Fractal

Ιστορίες για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Άννα Σιγανού: «Με γέννησες γύφτο, δεν με γεννούσες μόνο Αλβανό!», διηγήματα, εκδ. Πλανόδιον, 2010

 

Η συλλογή σύντομων διηγημάτων της Άννας Σιγανού σε κατακτά αμέσως με το λόγο, την αφηγηματική δύναμη και τον ανθρωπιστικό στοχασμό. Τα 13 διηγήματα της συλλογής ακολουθούν τη μικρή φόρμα, κανένα δεν ξεπερνά τις 4 σελίδες, αλλά συχνά εκτείνονται στο εύρος μιας ζωής. Καταγράφουν, κατά κανόνα, τη ζωή των ταπεινών, καταφρονεμένων και βασανισμένων ανθρώπων, συνήθως μεταναστών, που αντιμετωπίζουν μια δύσκολη, στενεμένη και κάποτε απειλητική μοίρα, στην οποία συχνά αποφασίζουν να αντισταθούν. Ρεαλισμός, σκληρότητα και ανθρωπιά, ευγενή αισθήματα σε μιαν αφιλόξενη ζωή. Συχνός επισκέπτης των αφηγήσεων και ο έρωτας, αναγκαία δροσιά στην ξηρότητα του κόσμου, ζωογόνα δύναμη στα κακοκτράχαλα μονοπάτια του βίου. Πολλές μόνες γυναίκες, διψασμένες για ζωή, πολλά μόνα παιδιά διψασμένα γι’ αγκαλιά – τα συνήθη θύματα. Θέματα κοινωνικά, ερωτικά, διαπλεκόμενα. Άνθρωποι πουλιά αποδημητικά, ζωές σαν αδύναμα δέντρα δαρμένα απ’ το βοριά, κλαδιά σπασμένα, κορμοί ξεριζωμένοι.

Διηγήματα με μετανάστες – πρόσφυγες στην Ελλάδα:

«Σε μια ακτή της Λέσβου»: Μια ζωή, μια στιγμή. Το διήγημα επικεντρώνεται ουσιαστικά σε μια βραδιά, σε μια αγκαλιά, αλλά οι ζωές των πρωταγωνιστών εμπεριέχονται σ’ αυτήν, υπάρχει το βάθος, το κίνητρο, υπάρχει το παρελθόν ενσωματωμένο και ειπωμένο, κι έτσι η στιγμή αποκτά ισοβιότητα. Το εικοσάχρονο παλληκάρι που κολύμπησε μέχρι την ακτή της Λέσβου και κρυφοκοίταξε από ένα φωτισμένο παράθυρο αποζητώντας λίγη ζεστασιά, που τη βρίσκει στην καθαρή ψυχή μιας μεσήλικης ντόπιας γυναίκας.

«Με γέννησες γύφτο, δεν με γεννούσες μόνο Αλβανό!»: Κι εδώ η (διαρκής και όχι στιγμιαία) ανοιχτή αγκαλιά μιας μεγάλης γυναίκας με μακρά διαδρομή (που ξετυλίγεται γρήγορα μπροστά μας) προς ένα παιδί ξενάκι με διπλό στίγμα, με αδικημένη μοίρα. Η συμπόνια και το νοιάξιμο έρχεται να καλύψει σα γάζα τις πληγές της ψυχής.

«Στην Ελλάδα αντί για μάνα βρήκαμε μια μητριά»: Βορειοηπειρώτες με πονεμένες ζωές, θύματα των συνόρων, ξενιτιά στην Ελλάδα, ξένοι παντού, φτωχοί παντού, κυνηγημένοι παντού, άνθρωποι παντού.

«Αιώνες μοιάζουνε οι ώρες»: Περιμένοντας την επίσκεψη του μικρού γιου από τη Γεωργία, θυσιασμένοι γονείς, θυσιασμένα παιδιά, μετρώντας τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, μετρώντας και τα χρόνια, τα χαμένα, τα κερδισμένα, μετρώντας τις θυσίες και τις αξίες, μετρώντας τις προσμονές, σχεδιάζοντας με λεπτομέρειες το αύριο, τις κοινές διακοπές με το παιδί, σύντομη παύση από το βαρύ φορτίο της ψυχής, προσδοκώντας. Άραγε θα γίνουν όλα όπως λαχταρούν, όπως αυστηρά τα έχουν προγραμματίσει;

«Οι μάνες δεν πεθαίνουν»: Διλήμματα που φέρνουν αναπάντεχα περιστατικά, διλήμματα που λύνει η πραγματικότητα μ’ ένα μαχαίρι που κόβει ζωές. Διλήμματα σκληρά μιας μάνας, μιας νεαρής γυναίκας, που η ζωή τής χρωστά και συνεχίζει να της παίρνει.

