Fractal

Διήγημα: «Μέλπω»

Της Τίνας Κουτσουμπού // *

 

 

 

 

Ήταν μια γυναίκα κάπως περασμένης ηλικίας μεταξύ 45 και 50.Δεν θα την έλεγες τώρα πια όμορφη. Κοντή και αδύνατη ήταν μάλλον μικροκαμωμένη. Μελαχρινή με τα μαλλιά της πλεγμένα σε ένα περιποιημένο κότσο, η μύτη της μικρή και πλακουτσή, το πάνω χείλος ελαφρά στενότερο από το κάτω, το πηγούνι προεξείχε από τη γραμμή μύτη –στόμα προσδίδοντάς της θέληση και αποφασιστικότητα.

Ολοκάθαρη μέσα στα παλιομοδίτικα ρούχα της- άστραφτε από πάνω τους μια φρεσκοσιδερωμένη ποδιά μαγειρικής-με τα μικροσκοπικά της ποδαράκια που κρύβονταν μέσα σε βυσσινί βελούδινες παντοφλίτσες, ανακάτευε υπομονετικά μια μπεσαμέλ.

Τα χέρια της καθαρά και κάτασπρα αφού τα περνούσε ανελλιπώς με τις στημένες κούπες από το λεμόνι που χρησιμοποιούσε στα φαγητά της, κινούνταν γρήγορα και αποτελεσματικά επιβεβαιώνοντας σε όποιον την κοιτούσε το δεινό μαγειρικό της ταλέντο.

Όλα πάνω της περιποιημένα. Μόνο μια τούφα από χοντρά σταχτιά μαλλιά ξέφευγε παιχνιδιάρικα από τον κότσο της και έπεφτε ατημέλητα στο πλατύ της μέτωπο προσθέτοντας στα συνηθισμένα και τόσο απλά χαρακτηριστικά του προσώπου της, μια τάση ονειροπόλησης και καλά κρυμμένης παιδικότητας.

Από μικρή από τότε που άρχισε να θυμάται τον εαυτό της χανόταν πίσω από τα φουστάνια της μητέρας της ακολουθώντας την σε όλες τις σπιτικές της περιπλανήσεις, όμως το αγαπημένο της δωμάτιο ήταν η κουζίνα. Εκεί κατεβάζοντας τρίφτες, σουρωτήρια, κάθε λογής κατσαρόλια σκότωνε τις ώρες της με τη μαγειρική.

Της άρεσε να βλέπει τα υλικά να ανακατεύονται μαζί σε μια πανδαισία χρωμάτων, να μετουσιώνονται έπειτα σε ευχάριστες μπουκίτσες τόσο γαργαλιστικές στους ουρανίσκους των καλεσμένων της.

Έτσι χρόνο με το χρόνο έγινε μια σπουδαία μαγείρισσα. Όσο κι αν προσπαθούσαν οι άλλοι να την αντιγράψουν, οι συνταγές της είχαν κάτι διαφορετικό, κάτι από το μαγικό της χέρι, από τις στιγμιαίες εμπνεύσεις της. Η ασχολία της στη κουζίνα, απορροφούσε όλο της τον χρόνο. Ο ήχος από σερβίτσια που γυαλίζουν στα συρτάρια και οι κατσαρόλες που χορεύουν στη φωτιά έγινε έτσι η μοναδική της συντροφιά. Μετρούσε τα γραμμάρια από το λάδι, το αλεύρι, ψιλόκοβε τα φρέσκα της λαχανικά, έριχνε τις πρέζες από το αλάτι και τα μπαχαρικά της και θαρρούσες πως φυλλομετράει το τετράδιο της θλιμμένης της ζωής.

