Fractal

Μια κριτική ματιά στην ποίησή της

Γράφει ο Βάσος Ηλία Βογιατζόγλου //

 

Ελένης Παπανδρέου «Μάταιος Αύγουστος», Εκδόσεις Ιωλκός, 2017

 

Κεντρικός πυρήνας της ποιητικής συλλογής «Μάταιος Αύγουστος» (εκδόσεις Ιωλκός, 2017) είναι ο εξαιρετικά επιτυχημένος συγκερασμός ενός ενδιάθετου ερωτικού οίστρου με μια φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης, σε συνδυασμό με το προαιώνιο ζήτημα του Χρόνου με την ασάφεια και τον συμβολισμό που ανέκαθεν τον χαρακτηρίζει. Το επίτευγμα είναι σπάνιο. Κι αυτό επειδή η ερωτική ποίηση ως μια πεντακάθαρη απόδειξη εσωστρέφειας, στις πλείστες περιπτώσεις καταλήγει σε μια μορφή εσωτερικού μονολόγου.

Μέσα στη σύνθεση της τριάδας «Αλήθεια, Έρωτας, Χρόνος» η Ελένη Παπανδρέου, καταθέτει τον γενναιόδωρο οβολό της με μιαν απροσδόκητη αισθητική και γλωσσική καλλιέργεια που τόσο αβίαστα και άμεσα ενσωματώνει σε αμέτρητα ποιητικά κομψοτεχνήματα. Η έμφυτη ικανότητά της να συνθέτει εικαστικά τα βιώματά της σε εικόνες σπάνιας γλαφυρότητας και λεπταίσθητης αμεσότητας, περιφέρει τον αναγνώστη όχι απλά ως θεατή αλλά ως ένα σιωπηλό μέτοχο στη σκέψη, την συγκίνηση και τη δράση της κάθε στιγμής. Αυτό είναι και το μυστικό της ποιήτριας. Ο δικός της, ο προσωπικός, ο πιο μύχιος ερωτικός της κόσμος κατορθώνει να μας γίνει όχι απλά γνώριμος αλλά εντυπωσιακά οικείος.

Ο Αύγουστος ήρθε μ’ ένα πλοίο

και μια γαλάζια καρφίτσα στο στήθος.

Κάθισε στο μουράγιο

και ξέπλυνε όλη την αναμονή απ’ τα μάτια μας.

Μια κουκίδα χρυσή

κι ούτε φωνή ούτε άλλο γνώρισμα.

Επιτέλους, μπορούμε να αντικρύσουμε τον έρωτα στα μάτια

κι αυτός μπορεί να μας αναγνωρίσει

όπως δύο αλμυρίκια με τις ρίζες στην άμμο.

 

Έτσι, η προσπάθεια της πολύ γρήγορα, κατακτά κιόλας ένα ύφος καθαρά προσωπικό. Και όχι τόσο για την έμφυτη ποιητική οργάνωση του λόγου της όσο, κυρίως, επειδή εισβάλει κυριολεκτικά στη νεωτερική μας ποίηση χωρίς κανέναν ιδεολογικό εξοπλισμό.

 

Μια εξ’ ίσου ενδιαφέρουσα παράμετρος, η Φύση, δεν αντιμετωπίζεται ως ένα τοπίο ή ένα στοιχείο κάλλους αλλά σαν μια παλλόμενη αναβρυστική πηγή όλων των δυνάμεων της Ζωής, όπου μέσα της αναβαπτίζει διαρκώς η ποιήτρια τον λυρικό της θαυμασμό, επιστρατεύοντας όλες τις αισθήσεις της, ακόμα και την έκτη! Θα έλεγα μάλιστα, κυρίως αυτήν. Κι αυτό, βέβαια, με μιαν εκπλήσσουσα εικονοπλαστική ικανότητα, με μιαν αμεσότητα μοναδική, που την συγκροτούν τα απλά, προσιτά στον καθένα μας στοιχεία όπως το φως και το σκοτάδι, το άρωμα των υάκινθων, ένα λευκό δωμάτιο, βότσαλα, αλμυρίκια. Η ποιήτρια από ένα μυστηριώδες ένστικτο, μοιάζει να γνωρίζει τι θα κρατήσει από την εικόνα της κάθε στιγμής, αξιοποιώντας το κεντρικό, το ουσιώδες σκαρίφημά της. Στον «Μάταιο Αύγουστο» η φύση είναι ένα έμψυχο πλάσμα, όπου οι χιλιάδες αλλαγές και μεταμορφώσεις του με τις αστροφεγγιές, τους γλάρους και τις αυγουστιάτικες ακρογιαλιές στοιχειοθετούν ένα ολοζώντανο σκηνικό που ριγά από έναν ακοίμητο ερωτισμό.

 

Έτσι η ποιήτρια με μια ποιητική μέθη που σπάνια μπορεί να συγκρατηθεί θεάται τα τοπία της ψυχής της όσο και της φύσης σαν ένα και αδιαίρετο με μιαν υπέρμετρη διαύγεια και ακρίβεια που σχεδόν καταργεί ολότελα τα όρια ανάμεσά τους, εντάσσοντας την ατομική της φύση ως αδιάσπαστο στοιχείο της οικουμενικής φύσης.

Η δύναμη του Σεπτέμβρη είναι πάντα ένας Αύγουστος.

