Fractal

Για τις «Ιστορίες του Γκραν Γκινιόλ»

Γράφει η Παναγιώτα Γ. Σαράφη // *

 

«Ιστορίες του Γκραν Γκινιόλ», Maurice Level, Μετάφραση: Ελένη Ρήγα, εκδ. Αρχέτυπο

 

Πρόλογος – Contes Cruels & Grand-Guignol

Στις πρώτες δυο δεκαετίες του 21ουαιώνα, το φανταστικό αποτελεί όλο και μεγαλύτερο πόλο έλξης και ενδιαφέροντος στις διάφορες μορφές του. Αν γυρίσουμε βέβαια πίσω στη σήραγγα του χρόνου, παρατηρούμε ότι, ως έμπνευση, λογοτεχνική θεματική επιλογή και είδος γραφής, το φανταστικό προϋπήρχε και αναπτυσσόταν, κυρίως στη Γαλλία αλλά και όλη την Ευρώπη, από τον 19ο αιώνα. Και τούτο, χάρη, τόσο στις προδρομικές τάσεις που εμφανίστηκαν τόσο μέσα στο κίνημα του Ρομαντισμού όσο και σε διάσημους συγγραφείς, όπως οι Villiers de l’IsleAdam, Guy de Maupassant, EdgarAllanPoe, Honore de Balzac, JulesBarbeyd’ Aurevilly, TheophileGautier, H.G. Wells, MaryShelley και OscarWilde.

Στο φανταστικό της εποχής, ο συγγραφέας μας εισάγει κατευθείαν στη δράση σε κάποιο απομονωμένο τόπο, σκοτεινό και υγρό ίσως, σίγουρα αποκομμένο από το κοινωνικό περιβάλλον. Ένα παλιό κάστρο, ένα δάσος, ένα νεκροταφείο, ένα σπίτι-φάντασμα μέσα σε χαοτικό ορίζοντα. Τα πάντα διαδραματίζονται βράδυ, στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας. Τα αντικείμενα και τα τοπία, οτιδήποτε δηλαδή άψυχο, παίρνουν μυστηριώδη πνοή, ζωή, συναίσθημα. Έτσι, η ατμόσφαιρα προκαλεί μόνο φόβο και τρόμο, στοχεύοντας να προκαλέσει το φόβο και το άγχος, να διεγείρει το κοινό πολύ έντονα, να το φοβίσει. Ο ίδιος ο αφηγητής, μεταφέρει το φόβο που νιώθει μέσα σ αυτό το τοπίο, σε αυτή την ατμόσφαιρα. Αυτός ο τρόμος αποτυπώνεται και στον κειμενικό κώδικα μέσα στη σύνταξη και το στίχο, μέσα από ονοματικές προτάσεις, πολύ σύντομα θαυμαστικά και ερωτηματικά.

Ο συγγραφέας αυτού του είδους γραφής, χρησιμοποιεί πάντα λέξεις που ενισχύουν την αμφιβολία. Ο αναγνώστης και ο θεατής δεν μπορούν να ορθολογίσουν τα γεγονότα, η εξήγηση που θα τους αποδώσουν θα είναι υπερφυσική. Ανάμεσα στα πολλά φανταστικά θέματα, ας αναφέρουμε την αγάπη, το θάνατο, την τρέλα, την προδοσία και τις μοιραίες γυναίκες. Στη σύγχρονη μάλιστα εποχή, κεφαλαιώδους σημασίας ήταν και παραμένει και η συμβολή της ψυχανάλυσης στην άνθιση της λογοτεχνίας του τρόμου αναγνωρίζοντας στον άνθρωπο την τρομακτική ανησυχία που διακατέχει την ψυχή του.

Με τα ContesCruels, γραμμένα ανάμεσα στο 1867 και το 1882,ο Villiers de l’Isle-Adam (1838-1889) διατρανώνει την αντίθεσή του στη ήθη της εποχής του. Στις ιστορίες αυτού του είδους δεν υπάρχει υπερφυσικό στοιχείο, υπάρχει όμως δραματική ανατροπή και σκληρή ειρωνεία.

Με τον μαθητή του Flaubert, Guy de Maupassant, συγγραφέα της νατουραλιστικής σχολής και μεγάλο Γάλλο διηγηματογράφο (1850-1893), το φανταστικό επικεντρώνεται στο αόρατο και το μυστηριώδες.

Λαμβάνοντας υπόψη τις συζητήσεις και τους διαλογισμούς περί του ανθρώπου και του κόσμου, καθώς και τις αλλαγές που επιτελούνται χάρη και στις προόδους των θετικών επιστημών, με το «Le Horla» (1887) και άλλα του διηγήματα, ο Maupassant χρησιμοποιεί και ρομαντικά στοιχεία-σύμβολα καθώς και την ψυχική «αυτο-ανάλυση» του ήρωα. Τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα την υπόθεση του έργου με στόχο τη δημιουργία μιας μεταφυσικής ατμόσφαιρας, πορευόμενος προς μια νέα διάσταση του φανταστικού, απαλλαγμένου από παλιότερες δοξασίες. Καμία αντινομία δεν υπάρχει ανάμεσα στην όποια ρεαλιστική ανάγνωση των έργων του και στο φανταστικό, αφού όσο δυναμικότερα πραγματικός παρουσιάζεται ο κόσμος, τόσο ευκολότερα θα διαλυθεί για να καταλάβει τη θέση του το φανταστικό.

