Fractal

Ο άνθρωπος μόνος, ο άνθρωπος ξένος

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Θεοδόσης Κοντάκης «Μέρες και νύχτες του Οδυσσέα», εκδ. Κέδρος, σελ. 56

 

Λίγο πολύ οι ποιητές καταπιάνονται με θέματα γνωστά, εκείνο που  εξετάζουμε κάθε φορά είναι ο τρόπος που πραγματεύονται το θέμα τους και αν κάτι νέο με αυτόν τον τρόπο κομίζουν. Επίσης, μοιραία οι ποιητές αλληλεπιδρούν και πρέπει να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας μέσω των λέξεων και των στίχων πράγματα που τροφοδοτούν και τις δύο πλευρές. Ο Θεοδόσης Κοντακης φαίνεται να έχει μια λίγο μοναχική πορεία, πειραματιζόμενος με δικά του υλικά και τρόπους, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση και αγάπη στην ανάγνωση και μετάφραση Ευρωπαίων κυρίως ποιητών. Με δεδομένα τα όσα λέγονται πιο πάνω, ο Κοντάκης «δείχνει» ή χαράζει ένα δρόμο κάπως διαφορετικό από αυτόν των σύγχρονών τoυ ποιητών. Έχει όντως μια έντονη ιδιοπροσωπία η ποίησή του, ο χρόνος, ωστόσο, πάντα μιλάει καλύτερα από όλους για όλα τα πράγματα.

Στις «μέρες και νύχτες του Οδυσσέα» του, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» καταθέτει ποιήματα με πεζολογικό χαρακτήρα, ποιήματα σαν μικρές ιστορίες που ανιχνεύουν το χρόνο, το βίο του ανθρώπου, αλλά και το μοτίβο της περιπλάνησης. Υπάρχει μια γαλήνη, μια διάχυτη σοφία και ήρεμη δύναμη σε αυτά τα ποιήματα, σαν να είναι προϊόντα περισσότερο μιας θυμοσοφικής διάθεσης παρά μιας εγκεφαλικής κατασκευής. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί το «ξανακερδισμένο παιδί» με την υποβλητική του ατμόσφαιρα: Aν μπορούσα να δω μέσ’  απ’ το παράθυρο/κει που φτάνει ο δρόμος του φεγγαριού: ίσως πίσω/ απ’  τα παντζούρια, δίχως σκοτούρα πλάσμα νέο κοιμάται-/ξέρω πάντως πως πέρσι είχαν χάσει ένα παιδί/ οι άνθρωποι το σπιτιού’ οι φωνές φτάναν ως το  κύμα/ κείνη τη νύχτα, φανταζόσουν τους δυο τους ένα κουβάρι/ να οδύρεται, δίχως δρόμο: μαύρο, όμως κι αυτοί/ εδώ δίπλα κοιμούνται ακόμα, τα πόδια πλεγμένα-και ξημερώνει. Ο παρατηρητής που στοχάζεται, το δυνατό μοτίβο του χαμένου παιδιού, ο οδυρμός, η εικόνα των ανθρώπων που μας μιλά, η έντονη αίσθηση της απώλειας.

 

Τα στοιχεία της φύσης τα συναντάμε κατά κόρον μέσα στα ποιήματα. Το χώμα, το κύμα, η βροχή, το φεγγάρι, τα δέντρα, η νύχτα, μπλέκονται με τη φωνή του αφηγητή ή άλλοτε δημιουργούν εντυπώσεις μέσα στο ποίημα που συχνά συνδέονται με κάποια παρουσία ή απουσία. Στο ποίημα «Όχι πολύ μακριά» επίσης της πρώτης ενότητας, διαβάζουμε: «Όχι πολύ μακριά από κει, στον πίσω δρόμο/το κύμα ακούγεται στο βάθος, μοιάζει όμως/να ‘ναι  μίλια μακριά’ εκεί πάει ένας μονάχος-/το φεγγάρι, καθώς χαμηλώνει ,ούτε που φτάνει/στην άσφαλτο’ κάθε βήμα προδίδει/την άσκοπη παρουσία: πώς βρέθηκε εδώ;/κανένας δε ρώτησε/»

