Fractal

Διήγημα Fractal: “Μαύρη Παναγιά”

Του Νίκου Τακόλα // *

 

 

Image

 

Κείνο το βράδυ η Βερονίκη δεν κοιμήθηκε. Όποτε ξεχνιόταν στριφογύριζε δίπλα στον άντρα της, που κοιμόταν μακάρια. Και ύστερα έμενε πάλι ακίνητη, μέσα σε θάμνους μπλεγμένων κι ασχημάτιστων σκέψεων. Ήταν η τρίτη μέρα χθες, που πάνω στο γραφείο της μπαίνοντας το πρωί, εύρισκε ένα μαύρο τριαντάφυλλο. Τις δύο πρώτες μέρες θεώρησε πως ήταν τυχαίο, ένα ξεχασμένο λουλούδι βάζου κάποιας νυκτερινής καθαρίστριας, ίσως ερωτευμένης πιτσιρίκας. Η ίδια καβάλησε τα 45 και υπολόγιζε ότι έρωτες θα συναντούσε πια μόνο στη γυναικεία λογοτεχνία, που διάβαζε με πάθος.

Χαμογελούσε καθώς ανέτρεχε στις τόσες ιστορίες λουλουδιών στην ελαφρά ερωτική κειμενογραφία. Περίμενε με αγωνία να ξημερώσει. Ίσως τα παράξενα νήματα σταματούσαν εδώ και ησύχαζε. Ήθελε όμως να ησυχάσει; Και να ήθελε δεν μπόρεσε. Πήγε λίγο νωρίτερα στο γραφείο, πριν φτάσουν ο Πέργος και η Ολυμπία. Έτρεμε μην καταλάβουν κάτι οι συνάδελφοί της. Ευτυχώς τους πρόλαβε. Μα το παράξενο λουλούδι ήταν ήδη εκεί. Φουντωτό, βελούδινο μαύρο στη βάση του, σκούρο κόκκινο στο άνοιγμά του. Άρωμα ελαφρύ, διακριτικό. Ψιλόμισχο και πανέμορφο.

Το ‘ριξε γρήγορα στην τσάντα της, τυλιγμένο σε χαρτί, με δυνατό καρδιοχτύπι. Ποιος της έπαιζε τέτοια παιγνίδια; Δεν είχε καταλάβει να άλλαξε κάτι στη δουλειά της. Κανείς από καμιά πενηνταριά άντρες στη δουλειά δεν την πλησίασε παράξενα, τελευταία, δεν της μίλησε ερωτικά, υπαινικτικά έστω, δεν την κοίταξε αλλιώτικα. Έτρεξε στο μυαλό της τη λίστα των κορτάκηδων της εταιρείας, που την ταλαιπωρούσαν στα διαλείμματα για φαγητό, στις καντίνες και στο εστιατόριο, μα εδώ και χρόνια είχαν αποτραβηχτεί. Σκέφτηκε ακόμα και πελάτες που για να κάνουν τη δουλειά τους έταζαν και έκαναν χοντροειδή δώρα, όπως πανέρια ολόκληρα με λουλούδια, συσκευασίες ποτών και ανάλογα, εισιτήρια για μπουζουξίδικα, μα τίποτα δεν συμφωνούσε με το μυστικό, καθημερινό και λιτό άνθος.

Προφασίστηκε κάποια βιαστική υποχρέωση και πετάχτηκε στο κοντινότερο ανθοπωλείο. «Έχετε αυτό του λουλούδι;», ρώτησε αδιάφορα τάχα δείχνοντάς το. «Όχι, βέβαια», απάντησε ο πωλητής. «Μαύρη Παναγιά. Δύσκολη ποικιλία, αν και πανέμορφη δε φεύγει.. Γιατί κάποιος να πάρει μαύρα τριαντάφυλλα; Χάθηκαν τόσα άλλα χαρούμενα χρώματα; Ξέρετε του Αγίου Βαλεντίνου όλοι τα αποφεύγουν, επειδή σχετίζονται με το τέλος μιας σχέσης ή και ….ακόμα χειρότερα, αφήστε τα».

