Fractal

Μέρλιν Χόλαντ: “Είναι κάτι που κουβαλάς μια ζωή μαζί σου και δεν μπορείς να το πετάξεις από πάνω σου”

Συνέντευξη στην Μάριον Χωρεάνθη //

 

 

Ναι, είμαι ονειροπόλος.

Γιατί ονειροπόλος είναι όποιος βρίσκει το δρόμο του

μονάχα στο φως του φεγγαριού

και η τιμωρία του είναι να βλέπει το χάραμα

πιο νωρίς από τον υπόλοιπο κόσμο.

 

Όσκαρ Ουάιλντ, Ο Κριτικός ως Δημιουργός (1891)

 

Ο Μέρλιν Χόλαντ, ο μοναδικός εγγονός του Όσκαρ Ουάιλντ, επισκέφθηκε την Αθήνα τον Μάιο του 2000 με την ευκαιρία της έκδοσης στα Ελληνικά του λευκώματος που επιμελήθηκε, με τον τίτλο Όσκαρ Ουάιλντ, η ζωή και το έργο του, από τις εκδόσεις Ψυχογιός (μετάφραση Νίκου Ταξ. Δαβανέλλου). Η συνέντευξη δόθηκε στο περίπτερο των εκδόσεων Ψυχογιός, στο χώρο της Έκθεσης Βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως, στις 13 Μαΐου του 2000.

 

 

«Υπήρχε πάθος, κλιμακούμενες εντάσεις, ύβρις και κάθαρσις. Αν το καλοσκεφτείτε, η δραματική δομή ήταν όμοια με μιας ελληνικής τραγωδίας – και γιατί όχι, εδώ που τα λέμε; Το έργο αυτό καθαυτό είναι στην ουσία του τραγικό, ο ίδιος ο «μύθος» του διαπνέεται από μια απέραντη τραγικότητα».

 

 

Η φυσιογνωμική ομοιότητα με τον παππού σας είναι πράγματι συγκλονιστική…

Έτσι λέτε; Εγώ πάντως κάνω ό, τι μπορώ για να χάσω βάρος!

 

Εννοείτε το βάρος της κληρονομιάς που σας άφησε;

Όσο γι’ αυτό… Ξέρετε, τώρα τελευταία περνάω στον υπολογιστή όλες τις επιστολές του – και αυτό από μόνο του σημαίνει τεράστιο φόρτο δουλειάς. Μη φανταστείτε όμως ότι μου προξενεί κανέναν ιδιαίτερο συναισθηματισμό – θα έλεγα μάλλον πως με κάνει έξαλλο, γιατί ποτέ, που να πάρει η οργή, δεν έβαζε ημερομηνίες στα γράμματά του! Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, που μου δημιουργεί ατέλειωτους μπελάδες. Είμαι στ’ αλήθεια εξοργισμένος! Ας αφήσουμε όμως τα αστεία. Υπάρχει τέτοια πληθώρα από ανέκδοτα κατάλοιπα, καθώς και δημοσιεύματα που τον αφορούν από το 1962 και έπειτα, ιδίως μετά το 1995, ώστε η ταξινόμησή τους και μόνο να αποτελεί πραγματικό βασανιστήριο. Επισκέφθηκα πρόσφατα την Εθνική σας Βιβλιοθήκη και εκεί μονάχα, βρήκα γύρω στις 400 καταχωρήσεις στο όνομά του – και μάλιστα σε ισάριθμα διαφορετικά έντυπα. Τρελάθηκα! Είπα ως εδώ ήταν, φτάνει, δεν ξανασχολούμαι. Ο όγκος του υλικού ξεπερνά τις δυνατότητές μου, δεν μπορώ πια να τον παρακολουθήσω.

