Fractal

Κολτές υπέρ Ρασκόλνικωφ

Γράφει η Αθηνά Δ. Μιράσγεζη // *

 

“Μεθυσμένη Δίκη” του Bernard-Marie Koltès, μτφρ. Γιάννη Θηβαίου, Παιανία: εκδόσεις Μπιλιέτο, 2017.

 

Ο Κολτές (1948-1989) είναι μόνο 23 ετών, διαβάζει Ντοστογιέφσκι και συγκλονίζεται. Η συνάντηση, (η σύγκρουση), καταγράφεται σ’ αυτό το θεατρικό έργο, από τα πρώτα του, Μεθυσμένη Δίκη (1971), που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Μπιλιέ το, σε μια εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Θηβαίου που διαβάζεται πραγματικά απνευστί. Τι σημαίνει αυτό; Να έχεις διαβάσει το έργο αλλεπάλληλα πολλές φορές, να ξέρεις τι θα συμβεί, κι ωστόσο να μην μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Το έργο σε βυθίζει μέσα του, ο Ρασκόλνικωφ του Κολτές σε συνεπαίρνει όπως ο Ρασκόλνικωφ του Ντοστογιέφσκι. Μήπως βρίσκετε μικρό τον Κολτές για να αναμετρηθεί με τον Ντοστογιέφσκι; Λάθος, εδώ ο Κολτές αναμετράται με τον ίδιο τον Ρασκόλνικωφ, έχουν ακριβώς την ίδια ηλικία. Το Έγκλημα και Τιμωρία ξαναζεί.

Ένας πρώην φοιτητής της Νομικής σχεδιάζει ένα στυγερό έγκλημα, σκοτώνει τη γριά τοκογλύφο, που τον απομυζά, τη ληστεύει, και αρρωσταίνει από τις τύψεις. Αρρωσταίνει σωματικά, ψυχικά, πνευματικά. Χάνει το μυαλό του. Τελικά πείθεται να παραδοθεί στην αστυνομία που τον υποψιάζεται. Στέλνεται στη Σιβηρία για επτά χρόνια καταναγκαστικών έργων. Η Σόνια, μια νεαρή πόρνη που προσπαθεί να τον ξανα-μυήσει στον Θεό, τον ακολουθεί και τον περιμένει.

Μη νομίσετε όμως πως ο νεαρός Κολτές βάλθηκε να κάνει μια πιστή διασκευή για το θέατρο, όπως εξάλλου επισημαίνει κι ο Γιάννης Θηβαίος στον επίλογό του. Η Μεθυσμένη Δίκη δεν είναι μια περίληψη του μυθικού μυθιστορήματος. Δεν εμφανίζονται σε αυτή πάντα τα σημαντικότερα στοιχεία αλλά τα στοιχεία εκείνα που επιλέγει αυθαίρετα ο Κολτές. Αυθαίρετα; Εδώ θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε. Ο Κολτές δεν θα ήταν μεγάλος θεατρικός συγγραφέας αν δεν θέσπιζε, αν δεν μας επέβαλλε, τη δική του ιεραρχία αξιών. Όπως στο όνειρο, λοιπόν, όπου δεν εμφανίζονται τα σημαντικότερα στοιχεία από τα βιώματά μας και τις σκέψεις μας, αλλά αυτά που είναι πολλαπλώς καθορισμένα. Τι σημαίνει αυτό για ένα θεατρικό έργο; Επιτέλους, τι πήρε από τον Ντοστογιέφσκι ο Κολτές, και τι άφησε;;

Από τον Ντοστογιέφσκι πήρε το σημαντικότερο, θα σκεφτούμε, του πήρε τον Ρασκόλνικωφ. Για να τον βάλει να παίξει όμως στο δικό του κεφάλι, στη δική του φαντασία. Του πήρε μαζί κι όλους τους βασικούς ήρωες, τη μάνα του και την αδελφή του τη Ντούνια. Του πήρε τη Σόνια και την οικογένειά της, τον αλκοολικό Μαρμελάντωφ πατέρα της και τη δεύτερη γυναίκα του. Του πήρε τον πιστό του φίλο, τον Ραζουμίχιν, που γίνεται εδώ «μοναχικός διαβάτης». Του πήρε τον Σβιντριγκάηλωφ, παλιό εργοδότη της Ντούνιας, που γίνεται εδώ «άσωτος». Και, βέβαια, του πήρε τον Πορφύρι, τον αξιωματικό της αστυνομίας που ολοένα προσπαθεί να τον στριμώξει. Οι ήρωες κουβαλούν την ιστορία τους. Η Μεθυσμένη Δίκη είναι γεμάτη υπαινιγμούς στο Έγκλημα και Τιμωρία. Σύντομους υπαινιγμούς –πώς θα γινόταν άλλωστε;– που όμως είναι αρκετοί για να μας φέρουν στο νου όλο το μυθιστόρημα.

