Fractal

Σχόλια και κρίσεις περί της εγχώριας εκδοτικής παραγωγής: Πάντα αδιέξοδο το τίμημα.

Γράφει ο Γιάννης Πατσώνης //

 

ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ,[i] “Μαθήματα Πατριδογνωσίας”, δυο διηγήματα, «Εκδόσεις της Αυλής της Κλεοπάτρας», Θεσσαλονίκη 2017, Εκτός Εμπορίου, Σελ. 36, (ISBN 978-960-93-8717-0).

 

Γνωστές είναι, και όχι μόνο στους παροικούντες εν τη Ιερουσαλήμ, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας δημιουργός, έως ότου το έργο του, αφού αφήσει επιτέλους το συρτάρι του γραφείου του, εκδοθεί για να παραδοθεί στην κρίση του κοινού. Τα προαπαιτούμενα περιλαμβάνουν: αποστολή κειμένων ηλεκτρονικώς, απρόσωπες συνδιαλέξεις, επιβαλλόμενους όρους και παγερές αναφορές, όπως: «Θα σας ειδοποιήσουμε μέσα σε τρεις τέσσερις μήνες, δεν θα αναφέρονται ακριβώς οι λόγοι σε περίπτωση απόρριψης των κειμένων σας, κι αν εγκριθεί η έκδοσή τους, θα συμβάλλετε τόσα  για το εξώφυλλο… ή θα υποχρεωθείτε να αγοράσετε διακόσια με τριακόσια αντίτυπα, για να κάνετε σεφτέ στην αγορά», και άλλες εξίσου παρόμοιες εξευτελιστικές προδιαγραφές που συμβαίνουν, λες και, προκειμένου να περάσεις στην αθανασία, σου κάνουν χάρη οι των γραφών παρακλήτορες

Γι’ αυτό χαιρετίζουμε την αυτοέκδοση αυτού του κομψού τομιδίου με δυο διηγήματα του Νώντα Τσίγκα, του εκ Βογατσικού ορμωμένου και εις συμπρωτεύουσαν συμπνιγομένου, πλην όμως με ρίζες σαν κλωνιά που βυθίζονται σε χώματα ουράνια, όπως προϊδεάζει στη μικρή βινιέτα του εξώφυλλου το εικονιζόμενο δέντρο, που, αν το γυρίσεις ανάποδα, οι ρίζες μοιάζουν με κλαδιά και το αντίστροφο.

Εμείς, ωστόσο, ας συνεχίσουμε: Τα καψόνια στα οποία υποβάλλονται οι δημιουργοί της γραφής (κι ας αρκεστούμε σ’ αυτούς, γιατί των εικαστικών, των μουσικών, των άλλων παραγωγών προορίζονται για άλλες ζυγαριές), αρχίζουν από τους μεταπράτες εντύπων της αγοράς και συνεχίζονται από ανθρώπους που ίσως διατηρούν ακόμα και αισθήματα μειονεξίας απέναντι σ’ εκείνους που έχουν το χάρισμα του λόγου, ενώ οι ίδιοι δεν είναι συχνά σε θέση να σύρουν ούτε μια γραμμή από έμπνευση κινούμενοι και όχι από το χρέος του… κέρδους. Σου λένε συνήθως: «Θα τα δει επιτροπή και θα κρίνει αν θα προχωρήσουμε στην έκδοση». Όμως πάντα επικρατεί πέπλος σιωπής για τους κριτές. Γνωστή και μαρτυρούμενη υπό πολλών η ιστορία, άμα τη παραλαβή την κειμένων, ο επιμελητής των εκδόσεων να ρίχνει στον κάλαθο των αχρήστων τον μόχθο του γραφιά ή τώρα με το ηλεκτρονικό ταχυσφαγείο να τα διαγράφει  ̶ εκτός κι αν έχει γίνει κάποια συμφωνία για προκαταβολή. Βέβαια, είναι και τα ονόματα που είχαν κάποτε την τιμητική τους στα ευπώλητα. Αυτοί περνούν άνευ εξετάσεων, αφού προσδοκώνται τα ίδια οφέλη, αν και είναι άδηλον εάν οι προκάτ κατασκευές αντέξουν στις δονήσεις της χρονικής αντικαταστάσεως του ρήματος πουλάω (πούλησε τότε, θα πουλήσει τώρα, πότε θα έχει πουλήσει;). Οι γεωργήσαντες, πάντως, στον αγρό των λέξεων, ή ενδίδουν, ή πέφτουν στην αυτολησμοσύνη αιωνίως τεθλιμμένοι, που δεν γίνονται οι ρίζες τους κλωνιά, ή θυμίζουν τους καπνοκαλλιεργητές που καίνε τις στοίβες με τα καπνά τους στη αυλή των σπιτιών τους, επειδή οι καπνέμποροι βρήκαν κατά τη διαλογή άχρηστες τις αρμαθιές των φύλλων του καπνού. Κι ανεβαίνει ο καπνός,  θολός κι ανταριασμένος, καθώς καίγονται τα καπνά  ̶ αυτά που φύλλο-φύλλο τα μάζευαν απ’ τα χαράματα στα χωράφια τους και μετά τα πέρναγαν μπουρλιάζοντάς τα σε σειρές, και τα στέγνωναν και τα σκέπαζαν μην βραχούν, αλλά έτρεμαν μην και σαπίσουν.

