Fractal

Διήγημα: “Μάχη με τις φλόγες”

Του Οδυσσέα Νασιόπουλου // *

 

 

 

Πολύ ζέστη καὶ σήμερα, ἕνα μήνα σχεδόν μᾶς ἔψησε για τὰ καλά, ξεράθηκε ὁ τόπος, εἶπε ὁ Ἄντρεας, νέος Πυροσβέστης, που μόλις ἔκλεισε χρόνο στην ὑπηρεσία, πίνοντας νερό ἀπ’ τὸ παγωμένο μπουκαλάκι, και πρόσθεσε, «κάτι ἄκουσα ὅτι θα δροσίσει σήμερα, μακάρι…». «Τι μακάρι, ἀς σηκώσει μελτέμι, τότε εἶναι, που θ’ ἀρχίσει τὸ πανήγυρι, βούτυρο στὸ ψωμί τών κάθε λογῆς ἐμπρηστῶν, οἰκοπεδοφάγων και στο ἔλεος τῶν σκουπιδιῶν μας». Εἶπε, ὁ Πέτρος, ἔμπειρος Πυροσβέστης σχεδόν 35 χρόνια και παραπάνω ἐνεργούς ὑπηρεσίας, «ἔμενα ἄκου, ἔχουν δεῖ τα μάτια μου, φωτιές και πυρκαγιές, τι να πρωτοθυμηθῶ, πόσες καὶ πόσες μάχες ἔδωσα μ’ αὐτό τὸ θερίο», ἔλεγε και το βλέμμα του ἔλαμπε.

Το ἡμερολόγιο ἔδειχνε μέσα Αὐγούστου, μετά τον πολυήμερο καύσωνα, ἀκουλούθησε, ἕνα σχετικά δροσερό μελτέμι που ἀνακούφισε προς στιγμήν τους κατοίκους τῆς ἐπικράτειας. Οἱ δυσοίωνες προβλέψεις τοῦ Πέτρου δυστυχῶς ἐπαληθεύτηκαν, μεγάλες πυρκαγιές ξέσπασαν σὲ πάμπολα μέρη τῆς χώρας και κυρίως στὰ πολύπαθα δάση τῆς πρωτεύουσας. Το κουδούνι στην ὑπηρεσία χτυπούσε λυσσαλέα, οἱ πάντες ἔτρεχαν στὸ σταθμό, οἱ ὅποιες ἄδειες ἀνακλήθηκαν, ἡ διαταγή ἦταν ξεκάθαρη, δεν θα γυρίσουν, ἀν δεν σβήσει και οἱ τελευταία μικρή ἐστία φωτιᾶς. Εἶχαν πεισμώσει καθῶς ὁ κόσμος λόγω ἐσφαλεμένων ἐντυπώσεων θεωροῦσε τοὺς Πυροσβέστες τεμπέληδες, με τὰ ζάρια στο ἕνα χέρι, και το ἄλλο το τσίπουρο. Στην πρώτη γραμμή ὁ Ἀντρέας μὲ τὸν Πέτρο, τον εἶχε πάρει μαζί του σαν προστατευόμενο και ρίχτηκαν στην μάχη με τις φλόγες να περισώσουν ὅ,τι μπορούν, με μια μάνικα στὸ χέρι, ἄλλοτε μ’ ἕνα φτιάρι ἤ το τσεκούρι, ν’ ἀνοίγουν μονοπάτια στὰ δύσβατα σημεία τοῦ δάσους ὅπου κατέκαιγε ἡ φωτιά, τρείς μέρες καὶ νύχτες ἀσταμάτητα πάλευαν, κι ὅταν κουράζονταν ἔσφιγγαν τὰ δόντια και συνέχιζαν, νὰ μη περάσει την ἐθνική ὁδό ἡ φωτιά, να μη ἐξαπλωθεί και κάψει και ἄλλα σπίτια. Ἡ λαίλαπα εἶχε κυκλώσει τὸ πανέμορφο πευκοδάσος, ἤδη χιλιάδες ἐκτάρια εἶχαν γίνει στάχτη, ζώα τοῦ δάσους ξεψυχούσαν ἀνήμπορα, στάνες, λίγα σκόρπια σπίτια κάηκαν, ἕνα μοναστήρι απειλήθηκε ἀλλά σώθηκε χάρις στην αὐτοθυσία τῶν Πυροσβεστῶν και ἐθελοντῶν. Κι ἐκεί που ἔλεγες ὅτι κατάφεραν και την περιόρισαν, με τὸ φύσημα τοῦ ἄερα ὅλο και ἐξαπλωνόταν ταχύτατα, πενήντα μέτρα μακριά ἄλλη ἐστία φούντωνε. «Πρώτη φορά βλέπω τέτοια πυρκαγιά, ἀπὸ πού να την πιάσεις και ποῦ να την τελειώσεις, θερίο ἀνήμερο. Ἀλλά ἐγώ θα τὴν καταφέρω». Εἶπε ὁ Πέτρος και έριχνε ἀδιάκοπα νερό μὲ τὴν μάνικα, μὲ τον Ἀντρέα δίπλα του, γεμάτο ἀπόγνωση, μα καὶ πείσμα. Σὲ μιὰ στιγμή ὁ Ἀντρέας σ’ ἕνα κομμένο δέντρο βρήκε ἕνα πουλάκι, το πῆρε στὰ δυό του χέρια, «κοίτα Πέτρο, το ἔσωσα, θα το ‘τρωγε το θερίο». Εἶπε, δείχνοντάς τού το. Και το ἄφησε σὲ μέρος ἀσφαλές. «Μπράβο», εἶπε ὁ Πέτρος, «μια μέρα, θα γίνεις σαν κι ἔμενα», εἶπε και το χτύπησε φιλικά στην πλάτη χαμογελώντας. Ὁ ἀέρας λυσομάνουσε μέσα στην φωτιά, εἶχε δημιουργήσει το δικό της μικρό κλίμα κι ἔτρωγε τὰ πάντα στὸ πέρασμἀ της. Ὁ Πέτρος κι ὁ Ἀντρέας εἶχαν ξεκόψει, ἀπ’ τους ὑπόλοιπους εἶχαν μπεί βαθιά μέσα στο δάσος, ἦταν μόνοι, σὲ λίγο βρέθηκαν σὲ μοιονεκτική θέση, ἡ φωτιά τους περικύκλωσε. Το πυροσβεστικό ὄχημα εἶχε ξεμείνει σχεδόν ἀπό καύσιμα και νερό. «Ἀντρέα, πάρε το μονοπάτι και τρέχα, ἐγώ θα μείνω, να την κρατήσω, ὅσο μπορώ», εἶπε ὁ Πέτρος, «ὄχι εἶμαστε μαζί, μη κάνεις το ἥρωα, δεν σ’ ἀφήνω» εἶπε ὁ Ἀντρέας με φωνή γεμάτη ἀγωνία. «Πήγαινε σου εἶπα, θα ‘μαι πίσω σου, θα τα καταφέρω, φέρε βοήθεια, θα το νικήσω, δεν θα με νικήσει, πήγαινε γιατί θα σε χτυπήσω, ἀκοῦς». Ἧταν τα τελευταία λόγια του, το ἤξερε πως δεν ὑπήρχε ἐλπίδα ἐκεί που φτάσαν, ἤθελε να σώσει τον Ἀντρέα, διότι ἡ φωτία θα ἔσκαγε σε λίγο. Ὁ Ἀντρέας μη μπορώντας νὰ τον μεταπείσει, και ὑποσχόμενος βοήθεια, ἄρχισε νὰ τρέχει στο μονοπάτι. Σε λίγο ἡ φωτιά ξέσπασε και τύλιξε τὰ πάντα, ὁ Ἀντρέας ἵσια που πρόλαβε, με την ψυχή στὸ στόμα και ἀρκετά ἐγκαύματα, νὰ βγεί στον δρόμο. Νὰ βρεί τοὺς συναδέλφούς του. Ὅταν καταλάγιασε ἡ φωτία, ὅλοι πάγωσαν, ἕνας ἀληθινός ἥρωας θυσιάστηκε, κοίτονταν ἐκεῖ με τὸ κεφάλι ψηλά, κοιτώντας ἵσια στὰ μάτια τὸ θερίο, «το νίκησες, φίλε μου», εἶπε, ὁ Ἀντρέας και ἕνα δάκρυ κύλησε. Και ἡ πολιτεία δεν ἦταν πουθενά, λέγαν οἱ κάτοικοι στις εἰδήσεις τῆς μέρας.

