Fractal

Με αφετηρία το καβαφικό στοιχείο

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

Τάσος Μακράτος «Μετά τον Καβάφη. Οι ερωμένες του ποιητή» Εκδόσεις Λιβάνη.

 

Δεν είναι λίγες οι ποιητικές συνθέσεις με άμεση ή έμμεση αναφορά στην Καβαφική ποίηση. Εκατό και πλέον χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή και το έργο του συνεχίζει να εμπνέει ποιητές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, γεγονός που υπογραμμίζει την διαχρονικότητα της ποιήσής του, αλλά και τη σημασία και τις επιρροές της στη νεότερη ποίησή μας. Δεν υπάρχει άλλος νεοέλληνας ποιητής ο οποίος να έχει τόση τέτοια επιβλητική παρουσία ανάμεσα σε νεότερους ομοτέχνους τόσο της μητρικής γλώσσας του όσο και άλλων γλωσσών. Λέει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στο εξαιρετικό βιβλίο  με τίτλο «Ελληνικά καβαφογενή ποιήματα  (1909-2001), Έκδοση Πανεπιστημίου Πατρών, 2003 σε επιμέλεια και ανθολόγηση δική του. Αλλά τι είναι τα καβαφογενή ποίηματα; Είναι τα ποιήματα εκείνα που αμέσως ή εμμέσως έχουν ως αφετηρία τους κάποια από τις συνθέσεις του Καβάφη· ποιήματα που ενδεχομένως δεν θα είχαν γραφτεί, ή θα είχαν γραφτεί διαφορετικά αν δεν διαπνέονταν από το ύφος, την ατμόσφαιρα, τη γλώσσα, τη θεματολογία του μεγάλου ποιητή και γενικότερα τη φιλοσοφία του, έτσι όπως φανερώνεται ή αναδύεται μέσα από τους στίχους του. Η ποιητική συλλογή του Τάσου Μακράτου θα έλεγα ότι εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία, η τουλάχιστον μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τηρουμένων των αναλογιών, ακόμα κι αν ο ίδιος από σεμνότητα, ενδεχομένως, δεν θέλει να τη χαρακτηρίζει αμιγώς ως τέτοια. Παρόλα αυτά η συλλογή περιλαμβάνει 66 ποιήματα που εκκινούν πάντα από εμβληματικούς στίχους του Αλεξανδρινού ποιητή, τηρώντας σε αξιοπρόσεκτο βαθμό το ρυθμό, το μέτρο, συχνά την ατμόσφαιρα, το περιεχόμενο, τη θεματολογία και κυρίως τον ποιητικό στοχασμό του Αλεξανδρινού ποιητή, κυρίως της υπαρκτικής μοναξιάς, της μελαγχολίας που διέπουν τα ποιήματα του,  πολύ συχνά μάλιστα το ιδίωμα της Καβαφικής γλώσσας. Συνομιλούν δηλαδή ​έστω σε κάποιο βαθμό ​με ο καβαφικό έργο.  Άλλωστε ο ίδιος ο τίτλος ξεκάθαρα μας παραπέμπει στην ποίηση του Αλεξανδρινού ποιητή, ενώ ο ίδιος αναφέρει στο προοίμιο του βιβλίου του, «Η Ποίηση του Καβάφη, μέσα στην αισθητική, ιστορική, ψυχογραφική και ερωτική της διάσταση, παραμένει — για όσους από ’μάς την έχουν προσεγγίσει και απολαύσει έστω και μία φορά — ως αγάπη πρωτογενής και ανεπανόρθωτη. Μας ακολουθεί εγγεγραμμένη, με διάφορους βαθμούς έντασης, στις επιθυμίες και στις πράξεις μας, στις διανοήσεις και στα κείμενάμας.» 