Πήρε ή άφησε όμως τα σημαντικότερα από τον Ντοστογιέφσκι ο Κολτές; Ας ξαναπιάσουμε από την αρχή το Έγκλημα και Τιμωρία. Δολοφονείται η Αλιόνα Ιβάνοβνα με ένα τσεκούρι. Όμως, ενώ το αποτρόπαιο έγκλημα το σχεδίαζε με απόλυτη ψυχραιμία από καιρό ο Ρασκόλνικωφ, την ώρα του εγκλήματος εμφανίζεται η χαζούλα και αθώα αδελφή του θύματος, και ο δολοφόνος αναγκάζεται να τη σκοτώσει και αυτή. Ο Κολτές παραλείπει εντελώς το δεύτερο έγκλημα. Παραλείπει; Ο δεύτερος φόνος όμως είναι αυτός που τινάζει στον αέρα όλη τη θεωρία του Ρασκόλνικωφ για το έγκλημα που έχει σαν αποτέλεσμα τη σωματική, ψυχική, και πνευματική κατάρρευσή του. Γιατί ξεχάσαμε να πούμε πως ο Ρασκόλνικωφ είναι ένας θεωρητικός του εγκλήματος. Έχει γράψει ένα άρθρο όπου υποστηρίζει την άποψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι απέναντι στις ηθικές νόρμες. Υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι που έχουν δικαίωμα να θυσιάζουν ζωές στο όνομα μιας καινούργιας ιδέας που μπορεί να ωφελεί ακόμα και ολόκληρη την ανθρωπότητα, σε αντίθεση με τους συνηθισμένους ανθρώπους, το κοπάδι, που δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Στο μυθιστόρημα είναι ανάγλυφοι όλοι οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί του Ντοστογιέφσκι για την αξία της ανθρώπινης ζωής, αλλά και τη σημασία των εξαιρετικών ανθρώπων, όπως και τις ανώτερες αρχές που αυτοί πρεσβεύουν. Εδώ η ανώτερη αρχή θα ήταν να μοιραστούν τα πλούτη της γριάς τοκογλύφου στους φτωχούς.

 

Bernard-Marie Koltès

 

Υπαινιγμό για την ποιότητα του εγκλήματος θα βρούμε μόνο έναν, που όμως δεν είναι αρκετός για να οδηγήσει τον ανυποψίαστο θεατή στον θεωρητικό του εγκλήματος που είναι ο Ρασκόλνικωφ. «Είσαστε ένας θεωρητικός, Ροντιόν […]. Είστε ένας θεωρητικός – είναι κάτι που φαίνεται πως το ξεχάσατε τελείως»[1], βάζει ο Κολτές τον Πορφύρι να του πεί, θα μπορούσε να ήταν απλά ένας διανοούμενος, ένας καθηγητής, κάποιος επιστήμονας. Η αμνησία του Ρασκόλνικωφ στη Μεθυσμένη Δίκη αντανακλά άραγε την απειρία του Κολτές; Ο νεαρός Κολτές ηττήθηκε άραγε μπροστά στον φιλόσοφο Ντοστογιέφσκι; Ο Κολτές της Μεθυσμένης Δίκης δεν είναι ακόμα ο φιλόσοφος της Μοναξιάς των κάμπων με βαμβάκι; Μήπως όμως η αμνησία του Ρασκόλνικωφ στο έργο του Κολτές συμβαίνει ακριβώς μετά τον φόνο όπως και στο μυθιστόρημα; Μετά και τον δεύτερο φόνο του Ντοστογιέφσκι; Όπου ο Ρασκόλνικωφ αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι δεν ανήκει στους εξαιρετικούς ανθρώπους; Όπου αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με τις δικές του διαστάσεις οι οποίες και του επέφεραν τη συντριβή; Ο Κολτές αρνείται να πλησιάσει τον φιλόσοφο Ρασκόλνικωφ. Ο αλκοολικός Μαρμελάντωφ (που στον Ντοστογιέφσκι πεθαίνει από ατύχημα), στον Κολτές ξεψυχά μόλις έχει ξεστομίσει τη φράση: «Η ανώτερη λογική είναι ακατανόητη από τους βλάκες.»[2] Πρόκειται άραγε για τη λογική της μπουκάλας, του μεθυσιού; Ή πρόκειται για τη λογική των εξαιρετικών ανθρώπων; Είναι η λογική των εξαιρετικών ανθρώπων λογική της μπουκάλας; Ο νεαρός Κολτές δεν μπορεί να δεχθεί, να ανεχθεί τη λογική του Ρασκόλνικωφ; (Ας σημειωθεί ότι οι εξαιρετικοί άνθρωποι που δρουν υπεράνω του νόμου βρίσκονται ήδη στον Χέγκελ.)