 

Και πώς νιώθετε ερχόμενος σ’ επαφή με κάτι τόσο προσωπικό όσο η αλληλογραφία ενός διάσημου προγόνου σας;

Κοιτάξτε. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλές φορές τυχαίνει σε κάποια επιστολή να βρίσκεις απροσδόκητα την απάντηση για κάτι που σ’ ένα προηγούμενο γράμμα δεν έβγαζε νόημα – και αυτό είναι συναρπαστικό! Και η ζωή του, η ζωή του ολόκληρη συναρμολογείται ως εκ θαύματος σαν ένα μωσαϊκό, ένα παζλ που μερικά κομμάτια του ήταν χαμένα για καιρό – έχεις, ας πούμε, ολόκληρο το πρόσωπο και σου λείπει μονάχα το ένα μάτι και με το που συμπληρώνεται το μάτι, η εικόνα ξάφνου ζωντανεύει, λες και το χαμένο κομμάτι ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν για να λειτουργήσει.

 

Δηλαδή κατά κάποιον τρόπο η αλληλογραφία του Όσκαρ Ουάιλντ αποτελεί τον πιο πιστό αντικατοπτρισμό της προσωπικότητάς του;

Μα φυσικά… Και τον πληρέστερο, θα έλεγα, αν και συχνά εντοπίζεται και κάποιο στοιχείο συγκάλυψης, ένα είδος προσωπείου – όπως και να ’χει, πάντως, στα γράμματά του ο Όσκαρ αποκαλύπτει τον εαυτό του όσο πουθενά αλλού. Η προσωπική αυτή επαφή είναι ο καλύτερος τρόπος να τον πλησιάσει κανείς, να τον ακούσει να μιλά και να καταλάβει πώς πραγματικά σκεφτόταν.

 

Υπάρχει λοιπόν αντιστοιχία μεταξύ του Ουάιλντ-επιστολογράφου και του Ουάιλντ-δημιουργού; Δεν αποκαλύπτει έναν διαφορετικό εαυτό μέσα απ’ την αλληλογραφία του;

Να σας πω. Η αλήθεια είναι ότι ορισμένα γράμματα περιλαμβάνουν ενδιαφέροντα σχόλια για το έργο του. Υπάρχουν, ας πούμε, επιστολές του που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες γύρω στα 1890 και όπου ο ίδιος σχολιάζει τον Ντόριαν Γκρέι, καθώς και ορισμένα από τα δοκίμιά του. Γράφει, για παράδειγμα, σε κάποιον που χαρακτήρισε «αριστούργημα» την Παρακμή του Ψεύδους: «Ναι, η πρόθεσή μου όταν το έγραφα ήταν…» και έτσι πληροφορούμαστε τις ενδόμυχες σκέψεις του με τα ίδια του τα λόγια. Έχω όμως την εντύπωση ότι απέχουμε πολύ ακόμα απ’ το να αντιληφθούμε πλήρως πόσο σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί η αλληλογραφία του.

 

Υπάρχουν, ωστόσο, παραδείγματα συγγραφέων οι οποίοι στις επιστολές τους φανερώνουν πτυχές που θα ήταν αδύνατον να τις φανταστεί κανείς διαβάζοντας τα έργα τους. Απεκδύονται την υποχρεωτική, θα λέγαμε, σοβαροφάνεια του «πνευματικού ανθρώπου» και δείχνουν την πιο ανάλαφρη, παιγνιώδη πλευρά της προσωπικότητάς τους…

Οπωσδήποτε. Πιστεύω όμως ότι στην περίπτωση του Όσκαρ Ουάιλντ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ενώ η ζωή του έμοιαζε να είναι ένα ατέλειωτο πανηγύρι, όλο τραγούδια και πετυχημένα αστεία (όπως θα συμπέραινε ίσως κανείς από τις κωμωδίες του), όσον αφορά τα γράμματά του, ιδίως εκείνα των τελευταίων χρόνων, παρατηρούμε ότι το ύφος τους είναι σκοτεινό και μελαγχολικό, πράγμα που δεν τα καθιστά και πολύ ευχάριστα ως ανάγνωσμα. Υπάρχει ζόφος πίσω από την ανέμελη, φανταχτερή επιφάνεια της εικόνας.