​                                                                                                                ​

Είναι λοιπόν για τον ποιητή κύρια πηγή έμπνευσης και ‘απόλυτη αναγκαιότητα’ όπως λέει, να δομήσει την παρούσα ποιητική δημιουργία πάνω στα θέματα που διέπουν τη ποίηση του Καβάφη.. Κυρίως το ερωτικό στοιχείο αφού αυτό  κυριαρχεί σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της εν λόγω συλλογής.. Από το εισαγωγικό κιόλας ποίημα του με τίτλο Αειθαλές και καλλιμάρμαρο ο ποιητής μας μεταφέρει τον ποιητικό τόπο και την ατμόσφαιρα του μεγάλου ποιητή, αντλώντας από το ποίημα του «Νόησις» και συγκεκριμένα τους στίχους  5-7.α «Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο, μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου/σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή .. Ενώ και ι στους εναρκτήριους στ​ίχους που ποιήματος «Ο Φάρος», ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με άλλη μια σαφή και άμεση αναφορά στους καβαφικούς τόπους, ενώ η γλώσσα που επιλέγει παραπέμπει καθαρά στην Καβαφική ερωτική ποίηση, «Έπεσε στο κρεββάτι απόψι ερωτοπαθής/όλ’ η νεότης του στον σαρκικό πόθο αναμμένη/εις έντασιν ωραίαν όλ’ η ωραία νεότης του …»

 

Τάσος Μακράτος

 

Ο ποιητικός τόπος του ποιητή Τ. Μ σε αυτή τη συλλογή είναι ο έρωτας, ο έρωτας στην υπαρξιακή του διάσταση ή αίσθηση πάντα σε συνάρτηση με θέματα όπως η ομορφιά, η τελειότητα και η εξιδανίκευση του ερωτικού υποκειμένου ενώ σε κανένα σχεδόν δεν απουσιάζει η βιωματική πνοή του ίδιου, ο προσωπικός του στοχασμός, το δικό του προσωπικό ή ατομικό πλέγμα παθών. Κι όλα αυτά διαπερνώνται από έναν ​έντονο λυρισμό​ και αισθαντικότητα, ενώ τα ποιητικά υποκείμενα, οι ερωμένες του ποιητή,  δηλαδή, απ όπου και ο τίτλος, αποθεώνονται σχεδόν σε κάθε ποιητική σύνθεση. ​Το ερωτικό αντικείμενο εξυψώνεται, εξυμνείται λατρεύεται σαν μια άμεμπτη, θεϊκή οντότητα. Μια θεότητα μυστηριακή σχεδόν όσο κι απόλυτα ανθρώπινη, σε κάθε περίπτωση ωστόσο, θελκτική κι ανεπανάληπτη.. Θα μπορούσα ​μάλιστα να παρομοιάσω τα εν λόγω ποιήματα ​με  την ερωτική αραβική ποίηση μιας μάλλον παλαιότερης εποχής, ποίηση η οποία διακρίνεται σχεδόν πάντα από μια μακροσκελή ερωτική εξομολόγηση προς το αντικείμενο του πόθου που μοιάζει να αγγίζει την τελειότητα, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στα εσωτερικά χαρίσματα, πάντα συνοδευόμενα από την υπαρκτική διάσταση του έρωτα την εξιδανίκευση του ποιητικού υποκειμένου αφού όταν το ερωτικό υποκείμενο αποθεώνεται λατρεύεται ή εξυμνείται, αποκτά αυτομάτως διαστάσεις εξωπραγματικές. Και βέβαια όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν παρά με μια γλώσσα περίτεχνη, καλοδουλεμενη και με τη χρήση εκφραστικών μέσων που καθρεφτίζουν την ένταση των συναισθημάτων, του πόνου, της προσδοκίας, του ανεκπλήρωτου κλπ.. Μόνο που εδώ, στα ποιήματα του Τάσου Μαρκατου δεν εκλείπουν τα μοντερνιστικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα ο πυκνός συνειρμικός λόγος, συχνά υπαινικτικός ή  πολύσημος, ή ακόμα πιο συχνά λόγος μεταφορικός που ο ποιητής τον χρησιμοποιεί έντεχνα ως ένα μηχανισμό ποιητικής δημιουργίας. «Σουρούπωνε κι ακόμα ιστορούσαμε τις ανωριμότητές μας/τα παλαιά φιλιά στα χείλη μας είχανε μαραθεί/τα χάδια τα αγγίγματα οι περασμένες οι θωπείες/σημάδια δεν είχανε χαράξει/μέναμε αγνοί στην αγκαλιά μας μόνοι/η Σελήνη τρεμόσβηνε στα ενωμένα πρόσωπά μας/το διπλό μας κρεβάτι φύλαγε καλά τα μυστικά μας/και οι όρκοι μας/μας χαμογελούσαν από μακριά…