O συνεχής διασκελισμός δεν αναιρεί τον πεζόμορφο χαρακτήρα, αλλά είναι πανταχού παρών, σκοπίμως προφανώς. Ίσως γιατί στη συνείδηση του ποιητή δίνει κάποιο τέμπο, ή υπονοεί κάποιον ρυθμό.

 

Υπάρχει στις συνθέσεις μια αφηγηματική χροιά που αφήνει την αίσθηση μιας ζεστής, βαθιάς και εξομολογητικής ενίοτε φωνής. Οι στίχοι του Κοντάκη κινούνται «ανάμεσα στο τραγούδι και τη σιωπή». Υπάρχει ακόμα μια ζωή που πάλλεται, μια ζωή μυστική και απόκοσμη ανθρώπων που δηλώνονται στο ποιήματα «Από τη μυστική χώρα» και «Πέρασμα». Στο πρώτο ποίημα, υπάρχει κάτι το κατανυκτικό και το φοβιστικό συνάμα. Μια αβεβαιότητα, μια θολούρα, κάποιο στοιχείο γκόθικ πλανιέται στον αέρα. Διαβάζω: «και να! μια ακτίνα περνά διαγώνια/το φαλακρό κρανίο, τα λευκά μαλλιά, χαϊδεύει την πλάτη-/κι απ’ έξω το μάτι, μια δεξιά στο παράθυρο μια αριστερά/στον τοίχο του κοιμητηρίου’ πουλιά κατεβαίνουν/στα μνήματα των κοινωνημένων, ευλαβικά αποθέτουν /μικροσκοπικούς σπόρους: τα ‘χε ξαναδεί όταν στα μισάνοιχτα μπαίνανε παράθυρα/ των νοσοκομείων, τα ιερά δωμάτια των ετοιμοθάνατων-»

Το Πέρασμα, έχει μια θεολογική διάσταση, αν μπορώ να το πω έτσι ,που όμως εισπράττεις και από αλλού μέσα στο βιβλίο. Είναι πιθανόν μια αίσθηση ιδιαίτερης πνευματικότητας αναφορικά με τον άνθρωπο και τον τρόπο που ενεργεί και περιπλανιέται μέσα στον κόσμο, διερευνώντας αυτό που βλέπει και ακούει και αγγίζει, διερευνώντας τα τοπία που του ανοίγονται μπροστά στα μάτια του, αλλά και τη θέση του μέσα σε αυτά.

Και στα δύο ποιήματα ένας σκύλος έχει το ρόλο του στη σκηνή. Αναφέρω στο μεν πρώτο: «[…]ο σκύλος μόνος πλησιάζει, βλέμμα βαθύ-κάποιος τον είχε κλοτσήσει, θέλησε κι αυτός να μπει μέσα…» (Από τη μυστική χώρα)

Στο δεύτερο, στο «Πέρασμα» «μονάχα ο σκύλος πρόλαβε τη γραμμή να περάσει ψάχνοντας τόπο, κείνα τα κόκαλα να θάψει/που μάζεψε κάτω από το ιερό μας τραπέζι/»

 

