Fractal

Προδημοσίευση από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή «ΜεσοΠοταμία» της Αγγέλας Γαβρίλη

 

«ΜεσοΠοταμία», εκδόσεις Momentum, της Αγγέλας Γαβρίλη (υπό έκδοση)

 

gavrili

 

Σπορά

 

Μέσα απ’ τη γη φυτρώνουν τα κορίτσια…

Γυμνά, χλομά, πράσινα.

Στον ήλιο σκουραίνουν, ψήνονται, αποκτούν το κέλυφος.

Μα το φεγγάρι τρέφει τον καρπό τους:

Μαστοί, χυμοί, γλουτοί.

Τέτοια εποχή,

λιβάδια ολόκληρα είναι σπαρμένα τα θηλυκά

μ’ όλα τα ζωντανά να φωλιάζουν στα πυκνά τους.

 

Κανείς δεν τα θερίζει όταν έρθει η ώρα τους τα κορίτσια.

Μόνα τους βγαίνουν από το χώμα,

γυρίζοντας έπειτα -προσεκτικά- προς τα μέσα τις ρίζες τους.

 

 

Μέλι θαλασσινό

 

Χρυσή μέλισσα,

πνιγόμαστε τόσες μέρες στο μέλι σου.

Δεν ακούγεται τίποτα˙

ρόγχος άηχος, ηδονή με γλώσσα κομμένη.

Ρέει το μέλι στα σπλάχνα μας,

ποτίζει την καρδιά μας.

Λιώνουμε, διαλυόμαστε,

σκορπούν τα μέλη μας στο μέλι

τα οστά μας γίνονται κηρήθρες

να γεννήσουν μέλισσες – κι άλλες

(Χρυσές, Δαιμονικές, Τεράστιες)

να πνίξουν – κι άλλους

να τους φάνε και να τους γεννήσουν στον κόσμο τους:

στων μελισσών της θάλασσας, το βασίλειο.

 

-Πνιγόμαστε;

-Πνιγήκαμε ήδη, μη φοβάσαι.

Θα μάθουμε να ζούμε πνιγμένοι, στο υπόσχομαι.

 

 

Της μάγισσας το νύχι

 

Μην ψιθυρίζεις έξω από την πόρτα μου,

τους διαδρόμους του κάστρου μη στοιχειώνεις.

Είπα, όταν ήταν η ώρα να το πω,

«Να η θάλασσα!

Να τα χέρια μου, τυφλά κι ακούραστα, που ψυχές ψαρεύουν στα νερά της.

Να το φίδι και να το έρεβος…

Να το φως και οι κλίνες από τριαντάφυλλα».

 

Τώρα τι μου γυρεύεις;

Δεν μπορώ να κάνω μάγια, σε όποιον να μαγευτεί δε θέλει.

 

 

Γκόλεμ

 

Ξεκίνησα με τα απαραίτητα:

Κάτι σκοτεινό, κάτι αστραίο, κάτι αρχαίο, κάτι αγέννητο.

Έσκαψα πολύ βαθιά, τόσο που στέρεψα για να με ποτίσω.

Έφτιαξα λάσπη

φύσηξα μέσα σου

και είπα: «Σήκω, να υπερασπιστείς το λαό σου!»

Είχες ένα παλάτι δικό σου ολόκληρο

να χορεύεις μέσα σε άδειες αίθουσες,

να ξαπλώνεις πάνω σε θρόνους αποκεφαλισμένων βασιλιάδων,

να κοιτάζεσαι μέσα στους μαγικούς καθρέφτες όπου ζούσαν οι νεκροί μας.

Σου τραγουδούσα, κυρίως τις νύχτες, με φωνή λίγη,

υποφωτισμένη

γιατί φοβούσουν το θόρυβο,

κι έσπαζες εύκολα στους αρμούς σου.

Έτσι ήμουν πολύ προσεκτική στην αγάπη μου

στο θυμό μου

στην ορμή μου.

Έφτιαξα λεπτοδουλεμένες τις αλυσίδες σου

και το κρεβάτι σου βαθύ και απαλό όπως η μήτρα.

Μα ήσουν μόνος σου σαν τον Μινώταυρο.

Και με πονούσε όλο και πιο βαθιά,

η ανάγκη σου για μένα.

 

Σου ζητώ τώρα να με συγχωρήσεις.

Για τη βαριά κατάρα της ύπαρξης

που έριξα επάνω σου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top