Fractal

…και μετά με κέντρισε η Μέλισσα

Γράφει η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη // *

 

Για το μυθιστόρημα του Κυριάκου Αθανασιάδη, «Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» (Εκδόσεις Ψυχογιός)

 

Μια παλιά μου συνάδελφος είχε στα νιάτα της σαν δεύτερη απασχόληση τη μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά των βιβλίων Άρλεκιν – ή Βίπερ Νόρα, δεν θυμάμαι πια. Βαριόταν θανάσιμα, μου έλεγε, αυτή την απασχόληση, της άφηνε όμως ένα γερό χαρτζιλίκι. Και, για να σπάει τη βαρεμάρα της, είχε εφαρμόσει μια τακτική: Μόλις έφτανε σε μια περιγραφή προσώπου, έκλεινε το βιβλίο κι έγραφε από μνήμης κάποια παλιότερη περιγραφή που κλήθηκε να μεταφράσει σε άλλο βιβλίο. Οχτώ στις δέκα φορές δεν είχε ν’ αλλάξει παρά μια-δυο λέξεις.

Αυτήν ξέρω να λένε γυναικεία λογοτεχνία· βιβλία με ρηχά, γλυκανάλατα και εύπεπτα θέματα, που προσφέρουν επιφανειακή απόλαυση, ίσα για να περάσει η ώρα, βιβλία με παρόμοια συνταγή, όπου μια καλή δόση έρωτα βοηθά την αναγνώστρια να ξεφύγει και να ονειρευτεί. Αυτού του είδους η λογοτεχνία έχει αναμφισβήτητα το κοινό της και, είτε το θέλουμε είτε όχι, δίνει μια σημαντική οικονομική ανάσα τόσο στους εκδότες που τη φιλοξενούν, όσο και στα βιβλιοπωλεία.

Αν και γυναίκα κι εγώ, αυτού του είδους η λογοτεχνία δεν με αφορά. Όπως δεν με αφορά η ντάνα με τα περιοδικά που βρίσκω στο τραπεζάκι του κομμωτηρίου, ή κάποιες σειρές στην τηλεόραση που συνήθως προβάλλονται λίγο πριν ή λίγο μετά από το κεντρικό δελτίο των ειδήσεων. Το λιγότερο που μπορώ να πω για αυτού του είδους την ψυχαγωγία, είναι πως για μένα μετρά στον χαμένο χρόνο.

Και μετά ήρθε η Μέλισσα. Ή, πιο σωστά, «Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας». Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Στη γυναικεία λογοτεχνία το κατέταξε ο εκδοτικός οίκος, δεν έφερε αντίρρηση σ’ αυτό ούτε ο συγγραφέας του, ο Κυριάκος Αθανασιάδης. Γύρισα κατευθείαν στο οπισθόφυλλο: μιλούσε για μια πανέμορφη μικρούλα και για την τύχη που την περίμενε στο νησί της. Κι εγώ υποπτεύτηκα ένα βιβλίο γεμάτο έρωτες και σαλιαρίσματα. Ξεροκατάπια. Από την άλλη, ο συγγραφέας μάς λέει πως πρόκειται για μια απίστευτη μεν, πραγματική, όμως, ιστορία που του εμπιστεύθηκε μια φίλη, διαδραματίστηκε στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα στο Ιόνιο, και μας τη μεταφέρει εδώ με τον τρόπο που ο ίδιος τη φαντάστηκε. Και είπα να του δώσω μια ευκαιρία.

Και τώρα δεν ξέρω τι πρέπει να σας γράψω εδώ.

Γιατί η «Μέλισσα» του Αθανασιάδη δεν είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται πίσω από τη γειτονική πόρτα, δεν παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας μέσα από τα στενά όρια μιας κλειδαρότρυπας και δεν μπορούμε να υποπτευθούμε, όπως η φίλη μου η μεταφράστρια, καμιά μα καμιά περιγραφή.