 

Μια και αναφέρατε τις κωμωδίες, είναι κατά τη γνώμη μου παράδοξο το ότι τα «σοβαρότερα» – και πολύ σημαντικότερα – έργα του, όπως ας πούμε τα δοκίμια, δεν έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά.

Είναι όντως παράδοξο – και ακόμα πιο παράδοξο είναι το ότι τα σημαντικότερα έργα του έχουν γίνει στη χώρα σας πιο γνωστά απ’ ό, τι στην Αγγλία. Είδα πάμπολλες ελληνικές εκδόσεις των δοκιμίων του που χρονολογούνται πριν το 1930, γεγονός το οποίο με κατέπληξε. Αυτό, είναι, βέβαια, κατανοητό από μια άποψη, αν σκεφτεί κανείς ότι τα θεατρικά του θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να μεταφραστούν στα Ελληνικά, εξαιτίας των αναφορών τους σε ένα διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο. Ο Ντόριαν Γκρέι, από την άλλη, είναι έργο αρκετά πιο προσιτό λόγω της φιλοσοφικής του υφής. Πρέπει να παραδεχτώ ότι στις ξένες χώρες ο Ουάιλντ είναι γνωστός κυρίως από τα «σοβαρότερα» έργα του – έτσι, εξάλλου, είχαν πάντοτε τα πράγματα. Αυτό σημαίνει πιθανώς ότι στο εξωτερικό τον παίρνουν πολύ πιο σοβαρά ως συγγραφέα απ’ ό, τι εμείς…

 

Το ευρύ κοινό, πάντως, εξακολουθεί να θεωρεί τον Ουάιλντ ως έναν πνευματώδη συνομιλητή και ευρηματικό ευφυολόγο παρά ως έναν συγγραφέα αριστουργημάτων όπως Ο κριτικός ως δημιουργός και Το Πορτρέτο του κ. W. H., στο οποίο, μάλιστα, θα πρέπει να αφιέρωσε τρομακτική φιλολογική μελέτη και δουλειά.

Πρόκειται όντως για αριστουργήματα – και δεν ξέρω αν έχετε υπόψη σας την εκτεταμένη ή τη σύντομη εκδοχή όταν αναφέρεστε στο Πορτρέτο του κ. W. H.. Η εκτεταμένη εκδοχή είναι πραγματικό διαμάντι και φανερώνει σε όλο του το μεγαλείο τον πλούτο των γνώσεών του και το εξαίρετο συνδυαστικό του πνεύμα, όπως άλλωστε και η περίφημη πραγματεία του για τον σοσιαλισμό.

 

Μια και θίξατε το θέμα, θα ήθελα τη γνώμη σας σχετικά με την πολιτική του σκέψη – τον «ουαϊλδικό σοσιαλισμό».

Κοιτάξτε, πρόκειται για μια ιδεολογία καθαρά ουτοπική και γι’ αυτό, πρακτικά ανεφάρμοστη. Το ουσιώδες όμως είναι ότι τοποθετεί την αξία και την ελευθερία του ατόμου πάνω από οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα. Λέει, μάλιστα, ότι αν ο σοσιαλισμός επικρατήσει και συντρίψει με τη σειρά του το άτομο, τότε ο απολυταρχισμός θα έχει αντικατασταθεί από ένα ακόμα χειρότερο σύστημα. Τα ατομικά δικαιώματα, επομένως, πρέπει να είναι σεβαστά εξ ορισμού. Λόγια εμφανώς προφητικά, αν αναλογιστούμε τι συνέβη στην Ανατολική Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Ρωσία, ύστερα από πενήντα χρόνια κομμουνισμού: ο λαός δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να ξεσηκωθεί ενάντια στην καταπίεση του ατόμου.

