Fractal

Μέρες του 2013

Γράφει ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης // *

 

fractal_Την αρχή την έκανε ένας ογδοντάρης, που τα δεκανίκια του δεν του επέτρεπαν, με πολύ κόπο και πόνο, να διανύσει περισσότερο από είκοσι μέτρα.

Βγήκε από το παλιό, σχεδόν ερείπιο, διώροφο πλην μικροσκοπικό σπίτι του, στημένο σε οικόπεδο τριάντα τετραγωνικών, και κάθισε στο σιδερένιο παγκάκι, που άλλοτε εξυπηρετούσε τη στάση των λεωφορείων, κάτω από τον κιτρινισμένο, αρρωστιάρη, λυμφατικό πλάτανο, που προσπαθούσε να επιζήσει διψασμένος και αβοήθητος. Χρόνια είχε να πιει κρύο καθαρό νερό. Από τότε που η αυτοτροφοδοτούμενη κρήνη με τη σκαλιστή τούρκικη επιγραφή εντάχθηκε στο υδροδοτικό σύστημα της μικρής κωμόπολης, μπαίνοντας αυτόματα στην κατηγορία των αχρήστων. Ούτε καν τον χάλκινο κρουνό δεν άφησαν οι υδραυλικοί του δήμου. Τον πέταξαν στα σκουπίδια, ούτε καν στην ανακύκλωση.

Μόνο βρωμόνερα, από πλυσίματα αυτοκινήτων κυρίως , δεχόταν πια η μικρή γούρνα που περιέβαλε τον καχεκτικό πλάτανο.

Γύρω του μια πλατειούλα, ήταν δεν ήταν τριακόσια τετραγωνικά. Τίποτα το εξαιρετικό και το αξιοπρόσεκτο. Κτίσματα πολλά, στριμωγμένα σ’ ένα αξεδιάλυτο μίγμα παλιών και καινούργιων γύρω της. Με τη διαφορά πως τα καινούργια σου έδιναν την εντύπωση πως κάτι έκλεψαν απ’ τον χώρο. Λίγους πόντους γης, πολλά καντάρια ύφους κι όλη την ιδιαίτερη νησιώτικη φυσιογνωμία. Κάτι.

Και μόνο τα τεράστια μπαλκόνια, που κρέμονταν στα μικροσκοπικά κτίσματα να έβλεπες, σου έφτανε να καταλάβεις πως αυτό το κάτι κλάπηκε για να εξυπηρετηθούν οι καλοκαιρινοί επισκέπτες της μικρής κωμόπολης.

Και στο πίσω μέρος, περιμετρικά της πλατειούλας, ο καινούργιος ασφαλτοστρωμένος δρόμος που οδηγούσε στο νεκροταφείο, κατά την επίσημη εκδοχή, ή στο απόλυτα σύγχρονο τουριστικό συγκρότημα ενός προύχοντα δίπλα ακριβώς στους κεκονιαμένους τάφους των οποίων την ευρυχωρία περιόρισε, σύμφωνα με όσα κυκλοφορούσαν στην πλατεία.

Ένα νεκροταφείο εικόνα της ζωής στη μικρή μας πόλη, με τα περίλαμπρα γλυπτά των «οικογενειακών οίκων» και τους απλούς, ξύλινους πολλές φορές, σταυρούς της φτωχολογιάς.

Μέσα στα λίγα σπιτάκια που απόμειναν «αναξιοποίητα» και που για χρόνια στέγασαν και ζέσταναν, όσο μπορούσαν, πολυμελείς οικογένειες, καμιά εικοσαριά γερόντια προσπαθούσαν να περάσουν όσο πιο ανώδυνα ήταν δυνατό τη μίζερη δύση της ζωής τους. Με παρηγοριά ένα γράμμα ή ένα τηλεφώνημα απ’ τα ξενιτεμένα τους παιδιά. Γιατί όλων, μα όλων, τα παιδιά βρίσκονταν είτε στο εξωτερικό είτε στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, για δουλειά. Δεν είχαν προφανώς ενστερνισθεί «τα ολέθρια αποτελέσματα της αστυφιλίας», που τους έβαζαν ως θέμα έκθεσης στο δημοτικό και στο γυμνάσιο.

Δεν πέρασαν ούτε τρεις μέρες, από κείνη τη βραδιά του καλοκαιριού του 2013 που το εγκαταλειμμένο παγκάκι βρήκε ένοικο, όταν ένας άλλος γέροντας ήρθε σιγά-σιγά με το «πι» του καταλαμβάνοντας κι αυτός μια θέση. Αντάλλαξαν τις καλησπέρες τους, το συνηθισμένο «Δόξα τω θεώ» για την υγεία τους κι έμειναν να παρακολουθούν τα αυτοκίνητα που περνούσαν από μπρος τους. Τρομακτικά αυξημένα τους καλοκαιρινούς μήνες.