«Το κοριτσάκι από τη Ρουμανία»: Μέσα από τις σκέψεις δυο γυναικών που συνομιλούν περνά η ορφανή ζωή ενός μικρού κοριτσιού από τη Ρουμανία, διαγράφονται τα ενδεχόμενα, οι πιθανοί δρόμοι μιας αβέβαιης διαδρομής. Πολύ έξυπνη σύλληψη για να αποδοθεί η αμφιβολία, αλλά και το βάρος της μοίρας.

«Όποιος αγωνίζεται, δεν είναι ποτέ χαμένος»: Η ζωή μιας μετανάστριας, μάνας και γυναίκας, που εγκαταλείφθηκε από τον άντρα της, αλλά στάθηκε όρθια και αγωνίστηκε, μεγάλωσε άξια το παιδί της, γνώρισε τον έρωτα και αξιώθηκε την επιλογή.

«Ο ξενομπάτης»: Εδώ δεν είναι το κέντρο ο μετανάστης, αλλά η ντόπια κοπέλα που αρπάζεται από την παρουσία του, εδώ ο ξενομπάτης (έμμεσο το σχόλιο για την υποδοχή, μη αποδοχή του ξένου) δίνει ελπίδα και προοπτική στη βασανισμένη γυναίκα, της ξυπνά τον έρωτα και τον πόθο, της δίνει τη δύναμη να πάρει μια δύσκολη και τολμηρή για κείνην απόφαση.

«Δεν έχω τόπο, δεν έχω χρόνο»: Η νεαρή μετανάστρια (στο φόντο της αφήγησης) έρχεται να ανατρέψει την κανονική ζωή της αφηγήτριας, να σαγηνέψει τον άντρα της, που θα την εγκαταλείψει και θα καταστήσει εκείνη μετανάστρια στη ζωή της, σα να αντιστρέφονται οι ρόλοι, οι ανάγκες, τα συναισθήματα.

Διηγήματα με Έλληνες μετανάστες στο εξωτερικό:

«Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική»: Ένα διήγημα του πόνου, της φτώχειας, της στερημένης ζωής, όπου η ύψιστη ηδονή είναι οι πόνοι της γέννας, αλλά και τη φιλίας, της βαθιάς, της άδολης, αυτής που δεν σβήνει ούτε από την απόσταση ούτε από το χρόνο, που ξαναγεννιέται ακέραια σε μια στιγμή, κι αυτή η στιγμή γίνεται πάλι αιώνια. Κι εδώ παρελαύνει όλη η (σκληρή) ζωή, δίνεται το κοινωνικό στίγμα των μετεμφυλιακών χρόνων, η φτώχεια, η ανάγκη, η ξενιτιά, το ξενοδούλεμα.

«Να έρθεις ξανά, μα όχι σα γιος, σα ξένος. Οι ξένοι είναι καλοδεχούμενοι»: Κι εδώ μια συγκλονιστική στιγμή, που δίνεται απλά, λιτά, χωρίς στολίσματα, χωρίς αφηγηματικά τερτίπια. Κι εδώ πολλές βασανισμένες ζωές, κι εδώ στέρηση αγάπης μαζί με στέρηση αγαθών, ένας ξενιτεμένος πατέρας που ξέχασε, ένα παιδί που έμεινε πίσω. Δάκρυα πόνου και χαράς την ώρα της κάθαρσης, ένα αναπάντεχο δώρο.

«Ο έρωτας ο πρώτος δεν ξεχνιέται»: Η Ελληνίδα μετανάστρια, νύφη στην Αυστραλία, αδικημένη στο γάμο, στερημένη από τον έρωτα, ξανασυναντά την πρώτη αγάπη στην επιστροφή της στο χωριό. Μια συνάντηση που ανασταίνει το παρελθόν, την επιθυμία, τη λαχτάρα. Μια συνάντηση που θέτει τα διλήμματα. Μια στιγμή στάσης, αναμονής.

