως λέμε οι ειδικοί. Τι είν’ αυτό; Οι δικοί μας άνθρωποι είναι. Κι αν δεν υπάρχουν, οι ξένοι που μπορούμε να εμπιστευτούμε. Και μου άρεσε πάρα πολύ που η κυρία Ψάρρη, η Τζίνα, βάζει την ηρωίδα της να επισκέπτεται έναν ειδικό, επειδή αφενός αυτό δρα αντιστιγματιστικά για όσες και όσους θα διαβάσουν το βιβλίο, βιώνουν μια δύσκολη κατάσταση αλλά έχουν αμφιθυμία για το αν πρέπει να δουν κάποιον ψυχοθεραπευτή κι αφετέρου επειδή με τον τρόπο που το κάνει η συγγραφέας μας, το βάρος πέφτει ακριβώς εκεί που χρειάζεται: στη γνωριμία της μ’ αυτό τον ειδικό, στη σχέση που αναπτύσσει μαζί του. Σταχυολόγησα μερικές φράσεις της για να το αντιληφθούμε αυτό:

“Η χειραψία του θερμή, καθησυχαστική. (…) Της χαμογελά με απίστευτη γλύκα. (…) την καθησυχάζει με τα λόγια του (…) Τα μάτια του την παρακολουθούν τρυφερά, καταλαβαίνει”

 

Καταλαβαίνει… Καταλαβαίνει! Εκεί βρίσκεται η ουσία (σελ. 319). Σκεφτείτε μόνο πόσοι και πόσες από σας αναζητήσατε δεύτερη γνώμη για κάποιο ιατρικό πρόβλημα ειδικά αν πέσατε σε επαγγελματία με τον οποίο δεν μπορέσατε να σχετιστείτε και αμέσως θα δείτε γιατί είναι πρωταρχικής σημασίας θέμα η σχέση. Αντίθετα οι ευχαριστημένοι ασθενείς, πάσχοντες, τι λένε συνήθως για να δείξουν την ευαρέσκειά τους σε ανάλογες καταστάσεις;  “Καλός γιατρός, με πρόσεξε, ενδιαφέρθηκε, με κατάλαβε…” Κι ας μην ξέρουν αν θα τους θεραπεύσει, ακόμα. Γι’ αυτό και εκείνο που λέμε συχνά όσοι έχουμε ίδιες απόψεις στο χώρο της ψυχικής υγείας, είναι πως το καλύτερο φάρμακο είναι οι σχέσεις. Δεν εμμένω τυχαία σ’ αυτό.

Σχέσεις όμως που να είναι ουσιαστικές, ειλικρινείς, βαθιές, σχέσεις δηλαδή που να μας κάνουν να ανθίζουμε, όχι να διαλυόμαστε. Κι αφού είπα σχέσεις, ας μιλήσω για λίγο και για τις ερωτικές σχέσεις μιας κι απ’ αυτές εξαρτώνται πάρα πολλά στη ζωή μας, έτσι για να καταλάβουμε μερικά πράγματα. Το τμήμα λοιπόν που ενεργοποιείται όταν ερωτευόμαστε είναι το ίδιο μ’ αυτό που γίνεται ενεργό όταν κανείς νιώθει την επίδραση της κοκαΐνης. Λέγεται κοιλιακή καλυπτρική περιοχή και βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση απ’ αυτό που αφορά τη λογική σκέψη, στον ερπετοειδή εγκέφαλο όπως ονομάζεται, δηλαδή στο πιο πρωτόγονο τμήμα του εγκεφάλου. Εξηγεί πολλά αυτό σχετικά με το ότι δεν σκεφτόμαστε καθαρά όταν είμαστε ερωτευμένοι, έτσι;

Ο έρωτας έχει τα τρία χαρακτηριστικά της εξάρτησης: εθισμό, εσωστρέφεια, υποτροπή, όπως επισημαίνουν κι ανθρωπολόγοι, σαν την Έλεν Φίσερ που μελετούν δεκαετίες το “φαινόμενο”.

Είναι κάτι σαν αρρώστια δηλαδή όπως καλά όλοι ξέρουμε κι όπως είπε ο Τσώσερ επιπλέον: “Η αγάπη είναι τυφλή”. Δεν μοιάζει μόνο άνιση η μάχη του έρωτα λοιπόν, συνήθως είναι κιόλας.

