Fractal

Προς ένα εσωτερικό άγνωστο

Γράφει η Δέσποινα Πουπάλου // *

 

Ελένη Παπανδρέου «Μάταιος Αύγουστος», εκδόσεις Ιωλκός

 

Σε ένα ατέρμονο στροβίλισμα συναισθημάτων, σε μία γοητευτική πορεία από το φως στο σκοτάδι και πάλι στο φως, σε ένα ερωτικό και παράλληλα βαθιά υπαρξιακό κάλεσμα μάς οδηγεί το γέννημα της Ελένης Παπανδρέου ο «Μάταιος Αύγουστος» (εκδόσεις Ιωλκός). Με όχημά του το πλοίο των τεσσάρων εποχών μας παρασύρει στις άγνωστες θάλασσες του πάθους, της τρυφερότητας, της μελαγχολίας, της νοσταλγίας, της θανάσιμης απελπισίας, της ελπίδας. Αφετηρία του ταξιδιού προς το εσωτερικό άγνωστο γίνεται το καλοκαίρι και ιδιαίτερα ο μήνας Αύγουστος, που χαρίζει και το όνομά του στην ποιητική συλλογή. Δρασκελώντας τη μία εποχή μετά την άλλη, αντιλαμβανόμαστε ότι ο χρόνος, απογυμνωμένος από τις πραγματικές του διαστάσεις, συμβάλλει ενεργά και γεννά τα γεγονότα που καθορίζουν τη ζωή και τη μοίρα της ηρωίδας, η οποία, λειτουργώντας μέσα στην αρχετυπική μορφή της γυναίκας, κυριαρχείται από μία εξομολογητική διάθεση και συγκαλυμμένη ικεσία πρώτα προς τον ίδιο της τον εαυτό και έπειτα το άλλο της μισό.

Ενώ  το ποίημά μας βαδίζει φαινομενικά πάνω στο χρονικό άξονα  των τεσσάρων εποχών, στην πραγματικότητα ο χρόνος λειτουργεί πέρα από τις περιοριστικές δικλείδες που ορίζουν παρελθόν, παρόν και μέλλον. Έτσι, μέσα στη ρευστότητά του συμβάλλει καταλυτικά στις συναισθηματικές μεταπτώσεις της ηρωίδας  καθώς αναδεύει  τα ύδατα της μνήμης και των συνειρμών.

«Θεός και μοίρα» όρισαν  το καλοκαίρι ως τον τόπο συνάντησης των δύο ψυχών που στην ένωσή τους από πλάνητες έγιναν ταξιδευτές στο συμπαντικό κόσμο και χρόνο του έρωτα και του πόθου. Ο τόπος, με τις συνοριακές γραμμές και δυνάμεις του, φαντάζει πολύ μικρός για να χωρέσει όλη αυτή την έκρηξη πρωτόγνωρων συναισθημάτων. Αποσπασμένος, λοιπόν, από την ακινησία του φαίνεται να τα ακολουθεί και να τα υπηρετεί αργά και σταθερά. Όλες οι αντίρροπες δυνάμεις που τον ορίζουν καταργούνται για να υποδεχτούν την ένωση των σωμάτων και των ψυχών. Καταργούνται οι αποστάσεις μεταξύ ουρανού και θάλασσας, πόλης και υπαίθρου, της αλμύρας και της ηδύτητας, της Δευτέρας και της Τρίτης, του χθες, του σήμερα και του αύριο, και κυρίως του εγώ και του εσύ

