Fractal

Κριτικά φύλλα (14): Ελένη Ε. Νανοπούλου, “Με τα μάτια”, Διηγήματα, Γκοβόστης, Αθήνα 2017.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

[Α]. ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Από το λιτό βιογραφικό της Ελένης Ε. Νανοπούλου στο πίσω μέρος του εξωφύλλου, μαθαίνουμε πως γεννήθηκε στην Ευαγγελίστρια της Κορινθίας, σπούδασε στη Φιλοσοφική Αθηνών και πως εμφανίστηκε στη λογοτεχνία ως ποιήτρια με τη συλλογή Ονείρων δεσμός άλυτος (2013). Αρκετά συχνά βλέπουμε τεχνίτη του λόγου να καταθέτει ως πρώτο έργο του την Ποίηση και να περνά στη συνέχεια στην Πεζογραφία. Στο βιβλίο της Ελένης Νανοπούλου υπάρχει κάτι το εκλεκτό και το απόλυτο ευφυές: εισέβαλε στην πεζογραφία καταγράφοντας μικρά πεζά με ποιητικές καταβολές, συχνά ονειρικές-υπερρεαλιστικές, χωρίς να εκτοπίζουν το θέμα, θέτοντάς το στα μάτια του αναγνώστη άστοχο και αδικαιολόγητο, όπως συμβαίνει σε ένα μέρος της σύγχρονης πεζογραφίας μας, όπου γεγονότα τυχαία και ανερμάτιστα καταγράφονται αυτόματα για να προσφέρουν από τις πρώτες κιόλας σελίδες αφόρητη πλήξη.

 

 

[Β]. Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ:  Η συλλογή είναι έξοχα δομημένη σε τέσσερα μέρη: Ι. Στο σπίτι, ΙΙ. Δικά μου, ΙΙΙ. Η γραφή, ΙV. Οι άλλοι και V. Οι άνθρωποί μου. Τα κείμενα αυτά αφορούν όλη την περίμετρο ενός βίου καθημερινής σκοπιάς, η οποία καταγράφεται με μια πρωτόγνωρη αλήθεια. Η Νανοπούλου, επιλέγοντας το καθημερινό και το φευγαλέο, και εν πολλοίς το αθέατο, καταφέρνει να το μετατρέψει ως σημαντικό και αιώνιο – στόχος κάθε σοβαρού γραφιά. Η συλλογή, από τη μια, αφορά τη ζωή του σύγχρονου πολίτη που βιώνει τον εσώκλειστο κόσμο του σπιτιού, της προσωπικής του ιστορίας, της σχέσης του με την τέχνη της γραφής, και από την άλλη, την καταγραφή του ΕξωτερικόΥ ΚόσμοΥ, όπως την επαφή του με τους άλλους, είτε είναι αυτοί δικοί του άνθρωποι, είτε γνωστοί ή φίλοι. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα αντικείμενα και πρόσωπα που συνθέτουν κι αποσυνθέτουν τη ζωή, προβάλλεται ως καταξίωση και στόχος η πεζογραφική της σφραγίδα, η μοναδική της αλήθεια, να καταγράψει όσα μας περιβάλλουν, πράγματα, σκηνές και φάσεις, που δεν τους δίνουμε σημασία, αλλά με την ικανή γραφή γίνονται σημαίνοντα.

 

 

[Ι]. Στο σπίτι: Το τμήμα αυτό του βιβλίου αποτελείται από 9 κείμενα (σελ. 13-26). 1]. «Ίλιγγος Θέσεως»: Η μάταια ελπίδα της ηρωίδας-αφηγήτριας για να απαλλαγεί από τον ίλιγγο, δηλ. τη νάρκη. «Να διώξεις τη ναυτία», ομολογεί. Πάντως, το τέλος του κειμένου είναι αφοπλιστικό: «Ή θα δεχτεί ότι η ζωή είναι κάπως ασταθής, ευμετάβλητη και παραπαίουσα. Σαν τη δική σου». 2]. «Η Επιδρομή»: Της σκόνης. «… στρώμα υπόλευκης σκόνης, απλωμένο στις άκρες και σε όλες τις γωνίες του δωματίου μου». Μάταια η αντιμετώπισή της. Η αθέατη εισβολή της σκόνης, η αποτυχία της απαλλαγής της και η τελική καταφυγή της ηρωίδας στο κρεβάτι της: στο πιο ασφαλές μέρος του σπιτιού που η ακινησία και η χαλάρωση προσφέρουν τουλάχιστον όνειρα. 3]. «Δέρμα φιδιού»: «Ένα απλό καθημερινό παντελόνι – από αυτά που έχουν γίνει στο πετσί μας από την πολλή χρήση. Όμως η ακριβή δερμάτινη ζώνη ήταν πολύτιμο δώρο». Η αφηγήτρια στέκεται μπροστά στον καθρέφτη. Στο τέλος, η σκηνή που περιγράφεται φαντάζει αφυδατωμένα υπερρεαλιστική, αλλά είναι συμβολική. Τα πάντα ζώνουν (περιζώνουν για τα καλά μάλλον), ακόμα και τα χρήσιμα, αγαπημένα αντικείμενα, τις στιγμές ενός χρόνου που στοιχειώνει τη μνήμη και την παραποιεί.