Λίγα μέτρα δεξιότερα ή αριστερότερα να κάθονταν, θα βρίσκονταν αντίκρυ στη μεγάλη, στην απέραντη πεδιάδα του Αιγαίου. Με τη Χίο και την περιοχή της Σμύρνης να καταυγάζουν με τα φώτα τους τις ασέληνες νύχτες. Τι να την κάνουν, όμως, αυτοί τη θάλασσα; Την είχαν όποτε την ήθελαν, άσε που όλη τους τη ζωή δίπλα της την πέρασαν . Ανθρώπους ήθελαν να βλέπουν, που τους έλειπαν. Έστω και αναπαυτικά καθισμένους στα αυτοκίνητά τους.

Τις επόμενες μέρες, η παρέα σταδιακά αυξανόταν. Άφησαν κι άλλοι τις μικρές και στενόχωρες κάμαρες των σπιτιών τους και πήγαν προς το παγκάκι, που δεν χωρούσε παραπάνω από τρεις. Είχε γίνει, όμως, πιο φιλικό, με κάποια παλιά μαξιλάρια που βρέθηκαν ξεχασμένα σε μια κλειστή ντουλάπα.

Βρήκαν και μερικές προοριζόμενες για τα σκουπίδια πλαστικές καρέκλες, απ’ αυτές τις «γύφτικες», κι αργότερα ένα επίσης πλαστικό οβάλ τραπέζι, κουτσό, μια και είχε τρία πόδια. Μέλος της μεγάλης πια παρέας ένας παλιός ξυλουργός, με δική του πατέντα, προσάρμοσε ένα λειασμένο ξύλο στη θέση του χαμένου ποδιού, κάνοντας το τραπέζι να σταθεί.

Είχε πια ξεπεράσει τα δεκαπέντε άτομα, η βραδινή καλοκαιρινή παρέα, όλοι τους συνταξιούχοι των 330 μέχρι 600 ευρώ το μήνα ο «πλουσιότερος». Από τις εφτά άρχιζαν να καταλαμβάνονται οι θέσεις. Και οι κουβέντες πλήθαιναν. Από τις αρρώστιες του καθενός, τον καιρό, την ακρίβεια, τις κουτσουρεμένες συντάξεις, τη φτώχεια, τα παιδιά και τα εγγόνια που τους έλειπαν. Τη φτώχεια που ενέσκηπτε αδίστακτη κάνοντας αυτούς τους ανθρώπους, που πάλεψαν ολόρθοι τη ζωή, να φοβούνται. Πως τα τέλη της ζωής τους δε θα ήταν πια «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά» όπως τους διαβεβαίωνε ο παπάς στην κυριακάτικη λειτουργία. Φορτοεκφορτωτής θαλάσσης ο ένας, θερμαστής στα λιοτρίβια ο άλλος, καθαρίστρια –γιατί είχαν προστεθεί και γυναίκες στη συντροφιά- στο γυμνάσιο η τρίτη, ξυλουργός, μπακάλης, εργάτης γης, χαμάλης στα λαδεμπορικά κάποιος άλλος. Όλοι τους με μια μικρή έως ασήμαντη σύνταξη και μ’ ένα κάρο αρρώστιες και αναμνήσεις να ’χουνε να λένε.

Ένα βράδυ στα μέσα του Αυγούστου μια γυναίκα της παρέας, έφερε κέρασμα. Μουσταλευριά σε μπολάκια πλαστικά κι ένα κουμάρι —το βρήκε, είπε, στο κατώι της— κρύο δροσερό νερό, όχι παγωμένο, όπως παλιά. Δυο τρεις μέρες αργότερα, ένας πιο μερακλής, ίσως και λίγο πιο νέος, κουβάλησε ένα μπουκάλι άσπρο κρασί, απ’ το δικό του, είπε, και δυο γυναίκες έτρεξαν να φέρουν απ’ την κουζίνα τους ό,τι βρήκαν πρόχειρο. Ψωμί, λίγο τυρί, μερικές ελιές, δυο ντομάτες. Και το τραπέζι στρώθηκε. Ένας δυο είχαν κάποιους ενδοιασμούς, γιατί ο γιατρός τούς συμβούλεψε να μην τρώνε το βράδυ, αλλά «έλα μωρέ, άλλα λένε οι γιατροί κι άλλα κάνουν», τους ενίσχυσαν οι άλλοι και κατέβασαν τα ποτηράκια τους.

