Fractal

Θεατρικός μονόλογος: “Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και η Δημοκρατία”

Της Μάτας Παπανικολάου // 

 

f20

 

Κυρία κοντά στα 70-75. Στυλ γεροντοκόρης.

Στεγνή με κότσο, φορά ρούχα στα χρώματα γκρίζα και μπεζ.

Μια μπλούζα με γιακαδάκι που κουμπώνει μπροστά.

Φούστα αρκετά κάτω από το γόνατο. Κάλτσες χοντρές.

Τα παπούτσια με λίγο τακουνάκι.

 

Δεν ξέρω πώς να ερμηνεύσω τις ατυχίες που κυριαρχούν στη ζωή μου, αρχής γενομένης από το ίδιο μου το ονοματεπώνυμο. Ξέρεις τι είναι να σε λένε κυρία Σκοτάδη και να έχεις κάνει καριέρα στη ΔΕΗ, φθάνοντας μάλιστα στο βαθμό της διευθύντριας τμήματος. Ευτυχώς που η σφραγίδα μου είχε μόνο το αρχικό γράμμα του βαφτιστικού ονόματός μου, γιατί εάν το έγραφε ολόκληρο αυτό θα ήταν ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΚΟΤΑΔΗ.

Πολλές φορές σκέφτομαι πως η αρχή των ερωτικών ατυχιών στη ζωή μου, ήταν το όνομά μου. Ποιός νεαρός θα ήθελε να λένε την κοπέλα του Δημοκρατία; Κάθε σχέση που άρχιζα, είχε στη γένεσή της το ψήγμα της αποτυχίας, αφού από τις συστάσεις ακόμη, πρόφερα το όνομά μου χαμηλόφωνα και με αισθήματα ντροπής. (προφέρει το όνομά της ντροπαλά ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΚΟΤΑΔΗ) Και όπως λέει ο λαός, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Βέβαια, οι φίλες μου πάντα με κατέκριναν πως το δασκαλίστικό μου ύφος ήταν αυτό που έδιωχνε τους επίδοξους γαμπρούς, και όχι το όνομά μου. Μου είχαν ακόμη προσάψει πως σε κάθε μου καινούργια σχέση, προσπαθούσα εναγωνίως να βρω ελλείψεις και ελαττώματα, και όταν επιτέλους τα εντόπιζα, τα ανέμιζα σαν λάβαρο μιας επανάστασης, που σκοπό είχε την ανεύρεση του απόλυτου ανδρόγυνου σχήματος.

Μέχρι τα πενήντα μου ήλπιζα πως θα παντρευόμουν το άνδρα που μου άξιζε, και πως σαν άλλη ευλογημένη Σάρα, θα έφερνα στον κόσμο το πολυπόθητο παιδί μας. Όταν όμως κατάλαβα πως οι σταγόνες από αίμα, που στράγγισαν πάνω στην απαλή μου σερβιέτα ήσαν και οι τελευταίες, τότε με πήρε ένα βουβό παραπονεμένο κλάμα, που όλα του τα δάκρυα θα ήταν ίσως και περισσότερα από το ματωμένο δάκρυσμα ολόκληρης της γόνιμης ζωής μου.

Αλλά τώρα, αχ τώρα (κάθεται στην καρέκλα) αυτός ο έρωτας για το γιατρό του τρίτου, είναι ένας έρωτας αγιάτρευτος. Όλα του επάνω του μου αρέσουν. Το παρουσιαστικό του, η ηρεμία του, το χαμόγελό του, τα μάτια του, τα χείλη του, οι σιωπές του. Ναι, ναι ακόμη και οι σιωπές του με μαγεύουν. Πρέπει να έχει ατυχήσει στο γάμο του. Θα μου πεις ποιος καλός άνθρωπος έχει τύχη για να έχει και αυτός. Δεν μπορεί να αγαπά αυτό το πράμα που μοστράρει για γυναίκα. Όλο τσιγάρο είναι η γιατρίνα και συνέχεια με μια τράπουλα στα χέρια τρέχει τάχα στις μπιρίμπες. Αν τρέχει βέβαια για χαρτί και όχι για τίποτα άλλο…