 

 

4]. «Χωρίς φως»: Το κείμενο αφορά το καμένο φωτάκι της νύχτας. Την ανίχνευση των αντικειμένων του δωματίου μέσα στο σκοτάδι τη βοηθούν η όραση, τα πόδια και τα χέρια. Η Νανοπούλου όμως ξέρει να κλείνει το κείμενό της με μια έκπληξη: «Κάποτε οι ήρωες προχωρούσαν στο σκοτάδι. Τώρα, που οι ήρωες δεν υπάρχουν, είναι μια πρόβα γενική. Επαγρύπνηση, αναμονή, ικανοποίηση. Μικρή ζωή στο σκοτάδι. Με τις άλλες αισθήσεις σε ένταση γίνεται πιο φωτεινή». 5]. Στη «Διεκδίκηση» βλέπουμε την ανήμπορη αφηγήτρια να διεκδικεί αποφασισμένη την κίνησή της μέσα στον δικό της χώρο, αυτόν του σπιτιού. Το κάθισμα του γραφείου δοκιμάζει την επιθετικότητά της, επειδή μονοπωλεί για λογαριασμό της την ιστορία και τις μνήμες του παλαιού γραφείου. «Του έδωσε μια με τα δυο της ποδάρια και την πλάτη, μια σπρωξιά και τσούλησε το κάθαρμα στην άλλη άκρη». 6].  «Οι Δίδυμες»: Τρυφερότατο κείμενο, κάπως σόλοικο στην ύλη του βιβλίου, που θα μπορούσε να γίνει ένα εκτενές διήγημα, αλλά η αφηγήτρια, προερχόμενη από την ποίηση, κατέχει στην εντέλεια τη συμπύκνωση του λόγου. Χιονούλα και Ροδούλα, οι δίδυμες. «Πιο λευκή η μία, πιο ροδαλή η άλλη». «Πάντα μαζί, ύπνο-ξύπνιο». Ο χαμός της μίας («κάτι ανάμεσα σε παιχνίδι και φρίκη») αναγκάζει την άλλη αδερφή να την ψάχνει δυο μερόνυχτα, έως ότου, την τρίτη μέρα αυτοκτονεί μέσα στην απόγνωσή της. Η Νανοπούλου τις ονομάζει «hemidaktylus turcicus»,[1] πετυχημένη μεταφορά-παρομοίωση.

 

 

 

7]. «Η ξεχασμένη βελόνα» συνδέεται με την Εποχή των παταριών. Κατά την εξέταση της κουρτίνας μια βελόνα τσιμπάει το δάχτυλό της αφηγήτριας. Η μεταφυσική ερμηνεία του συμβάντος την οδηγεί στο να βρει την αλήθεια στην αναπάντεχη λήξη μιας φιλίας καταλήγοντας: «όχι, δεν χάνονται έτσι οι φιλίες και να περιμένει μια κίνηση, μια μικρή χειρονομία, ένα απλό λόγο, σα να στέκεται μπροστά στον τίτλο του βιβλίου “κάτι θα γίνει, θα δεις”. [2] Το αίμα από το τρύπημα της βελόνας στο δάχτυλό μου λέρωσε λιγάκι το ύφασμα. Δεν θα το πλύνω σκέφτομαι, να το βλέπω. Να μου θυμίζει. Μέχρι να πάρω μιαν απόφαση». 8]. Στην «Τρελή κουρτίνα» (εξαιρετικό) αναφέρει τις αυξομειώσεις του υφάσματος μιας κουρτίνας ανάλογα με την υγρασία ή την ξηρασία της μέρας. Παρ’ όλο που αυτό μπορεί να συμβαίνει, το κείμενο φαντάζει σαν μια υπερρεαλιστική νότα. Η παράγραφος της σελ. 24 «Ξέχασα, λοιπόν,…. Θα γίνει κάποτε» είναι μοναδική, όπως και η καλή διάθεση της αφηγήτριας που ακολουθεί, για να καταλήξει στο ξεχωριστό εύρημα: «Γι’ αυτό είπα ότι έχει κι αυτή τις καλές της και της κακές της. Όπως κι εγώ. Με τη βαρυθυμία, την υγρασία, το νοτιά, πέφτει η διάθεσή της, μικραίνει και σέρνεται. Με την ευφορία, τη δροσιά, το μαϊστράλι, ανεβαίνει η διάθεσή της, μικραίνει κι ανεμίζει. Και είναι έτσι, όπως σας το λέω». 9]. «Αλλάζοντας σελίδα»: Ξεχωριστό κείμενο που αφορά το διάβασμα στο κρεβάτι ενός βιβλίου 70 σελίδων του 1982. Η φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου, που αντικρίζει στην κορνίζα λίγους μήνες πριν την αποχώρησή του από αυτόν τον κόσμο. Οι φράσεις του βιβλίου που παρατίθενται σε κάθε αλλαγή σελίδας, ταυτίζονται απόλυτα με την ένταση των στιγμών που προκαλεί η μνήμη του προσώπου. Η αγάπη τους αμοιβαία, αλλά «δεν πρόλαβε να του δώσει ένα ποτήρι νερό – που λένε».