 

Αν και ανεφάρμοστη, όπως λέτε, η θεωρία του δεν παύει να είναι γοητευτική και ενδιαφέρουσα…

Πόσο μάλλον αν σκεφτείτε ότι δεν έμενε απλώς στη θεωρία, αλλά ήταν και στην πράξη μαχητικός υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας. Αυτό φαίνεται καθαρά στις επιστολές του, όπου ο ίδιος επανειλημμένα μνημονεύει τον «ένθερμο πατριωτισμό» του. Σε ένα γράμμα του προς τον Ουίλιαμ Γκλάντστον, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, λέει: «Στις φλέβες μου κυλάει αίμα ιρλανδικό, γι’ αυτό δεν πρέπει να με ευγνωμονείς που πρεσβεύω μαζί σου την ιδέα της ανεξαρτησίας μας». Ο πατριωτισμός του οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη μητέρα του και ήταν ένα συναίσθημα ισχυρότατο. Μη φανταστείτε, βέβαια, ότι έπαιρνε μέρος σε διαδηλώσεις ή στηνόταν αλυσοδεμένος έξω απ’ τη Βουλή των Λόρδων! Παρακολουθούσε όμως πολιτικές συγκεντρώσεις και είχε στα ράφια της βιβλιοθήκης του την πλήρη έκδοση των πρακτικών του Αγροτικού Συνδέσμου του Παρνέλ, κάτι που δεν αγοράζει κανείς για να το διαβάζει πριν πάει για ύπνο, οπότε πρέπει να ενδιαφερόταν σοβαρά για το θέμα αυτό. Είναι μια εντελώς άγνωστη πτυχή του Ουάιλντ, η οποία διαφαίνεται από τη μελέτη της αλληλογραφίας του, τη σε βάθος ανάλυση του «παρνελισμού» και της αθέατης πλευράς του εαυτού του – μια εικόνα που αναδύεται βαθμιαία από κάτω απ’ την επιφάνεια, αποκαλύπτοντας όση αλήθεια είναι κρυμμένη πίσω από τις μάσκες.

 

 

Αλήθεια, ένα όνομα σαν του Όσκαρ Ουάιλντ δεν είναι τελικά ένας ίσκιος που βαραίνει επάνω σας; Πώς αντιμετωπίζετε το γεγονός ότι είστε απόγονος μιας απ’ τις πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες των αιώνων;

Είναι κάτι που κουβαλάς μια ζωή μαζί σου και δεν μπορείς να το πετάξεις από πάνω σου. Αν αποδεχτείς την κληρονομιά που σου αφήνει ένας πρόγονος, κοντινός ή μακρινός και η οποία έχει εγγραφεί στα γονίδιά σου, αν βιώσεις με ειλικρίνεια και δίχως καμιά επιτήδευση την ανάγκη να γίνεις, ας πούμε, ηθοποιός, όχι επειδή ο πατέρας σου ήταν ηθοποιός αλλά γιατί το θέλεις εσύ ο ίδιος, τότε είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις, όχι επειδή σου το έχουν επιβάλει αλλά γιατί ο ίδιος δεν έχεις εναλλακτική λύση. Είναι, αν θέλετε, ένα είδος αναγκαστικής επιλογής.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι φωτογραφίες που παραθέτετε στο βιβλίο σας από το τέλος της ζωής του, οι οποίες έχουν, όπως πληροφορούμαστε, τραβηχτεί με τη δική του μηχανή. Ο ίδιος, εξάλλου, ισχυριζόταν ότι θα μπορούσε να είχε γίνει επαγγελματίας φωτογράφος.

Νομίζω ότι του άρεσε ιδιαίτερα να τραβάει φωτογραφίες, το αναφέρει μάλιστα σε ένα γράμμα του. Λέει επίσης κάτι πολύ ωραίο σχετικά με τη φωτογράφηση των… αγελάδων: «Θα ήθελα να γίνω επαγγελματίας φωτογράφος αγελάδων, γιατί, αντίθετα απ’ τα κτήρια, αυτές μένουν ακίνητες»!

 

Είναι εντυπωσιακό το πλήθος των φωτογραφιών του σε σχέση με την εποχή στην οποία έζησε. Ελάχιστων συγχρόνων του η μορφή έχει αποτυπωθεί σε τόσο πολλές φωτογραφίες.

