Fractal

Διήγημα: “Merlin”

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

 

 

Ο φακός της αφήγησης ζουμάρισε σε ένα από τα μαγαζιά της βόρειας πλευράς της κεντρικής πλατείας της πόλης. Το εσωτερικό του, μισοσκότεινο από τον λαμπρό ήλιο του καλοκαιριού, αλλά και από τη διάθεση του ενοίκου του. Ο Γιώργος, αυτός είναι ο ένοικος, είχε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του και το βλέμμα του πάνω στο φτηνό γραφείο. Μόλις είχε γυρίσει από το δικαστήριο. Είχε πάει για διακανονισμό δόσεων με την Εφορία. Ήτανε ανάμεσα στις συμπληγάδες εδώ και λίγα χρόνια. Το μαγαζί, μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων που πήρε την κατηφόρα, θύμα των οικονομικών ανακατατάξεων των εταιριών. Το μαγαζί το άφησε κληρονομιά ο πατέρας του, που τον έχασε νωρίς.

Οι εποχές άλλαξαν, οι εταιρίες θέλανε να αυξήσουν τις πωλήσεις ευθυγραμμίζοντας την απόδοση σε μικρές και μεγάλες πόλεις αδιακρίτως. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων είχαν ελαττωθεί κατά πολύ. Τα οικονομικά στενέψανε απειλητικά και δεν έφτανε αυτό, έστειλε η εταιρία απαίτηση για δημιουργία κάθετης δομής σε όλους τους αντιπροσώπους της. Αυτό σήμαινε σημείο πώλησης που θα συνοδευότανε από έκθεση και συνεργείο. Πήρε απόφαση και συνεταιρίσθηκε με συνεργείο αυτοκινήτων. Πήρανε μια μεγάλη αποθήκη, αυτό που ζητούσε η εταιρία, τη συνεφέρανε και περιμένανε το θαύμα. Όπως λένε όμως και στο μπιλιάρδο, άμα δεν το χρυσώσεις, δεν το μαθαίνεις. Το ρευστό τελείωσε. Οι πωλήσεις δεν ανέβηκαν. Τα γραμμάτια τρέχανε. Οι κλήσεις στα δικαστήρια σερί για διακανονισμούς δίχως τέλος. Είδε κι απόειδε, παράτησε την εταιρία, φορτώθηκε τα χρέη και στο χώρο της αντιπροσωπείας άνοιξε κάβα και ξηροκαρπάδικο μαζί. Λαθεμένη επιλογή που την κατάλαβε αφού πρώτα περάσανε σχεδόν δυο χρόνια.

Σε μια πόλη που κυριαρχούσε το ούζο και έλλειπε η κουλτούρα για το καλό κρασί, η αλλαγή προτίμησης ήτανε καταδικασμένη να αποτύχει.

Τα βράδια μαζευόμασταν στην κάβα γύρω από το μικρό γραφείο, ανοίγαμε ένα μπουκάλι ουίσκι και αφήναμε από ένα πεντακοσάρικο στο ποτήρι. Αυτό γινότανε για ενίσχυση, αλλά και επειδή βρίσκαμε ένα χώρο ήσυχο από φασαρία για να περάσουμε δυο τρεις ώρες. Η κατάσταση ντυνότανε μουσικά από ένα ραδιοφωνάκι που δεν έκλεινε ποτέ. Παρ’ όλα αυτά οι μέρες ερχότανε απειλητικές, η μία μετά την άλλη, γεμάτες απαιτήσεις και χωρίς καμία υπόσχεση. Το κεσάτι ήτανε η καθημερινότητα. Απελπίσθηκε. Έτσι τον βρήκα να κρατάει το κεφάλι του με απόγνωση. Φορτώθηκε ένα βάρος που δεν ήταν για τις πλάτες του. Αυτός είχε έφεση στη φωτογραφία. Είχε γυρίσει τον κόσμο όταν ζούσε ο πατέρας του, τότε που η αγορά ήταν αλλιώς.

