Fractal

Ένα πολυδαίδαλο μυθιστόρημα εποχής μέσα από 24 πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

petropoulou_maxriaΡένα Πετροπούλου Κουντούρη “Η Μάχρια της Λήθης- Η αγάπη είναι δύναμη”, Μυθιστόρημα, Τριλογία, βιβλίο 2ο, Εκδ. Λιβάνης, 2015

 

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΕ ΠΡΩΤΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΦΗΓΗΣΗ

 

Γαλλία (Μασσαλία/Μπορντό)

Ζακ Μαρσό

Μάχρια Μποχούμ

Φρανσουά ντε Λαρσέ(στενός φίλος της Μάχρια και του Ζακ)

Καπετάν Σουκρού Μποχούμ (θείος και πατριός/κηδεμόνας της

Μάχρια, δεύτερος σύζυγος της Μιχριμπάν)

Μιχριμπάν Μποχούμ (θετή μητέρα της Μάχρια)

Μαρσέλ Τομά (συνάδελφος του Φρανσουά ντε Λαρσέ)

Αϊντά (παραμάνα της Μάχρια)

Ζεϊνέμπ (μουσουλμάνα καμαριέρα)

Νεβάρτ (μουσουλμάνα υπηρέτρια)

 

Αυστρία (Ίνσμπρουκ/ Βιέννη)

Καθηγητής Γκέρχαρτ

Ίνγκε Γκέρχαρτ (σύζυγος του καθηγητή)

Ανελίζε (νοσοκόμα)

Μίνα Μπερνάϊς (κουνιάδα του Ζίγκμουντ Φρόιντ)

Καταρίνα (γκουβερνάντα)

 

Ιταλία (Σαρδηνία, Σαν Πιέντρο)

Σινιόρα Φελίτσια Μπατίστι

Στέφανο Μπατίστι (γιος της Φελίτσια)

Αουρόρα Μπατίστι (κόρη της Φελίτσια)

Τζάκομο Λα Ρόσα (δάσκαλος)

Φραντζέσκα Λα Ρόσα (σύζυγος του δασκάλου)

Σάντρο (μαθητής του Λαρόσα)

Πατήρ Ιγνάτιο (ιερωμένος της μονής Σάντα Λουτσία)

Αδελφή Σιλβάνα (μοναχή της μονής Σάντα Λουτσία)

 

Ιαπωνία (Ναγκασάκι/ Γιοκοχάμα)

Τζον Μίκοντζ (διευθυντής του Ζακ Πανασί)

Ερνέστο Μανιάτης (φίλος και συνεργάτης του Ζακ Πανασί)

 

Στο δεύτερο μέρος της τριλογίας ‘’Η Μάχρια της Λήθης-Η αγάπη είναι δύναμη’’, το τελευταίο μυθιστόρημα της γνωστής Ηρακλειώτισσας συγγραφέως Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, 24 πρόσωπα καταθέτουν τις μαρτυρίες τους, παράλληλα με την Ιστορία των τόπων εντός των οποίων δρουν και αλληλεπιδρούν, (τόπων οικείων ή αλλότριων), παραδομένοι στο προσωπικό τους βίωμα, όπως η συγγραφέας στη πένα της. Σε συμφωνία με τις πληροφορίες που δίνονται και τα γεγονότα που καταγράφονται στο κείμενο με πλάγια γράμματα, οι επιμέρους πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις-μαρτυρίες τους, τεμνόμενες και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες σε σχέση με  τον χρόνο της παράθεσής τους, αποτυπώνουν με ακρίβεια μια ενιαία και μοναδική εξιστόρηση, ένα ψυχογράφημα που δίνει την εντύπωση σκυταλοδρομίας.