 

 

[ΙΙ]. Δικά μου: Εδώ έχουμε 6 κείμενα (σελ. 31-42). Στο 2ο μέρος του βιβλίου, η αφηγήτρια στρέφεται εις εαυτόν. 1]. «Με τα μάτια»: Ο τίτλος δίνει και το όνομα στη συλλογή. Το κείμενο αφορά τη σπουδή της Νανοπούλου για την τέχνη της ζωγραφικής. Αναρωτιέται τι προηγείται της τέχνης αυτής και ομολογεί: «Εκείνο που ξέρω καλά είναι να δημιουργώ αόρατες για τους άλλους μορφές», αλλά «Πάντα ξεκινώ από τα μάτια» – κανόνας της ζωγραφικής. Οι μορφές ολοζώντανες μπροστά της, που, «αντί για στόμα είχαν μια φυτρωμένη κραυγή», κι αυτό την κάνει να διστάζει να τις συνεχίσει, μήπως και ζωντανέψουν, αλλά και πάλι δεν θέλει να τις αφήσει να χαθούν. 2]. «Τα κατσαρά»: (τρυφερότατο). Η ταραγμένη εφηβική ζωή με τα συμπλέγματά της εξωτερικής εμφάνισης, τα κατσαρά μαλλιά. Η χειρονομία της καθηγήτριας που της χάιδεψε τα μαλλιά σε εκδρομή της Ε΄ Γυμνασίου, «λέγοντας, από το πολύ τραγούδι έφραξε η φωνή σου», την κάλμαρε προσωρινά για το μίσος που ένιωθε για τα μαλλιά της. Μετά από χρόνια, είδε το όνομα της καθηγήτριας, ως λυκειάρχη πια, σε άλλο σχολείο. Τώρα τα μαλλιά της ήταν ίσια. «Άραγε θα την αναγνώριζε, αν συναντιούνταν, μάλλον όχι». Όταν το σγουρό ήρθε στη μόδα, έπαψε να τα ισιώνει, αλλά άρχισαν να γκριζάρουν. Στις τζαμαρίες των βιτρινών ξαναβλέπει τα μαλλιά της και «τους ζητάει σιωπηρά συγγνώμη για τα παλιά της αισθήματα». 3]. «Φαγωμένα»: Αναφέρεται στα νύχια, παιδική ή εφηβική συνήθεια. Αν και όλα τα κορίτσια φρόντιζαν τα νύχια της, γι’ αυτήν «η καλαίσθητη όψη των νυχιών της» δεν ήταν αναγκαία. Μάταιες απόπειρες να βάλει τέλος στην κακή αυτή συνήθεια. Ακόμη και βαμμένα τα έτρωγε. Στο τέλος, η συμφιλίωση με την ονυχοφαγία ήταν κάτι αναπόφευκτο. Το βάσανο να τη στερηθεί ήρθε με τον επίλογο του κειμένου: «Τι θα έκανε χωρίς αυτά; Πώς θα διάβαζε, πώς θα έγραφε χωρίς να τα τρώει. Τι ζωή θα ήταν κι αυτή; Στερημένη κι άνοστη. Δεν τη θέλει». 4]. «Εμβοές» νυχτερινές στ’ αυτιά. «Βόμβος συνεχής». Αναγκάστηκε να βάλει κλειστές τις παλάμες στ’ αυτιά της. Η εικόνα της λίμνης την κάνει να θυμηθεί «Ένα μουρμουρητό, μονότονο, μακρινό». Οι εμβοές, ως παράσιτα τώρα, την ενοχλούν, και η αλλαγή θέσης δεν έδωσε λύση. «Κάποια στιγμή κατάφερα να φέρω τις μικρούτσικες μπουνιές μου ως τα αυτιά. Η ηχώ απ’ το κλάμα μάκραινε σιγά-σιγά ώσπου χάθηκε κι έτσι αποκοιμήθηκα». 5]. «Το καλό» είναι γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο και αναφέρεται στο δεξί χέρι που η αφηγήτρια το περιεργάζεται, ως αποκομμένο, γερασμένο αλλά με νεανική θέληση, τσουρουφλισμένο από τον ήλιο όταν το άφηνε στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Το πρωινό της θύμισε την περασμένη νύχτα με την πανσέληνο του Αυγούστου. «Εκείνοι, οι δυο τους, είχαν πάει τον αύλειο χώρο του κοντινού μουσείου της Σικυώνας», όπου θα γινόταν συναυλία και είχε μαζευτεί κόσμος και πλήθος καλλιτεχνών. Οι πολιτικοί που παρευρίσκονταν λοιδορούνταν από τον κόσμο. Το βλέμμα της επικεντρώθηκε στο μαυρισμένο δεξί της χέρι με το βραχιόλι και το δαχτυλίδι, χαρισμένα από την κόρη της. Η Νανοπούλου κι εδώ ξέρει να κλείνει θαυμάσια το μικρό αυτό αφήγημα: «Μπορεί να αγκαλιάζει με αγάπη και τρυφερότητα, να χαϊδεύει, να κρατάει το βιβλίο, να γράφει, να μαγειρεύει, να κολυμπάει και με τα δυο. Το δεξί όμως είναι το καλό της. Το χέρι». 6]. «Δεξί πόδι»: Η συγγραφέας παρατηρεί «Αφυδατωμένη επιφάνεια με μικρές λευκές κηλίδες». Η περιγραφή είναι χαρακτηριστική, «Ροζ ή υπόλευκες μένουν…». «Στο κάτω μέρος του δυο γραμμές κάθετες…» ίσαμε να προστεθεί στην επόμενη παράγραφο η φράση: «Αυτές οι δυο λεπτές κόκκινες γραμμές θυμίζουν εκείνο το κρακ που άκουσα πέφτοντας ξαφνικά». Κάταγμα, χειρουργείο και μετά τον πόνο απομένει ο χρόνος της αποκατάστασης. (Αναφορά στο βιβλίο Πολλαπλά κατάγματα του Γιώργου Ιωάννου). Οι γραμμές δεν εξαλείφθηκαν, αλλά «Μετά από τρία χρόνια προστέθηκαν δυο νέες για παρέα». Το δεξί πόδι αποθεραπευμένο πια, αλλά μη αναγνωρίσιμο.

