Fractal

Η ταυτόχρονη μυθοποίηση και απομυθοποίηση του παιδικού βιώματος στον Μεγάλο Δρόμο του Χριστόφορου Λιοντάκη.

Γράφει ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης // *

 

Χριστόφορος Λιοντάκης, “Ο Μεγάλος Δρόμος”, Γαβριηλίδης 2017

 

Στην ομιλία που έδωσε ο Λιοντάκης κατά τη βράβευσή του το 1993 με το βραβείο του Νίκου Καζαντζάκη από τον Δήμο Ηρακλείου Κρήτης, τόνισε ότι η αντανάκλαση των εικόνων της παιδικής του ηλικίας στον εσωτερικό του καθρέφτη «διατύπωνε το έσοπτρο αίνιγμα. Ένα αίνιγμα που δεν λύθηκε, εξακολουθεί όμως να ιριδίζει μέσα από τις μνήμες και τα χάσματα».

Επί της ουσίας ο Λιοντάκης με το πρόσφατο βιβλίο του, στο οποίο και καταγράφει τα παιδικά του βιώματα στο χωριό του Ίνι και στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Αρκαδίας του νομού Ηρακλείου, αφηγείται αυτούς τους μνημονικούς ιριδισμούς που φωτίζουν, όσο φωτίζουν, την ποιητική του περιπέτεια, τον ποιητικό του δρόμο, ο οποίος και διανοίγεται με τον τρόπο που γράφει ο Ρεμπώ, με τον τρόπο δηλαδή και τον χρόνο της παιδικής ηλικίας που αποτελεί και «τον παντός καιρού μεγάλο δρόμο»- στίχος που δανείζει και τον τίτλο του βιβλίου.

Έτσι τα παιδικά χρόνια του ποιητή από το 1945 έως το 1956 στην μετακατοχική Μεσαρά (τη μεγάλη πεδιάδα του νομού) έμφορτα από τα παραδείσια χρώματα και αρώματα της οργιαστικής φύσης, από τα σκιρτήματα του ασχημάτιστου ακόμη σώματος και της πάλλουσας ψυχής, από τα αμίλητα πένθη της οικογένειας, από την κρυμμένη τρυφερότητα των γονιών, από την μόνιμη θλίψη της γιαγιάς, από τα σχολικά βιώματα του μονοθέσιου, από τα ακούσματα και θεάματα των τσιγγάνων και των προσφύγων της Μικρασίας, αποτελούν την καύσιμη ποιητική ύλη του Λιοντάκη.

Αλλά ως γνωστόν, η καύσιμη ύλη δεν φωτίζει μόνον ούτε καίγεται μόνον, καίει κιόλας. Και τούτο, διότι σε αυτά τα αφηγήματα-καθρεφτίσματα δεν συναντάς μόνον την ηδονική και εύφορη αίσθηση του εν σπαργάνοις λυρικού υποκειμένου που βιώνει τον αρκαδικό του παράδεισο, συναντάς και τον οδυνηρό κλοιό της ψυχικής μοναξιάς, τού χωρίς συγγενείς βίου, του μόνιμου πένθους, του βουερού κλάματος, των πολλών απαγορεύσεων, της τραχύτητας εν γένει που επέβαλαν στην καθημερινότητα  των ανθρώπων οι δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της δεκαετίας του ’40 και του ’50.

Υπό την έννοια αυτή, ο Λιοντάκης δεν εξιδανικεύει τις συνθήκες των παιδικών του χρόνων, αρκούμενος στη φυσική ευτοπία της γενέθλιας γης και της καταλυτικής επίδρασης που είχε πάνω του, αντιστέκεται σε αυτόν τον εύκολο και επιφανειακό εκρομαντισμό της ιστορικής εμπειρίας ούτε παρεκκλίνει, όπως προσφυώς τονίζει σε κείμενό της η Βαρβάρα Ρούσσου, «προς τον ηθικό ρεαλισμό της πεζογραφίας» (Αυγή 18/12/2017), αντιθέτως προφέρει και προσφέρει το συγκεκριμένο και το αθέατο με τους χαλύβδινους όρους της πραγματικότητας, «δημιουργώντας», όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, «μια τοιχογραφία της μεταπολεμικής ελληνικής επαρχίας». Κατά τούτο, το ατομικό στοιχείο συναντά το κοινωνικό με όλο τον «ηλεκτρισμό» που τούτη η συνάντηση επιγεννά.