Η περιέργειά της μεγάλωσε. Πρώτα πρώτα μη μάθουν κάτι οι δυο του γραφείου. Ήταν και οικογενειακοί φίλοι. Η ευτυχία της μπορούσε να κινδυνεύσει για το τίποτα. Έφευγε όλο και νωρίτερα από το σπίτι για το γραφείο τα πρωινά, προφασιζόμενη φόρτο, μα το περίεργο τριαντάφυλλο ήταν ήδη εκεί. Αυτό και η αινιγματική νύχτα που το γέννησε. Αναστατώθηκε. Προσπάθησε να κλέψει λόγια απ’ τις νυκτερινές καθαρίστριες, μα δεν ήταν σταθερές. Οι εργολάβοι άλλαζαν συνέχεια προσωπικό, ρίχνοντας τιμές, στην εποχή της παντοδυναμίας τους. Σκέφτηκε να μείνει ένα βράδυ στο γραφείο, με φώτα σκοτεινά για να τσακώσει το δράστη που την αναστάτωνε. Μα τι θα ‘λεγε στον άντρα της;

Και το κακό έγινε.

Το ξυπνητήρι δε χτύπησε, άργησε στη δουλειά κι όταν έφτασε βρήκε την Ολυμπία να μυρίζει χαμογελαστή και με ανασηκωμένο φρύδι αιθέριας σαγήνης τη Μαύρη Παναγιά της, ενώ ο Πέργος συγκρατούσε με κόπο ένα σκανδαλώδες μειδίαμα. Ενστικτώδικα άπλωσε το χέρι και, σχεδόν, άρπαξε το λουλούδι. Ήταν δικό της.

Ύστερα τους εξιστόρησε, αναγκαστικά, τα συμβάντα. «Θέλω την εχεμύθειά σας. Και οι τρεις παντρεμένοι είμαστε. Έχουμε παιδιά. Ρομαντικό, δε λέω, μα σας παρακαλώ βοηθείστε με να βρω το δράστη. Αυτό το παιγνίδι πρέπει να σταματήσει. Ίσως μοιάζει αθώο, μα μόνο μπελάδες μπορεί να μου φέρει».

Έτσι το μυστικό της έγινε κοινό μυστικό του γραφείου της, μα τουλάχιστον σφραγίστηκε στα όριά του. Η σχέση τους ήταν παλιά και στιβαρή. Μια ο ένας, μια οι άλλες έστηναν παγίδες στον αθέατο δράστη, μα εκείνος απτόητος θαυμαστής συνέχιζε ασύλληπτος την ευγενή, μα δυσεξήγητη προσφορά του. Δεν έλειψαν τα φιλικά πειράγματα βέβαια. «Μαύρα τα τριαντάφυλλα, σαν και σένα», την πείραξε η Ολυμπία. «Κα κόκκινα στη άκρη, όπως γίνεσαι όταν θυμώνεις. Ο άνθρωπος ξέρει τι κάνει». «Παντζάρι δείχνεις, όταν νευριάζεις», κάγχασε και ο Πέργος, γνωστό πειραχτήρι του χώρου. Μα ήταν και οι δυο της εμπιστοσύνης της, δοκιμασμένοι. Ναι, δεν το σκέφτηκε. Κάποιος της έστελνε προωθημένα μηνύματα, πέραν από μια απλή αρέσκεια.

Κάθε μέρα ένας από τους τρεις τους ερχόταν νωρίτερα, μήπως και αιφνιδιάσουν τον αόρατο άνθρωπο, αλλά εις μάτην. Η Βερονίκη πλεύρισε τους φύλακες, ρωτώντας για το ποιοι μπαίνουν τη νύχτα στο κτίριο. Κανείς μετά τις απογευματινές καθαρίστριες, που έφευγαν κατά τις 9 το βράδυ. Οι φύλακες δεν μπορούσαν να αφήσουν το πόστο τους και δεν έμπαιναν στο κτίριο. Ένας τους περιπολούσε στον αυλόγυρο, κάποιες φορές. Το φυλάκιο βρισκόταν στην είσοδο του πανύψηλου καγκελόφραχτου περίβολου. Εναλλάσσονταν συνέχεια κι αυτοί, τους περισσότερους ούτε καν τους ήξερε.