Τώρα αναγκάσθηκε να παραμερίσει τα δικά του για να λύσει ανελαστικά προβλήματα. Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Σκέφθηκε να συνεργασθεί με κοτοπουλάδικο, να πουλάει δηλαδή ψημένες κότες. Ήμουνα κοντά του εκείνα τα χρόνια και μου εκμυστηρευότανε κάποιες σκέψεις του.

Του είπα λοιπόν: «Πώς συνδυάζεις τη φωτογραφία με τις ψημένες κότες; Δεν απάντησε. Στην πράξη απέρριψε την πρόταση που του έγινε.

Ο καιρός στένευε. Αυτός, θηρίο στο κλουβί. Βοήθεια από πουθενά. Το γύρισε σβούρα στο μυαλό του και μου το ξεφούρνισε. «Θα φύγω στην Αμερική. Θα χαθώ. Εγώ δε μπαίνω μέσα».

Εκείνο το βράδυ μπήκαμε στο ΑΤΤΙΚΑ. Αφού ήπιε κανα δυο ποτήρια, το ‘ριξε στο χορό, ένα ξέφρενο χορό, γύρω στα τρία τέσσερα τραγούδια, πατητά. Είπα θα λιποθυμήσει. Ήτανε μια κάθαρση που τον βοήθησε να πάρει απόφαση γη αυτό που σκέφθηκε. Ήτανε μεγάλο βήμα και από κάτω είχε γκρεμό.

Η κάθε μέρα από τις επόμενες στην κάβα, ήτανε και μία σύσκεψη της παρέας για το τι μπορούσε να γίνει.

Από την πολλή πίεση στο πρόβλημα, κάποτε ξεπηδάει μια κάποια πιθανή λύση. Μου ήρθε ξαφνικά η φαεινή και του το είπα. «Κάθε μέρα μαζευόμαστε και πίνουμε κουβεντιάζοντας με υπόκρουση το ραδιοφωνάκι. Δεν το γυρίζεις στο μπαρ, να γλιτώσεις μια και καλή;

Αυτό ήτανε. Έκανε κλικ στο κεφάλι του. Μάζεψε όσες δυνάμεις είχε και σε δύο μήνες το έστησε. Η Εφορία, με την αλλαγή του αντικειμένου, πείσθηκε να δώσει χρονικό περιθώριο.

Το μαγαζί το ‘κανε κούκλα. Ο πάγκος, τα τραπέζια, οι καρέκλες, τα πιοτά, όλα με δόσεις, μαγαζιά και μαστόροι.

Χρώματα όμορφα, περίεργα, καινούργια, έδιναν ένα άλλο τόνο. Το είχε ο Γιώργος με τη διακόσμηση. Οι τοίχοι στολίσθηκαν με φωτογραφίες που τράβηξε σε όλο τον κόσμο. Μια άλλη αίσθηση.

Έφερε μοντέρνο ηχοσύστημα από το σπίτι, που μέχρι τότε παρηγορούσε μόνο αυτόν. Η δισκοθήκη του, βινύλια, κασέτες, ήταν από ένα επίπεδο και πάνω.

Ένα κουσούρι είχε. Δεν πήγαινε το ελληνικό τραγούδι.

Αυτό τον ξεχώριζε από τα άλλα μπαρ που μετά από κάποια ώρα το γυρίζανε στο καλαματιανό, που λένε.

Ροκ, ποπ, σόουλ, έθνικ, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο Γιώργος, στο στοιχείο του. Μουσική κουλτούρα και φωτογραφία. Έμενε μόνο το όνομα. Το σκαρί ήτανε έτοιμο για καθέλκυση.

Είπαμε ο καθένας το μακρύ και το κοντό του, τα απέρριψε όλα και το είπε: «ΜΕΡΛΙΝ». Ο μάγος από την κέλτικη μυθολογία. Μου το είχε πει από πριν και συμφώνησα με επιφύλαξη. Προωθημένη σκέψη για την επαρχία. Είχα άδικο, όπως φάνηκε αργότερα.

Την ταμπέλα ζωγράφισε νέος φέρελπις, φίλος ζωγράφος. Φιγουράριζε λοιπόν η οβάλ ταμπέλα και το παράξενο όνομα τραβούσε το βλέμμα και κέντριζε την περιέργεια για το περιεχόμενο.