Και μια που μιλάμε για τη λογική της μπουκάλας, γιατί «Μεθυσμένη Δίκη», τίτλος σε ένα έργο εμπνευσμένο από το Έγκλημα και Τιμωρία; Γιατί «Μεθυσμένη Δίκη» για ένα απόλυτα νηφάλιο έγκλημα; Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ντοστογιέφσκι σκόπευε να ονομάσει Οι αλκοολικοί ένα πρώτο σχέδιο του μυθιστορήματος. Στον Κολτές, σχεδόν όλοι οι βασικοί ήρωες εμφανίζονται έστω μια φορά μεθυσμένοι. Εκτός από τον Σβιντριγκάηλωφ που τον πειράζει στο συκώτι το κρασί (γιατί πολύ έχει πιεί;), κι εκτός από τον Πορφύρι, που δηλώνει «Η δυστυχία μου προέρχεται απ’ το ότι δεν πίνω.»[3] Παραλείψαμε να πούμε πως στο θεατρικό έργο δεν υπάρχει κανένα δικαστήριο, κανένας δικαστής και καμιά ετυμηγορία. Τότε γιατί «Μεθυσμένη Δίκη»; Μήπως η Μεθυσμένη Δίκη είναι η δίκη που κάνει στον Ρασκόλνικωφ ο ίδιος ο Κολτές; Κατά τη μεταφορική γαλλική έκφραση, faire le procès de quelqu’un, περνώ κάποιον από δίκη, του επιτίθεμαι, τον κατηγορώ, τον καταδικάζω. Ή προσπαθώ να ελαφρύνω τη θέση του. Αποκρύπτει τον δεύτερο απρόβλεπτο φόνο, επιχειρεί να συγκαλύψει τη θεωρητική στυγερή κάλυψη του εγκλήματος. Χρειάζεται να επιμείνουμε στο γεγονός ότι ο Ρασκόλνικωφ σαγήνευσε τον συνομίληκό του Κολτές; Ο Κολτές γίνεται ο συνένοχος του Ρασκόλνικωφ, μπορεί αυτός να βασίζεται στην εχεμύθειά του. Σαγήνη που γίνεται πιο έντονη και πιο ξεκάθαρη όσο ο Κολτές μεγαλώνει; (Εννοώ πιο ξεκάθαρη για μας, γιατί ο Κολτές, αν και νεαρός, έχει πλήρη αυτοσυνειδησία, γι’ αυτό και δίνει στο έργο του αυτόν τον τίτλο.) Από τον υπόκοσμο της Δυτικής Αποβάθρας, στο σκοτεινό εμπόριο της Μοναξιάς των κάμπων με βαμβάκι, για να φθάσουμε στο τελευταίο του έργο, τον Ρομπέρτο Τσούκκο, (φοιτητής και αυτός), που σκότωσε τον πατέρα του, τη μάνα του, τον αξιωματικό της αστυνομίας, ένα παιδί, βασισμένο σε μια πραγματική ιστορία. «Ξεπέρασα τα όρια. Ξεπέρασα τα εμπόδια. Τα μικρά εμπόδια που θέτει το απέραντο σύμπαν. Έσπρωξα με το πόδι τον κορμό απ’ το δρόμο. Έλυσα το πουγκί…», λέει ο Ρασκόλνικωφ του Κολτές μετά τον Ντοστογιέφσκι.[4] Όπως επισημαίνει η Μαρίκα Θωμαδάκη στο βιβλίο της για τον Κολτές, στον Ρομπέρτο Τσούκκο, μόνο ο δολοφόνος έχει ονοματεπώνυμο, όλοι οι υπόλοιποι ήρωες δεν εμφανίζονται παρά με την ιδιότητά τους μέσα στα πλαίσια της οικογένειας ή της κοινωνίας.[5] Τι δείχνει αυτό, αν όχι σεβασμό για το πρόσωπο του δολοφόνου; Στη Μεθυσμένη Δίκη, χειροκροτήματα ακολουθούν την πρώτη (φαντασιακή) ομολογία του Ρασκόλνικωφ – τον χειροκροτούν γιατί ομολόγησε ή γιατί σκότωσε;, δεν είναι σαφές. Στον Κολτές, ο Ρασκόλνικωφ αφήνει να εννοηθεί ότι διέπραξε το έγκλημα «χωρίς προσπάθεια».[6] Στον Ντοστογιέφσκι, τρέμει ολόκληρος, τρέμουν τα χέρια του αλλά τελικά καταφέρνει να τον υπακούσουν…