Όλα τα βότσαλα ήταν ο δρόμος που περνούσε απ’ τα βράχια

κι έπειτα απ’ τις γριές στο τέλος του δρόμου.

Εγώ, εσύ κι αυτές

ζούσαμε την άγνοια του Αυγούστου.

Τα βότσαλα κροτάλιζαν. Ο δρόμος.

Οι γλάροι έκλαιγαν.

Δείτε, δείτε ο δρόμος του φθινοπώρου.

Κι εμείς ένα κομμάτι πάγου κοφτερού

στη μέση του δρόμου

που γελώντας μάς φωνάζει από τη μισάνοιχτη πόρτα

«Μάταιος. Μάταιος Αύγουστος.»

 

Ελένης Παπανδρέου

 

Η τρίτη, τέλος, παράμετρος που οροθετεί τις ποιητικές περιπλανήσεις της Ε. είναι ο Χρόνος. Έχοντας συνειδητοποιήσει την ανυπαρξία, ουσιαστικά, του Χρόνου και, άρα, ανιχνεύοντας υπόγεια την Αιωνιότητα πασχίζει να ενοποιήσει τις συμβατικές του διαιρέσεις σε παρελθόν, παρόν και μέλλον μέσα από μιαν ερωτική συνοχή, επενδυμένη όμως άριστα με μια πανταχού παρούσα φιλοσοφική αναζήτηση.

Η ποιήτρια ξέρει να παίζει με τον Χρόνο. Και ξέρει ακόμα να κατευθύνει την κριτική της ματιά με άνεση προς την έρευνα του τώρα, του αύριο, του χτες. Και, μάλιστα, χωρίς να κουράζει ούτε στιγμή τον αναγνώστη καθώς η έρευνά της αυτή στοιχειοθετείται μ’ έναν λόγο πηγαίο, με μιαν ακριβολόγα ερωτική αφήγηση και με μιαν οραματική περιπλάνηση μέσα σε λαμπερά τοπία, τόσο αιθερικά, που συχνά να δυσκολεύεσαι να διακρίνεις το ιδεατό και ονειρώδες από το υλικό και πραγματικό. Ο έρωτας μπορεί ν’ αλλάζει μορφές, συσχετισμούς, διαθέσεις, ποτέ, όμως, δεν αλλάζει η ουσία του μέσα στο κύλισμα των εποχών. Ο Χρόνος δεν είναι παρά ένα πλαίσιο, ένα σκηνικό που ο κάθε σκηνοθέτης μπορεί να μεταβάλλει  κατά τις απαιτήσεις του έργου. Κι αυτό κάνει η Ε.

Έλα να  πετάξουμε πάνω

από τη θύελλα των καιρών

θα πει. Με τι μέσον; Μα φυσικά με τον έρωτα που, έντεχνα, τον εξιδανικεύει ως ύπαρξη, ως ιδέα, ως γεγονός υπερφυσικό, πασχίζοντας να ανασύρει και να διαφυλάξει απ’ αυτόν τα βαθύτερα συστατικά του στοιχεία: την Αγάπη, την Ένωση, τη λύτρωση από κάθε εγωιστική διεκδίκηση. Είναι η αποθέωση της έννοιας «ΔΥΟ» που αναίρεται στο αιώνιο «ΕΝΑ».

 

Ακίνητος ο χρόνος

περιδιαβαίνει στα δωμάτια

σαν βήματα που δεν ακούγονται σε μοναστήρι.

Κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες,

ντύνεται με ολόλευκο φόρεμα,

βιτρίνα αλλοτινής ζωής,

τραβάει το γυμνό δαχτυλίδι

σαν τάμα περιηγητή σε κλεμμένα χέρια.

Με τη σιγή της προσευχής ασπάζεται τις φωτογραφίες.

Και ύστερα καμώνεται πως δεν υπάρχει.

 

Τέλος, επιθυμώ να κάνω μια σύντομη αναφορά στη γλώσσα, που απαλλαγμένη από ακρότητες, ξενόφερτα στοιχεία και σκοπούμενους εντυπωσιασμούς, παραμένει πάντα απλή, γοργή, ευκίνητη, εύπλαστη, αγγίζοντας αβίαστα το γλωσσικό αίσθημα του κοινού στο οποίο απευθύνεται.

 

Πίσω από το πρώτο ξάφνιασμα της ερωτικής κατάθεση βιωμάτων, εμπειριών, συγκινήσεων, στοχασμών και, παρατηρώντας με μια λίγο βαθύτερη ματιά το «Μάταιο Αύγουστο, θα αντιληφθούμε κάτι άλλο: ένα όραμα καθολικό, μια προσμονή, μια συγκίνηση, μια ελπίδα πέρα από τα στενά και ασφυκτικά όρια μιας ατομικής διεκδίκησης ή νοσταλγίας ή μιας χαράς ή οδύνης.

 

Στον «Μάταιο Αύγουστο» η βαθύτερη γοητεία του έργου δεν εστιάζεται στις πιθανές απαντήσεις αλλά στις ερωτήσεις που γεννά. Η Ελένη Παπανδρέου με το έργο της αυτό αποπειράται να συμβολίσει τον βίο ως δώρο της Ζωής. Που φυσικά, είναι μάταιος με την έννοια όμως πάντα του παροδικού, του φευγαλέου, του ρόλου που μας έχει ανατεθεί από τον Μέγα Σκηνοθέτη και που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top