Fractal

Διήγημα: “Ματίλντε η Οβριά”

 Της Βούλας Τζιλιάνου // *

 

 

f1

 

 

Στην τελευταία στροφή πριν φτάσω στο μικρό πανδοχείο του Σταύρου, έβαζα τα παπούτσια μου και δάγκανα τα χείλη μου να κοκκινίσουν, ήθελα να είμαι όμορφη σαν την Ματίλντε την Οβριά που καθότανε στην άσπρη φερ φορζέ πολυθρόνα, ακίνητη κρατώντας με το ένα χέρι τη μακριά πίπα της απολαμβάνοντας ένα τσιγάρο, σκάνδαλο για την εποχή. Δεν μπορούσα να καταλάβω την ηλικία της γιατί πάντα κοίταζα μόνο το κόκκινο στόμα της, χιλιάδες κατακόκκινα φιλιά … Έφτανε πάντα μόλις άρχιζε το καλοκαίρι που είχανε ρουμάσει οι σουκέροι. Τα μαλλιά της άλλοτε μαζεμένα σε ένα αραχνοΰφαντο δίχτυ με γυαλιστερές πέρλες να κρέμονται, άλλοτε χτενισμένα σε κύματα και άλλοτε κριμένα κάτω από ψάθινο καπέλο που δεν έμοιαζε όμως με την τρίτσα του πατέρα. Τα νύχια της κατακόκκινα και το στόμα κατακόκκινο αν και στις γωνίες έφευγε το κραγιόν από κάποιο τρέμουλο του χεριού της. Μετά τα θελήματα έτρεχα σαν βουρλισμένο στο πιτέρι της Μάνας, μαδούσα την κόκκινη μολόχα και κολλούσα με σάλιο τα μικρά ποντερά πέταλα της στα νύχια μου και στα χείλη μου να γίνω κι εγώ μια Ματίλντε. Καθόμουν με τις ώρες ακίνητη για να μην φυλλορροήσουν τα κόκκινα στολίδια μου. Την κοίταζα από το πορτόνι…τα μάτια της λίγο βαθουλωτά τα στύλωνε στο σένιο πάνω από το πράσινο των κυπαρισσιών πέρα μακριά στη θάλασσα αλλά μπορεί και όχι μπορεί στον ουρανό μπορεί στον χρόνο… Φορούσε πάντα μακριά δαντελένια γάντια κομμένα λίγο πιο κάτω από το κόκκινο των νυχιών της, άλλοτε μαύρα σαν κοράκια και άλλοτε λευκά σαν περιστέρια.

Έκρυβε λέει το νούμερο του θανάτου..τότε που έβαζαν τους Οβραίους στο φούρνο… εμείς δεν είχαμε φούρνο αλλά είχε ο Έκτορας και καμιά φορά που πήγαινα ν αγοράσω ψωμί και τύχαινε να δω την Ματίλντε καθισμένη να κοιτάει αυτό που μόνο αυτή έβλεπε, την φανταζόμουν μέσα στο φούρνο σαν την λεφτή και έτσι δεν τσίμπαγα το ψωμί στο δρόμο για να μην την πονέσω. Άλλες φορές καθόταν να ξαποστάσει από τη βόλτα της στον κήπο του Αχιλλείου σαν άλλη Πριγκίπισσα Σίσυ, στην ξύλινη πολυθρόνα με τη σκαλιστή πλάτη, ακουμπώντας το πολύχρωμο κερένιο παρασόλι της…με χαιρετούσε ξέπνεα και μου έδινε καραμέλες… από την ανοιχτή πόρτα φαινόταν το κομοδίνο της…αραδιασμένα μικρά βαζάκια από οπαλίνα που έβαζε πάντα φιόρια άγρια που έβρισκε στον περίπατό της στόλιζαν μία ασημένια κορνίζα με έναν όμορφο νεαρό άνδρα, με βαθιά χωρίστρα στα πυκνά μαλλιά του και έναν άσπρο γιακά που εξείχε κολλαρισμένος πάνω από ακριβή μαύρη φορεσιά… κάθε χρόνο την έφερνε μαζί της.. τελευταία φορά που τον είδα, μονολογούσε, ήταν στην γραμμή με άλλους πολλούς νέους και διέσχιζαν σε μάκρος εκείνο το μέρος, από την άλλη πλευρά που στεκόμασταν εμείς οι γυναίκες… κάποιος έπαιζε βιολί…τι όμορφη μελωδία…σήκωσε το χέρι του και με χαιρέτησε…τα μάτια του όμως φαίνονταν νεκρά σαν τα μάτια του νεκρού πολεμιστή της επιτύμβιας στήλης του Μουσείου….μετά έκλεισα τα μάτια…. Ίσως αυτά τα μάτια της που έζησαν την ξέφρενη κούρσα του θανάτου, χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, χωρίς ποτέ να ακούσουν το γιατί, ίσως αυτά τα μάτια τώρα στυλωμένα στο άπειρο να προσπαθούν να διαβάσουν τα ιερογλυφικά της ζωής….

 

 

 

* Η Βούλα Τζιλιάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Τώρα ζει στην Αθήνα και εργάζεται σε μεγάλο Μαιευτήριο. Αγαπά τα ταξίδια και έχει κάνει αρκετά σε Ευρώπη και Ασία, Βραζιλία, Βόρειο Πόλο, Αφρική κλπ. Της αρέσει να γράφει για πράγματα και καταστάσεις που έχει ζήσει. 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top