 

Ο συγγραφέας Νώντας Τσίγκας

 

Βέβαια στο αλώνι της γραφοτεχνίας, γυροφέρνουν –  αυτό να λέγεται –, εκτός από τους εργάτες και παράσιτα και τρωκτικά εκ των οπών της γης κι αρπακτικά εκ των νεφών του ουρανού.

Έλεγε ο Αλέξης Δαμιανός: «Πολλές φορές η φωνή του ατάλαντου συμπίπτει με τη φωνή του αδικημένου». Και τα ψώνια που φαντασιώνονται τον πρίγκηπα των συννέφων όπως λέει ο Μπωντλαίρ στο ποίημα «Άλμπατρος» για τους ποιητές, δεν είναι αμελητέα, αλλά είναι, δυστυχώς, και τα πλέον θορυβώδη, γλοιώδη και προκλητικά.

Όμως για τον κοπιάσαντα και τον έχοντα το χάρισμα εργάτη του λόγου, θέλουν δε θέλουν οι χαρτέμποροι, θα φανεί η χλωρασιά του  ̶  έστω και μετά τη θανή του. Τότε, ίσως, δεν θα τον ακουμπά ο φθόνος των ομοτέχνων  ̶  που είναι τόσο πιο βαρύς, όσο πιο φωτεινό απ’ τη χάρη είναι το πέρασμά του.

Ας αφήσουμε όμως τις περικοκλάδες και ας πάμε στο ζητούμενο, ήγουν, το πώς ένας που γράφει θα δει τα γραφτά του τυπωμένα  ̶  ή τώρα πια, στην οθόνη του υπολογιστή αναρτημένα σε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό.

«Και ποιός είσαι ρε φίλε;» ακούγεται η φωνή των εκδοτών, που ρίχνουν το χρήμα για τον πολιτισμό, «μπας κι είσαι ο Ντοστογιέφσκι για να σε προπληρώνουμε με την σελίδα; Γιατί εκδίδοντάς σε, δίχως να ξέρουμε αν θα πουλήσεις, σε προ-πουλάμε…

Έτσι είναι, όταν βιβλιοπώλες κάνουν τον βιβλιοκριτικό ή πατρονάρουν κι εξαγοράζουν τους κριτικούς με δωράκια, ταξιδάκια, διακοπές στα εξοχικά τους. Κι αν θες να δεις, σώνει και καλά, φως στο γραφτό σου, ρίξε κάνα μυστήριο με τη λαγγεμένη Ανατολή, αδελφοκτόνα μίση, αιμομιξίες, ωμά σκάνδαλα, με γλώσσα γυμνή, ας πούμε πως μια χορεύτρια με AIDS κόλλησε το βρέφος της, που το πέταξε ο ιμπρεσσάριος στον πράσινο κάδο, και να ακούγεται ο άλλος να λέει: «Ας το πέταγες στον μπλε κάδο της ανακύκλωσης, μην το φάν’ τα σκυλιά στη χωματερή, στον μπλε κάδο αλλιώς θα ’πεφτεκτλ κτλ…»