Γι’ αυτό λέτε ότι του μοιάζω τόσο, επειδή έχετε δει πολλές φωτογραφίες του. Είναι, πάντως, αλήθεια ότι ανέρχονται σε εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό – και αυτό γιατί ο ίδιος είχε αντιληφθεί την επιρροή των πρώιμων μέσων επικοινωνίας, τα οποία συνοψίζονταν στη φωτογραφική τέχνη. Οι εφημερίδες τότε δεν περιείχαν φωτογραφίες, αλλά ο οίκος Κάσελ δημοσίευε ένα μηνιαίο έντυπο είκοσι τεσσάρων περίπου σελίδων με τον τίτλο Cassel’s Cabinet Portrait Gallery, τα τεύχη του οποίου απαρτίζουν συνολικά πέντε ογκώδεις τόμους. Μέσα εκεί έβρισκες τη φωτογραφία κάθε φιλοξενούμενου συνοδευόμενη από ένα τρισέλιδο βιογραφικό – και ήταν πραγματική φωτογραφία, κολλημένη και όχι τυπωμένη στο χαρτί. Ο οίκος πρέπει να είχε βγάλει γύρω στις χίλιες φωτογραφίες, που όλες τους απεικόνιζαν σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής – και ανάμεσά τους συγκαταλεγόταν και ο Όσκαρ. Είναι ενδιαφέρον να δούμε τον βαθμό στον οποίο χρησιμοποίησε τα μέσα προβολής του καιρού του.

 

Αυτό που παρατηρώ στις φωτογραφίες του είναι το πόσο του άρεσε να ποζάρει, ακόμα και να μεταμφιέζεται. Έτυχε μάλιστα, πριν από χρόνια, να δω σε εφημερίδα μια φωτογραφία του η οποία τον έδειχνε ντυμένο με το θεατρικό κοστούμι της Σαλώμης…

Κοιτάξτε. Αυτό που κάνει, ουσιαστικά, είναι να ποζάρει στο φακό ως ο εαυτός του. Όπως λέω και στην εισαγωγή του βιβλίου μου, η εικόνα που έχει ο κόσμος για τον Όσκαρ είναι μια καρικατούρα, ενώ η εικόνα που έχει ο Όσκαρ για τον Όσκαρ είναι η φωτογραφία για την οποία ποζάρει. Βλέπετε λοιπόν τη διττή διάσταση της εικόνας του, όπως τη βλέπουν οι άλλοι και όπως ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του. Το θέμα είναι να προσπεράσει ο θεατής την εντύπωση, ή καλύτερα την προκατάληψη η οποία δημιουργείται απ’ τις φωτογραφίες που αναπαράγονται συνήθως στα λευκώματα και δεν δείχνουν τίποτ’ άλλο από την εικόνα που ο ίδιος ο Όσκαρ είχε για τον εαυτό του. Γι’ αυτό και εγώ στο βιβλίο μου παραθέτω πολλές γελοιογραφίες, για να δείξω πιο ξεκάθαρα την κάποια αλαζονεία, την αυταρέσκειά του, ή όπως αλλιώς θέλετε να την ονομάσετε…

 

Την τόλμη του, ίσως; Μοιάζει σαν να αψηφά τον κόσμο…

Ναι, φυσικά. Και αυτό λέει πολλά πράγματα για την προσωπικότητά του.

 

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για είδωλο του ειδώλου, για μια ατελεύτητο αντανάκλαση… σ’ αυτό πιθανώς να οφείλεται και το παράξενο συναίσθημα που προξενούν οι δικές του ειδικά φωτογραφίες.

Δεν διαφωνώ, παρ’ όλο που δεν είμαι βέβαιος αν εγώ ο ίδιος θα το όριζα έτσι ακριβώς. Φοβάμαι ότι θα πέσουμε σε πολύ βαθιά νερά εάν εμπλακούμε σε τέτοιου είδους ερμηνείες.

 

Πάντως η εικόνα που προβάλλει στις φωτογραφίες του είναι ιδιαίτερα έντονη, ενέχει μια σπάνια, δυσεύρετη θα έλεγα δυναμική.