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τίτλο «το χώμα και οι φωνές του» η φύση έχει ρόλο παρηγορητικό προς τον άνθρωπο. Εκείνος όμως πώς την αντιμετωπίζει; Οι αντιδράσεις του μπορεί να ποικίλουν, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση άξιες διαλόγου. Αποδοχή, πίστη, αμφιβολία, δυσπιστία, δέος. «Τούτη η ξερή γη μιλάει σπάνια. Την πρώτη φορά που θα καλέσεις το όνομά της είναι μαγεία και πόθος. Δεν θα τη διασχίσεις δεύτερη φορά, όχι την ίδια. Κι ένας περιπατητής μαγεύτηκε μια φορά στην αγκαλιά της σαν ερωτευμένος» Ο προσκυνητής στήνει αυτί να την αφουγκραστεί, τους ανθρώπους τους έλκει, τους κάνει ευτυχισμένους. Είναι μαγική η δύναμή της. Ο περιπλανώμενος, υπάκουος ψαχουλεύει το χώμα μέχρι που το χέρι  του γίνεται κατακόκκινο. Νιώθει το σφυγμό της αδύναμο. Στο πεζοποίημα «Γη »είναι δυνατή η αλληλεπίδραση ανθρώπου -περιβάλλοντος. Στο ποίημα «Ουρανός» λίγοι άνθρωποι, πρόσφυγες, περιμένουν γυμνοί, σκυφτοί, χωρίς καμιά σκεπή να υπάρχει γι’ αυτούς, εκτεθειμένοι στη φύση, σώματα μετέωρα, ζωές μετέωρες. Στο ποίημα «Ψηφίδες» θα γράψει: «άδικα κανείς δεν πλανήθηκε» και θα φτιάξει εικόνες με τη «γέρικη μήτρα», τη θάλασσα, και τις διαθέσεις της σε αλληλεπίδραση πάλι με τους ανθρώπους και τη μοίρα τους. Ο Κοντάκης με πληθώρα εικόνων αέρινων, γήινων, εύστοχων, εικόνων που ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας «κάτι πασχίζει ν’ αναστήσει ξανά».

 

Πάντα δίνεται η αίσθηση ή η υπόνοια μιας μεταφυσικής στις συνθέσεις του Κοντάκη. Είναι μια γραφή που κυλάει στα δικά της μονοπάτια, αφού δεν φαίνεται να έχει εμφανείς τουλάχιστον επιρροές. Λείπουν τα λεκτικά πυροτεχνήματα, οι άλογες ή παράλογες ανατροπές, καθώς και οι έντονοι νοηματικοί ακροβατισμοί  για το κέρδος των εντυπώσεων και μόνο. Η κάθε σύνθεση έχει η λογική της, που ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας, ακριβώς επειδή υπάρχει συνέπεια στα επιμέρους στοιχεία-στίχους, υπάρχει συνοχή των προηγουμένων με τα επόμενα, ο αναγνώστης παρακολουθεί κάτι να εξελίσσεται, σαν συμβάν. Επομένως δεν μιλάμε για τα κλασικού τύπου ποιήματα με την μεγάλου βαθμού πύκνωση και αφαίρεση. Ο επίμονος αφηγηματικός χαρακτήρας των συνθέσεων παραπέμπει αυτόματα  σε μια άλλου τύπου οικονομία.

 

Ο Κοντάκης δεν είναι εμφανώς και επιμόνως αυτοαναφορικός, δεν είναι μοντέρνος ή μεταμοντέρνος, δεν είναι και κλασικός. Δεν είναι και βαριά διακειμενικός. (Για παράδειγμα, στοιχεία διακειμενικότητας συναντώνται στα εξαιρετικά Primitive Art, Γωγ και Μαγώγ και Πορεία 2)

 

Θεοδόσης Κοντάκης

 

Η τελευταία ενότητα του βιβλίου περιέχει μέρος του έργου «Τελευταία Εποχή».

Άνθρωποι, εικόνες αβέβαιες, που κυριαρχούν εν όψει ενός αβέβαιου ή θολού μέλλοντος. Είναι δύσκολο να ορίσει κανείς το πρόσωπο του αύριο, πόσο μάλλον όταν αυτό δεν έχει ένα μόνο πρόσωπο, αλλά πολλά και ποικίλα.