 

 

 

* Ο Οδυσσέας Νασιόπουλος γεννήθηκε το 1982, σ’ ένα ορεινό χωριό της επαρχίας Καλαμπάκας-Τρικάλων, ονόματι Κακοπλεύρι. Μαθήτευσε στην Καλαμπάκα, οι σπουδές του στο Τ.Ε.Ι. Κοζάνης Ηλεκτρολογίας, έμελλαν να μείνουν ανολοκλήρωτες, λόγω δυσμενών οικονομικών συγκυριών, και κατά κύριο λόγο στροφής του προς το γράψιμο, και δη πρώτιστος την ποίηση, διήγημα, σενάριο. Η αδιάλειπτη και συνεχής μελέτη των αρχαίων Ελληνικών, το διάβασμα και όχι μόνο, τον βοήθησαν, ως προς την βελτίωση του τρόπου γραφής. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος λογοτεχνικών διαγωνισμών διεθνούς και πανελλήνιας εμβέλειας αποσπώντας πολλά βραβεία, επαίνους, τιμητικές διακρίσεις, όπως επίσης και συμμετοχές σε ποιητικές ανθολογίες και Καλλιτεχνικά ημερολόγια. Έχει εκδώσει δύο συλλογές την «Ματαιοπονία», ως αποτέλεσμα, Α’ Βραβείου Πανθεσσαλικού λογοτεχνικού διαγωνισμού των Εκδόσεων Ήρα Εκδοτική το 2012, Βόλος. Και την «Πάλη για ήλιο» η οποία αποτελείται από φωτογραφίες της φωτογράφου Βασιλένας Μητσιάδη (Μηχανολ. Μηχαν. Δημ. Σύμβουλος Δ.Τρικκαίων, Ερασ. Φωτογράφος), Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, Θεσσαλονίκη 2016. Ζει και δημιουργεί στα Τρίκαλα, ενώ παράλληλα βοηθάει στην οικογενειακή επιχείρηση Αρτοποιείο. Επίσης, μεταξύ άλλων συμμετέχει κατά καιρούς σε θεατρικές ομάδες του δημοτικού θεάτρου Τρικάλων, και σε χορευτικούς συλλόγους.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top