Αυτό είναι αλήθεια, ιδιαίτερα στις φωτογραφίες της αμερικανικής περιόδου. Σ’ αυτές διακρίνονται ξεκάθαρα αρκετά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Γι’ αυτό άλλωστε είναι πολύ πιο συναρπαστικές από τις μετέπειτα της αγγλικής περιόδου, που μοιάζουν υπερβολικά σκηνοθετημένες και φτιαχτές, «στημένες» και παρ’ όλο που απεικονίζουν πιστά το πρόσωπο και το σώμα του, δεν φανερώνουν σχεδόν τίποτα από τον χαρακτήρα του. Υπάρχουν όμως στο βιβλίο μου δυο φωτογραφίες που τον δείχνουν σε μια γιορτή στον κήπο και φαίνεται εντελώς χαλαρός και άνετος όπως κάθεται στο χορτάρι και κουβεντιάζει με τους άλλους καλεσμένους. Τα στιγμιότυπα αυτά δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί πουθενά αλλού – και είναι, νομίζω, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα γιατί δείχνουν πώς ήταν όταν συζητούσε, πώς εντασσόταν στο φιλικό του περιβάλλον και πόσο άμεσα επικοινωνούσε με τους άλλους.

 

 

Μια και μιλάμε για εικόνες και είδωλα, θα ήθελα τη γνώμη σας για τη χθεσινή παράσταση του Ντόριαν Γκρέι (πρόκειται για την τελευταία παράσταση του Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι με τον Στράτο Τζώρτζογλου στον ομώνυμο ρόλο, η οποία δόθηκε προς τιμήν του Μέρλιν Χόλαντ στο θέατρο Διάνα, σε διασκευή Ροζίτας Σώκου και σκηνοθεσία Βασίλη Αναστασίου, στις 12 Μαΐου του 2000). Πιστεύετε ότι θα άρεσε στον παππού σας αν μπορούσε να την παρακολουθήσει;

Νομίζω ότι θα κολακευόταν στη σκέψη ότι ένα έργο του ανέβηκε στη σκηνή ενός αθηναϊκού θεάτρου και με Έλληνες ηθοποιούς εκατό χρόνια μετά το θάνατό του! Υποθέτω όμως ότι το μοναδικό στοιχείο που δεν θα τον έβρισκε σύμφωνο είναι η άμεση και πλήρης απεικόνιση των διαστροφών του Ντόριαν Γκρέι. Σε ένα του γράμμα λέει ότι επίτηδες διατήρησε ασαφή την «αμαρτωλή» και παρακμιακή ατμόσφαιρα του βιβλίου του, δίχως να διευκρινίζει ποιες ακριβώς ήταν οι αμαρτίες και οι διαστροφές του Ντόριαν. Στην παράσταση, αντίθετα, τα είπαν και τα έδειξαν όλα πάνω στη σκηνή, αναιρώντας τελικά τις ουσιαστικές προθέσεις του συγγραφέα. Αλλά πάλι δεν θα έλεγα ότι αυτό πειράζει και τόσο. Πρόκειται μάλλον για μια προσαρμογή του αρχικού κειμένου, όχι απαραίτητα πιστή στο πνεύμα του.

 