 

 

[ΙΙΙ]. Η γραφή: Εδώ έχουμε 4 κείμενα (σελ. 45-48), που αποτελούν τη σχέση της Νανοπούλου με τη συγγραφική τέχνη-δημιουργία. 1]. «Καλές προθέσεις»: Αφορούν τις προσθέσεις της Γραμματικής και τη μεταφυσική λειτουργία-θέση τους στον λόγο, όταν δραπετεύουν από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη: Η Δια ή Εκ και το γιώτα (ι) του Δια και το Έψιλον (ε) του Εκ έχουν κι άλλες χρήσεις ακόμη και το Άλφα (α) που μετατρέπεται σε έκπληκτη κραυγή ααα! 2]. Στην «Ενοχή», η ίδια η λέξη; μεταμφιεσμένη σε σύγχρονη γυναίκα και προσκεκλημένη από τον δάσκαλο, κάθεται πλάι στην είσοδο της αίθουσας διακριτικά για να «μην διακόψει ή διασπάσει την προσοχή μας». «Βγαίνοντας από το σκιερό δωμάτιό της είχε αφήσει πίσω το σκύλο, τα τετράδια, την πένα, τους στίχους, τις παύλες της, το λευκό φόρεμά της» Μαύρα μαλλιά και μαύρες μπότες. Η Νανοπούλου κλείνει το σύντομο αυτό κείμενο με τις δύο φράσεις: «Την είδα. Είδε πώς την κοίταζα κατάματα, και ψέλλισε δειλά: Δεν είμαι η Emily, Ξανθή με λένε». Το τέλος του κειμένου δε λειτουργεί αποτελεσματικά, χώρια που θυμίζει ανάλογα κείμενα που τελειώνουν έτσι. Η μεταμφιεσμένη Ενοχή δεν καταξιώνει το κείμενο ως παρουσία και συμπεριφορά. Ίσως ένας άλλος τίτλος, όπως αυτός της Έμπνευσης θα ήταν πιο εύστοχος. 3]. «Το μυρμήγκι»: Είναι όντως ένα πετυχημένο κείμενο, που αφορά την εισβολή του εντόμου στο γραφείο της  συγγραφέως, «που σφύζει από ζωές πραγμάτων». Θρονιάζεται μάλιστα στη μέση του αφημένου χαρτιού πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή. «Ήρθε να γεμίσει το κενό». Το μυρμήγκι αδύνατο να εγκαταλείψει τον χώρο του, και, συν τοις άλλοις, «Στην άλλη λευκή οθόνη έπαιζαν μυγάκια, αράχνες ακάρεα». Εδώ πρωτοστατεί η γραφή και τα απρόοπτά της που όλα υπολογίζονται, και πρέπει, κατά τη στιγμή της εκκόλαψης της τέχνης. 4].  «Άγνωστη λέξη»: Εδώ, η λέξη «καθημαγμένοι» (καθαιμάσσω) δηλ. «ματωμένοι, ρημαγμένοι, κατεστραμμένοι» που την αναφέρει αρκετές φορές ο δάσκαλος για τον Καρυωτάκη, τονίζοντας πως η παιδεία δεν είχε καμία σχέση με την ποιητική του τέχνη. Η μνήμη της Νανοπούλου από τα παιδικά χρόνια; που τη βασανίζει η ορθογραφία της συλλαβής «θη» ίσαμε τα τωρινά χρόνια… όπως οι λέξεις «ιστός» και «αράχνη» και «θολά τζάμια» του ποιήματος. Ο θάνατος όσων χάθηκαν ταυτίζεται με τη μετοχή «μαθημαγμένη» που η συγγραφέας επωμίζεται στο τέλος του κειμένου ως θαυμάσιο εύρημα.

 

 