Γι’ αυτό λοιπόν, ας χαιρετίσουμε τους υπερακοντίζοντες στο σκάμμα, ήγουν, όσους με το δικό τους ακόντιο  ̶  ας είναι και για τους ζηλόφθονες καλάμι  ̶  κάνουν τον πήδο ή τη βουτιά τους σε στερέωμα ή και σε νερά  ̶  δικά τους όμως! Παλιότερα, είχαμε δει τον ευγενικό και πρόωρα χαμένο ουρανοκελευστή, Ανέστη Ευαγγέλου, που είχε εκδώσει ιδίοις αναλώμασι κείμενά του. Ο εκτελωνιστής εκείνος εμπορευμάτων στο λιμάνι, δεν έγινε ο τελώνης που κατακρατά το δίκιο των ονείρων του. Μετά ήταν ο Νίκος Καχτίτσης (άλλος φευγάτος στα κρύσταλλα της εξόριστης λύπης του) και πόσοι άλλοι που είναι παντελώς μόνοι, ελάχιστοι οι εκλεκτοί, όπως πάντοτε, στο μέγα πλήθος των κλητών

 

Και τώρα τα δυο πεζογραφήματα του Νώντα Τσίγκα, που φιλοτεχνήθηκαν με την επιμέλειά του και με έξοδά του  ̶  εκστάς του εαυτού του μας παραδίδει μαθήματα πατριδογνωσίας, αυτογνωσίας, φιλοπαίγμονος και ετερογνωσίας. Και τα έπεά του τα πτερόεντα μα και γαιόφρονα, επί πτερύγων ανέμου, αλλά και σάρκα φορούντα, αμυήτοις χερσίν ούκ εμιάνθησαν, διότι δονούνται όχι μόνο από τη μυρωμένη αγάπη του γενέθλιου τόπου του, μα και από την αγωνία ενός συγκαιρινού μας συνταξιδιώτου.

«Εκδόσεις της αυλής της Κλεοπάτρας», ονομάζει ο Νώντας Τσίγκας τον οίκο του  ̶  Κλεοπάτρα η γιαγιά του, που υπομειδιώσα μας καλοσωρίζει πριν φυλλο-γυρίσουμε τα κείμενα:

Πίσω από ένα θαμπό τζάμι, με τα γυαλάκια της  ̶  άλλο τζάμι που διαθλά τα εντός του οίκου της  ̶    μας λέει: «Ελθέτω η χάρις και απελθέτω ο κόσμος ούτος…», υποδηλώνοντας ακόμη πως αυτοείδωλον ουκ εγενόμην  ̶   «δεν βλέπετε το κουρτινάκι που κρέμεται πάνωθέ μου στο παραθύρι  ̶  φινιστρίνι πλοίου που με ταξιδεύει στον αταξίδευτο ντουνιά;  Νιώθετε τα άσπρα κρόσια του υφαντού αυτού λεπτουργήματος που κουρτινάκι το λένε με κορσέ και κλωστή-κουβαράκι πεταλούδα πλεγμένο, μα για μένα είναι τα νυχτέρια με τη γκαζόλαμπα και τα μουκανητά του κολλημένου στο ντουβαράκι μου σταύλου με τα πράματά μας  ̶ το μοσχαράκι μου, το βοϊδάκι μου, η γαϊδουρίτσα μου, και στις γιορτές, άκουγα πίσω απ’ αυτά τα μπερντέδια ντε,

 

Τί ωραίο φεγγαράκι  / τί ερωτική βραδυά

Παίζει το γλυκό αεράκι / στης μηλίτσας τα κλαδιά».

 

 

  1. Διήγημα Α΄: «Πώς ελησμονήθη η σκωραμίς».