Δεν ξέρω πώς θα λεγόταν το έπος αν του έλειπε ο έμμετρος λόγος και που, εντούτοις, δεν μπορεί να διαβαστεί διαφορετικά παρά να απαγγελθεί· που διατηρεί τα πλούσια χαρακτηριστικά του, με την πλοκή διανθισμένη με πολιτιστικά και καλολογικά στοιχεία, που είναι λυρικό χωρίς να γίνεται γλυκερό. Μια καθαρή αφήγηση, όπου όλο νομίζεις πως υποπτεύεσαι την εξέλιξη κι όλο να ’ρχεται η επόμενη σελίδα και να την ανατρέπει. Ήδη από τις πρώτες σελίδες άρχισα να αντιλαμβάνομαι μέσα από πολύ απλές εκφράσεις πως κάτι δεν πάει καλά με την κατηγοριοποίηση που δέχτηκε το βιβλίο. Διάβαζα για παράδειγμα:

…όταν ήμασταν μικρές, μοιραζόμασταν όλα μας τα μυστικά, ό,τι πιο πολύτιμο είχαμε μέσα μας – τόσο πολύτιμο, που έπρεπε να μην το κρατήσουμε μόνο για μας.

 

Και μετά:

 

Η ζωή είναι σαν το τρεχούμενο νερό που γεννιέται από μια τρύπα στον βράχο, κατρακυλάει από το βουνό, ποτίζει τον αγρό και ξάφνου χάνεται, σκορπιέται, γίνεται ένα τίποτα κι ένα χαμένο αχ! που δεν είναι εκεί κανείς για να τ’ ακούσει.

 

Πολύ σύντομα συνάντησα ένα απίστευτο κρεσέντο, το πρώτο από πολλά που θα ακολουθούσαν σ’ αυτό το βιβλίο των αλλεπάλληλων ανατροπών:

 

Μούτρωναν και ζάρωναν τα τρία παιδιά, μούγκριζε μέσα από τα κλειστά δόντια της η μάνα τους, βόγκαγε έξω στους δρόμους ο πατέρας τους, μαστίγωνε το κρύο όλο το χωριό και όλο το μικρό νησί, τσούζανε ολωνών τα μάτια και μπούκωνε από την κάπνα η μύτη τους, ώσπου ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση καμιά, ένας γίγαντας που ζούσε κάτω από τη γη και είχε τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω, άρχισε να κοπανάει το χώμα με λύσσα και οργή, να κλοτσάει και να βρυχάται, να ουρλιάζει και να γελάει σαν τον τρελό, και όλο το χωριό, και όλο το μικρό νησί, σείστηκε και ταρακουνήθηκε όπως το καΐκι στο πέλαγος όταν σηκώνει ανεμοδούρα, και ο κόσμος πιάστηκε η ανάσα του και έχασε τα λογικά του, κι όλοι άρχισαν να προσεύχονται και να τρέχουν και να πέφτουν κατάχαμα στα τέσσερα και να σέρνονται και να τσιρίζουν, άντρες, γυναίκες, παιδιά, κι όλα τα ζωντανά στους στάβλους.

 

Ή που πρέπει να βρω τον τρόπο να εξηγήσω πως τόσο ο εκδοτικός οίκος όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας, έχουν κάνει γκάφα, ή που θα πρέπει να αναθεωρήσω την άποψή μου για τη γυναικεία λογοτεχνία που στο μυαλό μου εύλογα συγχέεται και πολύ συχνά συνυπάρχει με τη λεγόμενη «ροζ»και να δεχτώ πως στην κατηγορία αυτή συνυπάρχουν και βιβλία-μαργαριτάρια, ή. Νομίζω καλύτερα είναι να σας μεταφέρω λίγο καλύτερα το τι με περίμενε στο βιβλίο, κι εσείς, σαν τελικός κριτής, θα βγάλετε τα συμπεράσματά σας.

 

Το αντίτυπο στα χέρια μου έχει γεμίσει με θαυμαστικά, σημάδια δίπλα από αποσπάσματα που αχόρταγα είχα αρχίσει να σημειώνω όσο το διάβαζα. Αποσπάσματα όπως:

 

…ποιος είπε ότι η ζωή είναι κάτι άλλο εξόν από δυσκολίες, βάσανα, και χέρια που μαντάρουν τις τρύπες της, όπως οι γυναίκες μαντάρουν τις τρύπιες κάλτσες;

 

Ή:

 

Κι ύστερα, σαν πυροτέχνημα, ένα ζήτω κι ένα μπράβο, κι ένα ουφ! που βγήκε από εκατό καρδιές κι από εκατό στόματα, κι ας ήτανε λιγότερα εκεί μέσα [στο καφενείο].