[IV]. Οι άλλοι: Το τμήμα αυτό του βιβλίου περιλαμβάνει 8 κείμενα (σελ. 51-64), αναφερόμενα στον ανθρώπινο περίγυρο με βλέμμα αρκετά διεισδυτικό. 1]. «Απέναντι»: Ένας γηραιός κύριος, γνωστός στην περιοχή που συχνά μουρμούριζε για νερό, «τελικά δεν μούσκεψα, ξηρασία φέτος, δεν κατέβασε νερό», σταματημένος στο φανάρι, παρακαλεί την αφηγήτρια να τον περάσει απέναντι. Επ’ ευκαιρία του γεγονότος η Νανοπούλου περιγράφει παραστατικά την περιοχή, νοτισμένη με ένα πνεύμα παρακμής και νοσταλγικού θανάτου. Το αργό πέρασμα στο απέναντι πεζοδρόμιο ταυτίζεται με «βαθύ ποτάμι». Η λεωφόρος πλήρης νερού. 2]. «Κορίτσια ξαπλωμένα»: (Θα μπορούσε να ήταν ταινία μικρού μήκους). Ο Βασιλάκης παίρνει από τη μητέρα του ένα εικοσάευρο για να επισκεφτεί στο «Παλιό Σπίτι» που βρίσκεται στη γειτονιά της για να δει «τα κορίτσια ξαπλωμένα». Μα ο γιος της δεν πήγε εκεί. Μπαίνει σε ένα παλιό κατάστημα ρούχων κλειστό που ενοικιάζεται από το 2010. Παραβιάζοντας την πόρτα, καλύπτει με μια εφημερίδα «δυο γυμνές γυναικείες κούκλες που ήταν παρατημένες στο σκονισμένο δάπεδο». 3]. «Στο δρόμο»: αποτελεί ένα πικρό συναπάντημα κάποιου με τον «κοντούλικο ανθρωπάκο με το τσιγάρο στο στόμα». Είκοσι χρόνια που τον συναντά δεν έχει δει το βλέμμα του. Όταν τον ρωτάει ο κοντούλης αν καπνίζει, ο άλλος, πριν του απαντήσει, «αναχωρεί». Συμπτωματικά, τον άλλο, καθώς πήγαινε σε περίπτερο για να αγοράσει τσιγάρα, τον πλημμυρίζει η στοργή. Ομολογεί πως «την επομένη φορά θα γίνει σίγουρα η συνάντηση»….. «χωρίς να την εγκιβωτίσει στα γραπτά του». 4]. «Τότε»: Το καλύτερο ποιητικό αφήγημα της Νανοπούλου από άποψη κατάκτησης γλώσσας. «Το πρωινό χτύπημα της αξίνας στο ξερό χώμα», «η κόκκινη οχιά κουλουριασμένη κάτω από το μάρμαρο», και «τα δέκα σκυλιά που ολολύζουν τη στιγμή που η γηραιά τροφός τους φεύγει από το σπίτι», προσφέρουν εικόνες της ίδιας της ζωής που γλιστράει γύρω μας ιερή και ανεπανάληπτη, πλήρης συναισθημάτων. 4]. «Η Κατάρα»: Η κατάρα ενός πενηντάρη συνδυάζεται μ’ ένα λατρεμένο σκύλο που ψυχορραγεί από φόλα. Ο άντρας της συγγραφέως καταριέται αυτόν που τόλμησε αυτή την ανόσια πράξη. Κάποιος από τους ενόχους είχε μετά από λίγα χρόνια, αποτρόπαιο τέλος. Η δύναμη της κατάρας πιάνει. 5]. «Στο τσιμέντο»: Κατακαλόκαιρο, Μύλος Κυκλάδων. Δυο κοριτσάκια, εξαδελφούλες, καθισμένα στο τσιμέντο, παίζουν πεντόβολα με λευκά βότσαλα, ολοστρόγγυλα σαν κουφέτα. Η σκηνή είναι εξαιρετική. Απορροφημένες στο παιχνίδι τους, φανερώνουν την ανέμελη πλευρά της ζωής που έχει η παιδική ηλικία. 6]. «Το γατί και το κορίτσι»: Εδώ είναι εξαιρετική η σεξουαλική χειρονομία του έφηβου/ων της γειτονιάς με την αιχμαλωσία της σκούρας γάτας μετά από τρίτη προσπάθεια, που ανήκει στην όμορφη κοπέλα τη Μαύρα, που, τόσο αυτή, όσο και η γάτα της, δεν έδιναν καμία απολύτως σημασία στα αγόρια. Η σύντομη πλοκή είναι άκρως ευρηματική. Η χειρονομία συνεχίζεται στο τέλος με κλειστά μάτια με όνειρο τη Μαύρα, μέχρι και ο γέρος, «απέναντι στο παράθυρο να χαζεύει, να του τρέχουν τα σάλια». 7]: «Τα Τζιτζίκια»: Μεταφερόμαστε στην Ισπανία. Καλοκαίρι, «Μυρωδιές από κατσίκια και πρόβατα». Στο πλάνο ο μικρός Φεντερίκο (Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα 1898-1936), «ξυπόλητος με το κοντό παντελονάκι και τις ράντες», καλομαθημένος από τη μητέρα του. Η σχέση του μικρού με τα τζιτζίκια – λες και τον καλούσαν. Άγγιζε ένα τζιτζίκι και το έφερνε στ’ αυτί του. «Έχτιζε τα θεατρικά του», από τότε, μιλώντας του. «Ατέλειωτοι διάλογοι».

 

 