Κι όταν όλα τελειώνουν; Η Έμιλυ Ντίκινσον έγραψε κάτι πολύ σοφό:

“Ο χωρισμός είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρουμε από την Κόλαση”.

Αλλά ευτυχώς ακόμη κι απ’ την Κόλαση μπορούμε κάποτε να δραπετεύσουμε.

 

 

* Η Αικατερίνη Τεμπέλη είναι ψυχολόγος-συγγραφέας

 

pempto_skalopati_cover

 

Κακή τύχη ή εσφαλμένες επιλογές;

 

Γράφει η Ελένη Πριοβόλου // **

 

Το βιβλίο της Τζίνας Ψάρρη το διάβασα και με κέρδισε αμέσως ένεκα της ψυχολογικής βαρύτητας και εμβάθυνσης του. Πρόκειται για ένα αφήγημα βαθειά ενδοσκοπικό αλλά και χειμαρρώδες.

Κύρια ηρωίδα η Χριστίνα. Θα την τοποθετήσω  στο κέντρο βάρους του μυθιστορήματος και αχτιδωτά θα διερευνήσω τις συνθήκες, τα αίτια και τα αιτιατά στη διαδρομή της ζωής της από την εφηβεία ως τη μέση ηλικία. Τις παρορμήσεις και τις επιλογές. Τα λάθη, τις βραδυπορίες, τις σιωπές και τον φόβο.

Η αφήγηση αρχίζει από τον παρελθόντα χρόνο,  στο πατρικό σπίτι μέσα σε ένα οικογενειακό στερεότυπο αρκετά ισχυρό. Η μητέρα δοσμένη στον παραδοσιακό ρόλο της, αυστηρή και επεμβατική από τον ενδυματολογικό κώδικα μέχρι την εν γένει συμπεριφορά των κοριτσιών της.

Ο πατέρας, κλασσική περίπτωση άνδρα παλαιάς κοπής της μεταπολεμικής Ελλάδας, που δούλεψε πολύ σκληρά για να σπουδάσει και εν γένει να τα καταφέρει. Η σκληρή ζωή άφησε ανεξίτηλα σημάδια στον χαρακτήρα του.

Οι δυο κόρες, η Κορίνα και η Χριστίνα. Χαρακτήρες αντίθετοι.

Η Κορίνα της απολύτου τάξεως και η Χριστίνα μέσα στη διαρκή αναθεώρηση και ανατροπή, επιζητεί με την συνεχή αντιγνωμία να κερδίσει την αποδοχή που κατά την άποψη της δεν είχε. Υποδύεται ρόλους που προκαλούν, για να στρέφεται το ενδιαφέρον στο πρόσωπό της.

Ο πρώτος εφηβικός έρωτας θα εμφανιστεί μέσα στο ομιχλώδες τοπίο των επαναστατικών ιδεών και τη μύηση στα πρότυπα που αντιτίθενται προς το κοινωνικό στερεότυπο. Πρώτο τσιγάρο, πρώτο ποτό και η πορεία προς την ενηλικίωση αρχίζει, με διαρκή ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, στην πολιτική σκέψη, στη στάση ζωής, την αυτοδιαχείριση, τις αποφάσεις. Πρόκειται για τη διαδρομή προς την αυτονομία που διεκδικούν οι νέοι και που σκοντάφτει διαρκώς στους τοίχους μιας ανελεύθερης κοινωνικής δομής.

Ένα δραματικό συμβάν θα θέσει όλα τούτα που έμοιαζαν προτεραιότητες σε δεύτερη μοίρα. Έρχεται ο θάνατος της αδελφής σαν πραγματικό γεγονός και σαν έννοια να αλλάξει τη σκέψη και το συναίσθημα της Χριστίνας. Από εκεί το βιβλίο εξελίσσεται απρόβλεπτα.  Σαν να έχουμε μια νέα αφετηρία, έναν διαφορετικό χαρακτήρα, σαν από αλλότρια σκέψη.

Η Χριστίνα βγάζει έναν άλλο εαυτό, πιο ανεκτικό, έως υποχωρητικό θα έλεγα. Ενώ είναι τόσο νέα, μοιάζει να θέλει να αναπαλαιώσει το φθαρμένο παρελθόν και να αποκτήσει πίστη στον άνθρωπο. Από τα νεανικά της χρόνια, μαζί με μια άσχημη εμπειρία που είχε από συγγενικό της πρόσωπο, συναινούν ώστε να αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη. Όμως για να πιστέψει στον άνθρωπο, όφειλε να πιστέψει πρώτα στον εαυτό της.  Αφήνει τους ρόλους που υποδυόταν επί χρόνια για να ξεγελά και να έλκει και δίνεται κυριολεκτικά στον Έρωτα.