 

Γαλλία, Μασσαλία, τέλη Απριλίου 1889 (σελ. 18)

ΖΑΚ

Υπάρχει η θάλασσα ιδωμένη από τη στεριά. Κρατά κάτι το ομοιόμορφο, στο οποίο είσαι εξοικειωμένος,  συνηθισμένος ν’ αντικρίζεις. Υπάρχει και η θάλασσα ιδωμένη από τη θάλασσα, όπου τα κύματα φανερώνονται δίπλα σου τεράστια, ανομοιόμορφα, με τις μεγαλοπρεπείς γραμμές τους απέραντες σε τρελή, αέναη κίνηση. Ύστερα όλα μεταμορφώνονται μέσα σε τούτη τη φύση. Ο ουρανός δεν παραμένει ουρανός, γίνεται ένα με τη θάλασσα, σμίγει το χρώμα του , κυλιέται κι ανακατεύει τα γαλάζια του μαλλιά,  με τα σκούρα μπλε πέπλα του πελάγους…Οι δυο γαλανοί κόσμοι γεννιούνται απ’ την αρχή, μεταμορφώνονται συνέχεια, σύννεφα και φως εναλλάσσονται όπως τα κύματα, αναδεύονται κι ανακατεύονται όλα μεταξύ τους, τόσο γρήγορα και τόσο τέλεια που το μάτι δεν προλαβαίνει ν’ αναπαυτεί.

Είναι, άραγε, οι ήρωες που μιλάνε μέσα από την πένα της  συγγραφέως τους, ή (πράγμα, εντέλει, ένα και το αυτό) η ίδια η συγγραφέας που, αν και μαμή και τροφός τους, κάτω από την επίδρασή τους, τους παραδίδεται; Ποιος μιλάει μέσα από τις 24 φωνές που αυτοπροσωπογραφούνται, ενώ ταυτόχρονα περιγράφουν γεγονότα, τόπους, καταστάσεις, μνήμες, αισθήματα, αντιδράσεις, πάθη, αδιέξοδα, ανταρσίες, καταστροφές, αποδράσεις;

 

Μασσαλία 1889 (σελ. 53)

ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΝΤΕ ΛΑΡΣΕ

Το γκρίζο επικρατούσε παντού. Το παγερό αγιάζι της νότιας θάλασσας περικύκλωνε και μούλιαζε τα πάντα. Η υγρασία τρυπούσε κόκαλα. Στεκόμουν στην προκυμαία με τα χέρια σταυρό στο στήθος ατενίζοντας το θαλάσσιο τείχος, προσπαθώντας με το βλέμμα να τρυπήσω την ομίχλη. Πουθενά θάλασσα, πουθενά ουρανός, μόνο διαβαθμίσεις του γκρίζου. Το αγιάζι με περόνιαζε με παγερό ψιλόβροχο, το παλτό μου έσταζε υγρασία, στάλες διάσπαρτες έπεφταν στα μαλλιά, το μουστάκι, στις βλεφαρίδες μου. Ήταν ακόμη πρωί.

Έτριψα το πρόσωπό μου , έγλειψα το χείλη μου, γεύτηκα το αλάτι. Κάπου μακριά ακούστηκε το σφύριγμα ενός πλοίου. Οι γλάροι έκρωζαν ασταμάτητα.

Πήρα βαθιές αναπνοές κι έκανα στροφή, βαδίζοντας προσεκτικά στο βρεγμένο πλακόστρωτο. Από την πρόσκαιρη επαφή μου με τη φύση, δεν ανακουφίστηκα. Συνέχιζα να έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα. Αυτά τα αναθεματισμένα τα όνειρα ή μάλλον οι χθεσινοί εφιάλτες μου έφταιγαν.

Είναι πολύ λεπτή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα πραγματικά γεγονότα και τα αποκυήματα της φαντασίας, στους φόβους και τα σημάδια που μας προειδοποιούν και κυρίως ανάμεσα στις επιθυμίες και την εκπλήρωσή τους.

 

Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη στον πρώτο τόμο της τριλογίας της μας πληροφορούσε: «Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι προϊόν μυθοπλασίας, όπως και η πλοκή. Όπου εμφιλοχωρούν πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα, έχει γίνει προσπάθεια να ανταποκρίνονται με όσο το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια στην ιστορική πραγματικότητα». Και διευκρίνιζε: «Προς χάριν της αφήγησης προκρίθηκε ένας ουσιαστικός αναχρονισμός, που αφορά την ανασκαφή στην αρχαία Ελεύθερνα (νεκρόπολη πρωτομινωικών και αρχαϊκών χρόνων, η οποία βρίσκεται στο Ρέθυμνο, στους βόρειους πρόποδες του Ψηλορείτη). Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πολύ μεταγενέστερη ανασκαφική εργασία».