[V]. Οι άνθρωποί μου: Το τμήμα αυτό του βιβλίου, ως Έξοδος της ιδιότυπης αφήγησης της Ελένης Νανοπούλου, (τι πιο σωστό να μιλήσει για τους δικούς της) περιλαμβάνει 7 κείμενα (σελ. 65-80). 1]: «Αν»: Αποχώρηση από νησί των διακοπών επιλέγοντας την πιο μακρινή διαδρομή για το αεροδρόμιο: «Ένα τσίμπημα μέλισσας στο μεγάλο δάχτυλο και χώθηκε στην μπλούζα μου η ίδια ή άλλη δεν ξέρω», ομολογεί η ηρωίδα. Τα τσιμπήματα πάντως ήταν τέσσερα. Τα έντομα σίγουρα δεν φταίνε, εμείς καταπατάμε τον χώρο τους. Η «έξοδος» της πτήσης τελικά είναι «πιο όμορφη κι επιθυμητή από αυτήν που είχα κάποτε ελπίσει». Η Νανοπούλου κατά το εναέριο ταξίδι, εκπληρώνει τρεις επιθυμίες: α) Αγνάντεμα από το παράθυρο, β) Κατόπτευση των δικών της ανθρώπων «με σκέψη, φροντίδα κι αγάπη» γ) «Να βλέπω κι εμένα ήσυχα κοιμισμένη», η απόλυτη ευτυχία. 2]: «Παρομοίωση»: Περιγραφή ενός κάκτου με τα υπέροχα άνθη του. Όμως η παρακμή και ο μαρασμός του αγκαθωτού φυτού μοιάζει με αυτή του προσώπου της ποιήτριας Αχμάτοβας, της οποίας τα χαρακτηριστικά εκπίπτουν με την παρέλευση και την επέμβαση του χρόνου. Το κείμενο καταλήγει σε κάτι μοναδικό: «Κι αν ήταν πτώση γραμματικής θα λέγαμε ότι από την Ονομαστική πέφτει κατευθείαν στην Κλητική». Το πρόσωπο πάει, δεν ξανανθίζει. «Για τα φυτά όμως είμαστε σίγουροι». 3]: «Δεν είναι»:  Εδώ συμπλέουν άριστα η Ποίηση με την Πεζογραφία. Μεταφορά ενός νεκρού «στο κατώφλι, που σταμάτησαν οι άντρες για λίγο πριν τον ανεβάσουν» και η σύντροφός του περιγράφεται εναργώς: «Είδα το δάχτυλό της τρέλας να ακουμπάει στον κρόταφό της. Σαν να βρέθηκε στο χείλος ενός μεγάλου μυστικού». Το έντονο συναίσθημα για ένα μάλλον πραγματικό γεγονός δεν έχει περιθώρια για πεζολογίες, γι’ αυτό και η έκφραση του λόγου είναι κάπως ρυθμική. Η εικόνα οδηγεί τη γυναίκα στα άκρα και φωνάζει: «όχι, δεν είναι αυτός, δεν είναι, τελεία και παύλα» Η σωτηρία έρχεται με το ψιθύρισμα της αφηγήτριας στο αυτί της γυναίκας: «ναι, κορίτσι μου, δεν είναι αυτός, δεν είναι. Και μόνο από αγάπη το είπα, από αγάπη μόνο. Και σωθήκαμε». 