 

Πώς μπορείς να διαβάσεις αλλιώς, αν όχι να απαγγείλεις, μια πρόταση όπως αυτήν εδώ:

 

Και τον δάγκανε ο Γιάννης εκείνο τον ώμο, απαλά να μην τον πονέσει και του αφήσει σημάδι. Κι όλα τα σημάδια τα μάζευε αυτός, στην καρδιά του, κι είχε έρθει κι έγινε όλος ένα σημάδι, κι ένας καημός.

 

Ή ακόμα:

 

[Η ζωή] είναι από την φύση της τοσοδούλα κι αυτή, σαν τη μέλισσα που σε τσιμπά και χάνεται, σαν και το τίποτα που σε τσιμπά και χάνεσαι.

 

Οι περιγραφές, πρωτότυπες, συγκλονιστικές, απόλαυση για την κάθε μεταφράστρια, σκέφτηκα· γιατί, κατά τη δική μου άποψη, αυτό το μυθιστόρημα πρέπει να ταξιδέψει και σε άλλα μήκη και πλάτη. Τρία παραδείγματα από τα δεκάδες:

 

…ο έμπορος –κακό χρόνο να ’χει, μεγάλος κλέφτης, ξακουστός, άσος στο παζάρι και διάβολος και κερατάς σκέτος–, ένας μικροκαμωμένος καμπούρης με πλάτες πλατιές σαν θημωνιά και χέρια στρεβλά και κεφάλι σαν τηγανίτα και μύτη σαν τη μελιτζάνα όταν έχει πάρει να σαπίζει, με τα δόντια του όλα χαλασμένα και μαύρα, αλλά ντυμένος ρούχα καλά, λες και ήτανε κανένας σπουδαίος, ίσα ίσα για να μπει στο μάτι των φουκαράδων του Ταφιά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα…

 

Τα μάτια της, μεγάλα και καστανά, είχαν πάντα υγρασία, που μέσα τους ο κόσμος αντικατοπτριζόταν θολός και τρεμάμενος, όπως άλλωστε πολλοί πιστεύουν πως πράγματι είναι.

 

[Η ομορφιά κατοικεί] σ’ εκείνα τα δυο ανεξιχνίαστα, μισόκλειστα μάτια – μισόκλειστα μα με τόσο επίμονο βλέμμα, που ένιωθες να σε τρυπά με βελόνες… θωπευτικές βελόνες… τι περίεργο. Σ’ εκείνα τα χείλια, που το ένα τους, το κάτω, προεξείχε λιγάκι, δίνοντας στον κάτοχό τους ύφος σκανταλιάρικου αγοριού. Σ’ εκείνη την ελιά δεξιά από το στόμα του, κόκκινη σαν το αίμα και περίεργη, σαν μικρό, μικρούλι βατόμουρο…

 

Κυριάκος Αθανασιάδης

 

Και οι εικόνες δεν εξαντλούνται στις περιγραφές των προσώπων. Αφού έκλεισα το βιβλίο για τελευταία φορά, οι τόποι όπου διαδραματίστηκε η ιστορία συνεχίζουν να με συνοδεύουν λες και τους γνώρισα κι εγώ από κοντά:

 

Η χώρα στεκόταν κοντά δυόμισι αιώνες τώρα στη θέση της, ήσυχη, ειρηνική, και αναπνέοντας τον αέρα της θάλασσας, της ελιάς, του μελιού, του σεισμού και της αρχαιότητας. Πιο παλιά, ήταν χτισμένη μέσα σε κάστρο με ψηλά τείχη, που ο χρόνος –ο μεγάλος εκπορθητής– ήρθε και ρήμαξε, μα οι Αρχές από πριν ακόμα είδαν εκείνο τον μικρό οικισμό, των ιχθυοτρόφων και των εργατών που πιάνανε τ’ αλάτι από τις αλυκές, και τον λιμπίστηκαν. […] Μια γλώσσα πλατιάς γης χωνότανε δοξαστικά στα πράσινα και γαλανά νερά, που αστράφτανε σαν το τοπάζι στον ήλιο, μια γλώσσα χώμα που γρήγορα γέμισε ανθρώπους· και οι πρώτοι άνθρωποι έφεραν κι άλλους, και γέννησαν κι άλλους, και αγάπησαν μεταξύ τους και μόνοιασαν, και την πλημμύρισαν και την ευλόγησαν με τον μόχθο τους.