 

Σκωραμίς είναι το δοχείο ούρων και κοπράνων, κάποτε γνωστό, ως όνομα μόνο, στις στρατιωτικές αποθήκες ή στους φοριαμούς νοσοκομειακών διαδρόμων. Στην κάθ’ ημέρα πράξη φέρεται με το υβριστικής χροιάς όνομα καθίκι ή καθοίκι (κατά Γ. Μπαμπινιώτη), ουροδοχείο, πάπια ( μια πάπια μα τί πάπια, και πού παπιά να κολυμπάν), γιογιό, για τα βρέφη τα μη έχοντα έλεγχο σφιγκτήρων  εν γένει.  Δοχείον νυκτός λοιπόν, όπου κάνεις την ανάγκη σου, όταν το αναγκαίον είναι έξω της παστάδος και όταν πρεσβύτης ων, αδυνατείς να προλάβεις προς νερού σου, μη σου φύγουν και τα κάνεις επάνω σου… Ιδιάζον ύφος, υφέρπουσα ειρωνεία, σκωπτική, ενδοσκαπτική, ενδοσκοπική προσέγγιση, μεταξύ διφορούμενης αλληγορίας και ντεμοντέ ορολογίας, κάτι που σκορπά υπαινικτικές τροπές και θυμίζει – δίχως φυσικά να μιμείται – τον Γιώργο Ιωάννου που έλεγε: «Εγώ είμαι σύγχρονος με την προτελευταία μόδα…» Περιπαιχτικά τσακίσματα του χρόνου, κυλιόμενα μοτίβα τόπου, γλυκόπικρες αναφορές σε ευτράπελα και μακάβρια του καθημερινού βίου, υπό τη θερμουργό σκιά της γενέθλιας γης, του Βογατσικού, όπως ζυγιάζονταν, φτερούγα αλλοτινού πουλιού και στα τεχνουργήματα, κρυπτογραφήματα, αποκρυπτογραφήσεις και εκχωματώσεις στον συντοπίτη του, αρχειοθέτη μνήμης, Γιώργο Γκολομπία[ii] ̶ και στον άλλο συντοπίτη μαΐστορα των εικαστικών αναπλάσεων εκείνου του τόπου, Χρυσούλη Τζημάκα, που χάθηκαν κι οι δυο τους το 2009.

Σ’ αυτό το διήγημα της λησμονιάς, μιας σκωροφαγωμένης σκωραμίδος, αφορμή παίρνει ο συνειρμικός ρους  of consiousnes του Νώντα Τσίγκα από μια ανάλγητη παρατήρηση: Ένα ευτυχισμένο ζευγαράκι εκλαμβάνει το σκαμνάκι, όπου ακουμπά τα πρησμένα του πόδια ένας φορτωμένος χρόνια πολύσαρκος, ως καθίκι.

Συνειρμικά λοιπόν, ο Νώντας Τσίγκας ξετυλίγει εικόνες του χωριού, με τις περιεργαζόμενες ως και τα χαλίκια των δρόμων απέθαντες, μαυροφορεμένες γραίες, που στοιχειώνουν και κατοπτεύουν τα πάντα από καταβολής κλειστών οικοσυστημάτων, καθήμενες σε σκαμνάκια, που εδώριζε σ’ αυτές ο μοναδικός μαραγκός της κοινότητος εκείνης  ̶  και κατ’ αποκοπήν ο μοναδικός φερετροποιός (Πρβλ. Το διήγημα «Η Ψυχοκόρη» του πρωτόθρονου ανατόμου ηθών Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «εύρισκε πάντοτε τις οικοκυράδες γειτόνισσες καθήμενες εν συναναστροφή εις το πρόθυρον….»)

Πριν από το άλλο διήγημα «Τί είναι η κακαβιά και τα κάκαβα;» διαβάζουμε ένα τρυφερής, όσο και μελαγχολικής πνοής, ποίημα («Ο λωτός της μνήμης ̶ Μια ανάμνηση από τον Παράδεισο») που συμποσούται στους στίχους:

 

[…] Και δε ρωτώ τους μνήμονες

τους πολυπράγμονες και τους φυσιοδίφες

αλλά ρωτώ εκείνους με το μόνιμο ρίγος της άγνοιας

και τους αιώνια θλιμμένους,

 

που θυμίζει το του Αποστόλου Παύλου, Προς Κορινθίους 1,27  ̶  εν τρυφή κυλιομένους στο πολύβουο λιμάνι τους:

 

«Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός

ίνα τους σοφούς καταισχύνη

και τα σθένη  του κόσμου εξελέξατο ο Θεός

ίνα καταισχύνη τα ισχυρά

και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενωμένα

εξελέξατο ο Θεός

και τα μη όντα ίνα τα όντα καταργήση

όπως μη καυχήσηται

πάσα σαρξ

ενώπιον του Θεού».