4]: «Θεατής»: Εδώ η ματιά του συγγραφέα είναι και το όπλο του. Η ζωή με κάποιον σε κάνει αθέατο. Ακούς τα πάντα από τον άλλον, ειδικά αν είναι γυναίκα – μέχρι και τις σκέψεις της. Μα η άλλη στέκεται αδιάφορη στον σύντροφό της με την ακοή της να χάνεται με τα χρόνια. «Οι γιατροί απορούσαν». Η σιωπή που απλωνόταν γύρω της την έκανε να βυθίζεται στον κόσμο της. Στερημένη και από μουσική. Τις εμβοές που ονομάζουν οι γιατροί για εκείνη είναι «η δική της μοναδική σύνθεση που δεν την εγκαταλείπει». Ο κόσμος, ο πολύτιμος, ο δικός της κόσμος. Στο τέλος του κειμένου, ο αφηγητής με ένα πέσιμό της μετά από σκόνταμμα διαπιστώνει: «Αρχίζει να μην βλέπει. Τι άλλο να περιμένω, ποιος ξέρει». 5]: «Όλα τα έχει»: Στο κείμενο αυτό η αφηγήτρια αποκαλύπτει την ευδαιμονία της αγροτικής ζωής με το ψήσιμο ενός ψωμιού, την κύρια και αιώνια τροφή του ανθρώπου. Ο ευλογημένος τόπος του εξοχικού σπιτιού με κτήμα. Το μίξερ περιφρονείται για να πάρει τη θέση του το ζύμωμα με τα χέρια. Σε μια στέρνα «φυλάγεται το νερό για ώρα ανάγκης». Ακόμη και εντός του σπιτιού, ο αέρας, η δροσιά σε υπηρετούν, σε αντίθεση με την τοξική ατμόσφαιρα που υπάρχει διάσπαρτη έξω. Εδώ όμως «ανασαίνει για σένα το σπίτι». 6]. «Στον Ύπνο»: (Από τα πιο πετυχημένα κείμενα). Σκηνή με ένα κοιμώμενο ζευγάρι και η σημασία των ποδιών τους. Τα πόδια ως σύμβολο και ως ερωτική πράξη, κι ύστερα με αυτό το τρέξιμο για δουλειές χωρίς ησυχία. Τότε. «Πάνε τα χρόνια εκείνα που το χέρι του ύπνου του ύπνου οδηγημένο από έρωτα έψαχνε ανταπόκριση μες στο σκοτάδι». Σταδιακά ο χρόνος τα ρήμαξε όλα. Η Κρίση του 2014-2015 συνοδοιπόρος με την ηλικία. «Στα χρόνια της Μεγάλης Παγωνιάς» Περικοπή των μισθών κι επιστροφή στη σωστή διατροφή των παππούδων. Τα πόδια, στο μεταξύ, «ξυπνάνε και είναι κουρασμένα»…. «Λίγες οι ασχολίες οι βασικές». «Δεν το βάζουν όμως κάτω». Η συλλογή ολοκληρώνεται με το κείμενο [7]: «Το σπίτι με τ’ άσπρα μαλλιά»: περιγραφή σπιτιού με τους δυο μοναδικούς κατοίκους, «νεάζουσες φιγούρες απροσδιόριστης ηλικίας» που λάμπουν μέσα στο λευκό φως, το ίδιο και τα ρούχα τους, μέχρι και τα έπιπλα. Φόβος πως θα λερωθούν τα ρούχα τους, γι’ αυτό και δεν βγαίνουν έξω, «θα λεκιαστούν τα λευκά τους παπούτσια, θα μαυρίσουν τα λευκά τους μαλλιά». Το άσπιλο λευκό της μεγάλης ηλικίας, η απομόνωση, η αλληλοβοήθεια, η φωλιά του σπιτιού, η σιγουριά, η συνήθεια που προϋποθέτει κάποιο είδος  αγάπης: τη συντροφικότητα στην ηλικία της παρακμής.

