Fractal

Διήγημα: “Ισορροπία”

Της Μέρης Λιόντη // *

 

 

f6

 

Η ζυγαριά ισορροπεί. Βάζω στο τάσι πόνο ή πίκρα να πληρωθεί η χαρά. Βάζεις και συ στο άλλο τάσι (να ‘τανε λέει το δικό σου τίμημα για τη δική μου θλίψη….)

Σ’ αρέσει όπως τραγουδώ; Και δεν μ’ έχεις ξανακούσει… Ναι, δίκιο έχεις. Το αποφεύγω μάλλον γι’ αυτό και δεν έτυχε να με ακούσεις άλλη φορά κι ας έχουμε κάνει τόσες φορές παρέα κι ας τύχαινε να λέγονται τραγούδια κάποιες φορές….

Μην είσαι υπερβολική… άκου μαγική φωνή! Απλώς… απλώς…. πως να στο πω σαν να μπαίνω λέει μέσα στους στίχους του

Φυσικά και δεν το ‘χα κρυφό….

Και μια και το ‘φερε η κουβέντα….

Τραγουδούσα κάποτε για λίγον καιρό σε μαγαζί….

Φυσικά μη φανταστείς πίστες, λουλούδια και τα παρόμοια….. εγώ…. Ήμουν εκεί για το τραγούδι…. Ούτε για να δείξω μπούτι ή στήθος…

Τον καιρό που σπούδαζα κάναμε ένα τρίο μαζί με άλλους δυο. Αυτοί παίζανε και τα όργανα. Πλήκτρα και κιθάρα ο Θωμάς, μπουζούκι ο Στράτος.

Είχαμε επιτυχία. Ο κόσμος ερχόταν να μας ακούσει. Ήτανε η εποχή των μπουάτ. Ξέρεις του χαμηλόφωνου τραγουδιού και το δέσιμο τριών ατόμων που δεν είχαν ακόμα επαγγελματική σχέση με το τραγούδι άρεσε. Ο Θωμάς ήταν υδραυλικός, ο Στράτος χασάπης κι εγώ μια μελλοντική γιατρός. Μας βρίσκανε ενδιαφέροντες.

Μέχρι που – αυτό κι αν είναι συνηθισμένο- Μέχρι που γνώρισα τον έρωτα. Το πάθος πες καλύτερα.

Ένα βράδυ ήρθε ένας νεαρός βουλευτής με την παρέα του. Γοητευτικός.

Ξανάρθε και το επόμενο.

Και το μεθεπόμενο.

Τον Ερωτεύτηκα. Μια σχέση στο κόκκινο. Κοινότυπο μα δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω …

Δεν ξέρω αν θα τη ζούσα με τέτοια ένταση αν δεν ήμουν σ’ αυτό το χώρο. Αν δεν έβγαινα κάθε βράδυ να γίνω τραγούδι. Έτσι μου έλεγε «γίνεσαι, ντύνεσαι, τραγούδι». Και μήπως δεν ήταν ντυμένα όλα με υπερβολή; Από τα ρούχα, τις κουβέντες, τις κινήσεις …. Τα αισθήματα θα γλίτωναν;

Άρχισα να μην είμαι συνεπής στο μαγαζί.

Ήθελα να το ζήσω. Καταλαβαίνεις; Αυτό και τίποτ’ άλλο. Τίποτα δε μ’ ένοιαζε. Ο Στράτος κι ο Θωμάς συνέχισαν μόνοι τους για λίγο μα το αφεντικό τους έδιωξε γιατί αντί να το γεμίζουν το άδειαζαν το μαγαζί.