 

 

Η άνω φωτογραφία απεικονίζει τον σιταρόχρωμο συγγραφέα ως νήπιο (μαλλιά σαν κλωστές καλαμποκιού, βλέμμα διεισδυτικό), που έχει συντροφιά του, σαν οικόσιτο, ένα γαϊδουράκι. Η γαϊδουρίτσα, η μάνα του, ήταν ο θεράπων ιατρός εκείνα τα χρόνια, όσων παιδιών είχαν τον βασανιστικό βήχα του κοκκύτη  ̶  φάρμακο εκλογής ήταν για το λοιμώδες εκείνο νόσημα το γάλα γαϊδάρας. Αυτός ο γαϊδαράκος ανακάλεσε στην μνήμη μας την ταινία του 1966, Au hazard Baltazar, (Στην τύχη ο Μπαλταζάρ),[iii] του Ρομπέρ Μπρεσόν, (1901-1999), όπου ο γαϊδαράκος ο Μπαλταζάρ, κρατά το ίσο με τις οπλές του, διατρέχοντας το φάσμα της ανθρώπινης κωμωδίας από τη σκληρότητα παχυδέρμων διπόδων, έως την συγκινητική αφοσίωση ψυχών δεκτικών στο λυτρωτικό πόνο της αγάπης.

 

Σπίτι στο Βογατσικό Καστοριάς

 

  1. Κείμενο Β΄ «Τι είναι η κακαβιά και τα κάκαβα;»

 

Στο διήγημα αυτό, περιγράφονται ομόηχες ή παρηχήσεις των λέξεων κακαβιά, όπως κακάβι, κακαβούλι (μεγάλο και μικρότερο οικιακό σκεύος), Κάκαβα (ποντισμένος Κεφαλλονίτικος οικισμός), εξού και το όνομα Κώστας Κακαβάς (ο ζεν πρεμιέ του σινεμά), κάκαβα ή κακάβια (καρπός του δέντρου κακαβιά), που πιθανότατα παραπέμπουν και στους ομηρικούς; λωτούς. Τα κάκαβα, κιτρινόμαυρα σφαιρίδια, σαν στραγαλάκια, που, σκαρφαλωμένα τα μορτάκια του χωριού στο δέντρο του, άλλοτε τα έτρωγαν λαίμαργα και άλλοτε με φυσοκάλαμα σβούριζανσαβούρνταγαν) τα κουκούτσια τους εναντίον των άλλων παιδικών συμμοριών. Κάτι που γίνονταν και με τα κουκούτσια από τα τσίντσιφα, που γίνονταν σφαίρες και που «όπου κι αν σ’ έπαιρνε» (το λιγότερο ήταν να σ’ έτσουζε), τρέποντας σε φυγή τις φυλές των εναντίων αγυιόπαιδων-αγιόπαιδων. Περιήγηση πεποικιλμένη με τα ευώδη βότανα της μνήμης, ψίθυρος μελαγχολικός στο πεντάγραμμο της νοσταλγίας, εκσκαφή υπογείων θησαυρισμάτων της παιδικότητας με έντονο αυτοσαρκασμό.

Ο πεζογράφος Νώντας Τσίγκας διασχίζει ωσάν μετροπόντικας στον υπόγειο χαμένο κόσμο, πριν φτάσει στον προορισμό του (μια που η παιδική ηλικία είναι κατά πως λένε η μόνη αληθινή πατρίδα με ακατάλυτα σύνορα), και καθώς την διασχίζει, αντισκόφτει σε ευρήματα, άλλοτε επίγεια αλλά και υπέργεια, όπου φτάνουν ως τα μεσούρανα πνοές της νιότης.

Κι ας είναι, ανερμήνευτα για πολλούς από εμάς, που στροβιλιζόμαστε στα τσιμεντένια νεκροστάσια των άστεων, τα παλιά ανακουφιστήρια ή και τα στυφόπικρα τσίντσιφα ή τα …γαϊδουρο-αμέλγματα,  που κάποτε ήταν και ιάματα.