 

Στο δεύτερο τόμο του μυθιστορήματος, που όμως διαβάζεται και αυτόνομα, σε ένα επιλογικό σημείωμά της προς τον αναγνώστη (σελ. 398) καταθέτει: «Το βιβλίο γράφηκε απνευστί, μέσα σε εφτά μήνες, με αναγκαστικά διαλείμματα λόγω προβλημάτων υγείας. (…) Εκτός απ’ τα κλασσικά έργα για τον δέκατο ένατο αιώνα (βιογραφίες ζωγράφων, καλλιτεχνών γενικότερα, ιστορικά μυθιστορήματα, ταινίες και θεατρικά έργα) που διάβασα και παρακολούθησα με σκοπό την όσο το δυνατόν ακριβέστερη αναπαράσταση της πραγματικότητας εκείνης της εποχής, το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών αντλήθηκε μέσω του Διαδικτύου, και δη της Βικιπαίδεια (χάρτες, τοποθεσίες, ιστορικά γεγονότα, κ.λ.π.)  Ωστόσο, μυθιστορήματα, δοκίμια, κείμενα, ημερολόγια, άρθρα, αποσπάσματα και αφιερώματα εφημερίδων ιδιαίτερα το κομμάτι που σχετίζεται αφενός με τον Ζίγκμουντ Φρόιντ και αφετέρου με την Ιαπωνία─  που μελέτησα αυτούς τους εφτά μήνες, με βοήθησαν πολύ κατά το ταυτόχρονο στάδιο έρευνας και συγγραφής».

Πρόκειται όντως για ψυχογράφημα; Η Μάχρια της Λήθης-Η αγάπη είναι δύναμη είναι ένα πολυφωνικό και σύνθετο πεζογραφικό έργο, μια μυθοπλασία εποχής βασισμένη σε πληροφορίες έγκυρες, χαρακτήρες που πάλλονται, ιστορία που συναρπάζει.  Η ιστορία του 19ου αιώνα και οι επιδράσεις της στις ζωές των ηρώων, η θέση της γυναίκας στον Μουσουλμανικό κόσμο, η ζωή και η μοίρα των εξευρωπαϊσμένων μουσουλμάνων στις Δυτικού τύπου κοινωνίες, οι προκαταλήψεις και το καταστροφικό μίσος των φανατικών και από τις δυο πλευρές, η δύναμη αλλά και η αδυναμία της οικογένειας, ο έρωτας ζωοποιός αλλά και δυνάστης, είναι μερικά από τα θέματα που διαπραγματεύεται.

 

Ίνσμπρουκ, Ιανουάριος 1890 (σελ. 204)

ΜΑΧΡΙΑ

Υπάρχει μια αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί, μονάχα να βιωθεί μέσα στην απόλυτη μοναξιά, τυλιγμένη μέσα σε μια φυσική μυστικότητα, που αποτελεί το περίβλημα και το απώτερο νόημα αυτής της αλήθειας. Αυτή η πεζή σε τελική  ανάλυση αλήθεια φθείρει τον χρόνο και το πρόσωπο, τείνοντάς μου έναν καθρέφτη, όπου μόλις δω μέσα του τον εαυτό μου με συγκλονίζει μια βαθύτατη θλίψη, μια θλίψη που με εξοντώνει, με ξεριζώνει από τη γη και μ’ απορρίπτει σαν κάτι άχρηστο στα σκουπίδια. (…)

 

Στον πρώτο τόμο, η ιστορία ξεκινούσε από το Λασίθι του 1867…

 

«Κρήτη 1867, Λασίθι. Μες στην καρδιά της Κρητικής επανάστασης γεννιέται ένα κορίτσι, άνομος καρπός της κόρης ενός άρχοντα της περιοχής κι ενός αντάρτη. Το νεογέννητο δίνεται για υιοθεσία σε ζευγάρι Τούρκων, εν αγνοία της οικογένειας, ενώ ο παππούς του βρέφους τού χαρίζει ένα βαρύτιμο μινωικό κόσμημα, με την ευχή και την κατάρα να μην το αποχωριστεί ποτέ» (από το οπισθόφυλλο του πρώτου τόμου ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’).