Κι έτσι περνούσαν οι βραδιές, ώσπου να έρθει ο χειμώνας που θα κλειστούν ερμητικά στα σπιτάκια τους, τόσο ερμητικά, ώστε να περνά όσο το δυνατόν λιγότερο το κρύο αγέρι. Για να χρειάζονται όσο λιγότερη γινόταν θέρμανση, που δεν είχαν κιόλας να την πληρώσουν.

Τα φαγοπότια έγιναν πια θεσμός. Τουλάχιστον τρεις με τέσσερις βραδιές την εβδομάδα, κάτι κουβαλούσαν οι δυνάμενοι, κάτι πρόσθεταν οι πιο αδύναμοι, και η παρέα ευφραινόταν.

Ώσπου κάποιο βράδυ, Σεπτέμβρη του 2013, ακούστηκαν τραγούδια και μουσικές. Ένας απ’ τους καινούργιους της παρέας, παλιός φορτοεκφορτωτής κήτους —την εποχή που άραζαν εμπορικά καράβια στο λιμάνι τους— και κιθαρίστας τα Σαββατοκύριακα, θυμήθηκε την παλιά του τέχνη. Πέταξε το στρώμα σκόνης από την παρατημένη κιθάρα του, την κούρντισε όσο άντεχαν τα «τέλια» της κι αποφάσισε να διασκεδάσει τα γερόντια. Έτσι, για να ξεχάσουν τα βάσανα της ζωής και ν’ αντέξουν τα άλλα που θ’ ακολουθούσαν.

Μόνο που τώρα άλλαξε η εικόνα. Τα αυτοκίνητα έκοβαν ταχύτητα, να δουν και να καταλάβουν οι επιβάτες τους τι γινόταν κάτω από τον κιτρινισμένο καχεκτικό πλάτανο, που φαινόταν να πλαντάζει από ζωή. Γιατί κι αυτός ο καημένος, πίνοντας φρέσκο καθαρό νερό το κατακαλόκαιρο, πήρε να πρασινίζει λίγο, ακουμπώντας ξανά στη ζωή. Κι ήταν παράξενο το ενδιαφέρον αυτό για μια γωνιά του τουριστικού τους προορισμού, που δεν υπήρχε περίπτωση όχι να επισκεφθούν, αλλ’ ούτε να της ρίξουν μια ματιά. Άλλωστε, δεν παρουσίαζε τίποτα το αξιοθέατο.

Κι όμως, τα παρατημένα και ξεχασμένα γερόντια, που μόνο τη φτώχεια βίωναν περιμένοντας υπομονετικά τον θάνατο, προσπάθησαν και κατάφεραν να την γυρίσουν τη ζωή. Φέρανε και μια παλιά κουβέρτα να ρίξουν στο τραπέζι, αντί για τσόχα, και δυο τράπουλες ξεχασμένες σε κάποιο ράφι, να παίζουνε, όσο ακόμα το φως της μέρας τούς επέτρεπε, καμιά παρτίδα «πινόκ». (1)

Το φθινόπωρο δεν ήταν πια μακριά, αλλά ο Σεπτέμβριος κι ο Οκτώβριος είναι στα μέρη μας ζεστοί και γλυκείς, σχεδόν καλοκαιρινοί. Κι έτσι οι συνάξεις συνεχίζονταν.

Μόνο που φαίνεται πως η χαρά των φτωχών κάποιους ενόχλησε ή και εξόργισε. Κι έκαναν παράπονα στην αστυνομία, πως οι βεγγέρες των γέρων παραβίαζαν τους όρους της κοινής ησυχίας. Κανείς, όμως, απ’ τους τρεις νοματαίους που αποτελούσαν την εγγύηση της τάξης και της ασφάλειας της μικρής μας πόλης δεν ήταν εύκαιρος να διαπιστώσει το αδίκημα που εξακολούθησε να τελείται, παρατείνοντας την αναψυχή των ξεχασμένων.

 

(1).- Αμερικάνικη εκδοχή της πρέφας, που έφεραν οι μετανάστες και παίζεται αποκλειστικά στην περιφέρεια Πλωμαρίου.
mauraganis-ant1-293x150 * Ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, γεννήθηκε το 1940 στο Πλωμάρι Λέσβου. Εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος στη Θεσσαλονίκη. Εξέδωσε τέσσερις συλλογές διηγημάτων: «Ο θείος μου ο Άγιος», εκδόσεις ΕΜΠΡΟΣ, 2009 Μυτιλήνη , «Ψάρι με κεφάλι και ουρά» 2011, «Προς το παρόν υγειαίνω» 2013 και «Ανισαμιά» 2014, εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ Θεσσαλονίκη. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ Θεσσαλονίκης και την εφημερίδα Η ΑΥΓΗ.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top