 

 

[i] Ο Νώντας Τσίγκας γεννήθηκε το 1959 στην Αθήνα, αλλά έζησε μέχρι την εφηβεία του στο χωριό Βογατσικό Καστοριάς. Είναι γιατρός νευρολόγος που ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη. Σπουδαίος πεζογράφος, τιμά την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Βογατσικό, το οποίο και τον εμπνέει σε μεγάλο βαθμό, όπως τιμά ευρύτερα και την Καστοριά. Το διάστημα 1990-1994, συνεργάστηκε με τον σπουδαίο μελετητή της ιστορικής, εικαστικής και γενικά της καλλιτεχνικής παράδοσης της Μακεδονίας, Γιώργο Γκολομπία, στην έκδοση της β’ περιόδου της εφημερίδας της βογατσιώτικης ομογένειας Το Βογατσικό. Έργα του Νώντα Τσίγκα: 1) Ου Απάν’ κι ου Κάτ’ ου Κόσμους (Ιστουρία φόβια αλλά καν’ πένθιμ’) 2009, (σειρά κειμένων, σχετικών με το βογατσιώτικο ιδίωμα, που δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα Το Βογατσικό από το 1991-1994), 2) Μαύρο χιόνι (με σχέδια του Μόδη Γούναρη) Διάπυρον, Θεσσαλονίκη 2010 και 3) Εποχιακός διανομέας, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη 2013. Ακόμη, η εβδομαδιαία εφημερίδα της Καστοριάς ΟΔΟΣ, έχει την τύχη να δέχεται συνεργασίες του από το 2008 (άρθρα, βιβλιοκριτικά κείμενα, ιστορικά ή σχετικά μελετήματα), που αφορούν την περιοχή και τη γενέτειρά του με πλέον πρόσφατη τη δημοσίευση-σχολιασμό κι επιμέλεια από τον ίδιο των «Αδημοσίευτων Ημερολογίων» του Ίωνα Δραγούμη της περιόδου 1902-1908 σε πρώτη πανελλήνια δημοσιοποίηση, σε συνεργασία με την Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Το καλοκαίρι του 2017 σε ειδικό αφιερωματικό φύλλο της ΟΔΟΥ έγινε και η πρώτη πανελλήνια δημοσίευση των Ποιημάτων του Ίωνα Δραγούμη.

 

 

 