 

περνούσε  στην Κωνσταντινούπολη του Αβδούλ Χαμίτ του Β΄, άγγιζε το Αγιασολούκ, την Έφεσο και το Αιγαίο, σε ένα περιπετειώδη διάπλου στα χρόνια του τέλους της πειρατείας και κατέληγε στη Μασσαλία και το Παρίσι της Μπελ Επόκ. Στον δεύτερο τόμο ‘’Η αγάπη είναι δύναμη’’, η μυθοπλασία διαδραματίζεται και εκτυλίσσεται  σε τρία μέτωπα: στη Μασσαλία και το Μπορντό,  στο Ίνσμπρουκ και τη Βιέννη, το  Σαν Πιέντρο της Σαρδηνίας, και τέλος στο Ναγκασάκι και τη Γιοκοχάμα.

 

Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη, με τη δύναμη της συγγραφικής της μπαγκέτας, προχωρεί δημιουργώντας ατμόσφαιρες και σκηνικά που στηρίζουν πλοκή και αληθοφάνεια, ενώ μια ιδιάζουσα θεατρικότητα παρασύρει υπνωτιστικά τον αναγνώστη.

Η δημιουργός παίζει εξαιρετικά με τα αντιτιθέμενα δίπολα (είτε πρόκειται για τους χαρακτήρες των αφηγητών είτε γι αυτές καθ’ αυτές τις μαρτυρίες τους και τα θέματα που αυτές καταγράφουν) ενώ θετικότατος είναι ο τρόπος που λειτουργούν τα δευτερεύοντα πρόσωπα, επίτευγμα για ένα τόσο πολυφωνικό και εκτεταμένο μυθιστόρημα, όπως για παράδειγμα, η εγκιβωτισμένη μέσα στο κείμενο κατάθεση της  Αουρόρα Μπατίστι: «Μεγάλωσα υποταγμένη απ’ το φόβο που μου δάγκωνε τα σωθικά (…) Καθόλου δεν λυπήθηκα όταν πέθανε ο πατέρας. Γιατί μαζί του πέθανε κι ο φόβος».

Η άδολη αγρότισσα, χωρίς την διαμεσολάβηση ενός παντογνώστη τριτοπρόσωπου αφηγητή που θα κραύγαζε ή θα κουνούσε το δάχτυλο, με την προσωπική και άμεση αναφορά σ’ έναν  πατέρα-αφέντη και τη σκαιή και υποκριτική αντιμετώπιση της «παράνομης» εγκυμοσύνης της από μια μητέρα-δυνάστη, (την σινιόρα Φελίτσια Μπατίστι, που εκτός από βιολογική μητέρα της είναι Ιταλίδα, γεννημένη στο Σαν Πιέντρο της Σαρδηνίας και χριστιανή), ενισχύει εξ αντιδιαστολής, χωρίς στείρους διδακτισμούς και απολύτως κανένα μελοδραματισμό, την αξία της συμπονετικής και υποστηρικτικής στάσης των θετών γονιών της Μάχριας, που, συν τοις άλλοις, είναι Τούρκοι και μουσουλμάνοι.

Συγκλονιστική και η παρένθετη ιστορία της άκληρης Φραντζέσκα Λα Ρόσα, συζύγου του δασκάλου  Τζάκομο Λα Ρόσα, που μοιάζει να σπρώχνεται μια ώρα αρχύτερα στο θάνατο από το φάντασμα της Φελίτσια, αφήγηση και περιγραφή με κυρίαρχο το μεταφυσικό στοιχείο, που θυμίζει  έντονα Παπαδιαμάντη.