Ακόμα και αν εξειδικευμένες προσεγγίσεις των φανταστικών του διηγημάτων έχουν ανιχνεύσει δάνεια από τον μεγάλο Edgar Allan Poe, είναι φανερό ότι, στις λογοτεχνικές του σελίδες όπου η υπόθεση εκτυλίσσεται επί γαλλικού εδάφους και κυρίως στη Νορμανδία, ο Γάλλος δημιουργός ακολουθεί πάντα τη δική του χαρακτηριστική καλλιτεχνική γραμμή.

Από το μακάβριο χιούμορ, την αγωνία και την ανησυχία μέχρι τον φόβο και τον τρόμο, οι σελίδες του Maupassant πλέκουν ένα μοναδικής ευαισθησίας «εσωτερικό φανταστικό» που φτάνει μέχρι τον προθάλαμο της επιστημονικής φαντασίας. Στο «LeDocteurHéracliusGloss» εμφανίζονται στοιχεία μετεμψύχωσης, στο «Conte de Noël» και το «LeHorla» το φαινόμενο της ύπνωσης, στο «L’ Endormeuse» η χρήση άγνωστων ουσιών.

Επιχειρώντας ένα μικρό άλμα μέσα στις δεκαετίες, σταματάμε σε έναν ακόμα σημαντικό σταθμό στην πορεία του φανταστικού, με προέκταση όμως μέχρι την έννοια του τρόμου: το θέατρο Γκραν Γκινιόλ (LeThéâtreduGrandGuignol) που ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 3 Δεκεμβρίου του έτους 1897 κι έκλεισε οριστικά στις 31 Μαΐου του έτους 1962. Ήταν το πιο μικρό θέατρο στο Παρίσι, με μόλις 293 θέσεις. Βρισκόταν στην περιοχή Pigalle, σε μιαανακαινισμένη παλιά εκκλησία, το εσωτερικό της οποίας εξακολουθούσε να περιέχει πολλά από τα αυθεντικά θρησκευτικά χαρακτηριστικά του κτιρίου – εξομολογητήρια, που μετατράπηκαν σε θεωρεία υπό το άγρυπνο βλέμμα των γοτθικών αγαλμάτων. Όλα αυτά δημιούργησαν μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα για γερά νεύρα.

Ο νέος ιδιοκτήτης, Όσκαρ Μετενιέ, εκμεταλλεύτηκε αυτά τα στοιχεία για να προσδώσει μία υπερφυσική ατμόσφαιρα, στοχεύοντας να προκαλέσει έντονα συναισθήματα στους θεατές, συναισθήματα που κυμαίνονταν από τον τρόμο μέχρι και τη σεξουαλική διέγερση. Για το δεύτερο, είχαν προνοήσει να υπάρχουν μάλιστα και κρυφά δωμάτια, στα οποία μπορούσε να απομονωθεί όποιο ζευγάρι ένιωθε «συνεπαρμένο».

 

O συγγραφέας Μaurice Level

 

Μέσα σε αυτά τα 65 χρόνια λειτουργίας, το θέατρο παρουσίασε περίπου ένα εκατομμύριο έργα βίας και φρίκης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το έργο Έγκλημα στο Φρενοκομείο που υπήρξε μια από τις δημοφιλέστερες παραστάσεις και παρουσίαζε δυο τροφίμους που τιμωρούν μια όμορφη ασθενή που ετοιμαζόταν να πάρει εξιτήριο, ενώ στην παράσταση Έμπορος Πτωμάτων, μια μάνα αντικρίζει το λιωμένο πτώμα του δολοφόνου της κόρης της. Σήμερα σ’ εμάς έμεινε η έκφραση Γκραν Γκινιόλ, και τη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε κάτι φρικτό.

Η δημοτικότητα του μικρού αυτού θεάτρου παρέμεινε ψηλά για δεκαετίες, μέχρι το B΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέχρι και το 1940, όπου η φρίκη του πολέμου δεν είχεχτυπήσει ακόμα την πόρτα της Ευρώπης, τα θεάματα αποτελούσαν αναπόσπαστο, ακόμα και απολαυστικό μέρος της καθημερινότητας. Ωστόσο ο πόλεμος έκανε πια τα απάνθρωπα εγκλήματα και τους θανάτους έναν ανυπόφορο εφιάλτη για τους θεατές, οι οποίοι γύρισαν οριστικά την πλάτη στα, έστω και ψεύτικα, βασανιστήρια και στις αιματοχυσίες του θεάτρου.

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του φανταστικού είναι και η σημαντική μεταπολεμική τύχη του, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τη δημοσίευση τριών έργων-σταθμών: του Conte fantastique en France de Nodier à Maupassant (1951) του PierreGeorgesCastex, του De laféerie à lascience-fiction In Anthologie de lalittératurefantastique (1966) του RogerCaillois και του Introduction à lalittératurefantastique (1970) του TzvetanTodorov. Αυτό όμως, είναι αντικείμενο μιας άλλης μελέτης.

Κλείνοντας, ας αναρωτηθούμε αν, πέρα από τάσεις, αντιπροσώπους και εξέλιξη του φανταστικού και του βίαιου, οι δημιουργοί μεταφέρουν, πίσω από τα γραφόμενά τους, τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι κοινωνικές δομές στο έργο τους, για να πλάσουν έναν εξωκοσμικό χώρο φρίκης και να καταγγείλουν μέσα από αυτό το φανταστικό σχήμα, την επίγεια βαρβαρότητα.

 

 

 

*Παναγιώτα Γ. Σαράφη – Εκπαιδευτικός-Μεταφράστρια-Ερευνήτρια

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top