Fractal

Υπόθεση Μνήμης

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωστέας // *

 

Τάσος Γαλάτης «Μέμνησο», Γαβριηλίδης 2017.

 

«έστω για μια στιγμή κι αυτό δεν είναι λίγο, γίνεται ξάφνου δυνατή η αθανασία»

Μέμνησο δηλαδή θυμίσου.

O Τάσος Γαλάτης πολιτογραφηθείς στων Ιδεών την πόλη από το 1962 και επαινεθείς με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2006 (Ανιπτόποδες και σφενδονήτες. Γαβριηλίδης 2005) με την έκδοση της δέκατης συλλογής ποιημάτων του προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την αέναη υπόμνηση θνητότητας «Μέμνησο, γεννήθηκες θνητός», που τον δονεί διαρκώς, αναζητώντας μια μικρή κόχη αθανασίας.

Το καλαίσθητο και μεστό νοημάτων βιβλίο απαρτίζεται από  πέντε ενότητες. Στην πρώτη, που φέρει τον ψευδότιτλο «Ένας Ρωμιός», ο ποιητής γνωρίζει πως «δεν θα κοπάσει ποτέ ο τρόμος της ιστορίας», καταθέτει όσα τον στοιχειώνουν και στοχάζεται πάνω στην ταυτότητα του σύγχρονου Νεοέλληνα. Πρόκειται μάλλον για έναν υπήκοο της ευμετάβλητης κοινωνίας της μετανεωτερικότητας, ο οποίος  δύο σχεδόν αιώνες μετά την εθνική παλιγγενεσία, ενίοτε αποποιείται, ενίοτε εγκολπώνεται τις ελληνορθόδοξες παραδόσεις.

Ο Ηλείος Γαλάτης, «απομεινάρι ενός άλλου κόσμου», με συνοδοιπόρους τον Ολύμπιο Απόλλωνα και τη νύμφη των υδάτων Φιγαλεία, τριγυρίζει σ’ αλλότριους δρόμους ανάμεσα σε ανασκαμμένα κειμήλια (ερυθρόμορφα και μελανόμορφα κεραμίδια, λαβές αγγείων, άγνυθες και παρατεταμένα όστρακα) πασχίζοντας  ν’ αναστυλώσει στην ψυχή του το ανεπίστρεπτο κάλλος. Η προσγείωση στο σήμερα έρχεται όταν στο κέντρο της Αθήνας συναντά τα γραφήματα των προοδευτικών και το καραβάνι των οικονομικών μεταναστών και προσφύγων από την Ασία και την Αφρική. Ο ποιητής νιώθει ευγνώμων  παρά τον δίσεκτο βίο του:

«η δική μου μοίρα στάθηκε καλύτερη

δεν τριγυρίζω ανέστιος και πένης στις ερημιές

του κόσμου

…………………………………………………………………

κι αναρωτιέμαι ποια δεδομένα, ποιες συμπτώσεις

δώρισαν σ’ εμένα μια τύχη διαφορετική

παρά το έγχρωμο και το δικό μου σουσούμι.»

Η αδιάκοπη ποιητική του φλυαρία παρά τον καλπασμό του χρόνου τον πείθει να παρομοιάσει τον εαυτό του με τζίτζικα εμπνεόμενος από το ομηρικό «τεττίγγεσιν εοικότες» (Ιλιάδα Γ΄ 151), να αναπολήσει τα παιδικά του χρόνια δίπλα στους θρύλους και τα νερά της Ηλείας και να θυμηθεί την χαμένη νεανική του όψη.

Η δεύτερη ενότητα «Ἅμα  τῷ ἦρι», οφειλή στον Θουκυδίδη, (Ἱστορίαι 6.94.1-6.98.4) διεκτραγωδεί τον σκοτεινό χαρακτήρα της άνοιξης που διαχρονικά υπήρξε το προανάκρουσμα μύριων καταστροφών για τον ελληνισμό. Πρόκειται για λογοτεχνική επιλογή που ακολούθησε κι ο Σολωμός όταν ύμνησε τις θανατογραμμένες ομορφιές της αναγεννημένης φύσης στους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Η επικοινωνία με την κλασική ιστοριογραφία συνεχίζεται δεδομένου ότι ο Γαλάτης αντλεί από τον Ξενοφώντα αναφερόμενος στη συντριβή της αθηναϊκής θαλασσοκρατορίας στους Αιγός Ποταμούς και το βραχύβιο καθεστώς των τριάκοντα τυράννων.

Η μνεία στον 23χρονο απαγχονισμένο από τους  Γερμανούς «Ἐν Τσιπίδῳ» Νικόλαο Στέλλα τον Μαίο του ’44 φέρνει στο νου μας τα βραχύβια πλάσματα που επινοεί η καβαφική φαντασία ενώ οι νεκροί του εμφυλίου σπαραγμού θαμμένοι ανάμεσα σ’ εκείνους που πάλεψαν για τους καημούς και τα φαντάσματα της Ρωμιοσύνης το ’12, το ’13 και το ’22 δείχνουν πως το αδελφοκτόνο μίσος δεν υπολογίζει τους  συνεκτικούς δεσμούς που πρώτος κατέγραψε ο Ηρόδοτος [8.144.2] επειδή: το όμαιμον, το ομόγλωσσον και το ομόθρησκον/ διόλου δεν εμπόδιζαν τα αδελφοκτόνα πάθη τους ·»

 

Τάσος Γαλάτης

 

Λόγω των συχνών αναδρομών του Γαλάτη στο παρελθόν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι χρονικές βαθμίδες συμπλέκονται ή καταλύονται στις σελίδες του Μέμνησο. Η άποψή αυτή μπορεί να  ενισχυθεί από το γεγονός ότι το ηλεκτρονικό ηρώο στην είσοδο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας χαρίζει ένα δευτερόλεπτο αθανασίας στους πεσόντες των Βαλκανικών Πολέμων για να μην παραλείψουμε ότι η ευαισθησία του ποιητή εγείρεται όχι μόνο από το βυζαντινό γεφύρι της Πάρου αλλά και από την υπερσύγχρονη γέφυρα του Καλατράβα.