Ο Ρομπέρτο Ζούκκο, ο πραγματικός δολοφόνος, αλλά και ο Ρομπέρτο Τσούκκο του Κολτές, τελικά αυτοκτόνησε. Τον ιδεασμό της αυτοκτονίας του Ρασκόλνικωφ ο Κολτές τον αποδίδει αριστοτεχνικά πάνω στη σκηνή. Στην αρχή, εμφανίζεται «σαν κρεμασμένος» ο Ρασκόλνικωφ. Αλλά και στη συνέχεια, υπάρχει μια σκηνή με μια αυτοκτονία, καλύτερα με τη μίμηση μιας αυτοκτονίας που γίνεται «για να γελάσουμε», όπως λέει χαρακτηριστικά ο επίδοξος αυτόχειρας.[7] Ο Σβιντριγκάηλωφ κρεμιέται μπροστά στη σκηνή και κρεμιέται με το πάσο του, για να βγάλει ξαφνικά το κεφάλι του από το σκοινί και να αναρωτηθεί, μα υπάρχουν άραγε άνθρωποι που θα τό ’καναν στ’ αλήθεια; (Τελικά, ο Σβιντριγκάηλωφ αυτοκτονεί πράγματι στη συνέχεια.) Κρεμάστηκε ο Ρασκόλνικωφ; ρωτά απεγνωσμένα ο Ραζουμίχιν, όταν φτάνουν στ’ αυτιά του οι απόηχοι της απόπειρας αυτοκτονίας. Μήπως υπαινίσσεται ο Κολτές ότι δεν τον έπεισαν οι τάσεις για αυτοκτονία του Ρασκόλνικωφ; Ότι θα ήταν καλύτερα αν είχε σκοτωθεί; Ότι δεν υπήρχε λόγος να υπομείνει μέχρις εσχάτων αυτή τη μακρόσυρτη βαριά αρρώστια του; Την τρέλα τού Ρασκόλνικωφ ο Κολτές τη δίνει κι αυτή με μεγάλη δεξιοτεχνία. Ο Ρασκόλνικωφ κρυώνει όπως ο δολοφόνος του Θεού στον Νίτσε. Το αίμα της γριάς τον στοιχειώνει. «Δεν έχουμε τίποτα κοινό, εγώ κι εσύ[, Ραζουμίχιν]. [Παύση.] Το αίμα. Το βλέπεις, το αίμα. Δεν βλέπεις τίποτα, όχι, δεν μπορείς τίποτα να δεις. Κι όμως είναι διάχυτο παντού, αίμα, παντού, εδώ, κι απάνω μου, στα παπούτσια μου, στα ρούχα μου, στα μαλλιά μου, κι απάνω σου. Δεν βλέπεις τίποτα. Δεν το βλέπεις, δεν βλέπεις τίποτα.»[8] Η μυρωδιά της σκάλας που ανέβηκε ο Ρασκόλνικωφ για να σκοτώσει τη γριά δεν ξεκολλά από τα ρουθούνια του. Η εικόνα της Αλιόνα, όρθια ή βυθισμένη στην πολυθρόνα της, ή μόνη άδεια η πολυθρόνα της, τον ακολουθεί όπου κι αν πάει. Το πτώμα της Αλιόνα είναι από τους ήρωες του έργου.