Δε μου κράτησαν κακία. «χαλάλι για μιαν αγάπη» μου ‘πεν ο Θωμάς μια μέρα που τον είδα. Γύρισαν στις δουλειές τους…. μπορεί να ‘ταν και καλύτερα. …

Εγώ ζούσα τον έρωτα. Όλες τις χρωματικές του αποχρώσεις, τις έντονες. Και καμιά φορά δεν ήμουν σίγουρη πως τα ζω. Μήπως μια άλλη είχε πάρει τη θέση μου…. Ίσως ήμουν όχι σε όνειρο αλλά αλλού. Αυτό το αλλού που δεν ξέρω αν όλοι το επισκέπτονται και πόσες φορές μα υπάρχει και ‘γω το είδα κι αφού το ζούσα τα άλλα είχαν χλωμιάσει.

Τέλος πάντων. Όπως καταλαβαίνεις όλα τ’ άλλα είχαν χαθεί. Φίλοι, γνωστοί, η σχολή, το τραγούδι…

Σταμάτησα να τραγουδώ.

Κάποιοι μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα μαζί. Να αγαπούν και να μισούν ταυτόχρονα. Να κάνουν έρωτα και να εμπορεύονται. Να δημιουργούν και να πουλούν την ψυχή τους. Άλλοι ούτε ένα καλά καλά. Πέφτουν με τα μούτρα και ή χάνονται εξαφανίζονται ή ανυψώνονται. Δύσκολο να κρατείς ισοζύγιο. Να ισορροπείς ανάγκες και αναγκαιότητες. Να υπάρχεις και να υπάρχουν κι όλα γύρω σου. Να μην τρώγεσαι και να μη γίνεσαι αδηφάγος. Η γη γυρίζει. Ολοένα γυρίζει. Περιστρέφεται αέναα. Σε ορισμένη τροχιά. Ορισμένη φορά. Μπορείς να πας αντίθετα στη νομοτέλεια;

Ταξιδέψαμε πολύ. Ούτε θυμάμαι πού. Κάτι εικόνες έχω κρατήσει. Ανατριχίλες. Το πάρκο με τα έργα του Βίγκελαντ στο Όσλο. Αυτές οι χοντροκομμένες μορφές οι γεμάτες ανθρώπινα πάθη, πλεγμένες χεροπόδαρα …

Έτσι ήμουν κι εγώ; Μια φιγούρα σφιχτοαγκιστρωμένη πάνω σε κάποιον που τον ρούφαγα και με ρούφαγε; Μέχρι πού; Ίσαμε το μεδούλι;

Ήταν καλοκαίρι και οι νύχτες στο βορρά έχουν φως. Απίστευτα πολύ φως. Τι να μείνει όρθιο….

Γυμνώθηκε το μυαλό κι άρχισε να θυμάται.

Να χτυπιέται και να πονάει. Να φέρνει άλλες εικόνες ντυμένες με γλύκα με μυρωδιές απαλές μιαν οικειότητα που εγκαταλείφθηκε. Με πρέπει. Πολλά. Όσα ακριβώς και τα θέλω.

Δεν τραγουδάς πια μου πε σχεδόν έκπληκτος ένα πρωί. Με κοίταξε αλλιώτικα και θυμήθηκε ξαφνικά τα επείγοντα τηλεφωνήματα που έπρεπε να κάνει.

Έπρεπε;

Ναι και φυσικά έπρεπε.

Ήταν τρεις το πρωί και το φως μας χτυπούσε ανελέητο. Τίποτα δε γινόταν να κρυφτεί. Ούτε καν το πρόσωπό του.

Έφυγε. Δίχως λέξη.

Εκείνη τη μέρα

κοιμήθηκα. Ώρες πολλές. Δίχως όνειρα δίχως εφιάλτες.

Γύρισα πίσω.

Προσπάθησα να τον δω. Να καταλάβω … να του εξηγήσω….. Είχα μπερδευτεί τόσο …. Έφταιγα;

Είχε μια δεινή γλώσσα. Αν και δε χρησιμοποίησε λόγια αιχμηρά για μένα δεν ξέρω πως…. αυτό που εισέπραττα ήταν πως το λάθος ήταν δικό μου. Ακριβώς τι σφάλμα είχα κάνει αγνοούσα αλλά ναι, το φταίξιμο με βάραινε.