Έγινε ένα ανατρεπτικό μπαρ. Ίσως λίγο ακραίος ο χαρακτηρισμός, αλλά διέφερε από όλα τα άλλα. Είχε φαντασία ο Γιώργος. Για τέτοια ήτανε και όχι για αμάξια και στραγάλια. Ήτανε κάτι φάσεις που φωνάζανε: άλλαξέ το. Πού ακούσθηκε, έμπορος αυτοκινήτων να μη διαθέτει ρόδα.

Θυμάμαι μια φορά, τότε με την κάβα, όλη μέρα δε μπήκε ψυχή και κατά το απόβραδο κάποιος ζήτησε μπατιρόσπορα ανάλατα. Του είπε ότι τελειώσανε και ότι θα έφερνε την επομένη. Ο πασατέμπος όμως είναι απαιτητικός στο πότε θα καταναλωθεί. Άμα περάσει η όρεξη, τελείωσε. Ο πελάτης σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν πήρε τίποτε. Αυτές οι μέρες ήτανε σημαδιακές για την πορεία της επιχείρησης, ο Θεός να την κάνει επιχείρηση.

Δεν κρατιέται τέτοιο μαγαζί που δουλεύει με ποσοστό κέρδους, όταν κάνει καλό τζίρο μόνο Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα.

Όταν ήρθε η μέρα των εγκαινίων, όχι τρελά πράματα γιατί δεν υπήρχε μία, ο Γιώργος ήτανε σε αναμμένα κάρβουνα. Ήτανε η τελευταία του ελπίδα πριν από τον Τιτανικό. Άρχισαν οι πρώτες παραγγελιές και ύστερα οι άλλες, τόσο που δεν προλάβαινε. Στο μυαλό του στριφογυρίζανε τα χιλιάρικα του μπεζαχτά. Το μαγαζί φίσκα. Όποιος μπορούσε, βοηθούσε. Γκαρσόνι και αφεντικό ο ίδιος. Στο τέλος όταν άνοιξε τον μπεζαχτά και τον είδε γεμάτο χιλιάρικα, εκείνα τα πανέμορφα καφέ χαρτάκια, του ήρθε να βάλει τα κλάματα. Δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει. Να κάτσει να πιει να χαλαρώσει; Να φωνάξει: «θάλαττα, θάλαττα»;

Πρώτη φορά τον είδαμε να γελάει, μετά από πολλούς μήνες. Ήτανε που ήτανε γκρινιάρης και όλα του φταίγανε, με το πρόβλημα ήρθε κι απόγινε.

Το καράβι ξεκίνησε. Ο άνεμος ούριος. Τα έξοδα βγαίνανε και οι δόσεις σε εκατό μεριές σιγά σιγά ξεπληρώνονταν. Το μέτωπο καθάριζε. Δεν χρειαζότανε πια να κρύβεται.

Πέντε χρόνια μετά, μου είπε πως θα έπαιρνε τέσσερις πέντε μέρες άδεια από τον εαυτό του, για να πάει έξω, όπως παλιά. Είχαν αλλάξει τα δεδομένα. Μπορούσε να το κάνει χωρίς ανατροπές στα οικονομικά. Το μαγαζί θα το κρατούσε ο Τασούλης, αξιόπιστος σερβιτόρος, σοβαρός, τακτικός, καθαρός. Τυχερός ο Γιώργος που τον βρήκε αλλά μαζί με αυτόν, βρήκε και το μάστορή του που λέμε, γιατί ο Τάσος είχε περισσότερη τάξη στο μαγαζί που το πρόσεχε σαν δικό του. Τον έβαζε σε μια σειρά κάποιες φορές. Ο καιρός κυλούσε ήρεμα. Γεμίσανε δέκα χρόνια και η επιλογή τον δικαίωσε. Μου αφιέρωσε, τιμής ένεκεν, μία καρέκλα στη γωνία του πάγκου, μόνο για μένα. Δεν ήτανε αγνώμων.

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top