«Ο τυχοδιώκτης»: Ο Έλληνας μετανάστης είναι τυχοδιώκτης, απατεώνας, όλη η ζωή της οικογένειας περνά στο διήγημα, για να καταλήξει σε μια στιγμή μεγάλης ανατροπής, για να ανακληθεί αναδρομικά ο πόνος, για να γεννηθεί νέος, για να προκύψει ένα ακόμα αναπάντητο δίλημμα.

Η αφήγηση εναλλάσσεται στα διηγήματα, άλλοτε πρωτοπρόσωπη, άλλοτε τριτοπρόσωπη, κάποτε αιφνιδιάζει, καθώς στην τριτοπρόσωπη παντογνωσία εισβάλλει ξαφνικά για μια μόνο (κρίσιμη) στιγμή του παρόντος ένα πρώτο πρόσωπο, απροσδιόριστο, που δεν ταυτίζεται με κανέναν, που παίρνει μορφή αφηγητή για λίγο, κλέβει το ρόλο του και μας εγκαταλείπει ξανά, σαν κάποιος που κρυφοκοιτά και κρύβεται, σαν ένα λαθραίο βλέμμα ενός αυτόπτη μάρτυρα, που επιβεβαιώνει τα γραφόμενα, που βλέπει την κρίσιμη ώρα, το επ’ αυτοφώρω, για να επικυρώσει τα λεγόμενα του (έστω παντογνώστη) αφηγητή («Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική»: «Τις έβλεπα να κάθονται σφίγγοντας το χέρι η μια της άλλης», «Ο ξενομπάτης»: «Εκεί τη συνάντησα», «Με γέννησες γύφτο…»: «Την είδα μια μέρα στο μαγαζί να τον διαβάζει και θαύμασα την υπομονή και το μεράκι»). Ή άλλοτε εισχωρεί στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση ένα παράξενο «εσύ», σαν αποδέκτης του λόγου, σα να απαιτείται αυτό για να σταθεί η εξιστόρηση, χωρίς να εμφανίζεται ως διάλογος, χωρίς το σημείο των εισαγωγικών  («Στην Ελλάδα αντί για μάνα…»: «Δεν μπορείς εσύ, δεν μπορείς να καταλάβεις. Εσύ είσαι αφεντικό….Πού να μας καταλάβετε.», «Αιώνες μοιάζουνε οι ώρες»: «όπως ξέρεις», «ξέρεις»). Στο διήγημα «Όποιος αγωνίζεται δεν είναι ποτέ χαμένος», προς το τέλος η τριτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη: «Άντε και στις χαρές σου, της είπα όταν τη είδα. Καθάριζε το σπίτι μας παλιά, είχαμε γίνει φίλες.» και εξελίσσεται σε διάλογο ανάμεσα στην Ελληνίδα αφηγήτρια και τη μετανάστρια. Έχει εδώ ενδιαφέρον ότι το πρώτο πρόσωπο δεν κάνει μια στιγμιαία εμφάνιση, αλλά αποκαλύπτει σταδιακά την παρουσία του πίσω από την αρχικά – φαινομενικά – τριτοπρόσωπη αφήγηση, έτσι ώστε να συμπεράνει ο αναγνώστης ότι όλα όσα έχει ήδη αφηγηθεί και γνωρίζει για τη ζωή της μετανάστριας προέρχονται από διήγηση της ίδιας, από τη δική της βέβαια  οπτική γωνία, σα μια εγκιβωτισμένη αφήγηση.