Προσπάθησα και συνέχισα.

Σαν να είχα κάνει ένα διάλειμμα. Σαν να μην είχα λείψει.

Δεν πένθησα.

Πονούσα όμως. Κρατούσα ένα αιχμηρό εργαλείο μέσα μου ξεχασμένο λες σε μιαν επέμβαση που δεν το χαν αφαιρέσει.

Τέλειωσα τη σχολή. Για ειδικότητα πήγα στη Γερμανία. Στη Χαιδελβέργη. Εκεί ζούσε η μητέρα μου κι αυτό με βοήθησε.

Γνώρισα τον Μπάμπη την παραμονή που θα ‘φευγε. Θα ‘παιρνε μέρος σε αποστολή με μια μη κυβερνητική οργάνωση κι ήθελε να αποχαιρετήσει τους φίλους του. Ήπια λίγο. Μου φαινόταν ένας ονειροπόλος πραγματιστής. Τραγούδησα. Ομορφαίνεις το τραγούδι μου είπε. Θα σε βρω άραγε όταν γυρίσω; Φαινόταν να ‘ταν η σκέψη του μα την είπε δυνατά

Φεύγεις φεύγω φεύγει φεύγουμε φεύγετε φεύγουνε …. Αυτό γίνεται. Συνέχεια και συνέχεια. Να αφήσουμε το πίσω για να πάμε μπροστά. Ή αλλού. Στο αλλού. Ή στο πουθενά. Μέχρι να γίνει κύκλος και ‘ρθει η ώρα του οίκαδε. Εκεί που πρέπει και να μας ανταμώσουμε. Και στην επιστροφή παρακαλούμε να μη δει κανείς τα σημάδια του δρόμου, κανείς να μη ρωτήσει κάποιος να ναι εκεί ν’ ανοίξει την πόρτα που ενώνει. Το χθες με το τώρα και μπορεί και το αύριο Να κρατά ένα ποτήρι νερό και να πει πιες!

Όχι, πως τον περίμενα-ένα βράδυ όλο κι όλο τον είχα δει- αλλά μάλλον τον είχα κρατήσει κι όταν γύρισε ο τρόπος του μου φάνηκε οικείος.

Σαν να γνωριζόμαστε πολύν καιρό. Να χαμε χαθεί και τώρα ανταμώναμε. Ίσως γι’ αυτό και γελούσαμε πολύ. Ένοιωθα μιαν αλαφράδα…..

Ύστερα μ’ απορροφούσε και η δουλειά. Δούλευα πολύ. Διπλές εφημερίες καμιά φορά, αλλά είχα έναν σύντροφο. Με κοίταζε και ήξερα πως αυτά τα μάτια ήταν εκεί για μένα. Με βλέπανε και με αγαπούσανε. Ήσυχα και φυσικά. Σαν το νερό που ρέει.

Παντρευτήκαμε.

Ήρθε στο γάμο μου. Δεν ξέρω πως το έμαθε πως τα κατάφερε ποιον είχε φίλο κι ήρθε. Στεκόταν απέναντί μου στην εκκλησία και με κοίταζε. Νόμιζα πως ό,τι έβλεπα το νόμιζα μόνο. Ό,τι έβλεπα ήταν ένα φάντασμα που ήρθε εκδικητικό –μα γιατί;- να μου κλέψει το γέλιο που άνθιζε –επιτέλους άνθιζε – στη ζωή μου. Θα με θυμάσαι μου είπε. Ποτέ δε θα ξεχάσεις και μου τα είπε φιλώντας με. Όταν με χαιρετούσε για να ευχηθεί.