«Υποδειγματικό φονιά»[9] χαρακτηρίζει ο Κολτές τον Ρομπέρτο Ζούκκο/Τσούκκο. «Σκότωσε για το τίποτα, το τίποτα, χωρίς λόγο»[10] χωρίς τύψεις, χωρίς τιμωρία, αυτοκτόνησε. Ο Ρασκόλνικωφ θα είναι κατά συνέπεια ο φονιάς προς αποφυγήν. Το μόνο που μπορεί να τον βοηθήσει θα είναι μια μεθυσμένη δίκη. Ο Ρομπέρτο Ζούκκο/Τσούκκο διέπραξε αλλεπάλληλους φόνους, ακόμα κι ένα παιδί. Ο ώριμος Κολτές (πρόκειται για το τελευταίο του έργο που κυκλοφορεί μετά τον θάνατό του), ο ώριμος Κολτές του Ρομπέρτο Τσούκκο αντέχει αυτό που δεν άντεξε ο νεαρός συγγραφέας της Μεθυσμένης Δίκης κι εξαφάνισε το δεύτερο πτώμα. Και απέκρυψε το αθώο θύμα του Ρασκόλνικωφ. Διαβάζουμε στον Ντοστογιέφσκι: «Ω, πώς τη μισώ τη γριά! Νομίζω πως θα τη σκότωνα και δεύτερη φορά, αν ξαναζωντάνευε! Καημένη Λιζαβέτα! Τι της ήρθε και μπήκε μέσα κείνη την ώρα! Παράξενο ωστόσο που δεν τη σκέφτομαι σχεδόν καθόλου, λες και δεν τη σκότωσα!»[11]

Είναι γνωστό πως ο Ντοστογιέφσκι έμεινε τέσσερα χρόνια στα κάτεργα, όπου γνώρισε από κοντά ανθρώπους που ξεπέρασαν τα όρια, που διέπραξαν εγκλήματα τα οποία φώλιασαν στις ψυχές τους. Το προσωπικό βίωμα του κακού που συναντάμε στον Ντοστογιέφσκι, και στο Υπόγειο και στις Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, μέθυσε τον Κολτές. Μια μέθη όμως που έμελλε να κρατήσει όλη τη σύντομη ζωή του.

Ευχαριστούμε τον Γιάννη Θηβαίο όπως και τις εκδόσεις Μπιλιέτο που έδωσαν στο ελληνικό κοινό τη Μεθυσμένη Δίκη, σε μια τέτοια μετάφραση, σε μια τέτοια έκδοση.

 

 

* Η Αθηνά Δ. Μιράσγεζη είναι Δρ Φιλοσοφίας, Διδάσκουσα στο ΕΑΠ

 

_________________________________

[1] Bernard-Marie Koltès, Procès ivre, Paris : les éditions de Minuit, 2001, σελ. 51·Μεθυσμένη Δίκη, μτφρ. Γιάννη Θηβαίου, Παιανία: εκδόσεις Μπιλιέτο, 2017, σελ. 39.

[2] Procès ivre, σελ.37·Μεθυσμένη Δίκη, όπ. παρ., σελ. 29.

[3] Procès ivre, σελ. 51·Μεθυσμένη Δίκη, όπ. παρ., σελ. 39.

[4] Procès ivre, σελ. 25·Μεθυσμένη Δίκη, όπ. παρ., σελ. 20.

[5] Marika Thomadaki, La dramaturgie de Koltès: Approche sémiologique, Athènes : éditions Paulos, 2000, σελ. 48.

[6] Procès ivre, σελ. 46·Μεθυσμένη Δίκη, όπ. παρ., σελ. 36.

[7] Procès ivre, σελ. 63·Μεθυσμένη Δίκη, όπ. παρ., σελ. 48.

[8] Procès ivre, σελ. 30·Μεθυσμένη Δίκη, όπ. παρ., σελ. 24.

[9] Συνέντευξη του B.-M. Koltès, στο Ρομπέρτο Τσούκκο – Ταμπατάμπα – Ένα υπόστεγο, στη Δύση, μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Αθήνα: Άγρα, 1992, σελ. 119. Ο Κολτές ρίχνει το βάρος στο ότι ο Τσούκκο «μοιάζει με όλον τον κόσμο, στο βαθμό που αρκεί ένας ελαχιστότατος αποσυντονισμός για να σκοτώσει κανείς». (όπ. παρ.)

[10] Όπ. παρ.

[11] Φιόντορ Ντοστογιέβσκη, Έγκλημα και Τιμωρία, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, Αθήνα: Γκοβόστη, 2014, σελ. 325.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top