Η όλη κατασκευή του φιλόδοξου μυθιστορήματος της Ρένας Πετροπούλου, δεν αρκείται στην παντοδυναμία του ενός αφηγητή, στοιχείο που  απαντάται κυρίως στον μοντερνισμό, αρνείται, ωστόσο, να ακολουθήσει τις σχοινοτενείς επαναλήψεις και τις συντακτικές ακροβασίες μιας προφορικότητας που θα υπάκουε σε ένα λόγο πιο μύχιο αλλά και περισσότερο έκκεντρο ή παραληρηματικό.

Αποτέλεσμα, συνειδητό προφανώς και ηθελημένο από την συγγραφέα, η αβίαστη μετάβαση του αναγνώστη από το ένα κεφάλαιο στο άλλο. Ταυτόχρονα, χάρη στην έντονη δραματουργία της αφήγησης, το έργο  ξεχωρίζει από αυτό που συνήθως αποκαλούμε γυναικεία γραφή, υπονοώντας προχειρότητες, ερασιτεχνισμούς, ανακρίβειες.

 Με μότο τη ρήση του ‘Εζρα Πάουντ, (Canto LXXX1, libretto, μεταφρ. Κώστας Μπλάνας): «Ό,τι πολύ αγάπησες σου μένει. Ό,τι πολύ αγάπησες, δεν θα το στερηθείς», και του Ταχάρ Μπεν Τζελούν, από ‘’Το κορίτσι της άμμου’’: ‘’Εγώ δε λέω ιστορίες μόνο για να περνά η ώρα. Οι ιστορίες έρχονται μονάχες τους και με βρίσκουν, με κατοικούν και με μεταμορφώνουν. Κάθε τόσο πρέπει να τις βγάζω απ’ το κορμί μου, ν’ αδειάζω τα ξέχειλα συρτάρια για να δεχτώ νέες ιστορίες.’’,

αλλά και ένα δικό της ποίημα,

Αγάπη καμωμένη από ζάχαρη
Βροχή και παραμύθια
Των παιδικών μας χρόνων

Αγάπη αθώα τρυφερή
Της αγκαλιάς

Αγάπη αγνή θεόρατη παρούσα
Δένεις ανθρώπους σταθερά
Μ’ άτρωτα νήματα συνήθειας

Αγάπη- δύναμη
της ευτυχίας και του πόνου

Είσαι εκείνη της ζωής και του θανάτου

 

Η γραφή της Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη, ρεαλιστική, γενναιόδωρη και λεπτομερειακή στις περιγραφές, αν και δίνει τον λόγο σε πρόσωπα με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και καταβολές (κοινωνικές, τοπικές και άλλες), εμφανίζεται  κλασσική και στις περισσότερες από τις εκφάνσεις της λόγια.

 

Στο μυθιστόρημά της, δεν θα βρούμε σχήματα που ανεξάρτητα από την λογοτεχνική αξία τους, θα εμπόδιζαν μια απνευστί ανάγνωση ή  θα απέβαιναν σε βάρος της πλοκής. Οι αναφορές ιστορικών και ηθογραφικών στοιχείων λειτουργούν προς ενίσχυση της αφήγησης και ποτέ σε βάρος της, οι δε περιγραφές της καθημερινότητας, ακόμη και στην περίπτωση που φαίνεται να πλατειάζουν, δεν ενοχλούν, αφού βρίσκονται πάντα σε στενή συνάφεια με τα πρόσωπα και τις πορείες που αυτά διαγράφουν.  