 

Διαβάζοντας τα ποιήματα του Τάσου Μαρκάτου, ένιωσα πως τα περισσότερα από αυτά συγκροτούν μια μικρή ερωτική ιστορία, μια μίνι ερωτική ιστορία συχνά ενός ανεπίδοτου έρωτα όπου τα εμπλεκόμενα μέλη συναντιούνται στην ίδια αυτή σύνθεση, συνδιαλέγονται και έπειτα χωρίζουν σχεδόν πάντα στο τέλος,  ενισχύοντας κατ αυτόν τον τρόπο τη θεατρικότητα, ή τη θεατρική διάσταση των ποιημάτων, κι αναιρώντας σε κάποιο βαθμό την αυτοαναφορικότητα ή το εγώ που διακρίνει συνήθως τα ερωτικά ποιήματα. Και παρότι δεν είναι πεζόμορφα, αφού τηρούν  ακέραιη την ποιητική τους δομή,  όλα μαζί αποτελούν ένα ποίημα εν προόδω ένα  poème en prose, όπου πρωταγωνιστεί ο έρωτας στις διάφορες εκφάνσεις του, με τα διαφορετικά του πρόσωπα που όπως ανέφερα εξυψώνονται κάθε φορά. Το πρωτότυπο αυτό εκφραστικό τέχνασμα έχει διττή λειτουργία, αφενός εμπλουτίζει και επαυξάνει τη σύνθεση του εκάστοτε ποιήματος, δίνει δηλαδή χώρο στα ποιητικά υποκείμενα να εκφραστούν, να ξετυλίξουν τις σκέψεις τους και να φανερώσουν τα πραγματικά τους αισθήματα, ενίοτε τις φαντασιώσεις τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους κι αφετέρου καθιστά τον αποδέκτη κοινωνό, παρατηρητή, ή ακόμα πιο σωστά θεατή μιας συνομιλίας, μιας θεατρικής εξομολόγησης. Εκτός από τον έρωτα αλλά πάντα σε συνάρτηση με αυτόν η ποιητική συλλογή του Τάσου Μαρκάτου αποθεώνει την ομορφιά, τα νιάτα, αφού ο έρωτας εξ αντικειμένου ωραιοποιεί και εξιδανικεύει, ενώ για τον ίδιο, είναι φανερό, ότι συγκροτεί κεφαλαιώδες ζήτημα. Ζήτημα ζωής και θανάτου.

 

Το ποιητικό υποκείμενο / ο ήρωας σε κάθε ποίημα είναι σχεδόν πάντα ποιητής και η ηρωίδα, η αγαπημένη του. Η δομή όπως ανέφερα είναι θεατρική, αφού τα εμπλεκόμενα πρόσωπα συνδιαλέγονται, ενώ όπως ένα κονσέρτο αποτελούνται κι αυτά από τρία μέρη allegro Largo adagio. Ή σαν σε ένα ανδρόγυνο χορό, όπου ο ήρωας οδηγεί με τα βήματα του τη ντάμα του κι όταν ο χορός αυτός τελειώνει, τα πρόσωπα ή τα σώματα χωρίζουν. Συχνά βρίσκουμε τον ήρωα στο πρώτο μέρος του ποιήματος, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο μας συστήνει τον εαυτό του, ενώ στο δεύτερο συνομιλεί με το πρόσωπο που τον ενδιαφέρει, επομένως είναι στο δεύτερο μέρος που συντελείται η συνύπαρξη τους, ενώ στο τρίτο καταλήγουν πάλι μόνοι τους. Η τεχνική αυτή καθορίζει και τη διάθρωση των ποιημάτων, αλλά ενισχύει επίσης και τον ρυθμό και τη μουσικότητα των στίχων όπως ενισχύει τον παλμό και τη ζωντάνια των ποιημάτων.