Γεννημένη σε επαρχιακή πόλη από οικογένεια αγροτική έζησε μέσα στα μυρωδικά, τα ζαρζαβατικά και τα τραπεζώματα των συγγενών της οικογένειας. Δεν της ήταν γραφτό να παντρευτεί. Εικοσιπεντάχρονη κοπέλα ήταν όταν σε κάποιο χορό της έκλεισε το μάτι ο Γιάννης. Ναυτικός, λίγο μεστωμένος αλλά γλεντζές και χωρατατζής. Πέθανε ξαφνικά μια βδομάδα από τον αρραβώνα τους. Συγκοπή διέγνωσε ο γιατρός. Να ’ταν άραγε το γραφτό του; Ποιος ξέρει; Από τότε κι ύστερα όσες γιορτές δε γεύτηκε παντρεμένη το’βαλε πείσμα να της γευτεί με τους οικείους της. Τους περιποιόταν στις γιορτές με όλη τη δύναμη της ψυχής της μέσα από τις ιδιαίτερα δουλεμένες συνταγές της, μεταμορφώνοντας κάθε μέρα την κουζίνα της σε πεδίο μάχης μέχρι τα διαλεχτά υλικά που απαιτούσε το πιάτο της, να τσιτσιρίσουν χαρούμενα στο τηγάνι. Έτσι ένιωθε ότι ικανοποιούσε τις επιθυμίες της ευαίσθητης ψυχής της κλείνοντάς τες στα υγρά της κατσαρόλας της που κόχλαζε σαν την ανούσια ζωή της.

Η Μέλπω σήμερα έχει όρεξη να φτιάξει κάτι το μοναδικό. Από το παράθυρό της ακούγεται η μουσική ενός ακορντεόν. «Πάλι ο κύριος του διπλανού διαμερίσματος κάνει πρόβες», σκέφτεται .Τα αυτιά της μαγεύει μια υπέροχη μελωδία. Μα ναι! Είναι αυτή που άκουγαν μαζί με εκείνον. Άφησε τότε να ξεχυθούν από τα μύχια της, της ζήσης τα παράπονα και δάκρυσε. Καθώς οι μαγικοί ήχοι χάιδευαν τα αυτιά της η Μέλπω αφαιρέθηκε. Το τηγάνι στη φωτιά τσιτσίρισε για τελευταία φορά και μια μεγάλη σπίθα πετάχτηκε στον μισοχαλασμένο απορροφητήρα. Φλόγες φωτιάς ξεπήδησαν από το μαγειρειό της έτοιμες να κατακάψουν την κουζίνα της. Η Μέλπω τα έχασε, πετάχτηκε έντρομη στο δρόμο. Φτερά είχε στα πόδια της ,ανέμιζε στο δρόμο η ποδιά της. Έσκυψε, την ξέδεσε και την άφησε να πέσει στα πλακάκια του πεζοδρομίου. Ούτε που νοιάστηκε για τις στάχτες και τα αποκαίδδια που άφησε πίσω της η φωτιά. Άλλωστε ποιος θα καεί; Μόνη της ήταν πάντα. Λυτρωτική η φωτιά, έσπρωξε μπροστά από τους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού της, την μια και χιλιοβασανισμένη σκέψη της, κάνοντάς την απόφαση. Απελευθερώθηκε αίφνης από τα πρέπει και τις αναστολές της και κίνησε για εκεί που έπρεπε να είχε πάει πριν από πολλά χρόνια. Με το μυαλό της λεύτερο, σίγουρη πια για τον εαυτό της, κτύπησε την πόρτα του Διευθυντή των παιδικών χωριών ΣΟΣ. Η αγγελία για εθελόντριες μητέρες, φαινόταν ξεκάθαρα, γραμμένη για εκείνη. «Θα προτιμηθούν όσες έχουν γνώσεις μαγειρικής», έλεγε στο τέλος η σύντομη αγγελία.

Μια καινούρια ζωή, της έκλεινε τώρα το μάτι κοντά σε τέσσερις παιδικές ψυχούλες. Μια άλλη ζωή γεμάτη νέες συνταγές και αρώματα!

 

 

* Η Τίνα Κουτσουμπού γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Εργάσθηκε στην Εμπορική Τράπεζα. Μέλος της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων και της Ε.Σ.Μ.Η.Ε. Πεζά της κείμενα δημοσιεύθηκαν στο Αθηναϊκό ημερολόγιο, Ημερολόγιο Αρχιπελάγους των Εκδόσεων Φιλιππότη, και άρθρα της στον τοπικό τύπο της Καλαμάτας όπου σήμερα διαμένει. Πολλά διηγήματά της βραβεύτηκαν σε λογ/κούς διαγωνισμούς. Βιβλία της- συλλογές διηγημάτων: Ο καινούργιος, εκδ. Γαβριηλίδης 2015, Του καιρού Γυρίσματα εκδ. Διάνυσμα 2016.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top