[ii] Γιώργος Γκολομπίας (1961-2009) γεννήθηκε στο Βογατσικό και πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιατρική, (ειδικεύθηκε στην Ακτινολογία), και αποφοίτησε από το τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων στο Α.Π.Θ. Υπήρξε σθεναρός ερευνητής, ταλαντούχος συγγραφέας και ειδήμων συλλέκτης. Με εφόδια την ευρεία του παιδεία, την περιέργεια, τη φιλομάθεια, τη γνώση, την ευαισθησία και τη γενική καλλιέργεια, ξεχώρισε από τα εφηβικά του χρόνια για την τάση του να εμβαθύνει ουσιαστικά στα πράγματα και στην ιστορική μνήμη. Μετά τις σπουδές του στην ιατρική, στράφηκε με ζήλο στη συλλογή τεκμηρίων του παρελθόντος που αποκαλύπτουν και το χνάρι των ανθρώπων μέσα στον χρόνο. Υπήρξε ένας από τους βασικούς συνεργάτες της Αγιορείτικης Φωτοθήκης και διατηρούσε στενές επαφές με πολλούς και καλούς συλλέκτες. «Ήταν εξαιρετικά εύστοχος στην επισήμανση της λεπτομέρειας και ακριβής στην καταγραφή της τεκμηρίωσης», λέει ο Κωστής Αντωνιάδης, που, ως διευθυντής τότε του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, είχε συνεργαστεί μαζί του για την ανάδειξη κι έκδοση του λευκώματος του αρχείου του Λεωνίδα Παπάζογλου, φωτογράφου του Μακεδονικού Αγώνα,  Λεωνίδας Παπάζογλου- Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, που είναι, εκτός από κορυφαίο έργο, και μεγάλη εκδοτική επιτυχία, όπως και η μνημειώδης διοργάνωση της σχετικής έκθεσης το 2006 σε Θεσσαλονίκη [Λιμάνι], Αθήνα [Μουσείο Μπενάκη] και Βουλγαρία (Σόφια). Μετά τον θάνατό του, η έκθεση παρουσιάστηκε και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας (Αιανή, Καστοριά κλπ). Ο Γ. Γκολομπίας δημοσίευσε πλήθος από μελέτες, που παραμένουν πλέον ως κλασικές εργασίες αναφοράς, για την πόλη της Καστοριάς και τις εκκλησίες της: «Ανέκδοτες επιγραφές και συσχετισμοί τοιχογραφικών συνόλων Kαστοριάς», «Η χρονολόγηση των τοιχογραφιών του Αγίου Ανδρέα Ελεούσας (του Ρουσούλη) στην Καστοριά», «Η κτητορική επιγραφή του ναού των Αγίων Αποστόλων Καστοριάς και ο ζωγράφος Ονούφριος» κ.ά. Όσο ζούσε, συνέγραψε επίσης και δημοσίευσε στο λογοτεχνικό περιοδικό Παραμιλητό (1988-1996), μερικά διηγήματα. Αυτά, με δαπάνη των φίλων του συγγραφέων Στάθη Κοψαχείλη και Νώντα Τσίγκα, εκδόθηκαν σε δυο μικρούς τόμους: Ψάχνοντας το χρυσάφι, το 2009 και Ο Άγιος Ζαμπλακάς το 2014 που διανεμήθηκαν δωρεάν παντού στην Ελλάδα. Επίσης, ο ίδιος εξέδωσε το λεύκωμα Οι καρτ ποστάλ της Κοζάνης, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης, το 2006. Ακόμη, συμμετείχε στη διοργάνωση πολλών καλλιτεχνικών εκθέσεων ή εκθέσεων τεκμηρίων και συνεισέφερε με κείμενά του στα λευκώματα ή τους καταλόγους που συνόδευσαν τις εκθέσεις: Ταξίδι στο Όρος (Ακουαρέλες 26 Σέρβων καλλιτεχνών με θέμα το Άγιον Όρος, μα’ Δημήτρια το 2006), Βασίλης Παπαντίνας – Διαδρομές στην παλιά Καστοριά, 2006, Οι καρτ ποστάλ του Αγίου Όρους (1897-1916), (τα λεγόμενα «εικονογραφημένα επιστολικά δελτάρια», οι γνωστές μας καρτ ποστάλ, που εμφανίστηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες του προπερασμένου αιώνα. Καθώς συνδύαζαν όμορφη εικονογράφηση, εξαιρετική ποιότητα εκτύπωσης και μειωμένα ταχυδρομικά τέλη, επικράτησαν αμέσως ως το δημοφιλέστερο μέσον αποστολής σύντομων μηνυμάτων και παράλληλα καθιερώθηκαν ως είδος συλλογής, όπως τα γραμματόσημα) και Η φωτογραφία στο Άγιον Όρος 1850-1940, (κατάλογος έκθεσης), Αθήνα 1996. Η πολύχρονη εργασία του, σχετικά με τις Χαλκογραφίες του Αγίου Όρους πρόκειται να αποτελέσει ένα ογκώδες corpus που αναμένει εδώ και καιρό την έκδοσή του από τη Μονή Σιμωνόπετρας. Ο Γιώργος Γκολομπίας αναπαύεται σε οικογενειακό τάφο στο νεκροταφείο της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων στο Βογατσικό.

 

Φωτ. Λεωνίδα Παπάζογλου,
Καστοριά: Πατέρας και γιος

 

[iii] Η αγόγγυστη Ακολουθία των Παθών ενός τετράποδου.  Η ταινία για την οποία ο σκηνοθέτης Ζαν Λυκ Γκοντάρ δήλωσε πως «αποτελεί ένα ντοκουμέντο για τον κόσμο και για το Κακό μέσα στον κόσμο».

 

 

Βογατσικό: Ερειπωμένη κατοικία της οικογένειας Τζίφρα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top