Το ταξίδι στον άγνωστο τόπο του έρωτα ξεκινάει στη μέση του καλοκαιριού. Βρίσκει την ηρωίδα στο μπαλκόνι της ζωής της, με μοναδική συντροφιά την ευγένεια της καρτερίας, να αναμένει το ξαφνικό, το απρόσμενο, το μοναδικό. Κι έρχεται ο μήνας Ιούλιος, καβαλάρης, ντυμένος με τα εμβλήματα του έρωτα και του καλοκαιριού, με τη μυρωδιά του γιασεμιού, τη γεύση του θαλασσόχορτου, την αύρα της θάλασσας, το φως των βράχων και του ουρανού, να την κλέψει για έναν νέο κόσμο, ένα κόσμο άγνωστο που γεννήθηκε μέσα από τη γέννηση του έρωτα. Μοναδικό εισιτήριο για να εισέλθει κανείς σε αυτό είναι ο θάνατος του εγώ. Και η ηρωίδα δεν διστάζει να απεκδυθεί  από αυτό και να παρουσιάσει ολόγυμνη την ψυχή της στον αγαπημένο της. Έτσι το πλατωνικό δίδυμο Έρωτας και Θάνατος δεν παρουσιάζονται με την ενόργανή τους διάσταση αλλά ως παντεπόπτες της διαλεκτικής μίας νέας κατάστασης, ως το Α και το Ω ενός  σύμπαντος κόσμου που αναδύεται τη στιγμή που καταβυθίζονται οι ψυχές στη ζωοποιό δύναμη της ένωσης.

Η μεταρσίωση του υλικού κόσμου σε κάτι το υπερβατικό επιτελείται μέσα στο φως, σε ένα φως ταπεινό, σεμνό, καθόλου υπερβολικό, όπως το φως του κεριού, το φως του φεγγαριού, το φως μιας χούφτας ήλιου, το φως που γλιστράει κρυφά από τη χαραμάδα. Μέσα στη μυστική απόχρωσή του όλα εξαϋλώνονται και η ίδια η ηρωίδα γίνεται διάφανη μέσα στη χοϊκή της υπόσταση, αγνή μέσα στο πάθος της. Τα καθημερινά αντικείμενα, καθαγιασμένα στην ζείδωρο ενέργεια του, χάνουν την πρακτική τους διάσταση και γίνονται ένα με το άχρονο και το άυλο του έρωτα.

Κι ενώ ο μήνας Αύγουστος κουβαλούσε την κορύφωση του πάθους, την ίδια στιγμή έδειχνε αμείλικτα τα σημάδια του τέλους. Το καλοκαίρι εκείνο μέσα στη νωχελικότητα του γινόταν «μία χούφτα άμμος» στα χέρια του ζευγαριού και το φεγγάρι που τους φώτιζε είχε προδιαγεγραμμένη την πορεία του. Δέκα ημέρες όρισε ότι ήταν αρκετές για να αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη του μια για πάντα στις καρδιές τους. Δέκα ημέρες θεώρησε ότι ήταν αρκετές πριν μεταβιβαστούν στο πλοίο του φθινοπώρου. Μοναδική τους αποσκευή για να νικήσουν το μαύρο  των καιρών η αθωότητα και η γεύση του Αυγούστου, ο οποίος αν και πάντα προσωρινός και φευγαλέος όρισε παντοδύναμα, κυρίαρχα και ακέραια το δρόμο που θα άνοιγε ο Σεπτέμβρης  για τα χρόνια που έπονται.

 

Ελένη Παπανδρέου

 