 

 

[Γ]: Η ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Η συλλογή ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ της Ελένης Ε. Νανοπούλου είναι πρωτότυπη θεματικά. Δεν γνωρίζουμε άλλο βιβλίο που να συνδέει τόσο εύστοχα τον ρεαλισμό με το φανταστικό στοιχείο, χρησιμοποιώντας μια απλή, δουλεμένη γλώσσα, άρτια, κατακτημένη και ώριμη. Η ποιητικότητα αγγίζει πετυχημένα καθημερινές σκηνές και ανθρώπους της πόλης. Στη συλλογή υπάρχει έντονη μεταφυσική αγωνία για τα καθημερινά της ζωής, με τα οποία ζει ο κόσμος, πρόσωπα και αντικείμενα, που λάμπουν με τη γραφή μιας ικανής συγγραφέως, όπως αποδεικνύεται η Νανοπούλου. Θα μπορούσε με ανάλογα κείμενα να συνθέσει μελλοντικά ένα μυθιστόρημα ή μια νουβέλα, βιβλία δομημένα με ανάλογες σκηνές και πρόσωπα-ήρωες του κόσμου μ’ εκείνη την κρυφή μελαγχολία-νοσταλγία της γραφής που μας εκπλήσσει και μας εμπλουτίζει συναισθηματικά. Εμείς πάντως, αναμένουμε με χαρά το επόμενο βιβλίο της.

 

[Τελικό κείμενοΔεκέμβριος 2018]

 

 

___________________

[1] Είναι το κοινώς σαμιαμίδι (επιστημονική ονομασία Hemidactylus turcicus – άλλη ονομασία μολυντήρι) είναι μικρόσωμη σαύρα της οικογένειας των Γκέκο (Gecko). Απαντά στις μεσογειακές χώρες και επίσης στα Κανάρια νησιά (Τενερίφη και Γκραν Κανάρια) καθώς και στη Τσεχία (στις θερμότερες περιοχές της Μοραβίας). Έχει εξαπλωθεί σ’ όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα νησιά. Πρόκειται για ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα ερπετά του κόσμου. Είναι νυκτόβιο και ιδιαίτερα ευκίνητο και γρήγορο. Τις κρύες μέρες του χειμώνα γίνεται νωχελικό. Είναι ένα από τα ελάχιστα ερπετά που παράγουν ήχους. Σε περίπτωση που νοιώσει απειλή παράγει ήχους κινδύνου. Το σαμιαμίδι είναι εντελώς ακίνδυνο και παράλληλα ωφέλιμο. Τρέφεται με μικρά αρθρόποδα και έντομα όπως π.χ. μύγες, κουνούπια, σκόρους τροφίμων, συμβάλλοντας έτσι στον έλεγχο των πληθυσμών τους.

[2] Αναφέρεται στον ομώνυμο τίτλο του εξαιρετικού βιβλίου του συγγραφέα Χρήστου Οικονόμου, των εκδόσεων Πόλις, Αθήνα 2010.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top