Συχνά μένει ανοιχτή η εξέλιξη, εμπεριέχεται στις σκέψεις, στα διλήμματα, στο μετέωρο του χρόνου, των στιγμών, αλλά μ’ έναν τρόπο την ίδια ώρα προδιαγράφεται στις στέρεες αποφάσεις, στις δυναμικές ενατενίσεις, όταν το τυχαίο γίνεται συνειδητό, το αβέβαιο γίνεται προβλέψιμο. Οι σκέψεις εξακοντίζονται στο μέλλον για να προεκτείνουν με τον τρόπο τους την ιστορία, να υποσκάψουν κάποτε το παρόν, να φέρουν νέες ανατροπές («Δεν έχω τόπο, δεν έχω χρόνο»), άλλοτε βιάζονται να προδιαγράψουν, να ζήσουν ό,τι λαχταρούν («Αιώνες μοιάζουνε οι ώρες»). Η ελπίδα εκτοξεύεται για να σώσει το παρόν. Τι θα γίνει άραγε;

Το βιβλίο κερδίζει και από τη γλώσσα της Άννας Σιγανού, γνήσια δημοτική, λαϊκή, κελαρυστή γλώσσα, βιωμένη, με την παράδοση μέσα της, με τη μουσικότητα και την άνεση στο χειρισμό της.

Το ύφος λιτό, αστόλιστο, χωρίς αναμονές, μα τόσο φορτισμένο από ανθρωπιά, τόσο διεσταλμένο από συναισθήματα.

Η αφήγησή της μεστή με αφομοιωμένες τεχνικές, αλλά και με δικό της τρόπο – μοιάζει να έχει κατακτήσει από το πρώτο της λογοτεχνικό βιβλίο μια δική της, αναγνωρίσιμη γραφή.

Οι ήρωες και αντιήρωες του βιβλίου, άνθρωποι θύματα των περιστάσεων, των συντεταγμένων του χώρου και του χρόνου, των συναντήσεων των στιγμών και των τόπων, των συμπτώσεων, οι πορείες τους δεμένες με την ιστορία και το πεπρωμένο του τόπου τους, ακολουθούν τη μοίρα που όρισε το τυχαίο. Ορθώνονται κάποτε απέναντί του, προσπαθώντας να διεκδικήσουν ένα κομμάτι ζωής, την εκούσια συμμετοχή τους σ’ αυτήν, την παρουσία τους στον κόσμο, την κάλυψη των αναγκών τους, υλικών και συναισθηματικών.

Η Άννα Σιγανού προσπαθεί να διασώσει πολλές οπτικές. Άλλοι ήρωες τα καταφέρνουν, άλλοι όχι, άλλοι έχουν εσωτερικές δυνάμεις, αντοχές, αξίες, άλλοι όχι. Η ποικιλία της πραγματικότητας ξεδιπλώνεται σε 50 πυκνές σελίδες, που χωρούν την πολυμορφία του κόσμου και τα χλωμά χρώματα της ανάγκης.

Οι άνθρωποι κουκκίδες στο σύμπαν, ανήμποροι και μεγαλειώδεις, με ανάσες μισές και ανάσες βαθιές. Εκεί σ’ αυτές τις αδύναμες και κάποτε ακούσιες ζωές φυτρώνουν τα προαιώνια, ο έρωτας του κορμιού και της ψυχής, οι πρωτογενείς ανάγκες που ωθούν σε αποφάσεις, εκεί η αξίωση της πατρίδας, της ρίζας και του καρπού, εκεί ο κόσμος των ταπεινών ονείρων, της ασημαντότητας, ο θεός των μικρών πραγμάτων, εκεί ο κόσμος των χωριών, της επαρχίας, της παλιάς Ελλάδας της ανάγκης, εκεί ο κόσμος των μικρών ιστοριών, των αδιάβαστων υποσημειώσεων στα κεφάλαια της μεγάλης ιστορίας. Εκεί γεννιέται ακόμη ο προβληματισμός και η ενσυναίσθηση, η ματιά του άλλου, ο πόνος για τον άλλον, εκεί στα ταπεινά όνειρα γεννιέται το μεγαλείο της απλότητας, της ζωής.

Τα διηγήματα της συλλογής μοιάζουν με σταλαγματιές ζωής, που σταλάζουν αξίες, πανανθρώπινα πάθη, και εντέλει πλημμυρίζουν τον αναγνώστη, υποβάλλοντας συναισθήματα και σκέψεις. Είναι σπαράγματα που ακεραιώνουν τη ζωή. Όχι τυχαία, με μια στιγμή αναμονής τελειώνει το βιβλίο. Συχνά, μια εκκρεμότητα αφήνεται στο τέλος, σαν τη ζωή…

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας, Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top