Το γαλάζιο του ουρανού, το λουλακί της θάλασσας, το διάφανο του κόσμου χάνεται στην όψη των πρώτων σύννεφων. Το φως αφήνει τη θέση του στο σκοτάδι. Ο φυσικός κόσμος γίνεται για την ποιήτρια το αλφαβητάρι της ποίησής της. Από εκεί αντλεί τις συλλαβές, τις λέξεις για να γεννήσει στίχους της. Η μεταμόρφωση του ψυχικού της τοπίου ακολουθεί τη διαδοχή των εποχών. Ο τόπος μετατοπίζεται συνάμα με το χρόνο. Η πόλη εισβάλλει βίαια στις ψυχές. Οι μελωδίες μεταμορφώνονται σε άμορφες φωνές. Οι ψίθυροι και στεναγμοί σε άψυχες, μηχανικές  βουές. Η νέα σκληρή πραγματικότητα έρχεται να γεωμετρήσει το αρσενικό και το θηλυκό σε καθωσπρέπει τακτοποιήσεις λογαριασμών. Από τα χείλη δεν εκστομίζονται πλέον λόγια λατρείας, αλλά λόγια απάρνησης: «έχω αργήσει», «είναι ώρα να φύγω». Ο χρόνος χάνει τη ρευστότητά του και λειτουργεί ψυχαναγκαστικά. Το ρολόι επιβάλλεται ως ο μέγας τοποτηρητής της τάξης. Και οι δείκτες στο χτύπημά τους σημαίνουν τον αποχαιρετισμό. Αποσκευές στο νέο ταξίδι μια βαλίτσα γεμάτη με τα  όνειρα του καλοκαιριού και  μια ομπρέλα που θα τα σκεπάσει στο χειμωνιάτικο τοπίο όπου τα εξορίζει η ειμαρμένη και ο καιρός. Η μετάβαση προς το χειμώνα είναι ακόμα πιο σκληρή. Το φθινόπωρο με όλη τη μελαγχολία του εξακολουθεί να κρατάει ακόμα τα πρόσωπα σε επαφή. Η μοναξιά δεν έχει ακόμα βιωθεί. Η ηρωίδα δεν έχει ακόμα αλλάξει τις προσδοκίες της, δεν έχει αποσυρθεί στην απραξία και στο εσωτερικό αδιέξοδο που της έχει επιβάλει το ποιητικό εσύ.

Κι έρχεται ο χειμώνας, ο οποίος μετατρέπεται σε μία θεατρική σκηνή, όπου πρωταγωνιστεί η πλήρης απουσία του ερώμενου προσώπου. Η ηρωίδα σαν μια σκιά τριγυρνάει στα συντρίμμια που έχει αφήσει πίσω του. Οι κινήσεις άσκοπες, τα λόγια άσκοπα προσπαθούν να πληρώσουν το κενό. Κάτω από την ψυχική της εξάρθρωση όλα φαντάζουν ασυνάρτητα. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα φθοράς και απογοήτευσης η απόγνωση μεγαλώνει καθώς οι θύμησες γίνονται  ασφυκτικός κλοιός. Μέσα σε αυτή την ακινησία μοναδική διέξοδος  αποτελεί ο διάλογος με το μικρόκοσμο των πραγμάτων που  κραυγάζουν την απουσία του άλλου. Ανάμεσά τους η ηρωίδα, σε μία αναμέτρηση με τον εαυτό της, αντιλαμβάνεται ότι μόνο με την πλήρη αποδοχή και το αγέρωχο αντίκρισμα του πόνου θα επέλθει η αυτογνωσία και θα τελειωθεί ως άνθρωπος και ως γυναίκα.

Και τότε απρόσμενα και ανεπαίσθητα επέρχεται η μεγάλη αλλαγή, όχι πλέον ως μοιρόγραφτο, αλλά ως απότοκο της δικής της στωικής στάσης απέναντι στη ζωή. Αρνούμενη τον εγκλεισμό της  στο δωμάτιο της Ανάγκης, ανοίγει το παράθυρο για να αντικρίσει τον άλλο ως «θύμηση, χωρίς το θόρυβο του έρωτα». Και τότε είναι που τρυπώνει η Άνοιξη ως προανάκρουσμα μιας νέας εποχής. Η προηγούμενη απολυταρχία του κενού γίνεται ο ζωτικός χώρος που η ελπίδα χρειάζεται για να φωλιάσει. Και ο ουροβόρος όφις, σύμβολο της ατέρμονης συμπαντικής κίνησης, έρχεται από το τέλος να δώσει μία νέα αρχή. Η αποδοχή του θανάτου ως την άλλη όψη της ζωής, του μαύρου ως απόχρωση του λευκού, της απόγνωσης ως εφαλτήριο μιας νέας εποχής είναι η μόνη οδός για να  διανύσει η ηρωίδα την οριακότητά της και να νικήσει τη νομοτέλεια της.

 

 

* Η Δέσποινα Πουπάλου είναι Φιλόλογος, Θεατρολόγος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top