 

Η θεατρικότητα σε συνδυασμό με το Καβαφικό στοιχείο διαφαίνεται έντονα και στο ποίημα του Διαβάτης.. σε αυτό ο ποιητής απευθύνεται στον  ‘Διαβάτη’, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον αποδέκτη του ποιήματος/ τον αναγνώστη του, δηλαδή, αλλά ταυτοχρόνως απευθύνεται και σε κάποιον ήρωα του Καβαφικού ποιητικού σύμπαντος καθιστώντας τον μάρτυρα των παθών του, «… Διαβάτη,/αν είσαι Αλεξανδρεύς δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή/του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη/ /. Σε αρκετά από τα ποιήματα διαπιστώνουμε ότι ο ποιητής κάνει χρήση του διαλεκτικού «εσύ» το οποίο υπάρχει όταν εκφράζεται μια παραίνεση ή το παράπονο συνήθως από μέρους του ερωτευμένου ποιητή το οποίο απευθύνει στο αντικείμενο του πόθου του «Τα βράδια επέτρεπες στο εγώ σου/μίαν πρωτόγνωρη αποκλειστικότητα/Θεοδότη — σε ρωτούσα —/πάλι θα γράψεις βράδυ; και ο έρωτας;/τότε άφηνες παράμερα τον μαγικό καθρέπτη σου/και άφηνες τη λεπτή σου λυγεράδα/να καθοδηγεί τις γυμνές λέξεις μου/ μεσ’ στις ελπίδες και τα όνειρα των νιάτων μας»

Άλλες φορές πάλι ο ποιητής υιοθετεί το 3ο πρόσωπο για να εκφράσει συναισθήματα όπως η απελπισία για τον ανεπίδοτο έρωτα της αγαπημένης/ του. Για παράδειγμα, στο ποίημά του «Σφιχτοπιασμένοι με τα χρόνια μας» ο ποιητής απευθύνεται στον εαυτό του σαν να ήταν άλλος ή τρίτος εκφράζοντας σε αυτόν την απόλυτη απογοήτευση του. Ενώ και εδώ η Καβαφική επιρροή γίνεται εμφανής από τους πρώτους κιόλας στίχους, «Αρρώστησεν ο νους του από λαγνεία./Στο στόμα του μείνανε τα φιλιά./Παθαίνεται απ’ τον διαρκή πόθον η σάρκα του όλη./Του σώματος εκείνου η αφή είν’ επάνω του)/   Τι νέος καλλιπάρειος και ηδονικός/— τον αναθυμόσουν θηλυτερή μου Ερμιόνη —/και πόσο αχόρταγος στην ποίησή μου/με πάθος τις λέξεις μου ανασκάλευε/σαν να ‘ψαχνε το δροσερό νόημα της ύπαρξης…»

Κατ αυτόν τον τρόπο ξετυλίγεται η ποίηση του Tάσου Μαρκάτου μας και βέβαια οποιαδήποτε ποίηση δεν είναι αδύνατον να αναλυθεί σε ένα κείμενο. Πιστεύω ωστόσο ότι σας έδωσα μια μικρή πρόγευση , ελπίζοντας να απολαύσετε ολόκληρο το περιεχόμενο της συλλογής..

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top