Έδειχνε ψύχραιμη, μα μέσα της άλλαζε. Τι θα γινόταν αν εύρισκε το δράστη; Ήταν κάποιος ερωτευμένος μαζί της ρομαντικός Δον Κιχώτης ή κάποιος τύπου Καζανόβα παθολογικός εραστής, συναισθηματικό αρπακτικό, που θέλει κάθε γυναίκα; Και ποιος ήταν αυτός; Πόσες φορές δεν κάθισαν οι τρεις και τους κοσκίνισαν όλους; Η πολύ νεότερη Ολυμπία την πείραζε έντονα. «Ετοιμάσου για φλογερούς έρωτες», της έλεγε. «Αν είναι κάποιος νέος και όμορφος γιατί όχι; Ξέρεις το μαύρο τριαντάφυλλο είναι στις μόδες του νεανικού Gothic Spirit, λες να σκανδάλισες κανένα πιτσιρίκο; Παίξε και συ, λίγο, Δεν είπαμε να τα διαλύσεις όλα». «Αυτά με τα στυλ είναι της ηλικίας σου. Εμείς είμαστε προϊστορικά όντα. Έστω και να μ’ αρέσει. Αυτός φορτίστηκε μαζί μου, εδώ και χρόνια, ποιος ξέρει; Εγώ πώς μπορώ να ελευθερώσω άμεσα τα συναισθήματά μου; Και στην περίπτωσή μου…».

Δεν έλεγε αλήθεια. Μεταμορφωνόταν μέσα της. Ευχόταν να φανεί αυτός ο περίεργος και επίμονος έρωτας. Η σκέψη του ομόρφυνε τη ζωή της, έστω και χωρίς πρόσωπο και σώμα. Κάτι σαν αερικό. Οι άνθρωποι είναι συχνά έτοιμοι να ερωτευτούν και τον αέρα, αν αυτός τους αγαπάει, πίστευε. Η γη γυρίζει και τα προπατορικά ερωτήματα των σχέσεων γυρίζουν μαζί της, αναπάντητα. Τα σκέφτηκε όλα με τη σειρά. Να φιλιούνται με τον άγνωστο κι αυτό να σημαίνει το σύμπαν, όπως στις αρχές των δεσμών, να κάνουν έρωτα, να πετούν. Επινοούσε ξανά, αυτό που είχε αρχίσει να χάνεται οριστικά στη σχέση της με τον Αιμίλιο. Αθώο παιγνίδι ήταν, τι πείραζε; Φαντασίωση. Μα η μοίρα της είχε στημένα άσχημα δόκανα. Κι ο καιρός κυλούσε κάνοντας και τα νυκτερινά τριαντάφυλλα στιγμές του και χρόνια του.

Κείνο το καλοκαίρι ξεκίνησε με χαρά για τα νησιά. Αποβιβάστηκαν και τράβηξαν για τον προορισμό, όπου θα διέμεναν. Το μοιραίο ήρθε τρεις μέρες μετά, όταν κάνοντας βουτιά από τον αγαπημένο της βράχο στο νερό, χτύπησε με το κεφάλι σε κάποιο ύφαλο, που είχε σχηματιστεί από αφανή μετατόπιση πετρωμάτων, σαν κατολίσθηση κάτω απ’ την επιφάνεια. Νοσηλεύτηκε αρχικά στο νοσοκομείο του νησιού, μα επισπεύστηκε αεροκομιδή στην Αθήνα κι από κει στο εξωτερικό. Δεν ετίθετο άμεσο θέμα ζωής, αλλά ζωτικών λειτουργιών. Η απουσία της κράτησε πολύ.

Όταν κάπως συνήλθε μια από τις πρώτες ιδέες που της τριβέλιζαν το μυαλό, παραδόξως, ήταν τα τριαντάφυλλα. Αν συνέχιζαν να φτάνουν στο γραφείο της και τι απογίνονται. Τηλεφώνησε κρυφά και κατ’ εξαίρεση. Απάντησε η Ολυμπία με τσιρίδες χαράς. Ναι, τα τριαντάφυλλα ήταν καθημερινά, ακόμα. Η ίδια τα περιμάζευε και τα κάρφωνε σε μια μεγάλη γλάστρα που αγόρασαν με τον Πέργο, κι αυτά παράδοξα άντεχαν. Έκρυψε τα δάκρυα χαράς της. Μια μικρή ρωγμή αισιοδοξίας.

Η επιστροφή στην πόλη της ήταν δύσκολη. Σε νοσοκομείο πάλι, επανένταξης τούτη τη φορά. Οι μισοί γιατροί έλεγαν ότι θα μπορέσει να σηκωθεί από την αναπηρική καρέκλα μετά από πολύ καιρό και οι άλλοι μισοί το απέκλειαν λόγω καταστροφής συγκεκριμένων εγκεφαλικών κέντρων.