 

Δεν τελειώνουν εδώ αυτά που θέλω να πω γι’ αυτό το βιβλίο. Έχω ακόμα να τονίσω τις τόσο πρωτότυπες και ιδιαίτερες παρομοιώσεις:

 

Η μέρα ήταν καθαρή σαν γυαλί που το έτριψες με εφημερίδα και νερωμένο ξίδι.

 

Κι αλλού:

 

…ο χρόνος είναι πολύτιμος και δανεικός, κάποιος μάς τον έχει δώσει κι έρχεται κάθε μέρα και βλέπει τι τον κάνουμε, κι έχει κι ένα μεγάλο καθολικό και γράφει επάνω με το μολύβι του το και το, όπως μουντζουρώνει τα παλιόχαρτά του ο Χρήστος ο Κούρτης, στον Ταφιά, για να θυμάται τα βερεσέδια, ο καφετζής με το ένα γουρλό μάτι και με τη βρόμικη πετσέτα όλο περασμένη στον ώμο σαν επωμίδα συνταγματάρχη.

 

Κι ακόμα:

 

[…] η προφητεία είχε δοθεί άπαξ, κι όποιος δεν την είχε ακούσει, έμελλε να τη ζήσει από το πρώτο της γράμμα μέχρι το τελευταίο μέσα στην πραγματική ζωή – αυτό το μέγα άθροισμα των δακρύων και της οδύνης, με τα μικρά μόνο παραθυράκια με τα γελαστά μυστικά και τις λιγοστές χαρές.

 

Και να σας δώσω ένα μικρό δείγμα από τις τόσο ευφάνταστες λεπτομέρειες που μοιράζεται ο συγγραφέας μαζί μας:

 

Και είχε τα γράμματα […] σε έναν σάκο από λινάτσα που κάποιος πήρε και έγραψε με κόκκινα γράμματα επάνω του ΕΠΙΣΤΟΛΕ, μόνο και μόνο για να σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν δεν ήξερε να γράψει σωστά τη λέξη στα αρχαία ή αν του είχε σωθεί η μπογιά μόλις τελείωσε το προτελευταίο γράμμα.

 

Και λίγο πιο κάτω:

 

…άπαξ και το άνοιγες [το σακί με τις επιστολές] πετάγονταν έξω από τη λινάτσα και κύκλωναν μέσα σε μια στιγμή, και σε ένα καρδιοχτύπι, το νησί, και το άλλαζαν μια και για πάντα, μέχρι να ρουφήξουν τα νέα μέσα τους, να τα πάνε ίσα με το μεδούλι, κι εκεί να γίνουν κτήμα τους και κομμάτι από τη μοίρα του καθενός.

 

Κάποιες περιγραφές σκηνών που εκτυλίσσονται κατά την πλοκή, σε αφήνουν άφωνο. Όπως ο καβγάς μεταξύ δυο ανδρών που περιγράφεται στις σελίδες 160 μέχρι 162· σαν σκηνή από την Ιλιάδα του Ομήρου που μνημονεύεται επανειλημμένα στο βιβλίο.

 

Αλλά, με τη φόρα που πήρα, αν αντιγράψω κι αυτό το απόσπασμα, φοβάμαι πως θα καταλήξω να αντιγράφω ολόκληρο το βιβλίο… Παραδείγματα μόνο σάς έδωσα από τις «Τέσσερις εποχές της Μέλισσας», αυτό το βιβλίο-ταξίδι. Έτσι το λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στο κείμενο του επιλόγου, ταξίδι, όμως, είναι και για τον αναγνώστη. Κι αξίζει κανείς να το κάνει από την αρχή μέχρι το τέλος.

Ένα ονειρεμένο ταξίδι με καπετάνιο έναν ικανότατο μαέστρο του λόγου.

 

 

* Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη είναι συγγραφέας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top