Στη συνέχεια της συλλογής η λόγια κλασική παράδοση σμίγει με τη λαϊκή σοφία καθώς η φράση της μητέρας του ποιητή «μόνο του χάρου δεν μπορούν να κάνουν τίποτε» συγκλίνει νοηματικά με το χωρίο της σοφόκλειας Αντιγόνης «Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται·» (στ.160). Κοινός και στις δύο περιπτώσεις ο πανανθρώπινος καημός για το αναπότρεπτο, το οποίο αλυσιδωτά φέρνει στην επιφάνεια σκέψεις για το επέκεινα: «πως χωράνε αλήθεια τόσα πλήθη στην ανυπαρξία» ή «κατάκτησα με το δικό μου το σπαθί/το μερτικό μου στην ανυπαρξία. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει  στις οπτικοακουστικές και κινητικές εικόνες περίτεχνης πλαστικότητας που μας κατακλύζουν όταν ο ποιητής, που αυτοχαρακτηρίζεται «ένας δια βίου αγράμματος», στέκει απολιθωμένος και μουγγός αφουγκραζόμενος τη γλώσσα των κυπαρισσιών, των πουλιών, των βουνών και μιας μαύρης γάτας που τυλίγεται διαρκώς στα πόδια του.

Στην ενότητα «Οι ποιητές» η μνήμη του Γαλάτη ανασύρει από τα νερά του Αξιού τον πνιγμένο στρατιώτη Ρωμανό Αρτέμη. Η αναφορά στον άτυχο νέο, που δεν γνώρισε ποτέ, του ασκεί ιδιαίτερη φόρτιση παρότι δεν έτυχε της δόξας του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ που αιχμαλωτίστηκε στο Ματζικέρτ το 1071:

«Ρωμάνος Αρτέμης ψιθυρίζω και δακρύζω

σαν ν’ ακούω Λάμπρος Πορφύρας, Ρώμος Φιλύρας

Τέλλος Άγρας, Μελισσάνθη ».

Ευκρινές είναι και το δέος που νιώθει μπροστά στους μείζονες ποιητές των αιώνων που περιδιαβαίνουν εμπρός του με άφθαστες και ανεξίτηλες συνθέσεις. Γρήγορα όμως έρχεται να τον νουθετήσει ο Σοφοκλής υπενθυμίζοντας του το μάταιο της όλης ποιητικής απόπειρας:

 

«το πλάσμα το δεινότερον ο άνθρωπος                                                                             

με το καλό και το κακό πάντοτε θα παλεύει

 

Έτσι και η ομορφιά είναι ανήμπορη

να ματαιώσει τη φρίκη του καιρου».

Στην τελευταία ενότητα ο ποιητής επικαλείται τη φράση του αγνωστικιστή  Πρωταγόρα «οὐκ ἔχω εἰδέναι» για να συνειδητοποιήσει ότι η άγνοιά του επεκτείνεται και στον κόσμο των ορατών μιας και το φως δεν γίνεται να λάμψει δίχως το σκοτάδι. Αφήνει μάλιστα για λίγο το άσβεστο κλέος των ηρώων και εξαίρει το μεγαλείο της ανωνυμίας στο πρόσωπο του άσημου βοσκού του Κιθαιρώνα που σώζει τον Οιδίποδα και δίνει ζωή στον κομβικό για τη δραματική ποίηση μύθο των Λαβδακιδών.

Στο ποίημα Κλέφτικο ανακαλεί τη μαρτυρική θυσία του Αθανασίου Διάκου, όπως την αντίκρυσε στο θέατρο σκιών του Μίμαρου, και κάνει να επαναλάβει τα τελευταία λόγια του εθνομάρτυρα: «εγώ Γραικός γεννήθηκα». Πώς όμως να ολοκληρώσει τη φράση και να συλλαβίσει έστω και χαμηλόφωνα: «Γραικός θε να πεθάνω» σ’ έναν κόσμο ρευστό, που σύμφωνα με τον ίδιο, έχει όλος αλλαξοπιστήσει πιά;

Κλείνοντας αποχαιρετά τον άβουλο και υποτακτικό άνθρωπο των καιρών του, ο οποίος μολονότι ήρθε αντιμέτωπος με κοσμοϊστορικές πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές:

«μαζί με τ’ άλλα σκύβαλα και τα σκουπίδια  των

συγκαιρινών του

κείται θαμμένος τώρα στη χωματερή του χρόνου

την αδυσώπητη χωματερή που οι αδαείς ονόμασαν

ιστορία».

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Π. Κωστέας γεννήθηκε το 1990 και κατοικεί στην Καλαμάτα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας (Κατεύθυνση Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας) της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με έδρα την Καλαμάτα και μεταπτυχιακός φοιτητής του ιδίου τμήματος .

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top