Fractal

Διήγημα: “Μέσα στο βράδυ, μέσα στο μετάξι…”

Της Κωνσταντίνας Κοράκη // *

 

f10

 

 

Το βράδυ θα μαγειρέψω. Θα έρθεις, έτσι δεν είναι; Μονάχα εσένα προσκάλεσα…

Φώναξα τ’ αστέρια για να στολίσουν το ταβάνι, δεν ήθελα να το αφήσω χλωμό και άδειο ως συνήθως. Σε μια εξαιρετική περίπτωση, επιλέγεις ιδιαίτερο στολισμό για να υποδεχτείς και να ευχαριστήσεις. Έβγαλα και τις συνηθισμένες κουρτίνες· πληκτικές δεν φάνταζαν; Εμένα με κούραζαν πάντως. Εσένα;

Ξέρω, δεν θα μου πεις από ευγένεια, για να μη θίξεις το γούστο μου. Θα ήθελα όμως. Θα ‘θελα να ακούσω τη γνώμη σου, για τις κουρτίνες έστω.

Για να δούμε… Έχω βγάλει πολλά υφάσματα μπροστά μου. Θα προτιμήσω το μπλε της νύχτας για την περίσταση. Το αφαίρεσα από το νυχτερινό σκοτάδι, τότε που μου έστειλες νότες, τραγούδια, ήχους. Σαν να το ήξερα ότι θα το χρειαζόμουν σύντομα. Δεν μου κράτησε κακία το βραδάκι, με εξυπηρέτησε πρόθυμα.

«Πάρε λίγο» μου φώναξε «και μου το επιστρέφεις».

Να θυμηθώ να το πάω πίσω. Να το πάρω στα χέρια μου με προσοχή και να δώσω μία για να κολλήσει στο υπόλοιπο βράδυ.

Χμμ, για να δω. Σειρά έχουν οι τοίχοι. Πρέπει να δώσω λίγη ομορφιά. Με το χέρι μου πέρασα τους τοίχους αγγίζοντας απαλά· αμέσως γέμισαν λευκά, ροζέ, και γαλάζια λουλουδάκια. Πολύ ειδυλλιακά. Στάθηκα λίγο να τα καμαρώσω, αχ και να μύριζαν και λίγο, υπέροχα θα ήταν. Σκόρπισα γύρω μου ανθάκια λουίζας και γιασεμιού. Τ’ άφησα να αιωρούνται μέσα στο δωμάτιο, να μας μεθύσουν με το άρωμά τους.

Ξέρω ότι σου αρέσει η μυρωδιά τους, έχω προσέξει ότι μισοκλείνεις τα μάτια σου όταν τα έχεις γύρω σου, όταν περπατάμε την άνοιξη, τα δειλινά.

Κάτω στο πάτωμα έστρωσα βελούδο. Στο χρώμα του ελεφαντόδοντου και σ’ ένα ζεστό μελί. Για να πατάμε στα απαλά, να μας προδιαθέτει. Και το τραπέζι; Α, ναι το τραπέζι.

Το τραπέζι ούτε μικρό, ούτε μεγάλο. Με κεριά ανάμεσά μας για να δίνουν γλύκα στα πρόσωπά μας.

Θα τ’ ανάψεις εσύ;

Είμαι λίγο αδέξια, το ξέρεις εξάλλου. Πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο είχα απλώσει σπασμένα ρόδια, πέταλα από τριαντάφυλλα κατακόκκινα και πολλά καρύδια και αμύγδαλα, μέσα στα τσόφλια τους. Αν θέλεις να τα γευτείς, πρέπει να το σπάσεις, με τρόπο.

Έτσι δεν είναι;

Και τα καθίσματα; Δυο ξύλινες σκαλιστές καρέκλες με βελούδινη φουσκωτή πλάτη σε σκούρο ροζ. Με περίτεχνα σκαλίσματα στην κορυφή της πλάτης για να τις θαυμάσεις.

Μ’ όλα αυτά ξέχασα το φαγητό. Ελπίζω να μη μου καεί. Έτρεξα στην κουζίνα. Η κατσαρόλα σφύριζε χαρούμενη και εγώ ανασκουμπώθηκα για να φτιάξω τη σαλάτα. Άρχισα να ψιλοκόβω με επιμέλεια, θα μου έπαιρνε ώρα.

Έκοβα, έκοβα, καρύκευα, ετοίμαζα τις πιατέλες και στόλιζα. Αφού τελείωσα, πήγα στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθώ. Είχα διαλέξει ένα ροζ φουστάνι με λίγη λεβάντα καρφιτσωμένη πάνω του. Αλίμονο… Με το που το έπιασα, το έβαψα με ρόδι. Είχε μείνει, φαίνεται, πάνω στο χέρι μου όταν τα έσπαγα πριν. Τι κρίμα… Πώς να το βγάλω τώρα; Δεν προλαβαίνω, πρέπει να βρω κάτι άλλο.

Το μάτι μου έπεσε σε μια μεταξωτή φούστα λευκή, πανέμορφη. Δεν την είχα φορέσει ποτέ. Ευκαιρία. Και από πάνω; Δεν είχα κάτι εξίσου όμορφο να ταιριάζει. Δεν μπορεί, κάτι θα βρω. Κοίταξα το ρολόι μου αγχωμένη.

Το ρολόι έλεγε 10.00.

Πήγα μέσα στο σαλόνι να δω το ρολόι πάνω στο τζάκι. 10. 00 έλεγε και αυτό. Αφού είχαμε πει στις 9.00. Πώς πέρασε έτσι η ώρα. Πώς κυλάει ο χρόνος…

Έκατσε σε μια από τις δύο καρέκλες. Κοιτούσε τα ρόδια, τα αμύγδαλα, τα καρύδια. Το βελούδο, τα ανθάκια, το μπλε της νύχτας. Πόση ώρα να πέρασε…

 

«Μέσα στο βράδυ, μέσα στο μετάξι,

μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι,

ήρθα και σε γύρεψα,

τα βλέφαρά σου φίλησα…»

 

Από την κρεβατοκάμαρα ακουγόταν, κάποιος τραγουδούσε.

Σηκώθηκε συγκρατημένα και μπήκε μέσα. Πάνω στο κρεβάτι είδε μια μπλούζα. Θα ταίριαζε με τη λευκή της φούστα…

 

 

* Η Κωνσταντίνα Κοράκη ζει στην Αθήνα και είναι εκπαιδευτικός. Το πρώτο μυθιστόρημά της με τον τίτλο «Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτήρια» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως. Συνεργάζεται με το όνλαιν λογοτεχνικό περιοδικό Book-Tour με μια στήλη, που περιλαμβάνει άρθρα, διηγήματα και συνεντεύξεις κυρίως για τον χώρο της φαντασίας.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top