Αν και δεν ήταν θρήσκα, τώρα έβλεπε συχνά στα όνειρά της μια μαύρη Παναγία να της φέρνει τα λουλούδια της. Μπουκέτα ολόκληρα. Ήθελε και η ίδια από την κατάσταση της παραλυσίας να την ευχαριστήσει κι ας ήταν έξω από τα όρια αποδοχής της. Κάτι σαν εξοικείωση ή και σύγκλιση με τις απορρίψεις της. Της φαινόταν σημάδι καλό οι επισκέψεις, κάτι που διαισθητικά ίσως προμηνούσε την αποθεραπεία της. Δεν ήθελε ακόμα να δει κανένα από τους συναδέλφους της. Δεν ήθελε να τη λυπούνται. Ίσως να τους συναντούσε στο μέλλον. Το ευχόταν. Οι άνθρωποί της οικογένειας της μέρα νύχτα δίπλα της. Τη στήριζαν, ρωτούσαν ειδικούς, επικοινωνούσαν με όλη τη γη, αγωνιούσαν. Κι αυτή απορούσε πώς βρέθηκε στην αναπηρική καρέκλα, πώς αναποδογύρισε έτσι η ζωή της, γιατί η μοίρα της έπαιξε τέτοιο παιγνίδι;

 

Ήταν συστηματικός και πάντα προετοίμαζε το κάθε τι. Μπήκε στο νοσοκομείο χωρίς να έχει ειδοποιήσει κανένα, απαρατήρητος από τους φύλακες, παλιά του τέχνη. Ήξερε πως εκείνη θα ήταν για κάνα δυο ώρες μόνη. Τα κατάφερνε πάντα και με τις πληροφορίες. Τώρα έπρεπε να βιαστεί. Έκρυψε το μαύρο λουλούδι με προσοχή στην τσέπη, βρήκε μια πλάγια είσοδο φορείων και τρύπωσε, χαμογελώντας φαρδιά σα γιατρός υπηρεσίας στον τραυματιοφορέα, που τον κοίταξε για λίγο απορημένος.

Χτύπησε την πόρτα της και πέρασε μέσα. Η Βερονίκη τον κοίταξε λάμποντας. «Καλώστον. Δεν σε περίμενα, δεν με ειδοποίησαν. Τι ξαφνική χαρά;». Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, σα δυο παλιοί φίλοι. Κάτι έπνιγε τη φωνή του και δεν μπορούσε να μιλήσει. «Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, αποδυναμώνομαι», έκανε εκείνη, γυρίζοντας το κεφάλι δακρυσμένη. «Ακόμα κι αν μείνω στην καρέκλα για το υπόλοιπο της ζωής μου, θα το αντέξω. Πέρασα τα 50, χάρηκα τη ζωή μου λέω, και έχω ατέλειωτο κουράγιο ακόμα. Τα παιδιά μου με χρειάζονται, εξ άλλου κι ας μεγάλωσαν. Και για την υγειά μου θα ελπίζω». Δεν ήταν όμως αυτή σε κατάρρευση, αλλά αυτός. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε μια φουντωτή Μαύρη Παναγιά. Της την πρόσφερε, με αργή κίνηση και μάτια θολά.

«Πέργοοο», έσκουξε αυτή αλλοπαρμένη. Έμειναν ακίνητοι, για ένα δυο λεπτά με μάτια κάρβουνα. Ύστερα εκείνη σηκώθηκε από την καρέκλα της παράλυσης, αργά αργά και δύσκολα, σε συμπαντικό χρόνο που έτεμνε τα δευτερόλεπτα σε αιώνες και με ταλαντώσεις μαριονέττας αλλά τελικά σίγουρες, έκανε λίγα αβέβαια βήματα πέφτοντας στην αγκαλιά του. Φιλιούνταν και έκλαιγαν σε εναλλασσόμενα σύννεφα χαράς και λύπης. Όταν συνήλθαν κάπως, μίλησαν με γλώσσα ευτυχίας για τ’ ανομολόγητα, και μετά εκείνη ξανακάθισε ήρεμη πολύ πιο σταθερά στην καρέκλα της, κι ο Πέργος εξαφανίστηκε τρέχοντας από την πλαϊνή πόρτα των φορείων.

 

 

* O Νίκος Τακόλας, γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στα Γρεβενά. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός. Eκδοθέντα Βιβλία 3 στη βάση biblionet, ΒΡΑΒΕΙA διηγήματος πανελλαδικά 2. 5 συλλογικές συμμετοχές. Zει στη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο του βιβλίο “ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΦΑΔΑΣ”, 2016, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Νησίδες”. Στο παρελθόν ασχολήθηκε με κινηματογραφική κριτική και πολιτικό δοκίμιο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top