Στο ποίημα «Χρησμός» γράφει: «Στεκόμουν  στην εξώπορτα όλη μέρα, κι όταν νύχτωσε/«το αύριο ,πώς θα ‘ναι άραγε;» σε ρώτησα-κι εσύ:/Περίεργα παιχνίδια κάνουν εδώ κάτω η θάλασσα με τη γη:/είναι δεν είναι εκατό μέτρα το νερό, μα αδύνατο να περάσεις/ απέναντι, τα πλοιάρια όλα δεμένα από φόβο για τη νύχτα/ τη φουρτουνιασμένη ‘ κι η γέφυρα θα κόστιζε πολύ ακριβά-/«και τι σχέση έχουν όλα αυτά;» «μα το θεό, εγώ δεν έχω ιδέα,/συ όμως θα δεις, ίσως, σα συνηθίσεις»

Ενώ το ποίημα «Κατάβαση» ξεκινάει ως εξής: «Ξένη στα μάτια μου η πόλη, κι ας μείνω εδώ κάθε μέρα:/κάθε ώρα πιο σκοτεινή, για όσους μπορούν ακόμα να δουν-/ή είναι το δικό μου βλέμμα που ξέμαθε το φως/αυτοί είναι λοιπόν οι ορίζοντές μας, το τοπίο/άχρωμο/κλείνει αυτό το ποίημα πριν καν αρχίσει ΄ τέλος// όμως μια στιγμή/»

Μια διάχυτη απαισιοδοξία πιο πολύ βλέπουμε να κυριαρχεί μέσα στις εκτενείς συνθέσεις. Στο ποίημα με τίτλο «Σε στιγμές γαλήνης» γράφει: […] αβάσταχτο μοιάζει πως δεν θα μας θυμούνται για πολύ,/κι όμως είναι πιο ανθρώπινο να μην είναι αιώνια η μνήμη» Υπάρχει πάντα ο άνθρωπος ο μόνος, ο ξένος, ο μετέωρος, με την θολή  του μοίρα που αλληλεπιδρά με την άλλη έξοδο της σπηλιάς, με το γαλάζιο κύμα, με τον ουρανό, με τα δέντρα, με το χλομό φως, με τον παγωμένο άνεμο, με «το απελπισμένο πλήθος». Η φύση λοιπόν εμπλέκεται σχεδόν πάντα, όπως επίσης δίνεται πάντα η αίσθηση μιας πορείας. Υπάρχει κάτι το απροσδιόριστο, το κρυφό στην ποίηση του Κοντάκη, που πάει να αγγίξει τα ενδόμυχα του ανθρώπου δίνοντας ταυτόχρονα διαστάσεις μιας αλληγορικής ερμηνείας των πραγμάτων. Όμως, και εδώ είναι το παράξενο, έχεις ως αναγνώστης ταυτόχρονα την αίσθηση και του γήινου αλλά και του υπερβατικού συνάμα.

Κλείνω τούτο το σημείωμα  με το πρώτο μέρος της σύνθεσης Γεράματα. Σύντομο, όμως διαθέτει συνέπεια στον τρόπο που ξεδιπλώνεται και δίνεται στον αναγνώστη:

 

Γεράματα

 

1.

 

Κάπου πρέπει να μπέρδεψα τις ανταποκρίσεις

και νύχτωσα σε τούτο τον άγνωστο σταθμό

μόνη-κι ούτε ξέρω ποιο δρομολόγιο γύρευα

 

Σαν να θυμάμαι πως ρώτησα κάποιον φύλακα

και μου’ πε να περιμένω ή να φύγω ή

ότι λυπάται: κρατούσε-θαρρώ-κάτι βαριά κλειδιά

 

Τώρα το κτίριο του σταθμού είναι κλειδωμένο

και τα σκυλιά αλυχτούν στο βάθος’ κάνει κρύο

μες στη νύχτα, κι έπεσε ομίχλη βαριά

 

Μ’ ακούει κανείς;

 

***

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top