Άλλωστε ο Ντόριαν Γκρέι δεν είναι θεατρικό έργο…

Και βέβαια όχι. Ο ίδιος ο Όσκαρ Ουάιλντ, εξάλλου, χρησιμοποίησε στο έργο αυτό «δανεικό» υλικό το οποίο επεξεργάστηκε, οπότε δεν θα τον ενοχλούσε το ότι κάποιοι άλλοι δανείστηκαν με τη σειρά τους υλικό από αυτόν για να το δουλέψουν και να δημιουργήσουν κάτι διαφορετικό. Αφού πρώτος εγώ το έκανα, θα έλεγε, γιατί να μην το κάνουν και άλλοι; Αυτό που όντως είπε κάποτε είναι το εξής: αν βρω μια τουλίπα με τρία πέταλα και της προσθέσω άλλα δύο, θα έχω κάνει καλά. Αν όμως κάποιος άλλος πάρει τη δική μου τουλίπα με τα πέντε πέταλα και της αφαιρέσει τα τρία, τότε θα είναι μεγάλο λάθος. Το κάθε τι πρέπει να επεκτείνεται και να βελτιώνεται, ή τουλάχιστον να αποτελεί τη βάση για κάτι εξίσου καλό. Αν πάρουμε μια ωραία ιστορία και τη μετατρέψουμε σε κακή, τότε βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο. Μ’ αυτό, βέβαια, δεν εννοώ ότι η διασκευή που χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη παράσταση ήταν κακή. Η λογοτεχνία είναι κάτι ζωντανό και διαρκώς εξελισσόμενο, εμπεριέχει εξ ορισμού τη δυναμική της «μετάλλαξης». Είναι άλλωστε εμφανείς οι επιρροές του Ουάιλντ από τους ρομαντικούς, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, το γοτθικό μυθιστόρημα, τον μύθο του Νάρκισσου, του Φάουστ…

 

Όπως και του Φρανκενστάιν.

Λέτε; Είναι η πρώτη φορά που ακούω μια παρόμοια παρατήρηση. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν θα το πήγαινα τόσο μακριά…

 

Ο Ντόριαν μου δίνει την εντύπωση ότι κατά κάποιον τρόπο αποτελεί την αντιστροφή του Φρανκενστάιν. Εδώ έχουμε ένα εξαίσιο τέρας «κατασκευασμένο» στην ουσία από τον λόρδο Χένρι, το οποίο οδηγείται στον αφανισμό από την ίδια του την ομορφιά.

Ναι, σαν να έχετε δίκιο. Η υπερβολή της ομορφιάς είναι αυτή που κατευθύνει τον Ντόριαν στα άκρα και εν τέλει γίνεται η καταστροφή του. Ο ρόλος του Ντόριαν Γκρέι, εξάλλου, θεωρείται «καταραμένος» για όποιον ηθοποιό τον υποδύεται. Ο μακαρίτης ο Χαρτ Χάτφιλντ, που ενσάρκωσε την κινηματογραφική του εκδοχή μέσα στο ’50, δεν ήθελε ούτε να του το θυμίζουν. Μέχρι που πέθανε (πολύ πρόσφατα, αν δεν απατώμαι), άκουγε Ντόριαν Γκρέι και άλλαζε χρώμα. Ελπίζω να μη συμβεί το ίδιο και στον Έλληνα ηθοποιό…

 

Μα και η ίδια η ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου έχει κάτι το στοιχειωμένο, το φασματικό, που αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί στοιχείο θεατρικότητας, στην περίπτωση αυτή είναι μάλλον δύσκολο να αποδοθεί σκηνικά.

Εννοείται. Όπως είπατε πριν, δεν πρόκειται καν για θεατρικό έργο. Αυτό ωστόσο που μου έκανε εντύπωση στη χθεσινή παράσταση είναι η ανάγκη που δημιουργήθηκε για την παρουσία στη σκηνή ηθοποιών οι οποίοι λειτουργούσαν σαν τον χορό μιας αρχαίας τραγωδίας, εξηγώντας τι πρόκειται να συμβεί ή τι έχει ήδη συμβεί εκτός σκηνής. Η παρουσία των γνήσια ελληνικών στοιχείων ήταν ιδιαίτερα αισθητή. Υπήρχε πάθος, κλιμακούμενες εντάσεις, ύβρις και κάθαρσις. Αν το καλοσκεφτείτε, η δραματική δομή ήταν όμοια με μιας ελληνικής τραγωδίας – και γιατί όχι, εδώ που τα λέμε; Το έργο αυτό καθαυτό είναι στην ουσία του τραγικό, ο ίδιος ο «μύθος» του διαπνέεται από μια απέραντη τραγικότητα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός (αρ. 110, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2000).

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top