Το πρώτο ερώτημα που μου τέθηκε  στην πορεία της ανάγνωσης, ήταν πόσο ελεύθερος είναι ο άνθρωπος στην επιλογή, ποιοι παράγοντες επιδρούν και πόση δύναμη έχει το τυχαίο.

Για την ηρωίδα, η τυχαία συνάντηση γίνεται έρωτας, γάμος, διάψευση. Κάνει έναν κύκλο ζωής για να βρεθεί μέσα σε συμπληγάδες από τις οποίες όταν θα βγει δεν θα είναι ούτε νικήτρια ούτε αλώβητη.

Το βιβλίο, μαζί με τα γεγονότα διατρέχουν και έννοιες. Βία, συμβιβασμός, καχυποψία, αυτοεκτίμηση, αντιμετώπιση του κυνισμού και εν γένει της χυδαιότητας. Σε έναν γάμο που πνίγεται στο ψέμα και την βία, μάχεται για την διεκδίκηση του αυτονόητου, που είναι ο σεβασμός- τουλάχιστον-ή η διαρκής οπισθοχώρηση και εθελοτυφλία για χάρη του παιδιού αλλά και του οικογενειακού περίγυρου.  Η παρουσία ενός παιδιού ως ποιο σημείο γίνεται το πρόσχημα της αναποφασιστικότητας και της δειλίας;

Και ποια απόφαση πρέπει να πάρει η ηρωίδα, όταν αυτό που νόμιζε ή ήταν αγάπη, μετατράπηκε σε μίσος;

Όσο προχωρούσα την ανάγνωση ένιωθα οργή. Τόσο για τον απόλυτο κυνισμό του συγκεκριμένου ανδρικού μοντέλου, όσο και για την εθελοτυφλία αλλά και την διαρκή υποχώρηση της γυναίκας, που όμως η ίδια δεν τη θεωρούσε αδυναμία. Ήταν αυτή η στάση ισορροπίας που υιοθετεί η πλειοψηφία των γυναικών, θυσιάζοντας τη ζωή για την οικογένεια. Και τότε η οικογένεια μετατρέπεται σε βραχνά αφού με το άλλο μισό σε δένει μόνο ο νόμος και το καθήκον.

Άρα δε μιλάμε για κακή τύχη αλλά για εσφαλμένες επιλογές. Είτε στο θέμα προσώπου ή στο θέμα των χειρισμών, αφού η θέληση είναι το πιο δυνατό ένστικτο. Πιο δυνατό και από τον ίδιο τον έρωτα.

Η Χριστίνα έχει κριτική σκέψη, παρότι μοιάζει να πείθεται για τα κατά συνθήκη ψεύδη που της σερβίρονται. Όμως μπαίνει μπροστά στο δίλλημα της ανάγκης και του πρέπει. Υπάρχει και η πίεση του οικογενειακού περίγυρου που δεν συγχωρεί εύκολα τη γυναίκα σύζυγο και μάνα, αν αποφασίσει να σπάσει τον κρίκο της σκουριασμένης πια αλυσίδας.

Και φυσικά μέσα σ’ αυτή την χρόνια πάλη του  θέλω και του πρέπει περνάει ο καιρός σημαδεμένος χωρίς δυνατότητα επιστροφής για το σβήσιμο των λαθών αλλά μόνο για επαναπροσδιορισμό σε σχέση με την εμπειρία.

Και ερχόμαστε να εξετάσουμε τι διδάσκει η εμπειρία και αν το δις εξαμαρτείν είναι δείγμα του κατά πόσο το άτομο έχει ωριμάσει στον παρελθόντα χρόνο. Τα ερωτήματα ξανά τα ίδια. Κακή τύχη ή εσφαλμένες επιλογές;

Δεν θα αναλύσω  τα πέντε σκαλοπάτια. Πρόκειται ωστόσο για στάδια. Τα πέρασε η ηρωίδα μέχρι να σκληρύνει η καρδιά της και να σταθεί τίμια απέναντι στον εαυτό της, μέχρι να προβεί σε τίμιες παραδοχές.

 

 

** H Ελένη Πριοβόλου είναι συγγραφέας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top