Δεν υπάρχει δικαιοσύνη…… δεν υπάρχει δικαιοσύνη……

Τι είχε μείνει μέσα μου; Μαχαίρι; Μαχαίρι δίκοπο που με μάτωνε;

Κι αν έβγαινε το αίμα; Αν έβγαινε απ’ το στόμα τα μάτια τα ρουθούνια αν έβγαινε και χυνόταν κόκκινο βαθύ κόκκινο ποτάμι. Τότε; Θα πνιγόμουν στην πορφύρα του;

Μπορείς να διαγράψεις όσα σε πειράζουν; Τα λόγια αγκάθια που πληγώνουν….. μολυβένιες γραφές να σβήσεις;

Ήρθαν τα παιδιά και όλα όπως σε όλους. Αγωνία μέχρι να μεγαλώσουν, γέλια τρυφερά και γεμάτα καμάρι, η δουλειά πια σε τόνους ήπιους κι όταν τύχαινε τραγουδούσα.

Μεγάλωνα ήρεμα και δίχως πολλές σκέψεις. Με ρυτίδες γέλιου και θλίψης και αγαπημένο να με επιθυμεί στο φως.

Τον συνάντησα άλλες δυο φορές. Τυχαία. Τη μια στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Κρατούσα το γιο μου αγκαλιά είχα σκύψει να του πιάσω ένα παιχνίδι κι όπως ανασήκωσα τα μάτια τον είδα. Ούτε που μου μίλησε. Αμφιβάλλω αν με είδε… Την άλλη συναντηθήκαμε σε μια εκδήλωση. Το αστείο είναι πως μας σύστησαν. Είπε ξερά χαίρω πολύ κι απομακρύνθηκε. Με θυμόταν καθόλου;

Οι πληγές στην επούλωσή τους έχουν χρώμα ροζ

Κι ύστερα…. ξέσπασε ένα ανόητο σκάνδαλο μοιχείας στην πόλη μας και τον ανακάτεψαν. Ήμουν σίγουρη σχεδόν πως ήταν αθώος αλλά ήταν μόνο μια αίσθηση. Η δεινότητα του λόγου του δεν έφτανε να τον σώσει.

Παραιτήθηκε από τη βουλευτική του ιδιότητα κι έφυγε -κατά δήλωσή του- αηδιασμένος-, κάπου στην Αγγλία νομίζω.

Η δικαιοσύνη νομίζω πως είναι μια από τις πιο παρεξηγημένες έννοιες…. Ναι…. Ναι… κι ας φαίνεται απ’ τις πιο ξεκάθαρες Λέμε δικαιοσύνη κι έχουμε στο νου τη δική μας δικαίωση. Τη δική μας πληγωμένη αποκατάσταση. Την επανόρθωση. Την επανένταξή μας στον κόσμο που χάσαμε στην πρώτη μας θέση ίσως και σε μια ενίσχυσή της…. Συμβαίνει ποτέ; Αναρωτιέμαι Για το μόνο που είμαι σίγουρη απόλυτα σίγουρη είναι η ύπαρξη μιας ισορροπίας σ’ αυτή τη ζωή. Κι αυτό το ισοζύγισμα είναι η δικαιοσύνη Κι αυτό με ησυχάζει. Όχι γιατί οι κακοί θα τιμωρηθούν μα γιατί υπάρχει αρμονία και οι εγκοπές λειαίνονται. Έστω κι αν όχι τα πανσέληνα βράδια Η γη γυρίζει μ’ ένα τσούρμο ανθρωπάκια να τρέχουν ασταμάτητα αγχωμένα, θυμωμένα, απογοητευμένα…… Εδώ είναι όλα.

Ένοιωθα μια περίεργη ανακούφιση. Δεν ήταν χαιρεκακία. Δεν ήθελα να του συμβεί τίποτα κακό.

Μα το σύστημα δούλευε

Κι αλάφρωσα

 

* Σημείωση: από τη συλλογή «βηματισμοί», υπό έκδοση από τις «μικρές εκδόσεις».

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top