Έτσι αντιλαμβανόμαστε περισσότερο το ένυλο υπόστρωμα της ψυχικής περιπέτειας του Λιοντάκη, τους όρους της ποιητικής του, τους γλωσσικούς και εκφραστικούς τρόπους, δηλαδή τους γνωσιακούς και νοητικούς ορίζοντες της ποιητικής του γραφής. Αυτά για τη δική μας αναγνωστική εμπειρία, καθώς βλέπουμε πώς ο ποιητής δένει το βίωμα με την αφήγηση, το συγκεκριμένο με το αφηρημένο, το δέντρο με το δάσος της γραφής. Βλέπουμε δηλαδή πώς λειτουργεί ο συγγραφέας σε αντίθεση απλώς με τον γράφοντα, καθώς ο συγγραφέας άνθρωπος, όπως τονίζει ο φιλόσοφος Αλέξανδρος Νεχαμάς, «δεν είναι το ποιητικό αίτιο του κειμένου αλλά το μορφικό/ τυπικό του αίτιο». Στην περίπτωση όμως του Λιοντάκη βλέπουμε συγχρόνως πώς λειτουργεί όχι μόνον ο συγγραφέας, αλλά και ο απλώς γράφων και καταγράφων τα βιώματά του άνθρωπος. Υπό το πρίσμα αυτό, στα αφηγήματα του Λιοντάκη έχουμε και το ποιητικό αίτιο και το μορφικό αίτιο. Να το πω κάπως διαφορετικά: βλέπουμε πώς ο συγγραφέας υποδύεται τον γράφοντα και πώς ο γράφων τον συγγραφέα σε ποσοστώσεις που ποικίλλουν κατά το μάλλον ή το ήττον προς την πλευρά του λογοτέχνη αλλά και του μη λογοτέχνη αφηγητή.

Έχει πάντως κανείς έντονη την αίσθηση ότι στη δέση της μνήμης με τα πράγματα και τα πρόσωπα, ο Λιοντάκης δεν αφίσταται, μολονότι υπάρχει τόση χρονική απόσταση από τις ρίζες του∙ ασφαλώς γίνεται με την αφηγηματική επιστροφή στην παιδικότητά του επισκέπτης, ένας επισκέπτης όμως που κατακλύζεται εκ νέου από το ρίγος του βιώματος.

Γι’ αυτό και σε πολλές περιπτώσεις έχουμε κρουστό τον λόγο, κοφτό το ύφος, σύντομη την πρόταση. Το βίωμα δεν χωρεί στην ανάπτυξη της ρηματικής φώνησής του, δεν επιθυμεί την παρενδυσία, δεν θέλει τη νόθευση. Του αρκεί η αναζωπύρωση της γυμνής αναφοράς, εκεί βρίσκει τις αρχικές του εστίες, την αρχική δύναμη του πυρός του. Ο Λιοντάκης παραδίδεται γυμνός στη γλώσσα του βιώματος, κυρίως αυτό γίνεται, παρότι μπορείς να διακρίνεις παράλληλα και το άρτιο γλωσσικό βίωμα του λογοτέχνη ανθρώπου. Υπό την έννοια αυτή όμως, το βιβλίο σημειώνει μια δυναμική δίκοπη, παλίντονη και παλίντροπη: προσφέρει το υλικό του με τη φορά της ταυτόχρονης μυθοποίησης και απομυθοποίησης. Τούτο είναι και το γυμναστήριο της γραφής αλλά και της ανάγνωσης αυτού του βιβλίου, με πεδίο άσκησης την ίδια τη μνήμη, την «γενάμενη παρόν», κατά τον στίχο του Άξιον εστί.