Εγώ όμως τόλμησα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου. Φώναξα την κόρη της θυρωρίνας, και την παρακάλεσα να κατεβάσει από το πατάρι, τις δυο μεγάλες βαλίτσες με τα προικιά μου. Στρώσαμε το κρεβάτι μου με τα κεντημένα με τα χεράκια μου σεντόνια. Έβαλα παντού, στα τραπεζάκια, πάνω στην τηλεόραση, πάνω στα καλοριφέρ, ακόμη και πάνω στο ψυγείο, τα κεντήματά μου. Η μικρή που λέτε θαμπώθηκε. Τι κεντήματα είναι αυτά κυρία Δημοκρατία μου! Μου είπε εκστασιασμένη.

Όταν έφυγε, που λέτε, η μικρή, έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Θα αρρώσταινα! Τόσες αρρώστιες μου είχαν αφηγηθεί οι συνάδελφοί μου στη δουλειά. Θα διάλεγα μία και θα την έκανα καταδική μου. Διάλεξα την πιο βολική. Θα μούδιαζε όλη η αριστερή μου πλευρά και θα κοκκίνιζαν τα μάγουλά μου – ας είναι καλά τα δυο ποτηράκια τσικουδιά που θα κατεβάσω για την περίσταση-.

Ήρθε ακριβώς στην ώρα του. Καλησπέρα κύριε Παπαδόπουλε, του είπα. Όχι και κύριε Παπαδόπουλε, Γιώργο να με λες Δημοκρατία μου, τόσα χρόνια συνένοικοι στην ίδια πολυκατοικία είμαστε. Έσερνα ολόκληρη την αριστερή μου πλευρά, και έτσι σερνάμενη πήγα στο κρεβάτι. Ξάπλωσα. Ξεκουμπώνεις τη μπλουζίτσα σου σε παρακαλώ, μου ζήτησε όλο γλύκα. Την ξεκούμπωσα (η ηθοποιός ξεκουμπώνεται). Αν είναι εύκολο και το σουτιέν σου, μου ζήτησε και πάλι. Έκανα πως δεν το μπορούσα έτσι ξαπλωμένη που ήμουνα. Το ξεκούμπωσε αυτός, αν και ξέρω πως οι άνδρες προτιμούν να λύσουν τον Γόρδιο Δεσμό, παρά να ξεκουμπώσουν ένα σουτιέν.