 

ΓΙΟΚΟΧΑΜΑ 1892

ΖΑΚ

Όση ώρα αυτή μιλούσε, την παρατηρούσα. Τα μαύρα,- τόσο μαύρα που είχαν μπλε ανταύγειες, -μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κότσο που συγκρατούσαν περίτεχνες φουρκέτες σε σχήμα ιβίσκου. Ο λαιμός της είχε τη χάρη του κύκνου, καθώς ξεπρόβαλλε στητά και χαριτωμένα απ’ το γιακά του μεταξωτού κιμονό της που είχε τα χρώματα παπαγάλου και τα φαρδιά μανίκια του κινιόταν αέρινα σε κάθε κίνηση της όμορφα ζωγραφισμένης , ξύλινης βεντάλιας της. Φορούσε  μαύρες σαγιονάρες με ψηλές ξύλινες σόλες και λευκές, σφιχτές, βαμβακερές κάλτσες.(…)

Η Γιούκι με κρατούσε δέσμιο στα δίχτυα της σαγήνης της. Οι ιστορίες κυλούσαν σαν μαργαριτάρια από τα χείλη της. Οι λέξεις ερχόταν όλο και πιο γρήγορα, ανάβλυζαν από μέσα της, σαν ήταν κάπου εγκλωβισμένες κι είχε σπάσει το φράγμα, που τις κρατούσε μέσα. Βγαίνοντας στον αέρα, οι ήχοι έγιναν τραγούδι, γλυκό σαν μέλι ανθέων, τραγούδι -μπαλάντα.

 

Η γλώσσα, παρά την πολυφωνία των υποκειμένων της, εμφανίζεται ομαλή, στρωτή, και σχετικά ομοιογενής, χωρίς  μετεωρισμούς, ντοπιολαλιές, λογοπαίγνια, ή ατέρμονες ενδοσκοπήσεις. Στις περιπτώσεις δε, που αυτή η σχετική λογιοσύνη και ομοιογένεια θα απέβαινε σε βάρος της αληθοφάνειας, η συγγραφέας, έμπειρη πεζογράφος, αντί να συμβιβαστεί με το «πρόβλημα», φροντίζει να επέμβει προσδίδοντας στον αφηγητή της κάποια επιπλέον ιδιότητα που να τα δικαιολογεί. Όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του μαθητή  Σάντρο, όπου, για να καταστεί πιστευτή η διορατικότητα της μαρτυρίας του, ο μάρτυρας, αν και αδαές χωριατόπαιδο, αποδεικνύεται ταυτόχρονα και ένας χαρισματικός και ευαίσθητος δέκτης.

Καταλήγοντας, θα λέγαμε πως η συγγραφέας, πολυγραφότατη πεζογράφος και δεινή  story teller, με την Μάχρια της Λήθης- Η Αγάπη είναι δύναμη, όπως και με το σύνολο του έργου της, πεζογραφικό, κριτικό, και κυρίως ποιητικό,-17 βιβλία μέχρι στιγμής από το 2001-, ακολουθώντας τις γραμμές της σύγχρονης λογοτεχνίας, πολλαπλά προσφέρεται σε ανάγνωση και κρίση, απευθυνόμενη σε ένα  αναγνωστικό κοινό που, όχι τυχαία, χρόνια τώρα την ακολουθεί. 

 

DSC_4374

 

Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι καθηγήτρια Σχεδίου Μόδας με μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Από το 2001 και μετά έχουν εκδοθεί δεκαεπτά βιβλία της. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά βιβλία (απόσπασμα βιβλίου της διδάσκεται στην Ε’ Δημοτικού) και παιδικό θέατρο, ενώ άρθρα και βιβλιοκριτικές της δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο,  καθώς και σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά.

Είναι συντονίστρια του “Λογοτεχνικού κύκλου Ηρακλείου”. Το 2014 το παραμύθι της’’ Αζίρ’’ (συμμετοχή στο πρόγραμμα του Δήμου Ηρακλείου και της ομάδας βιβλίου του Συλλόγου Εκπαιδευτικών «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος», με θέμα το σχολικό εκφοβισμό,  έγινε ταινία μικρού μήκους από τους μαθητές της Στ’ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Μεγάλης Βρύσης Ηρακλείου.

Τελευταίο της πεζογραφικό έργο το β’ μέρος της τριλογίας ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’ ,με τίτλο ’’Η αγάπη είναι δύναμη’’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα  από τις εκδόσεις Λιβάνη, ταυτόχρονα με τη νέα ποιητική της συλλογή ’’Μινιατούρα’’ από τις εκδόσεις Poema.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top