Αυτή είναι η δύναμη και η ποιότητα της μνημοτεχνικής γραφής του Λιοντάκη που ανακλά την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχομνημονικής λειτουργίας, της ενόρμησης δηλαδή που έχει η ψυχή να θυμάται και να καθορά τον εαυτό της στα πράγματα. Νομίζω ότι αυτό είναι καίριο γνώρισμα και στην καθαυτήν ποιητική γραφή του Λιοντάκη, στα ποιήματά του. Διότι η μνήμη, ως γνωστόν, δεν κρατά στα χέρια της μόνο την παιδική μας ηλικία αλλά και την ίδια την τέχνη ως αρχαία ήδη μητέρα και τροφός της. Την θεά Μνημοσύνη δεν επικαλούνταν οι αρχαίοι ποιητές;

 

Χριστόφορος Λιοντάκης

 

Τα κείμενα του Μεγάλου Δρόμου δεν είναι παρά τα ερατά και ορατά δώρα αυτής της επίκλησης, τα οποία και αφηγούνται επί της ουσίας (δανείζομαι τη φράση του Διονύση Καψάλη) πώς η παιδική ηλικία γίνεται υπόθεση των ποιητών, πώς ένας στενός τόπος γίνεται με τις χαρές και τις θλίψεις του ο πλατύς και βαθύς τόπος της ποίησης, πώς ένα παιδί παύει ή συνεχίζει με άλλο τρόπο να είναι παιδί, κατά τον πινδαρικό ύμνο, παιδί του ουρανού και της γης. Γι’ αυτό και τα αφηγήματα του Μεγάλου Δρόμου δεν είναι κείμενα απλοϊκής και άτεχνης συσσωρευτικής καταγραφής και νοσηρής νοσταλγίας. Αντιθέτως. Μαζί με την αφηγηματική χάρη και τον ρωμαλέο εκφραστικό τους τρόπο συνιστούν κείμενα–καθρέφτες, όπου βλέπουμε πώς η συνείδηση επιστρέφει στο ασυνείδητο, ο λόγος στο ενστικτώδες, η απουσία στην παρουσία, ο ενήλικος και ώριμος ποιητής στο άγουρο παιδί, o δόκιμος λογοτέχνης στον προφορικό αφηγητή.

Η συνάντηση με την παιδικότητα, και τούτο αποστάζεται με χαροποιό και πένθιμο τρόπο στη μυρωμένη γραφή του Λιοντάκη, είναι η συνάντηση με το ανεξίτηλο θαύμα και θραύσμα αυτού του κόσμου, η συνάντηση τελικώς με το άχρονο και το έγχρονο συγχρόνως, όπως την όρισε ο φωτεινός Ηράκλειτος στην Έφεσο. Θυμίζω: Αιών παις εστί παίζων πεσσεύων, παιδός η βασιλίη. Αυτό το αίνιγμα του χρόνου που παίζει και πεσσεύει τη ζωή μας, που δομεί δηλαδή και αποδομεί την ανθρώπινη ηλικία και τη σχέση μας με τα πράγματα γίνεται το πεδίο των αφηγήσεων του ποιητή, με άλλα λόγια το πεδίο του καλλιτεχνικού του ενστίκτου που τράφηκε με τον καιρό και με την καταγραφή των παιδικών του χρόνων συστρέφεται εκ νέου στον πυρήνα του.

Υπό την έννοια λοιπόν αυτή, αν τα παιδικά βιώματα του Λιοντάκη εξακτινώθηκαν σε ποιήματα, τώρα ο ποιητής επιχειρεί τον αντίστροφο δρόμο, ακουμπά ξανά τα χέρια του στο σώμα της μνήμης του, στα σημάδια αυτής της μνήμης, επί τον τύπον των ήλων. Γιατί η μνήμη έχει τα δικά της καρφιά, τη δική της σταυροαναστάσιμη ομολογία. Ο Λιοντάκης ξαναπιάνει το νήμα, όχι όμως για να βγει από τον Λαβύρινθο της μνήμης αλλά για να ξεναγηθεί ακόμη περισσότερο σε αυτόν. Στον Λαβύρινθο της ψυχής και στον Λαβύρινθο της γραφής. Συγχρόνως όμως ξεναγεί και εμάς τους αναγνώστες όχι μόνον στον δικό του λαβύρινθο αλλά και στους δικούς μας λαβυρίνθους, και τούτο δεν είναι λίγο.

 

 

Ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης είναι φιλόλογος

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top