Περιδιάβαινε το ιατρικό του εργαλείο στο μπούστο μου (χαϊδεύεται) και μετά μου ζήτησε να γυρίσω μπρούμυτα. Γύρισα. Πάρε ανάσα βαθιά, με πρόσταξε. Εγώ φύσηξα. Όχι προς τα έξω, μέσα, μέσα Δημοκρατία μου. Εμένα αυτό το «Δημοκρατία μου» με είχε πια απολύτως πείσει, πως ο έρωτάς μας ήταν αμοιβαίος. Συνέχιζα να φυσάω. Τότε με πήρε στα στιβαρά του μπράτσα και με γύρισε από την άλλη πλευρά, να τον κοιτώ κατάματα, και μου είπε: «Πρόσεξε εμένα. Έτσι παίρνω βαθιά ανάσα και μετά βγάζω τον αέρα από τη μύτη» (τον αναπαριστά). Ντροπιασμένη έκανα αυτό που μου ζήτησε. Μετά από λίγο μου είπε: «Εγώ δεν βλέπω να έχεις τίποτα το ανησυχητικό, όμως για να δούμε και την κοιλίτσα». Με χέρια που έτρεμαν κατέβασα το φερμουάρ της φούστας μου (μιλάει λαχανιασμένα από τον πόθο). Εκείνος με τα απαλά του χέρια πίεσε λίγο το λάστιχο της κιλότας μου προς τα κάτω, και ζούλαγε για ώρες, όπως μου φάνηκε, την κοιλιά μου. Το είχα στην άκρη της γλώσσας μου να του φωνάξω: «Μη Γιώργο μου, μη, είμαι μια τίμια γυναίκα εγώ. Είσαι παντρεμένος, έχεις παιδί, είσαι ο άνδρας αυτής της άχρηστης της γιατρίνας». Όμως έμεινα βουβή και τρεμάμενη, σαν ζύμη παραδομένη στα χέρια έμπειρου φούρναρη. Μετά μου είπε στοργικά: «Σήκω τώρα, μια χαρά σε βλέπω, καλού κακού όμως, ας κάνουμε κάποιες εξετάσεις». Την ώρα που εκείνος έγραφε στο βιβλιάριό μου, εγώ προσπαθούσα να βρω λόγους για να παρατείνω την παρουσία του. Έτσι ξεκούμπωτη όπως ήμουν λοιπόν, τον πλησίασα και τον ρώτησα: «Γιώργο μου μήπως φταίει η πολυκατοικία που μουδιάζει η αριστερή μου πλευρά;» «Τι να φταίει η πολυκατοικία;» «Να, έχει πολύ καυσαέριο, είναι πάνω στη λεωφόρο» «Δεν φταίει η πολυκατοικία Δημοκρατία μου» μου είπε. Τότε τον ρώτησα και πάλι: «Οι άνθρωποί της μήπως;» Το βλέμμα του σκοτείνιασε αίφνης και μου είπε κοιτώντας με βαθιά στα μάτια «Όποιος τολμήσει να σε πειράξει Δημοκρατία μου, να έρθεις και να μου το πεις αμέσως». Ήμουνα ευτυχισμένη. Αγαπιόμαστε στα βουβά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη τη στιγμή με πήρε ένα παράπονο μα ένα παράπονο. Άρχισα να κλαίω, με λυγμούς. Με πήρε στην αγκαλιά του, μου χάιδεψε τα μαλλιά. Μου είπε: «Το καταλαβαίνω, είναι πολύ σκληρό κάποιος να μένει ολομόναχος. Από εδώ και πέρα όμως, να ξέρεις πως έχεις το γιατρό σου να σε προστατεύει».

Την ώρα που τον συνόδευα στην εξώπορτα, ξεκούμπωτη πάντα, γύρισε και μου είπε: «Ας κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση Δημοκρατία μου, δείξε μου το μούδιασμά σου». Τότε εγώ, θες από την ταραχή της αποκάλυψης του έρωτά του, θες γιατί πάντα μου μπέρδευα το δίπλα με το απέναντί, το μέσα με το έξω, το έψιλον με το τρία, το πάνω με το κάτω, το ρούφα με το φύσα, αντί λοιπόν να του δείξω την αριστερή μου πλευρά, όπως με τόση επιτυχία είχα εξασκήσει τον εαυτόν μου να το κάνει τις τελευταίες εβδομάδες, του έδειξα την δεξιά.

Δεν ξέρω αν ήταν η ιδέα μου, αλλά μου φάνηκε πως το πρόσωπό του αίφνης σκοτείνιασε, τα φρύδια του ενώθηκαν, οι άκρες των χειλιών του κατέβηκαν προς τα κάτω. Το σώμα του σαν να αποτραβήχτηκε και σχεδόν ακούμπησε τον τοίχο που βρισκόταν από πίσω του. Και να ήταν μόνον αυτό. Την ώρα που ήταν έτοιμος να δρασκελίσει το κατώφλι και αφού εγώ του είπα: «Καληνύχτα σου, Γιώργο μου» εκείνος μου έτεινε ένα ξεραμένο χέρι και ανταλλάσοντας με εμένα μια επίσημη χειραψία, μου είπε με φωνή στεγνή και απόμακρη: «Καληνύχτα σας, κυρία Σκοτάδη».

Από την ώρα που έφυγε ο Γιώργος από το σπίτι μου και για μέρες τώρα, εμένα μια είναι η απορία που νυχθημερόν με βασανίζει: Ο έρωτάς μου ο αγιάτρευτος για τον γιατρό του τρίτου ορόφου, έχει ή μήπως και δεν έχει ανταπόκριση;

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top