Fractal

Πέντε ποιήματα

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

 

f8

 

Εξημερώνεται το τέρας δίχως θηριοδαμαστή;

Αυτά τα μικρά

με κάνουν να πονώ.

σύντομες φράσεις

σύντομες λέξεις

καταστάσεις

κομμένες στα δυο

προ-σε-κτι-κά

ανάμεσα σε λέξεις

ανάμεσα σε φράσεις

το βουβό μου κλάμα

χαώδες κενό

με κατασπαράζει

σαν κλείσω το βιβλίο

χάνομαι για μέρες

θέλει κι η περίθαλψη τον χρόνο της

τι νόμιζες

πως έτσι περνάει ο χρόνος

χωρίς βάμμα ιωδίου;

εξημερώνεται το τέρας

δίχως θηριοδαμαστή;

απλώνεται μπουγάδα

χωρίς να ανεμίζουν στήθη;

 

Το πιθανό Με το απόλυτο Μιας μεσοτοιχίας Ράισμα

 

Πέρασε κι αυτό

Σαν έρωτας καθολικός

Μα στιγμιαίος

Αφήνοντας το άρωμα της μνήμης

Σε πέταλα κρυφών επιθυμιών

Σε στέγες

Απελπισμένων ανήμπορων προσευχών

Εδώ κατοίκησε Ως Σύμπαν

Ομολογούν χλωμοί περαστικοί

Μα δεν χωρούσε πουθενά

Δεν στέριωσε ποτέ!

Έτσι μια μέρα

Αθόρυβα κατρακύλησε

Στης απεραντοσύνης το λιβάδι

Τρύπωσε

Σε στήθη γυμνών κοριτσιών

Θάφτηκε

Κάτω από ποδοβολητά

Περήφανων αλόγων.

Ως πιθανό, εξαϋλώθηκε.

Ως απόλυτο, επέζησε.

Το πιθανό

Με το απόλυτο

Μιας μεσοτοιχίας

Ράισμα.

 

Θέλει κι η σιωπή την απραξία της

 

Απόψε

της φάνηκε πως νύχτωσε

νωρίτερα απ’ το σύνηθες.

 

«Κουράστηκα»,

είπε,

καθώς καιγόταν

σ’ ότι σκάλωσε

πίσω απ’ τα δόντια της

-ας πούμε το «σ’ αγαπώ»

τι ωραία λέξη

μέγα λάθος

να στέκει βουβή

προσδοκώντας μιαν αρχή-

 

Είναι τόσο άπιαστη η αρχή

τόσο φοβισμένη

λιγότερο μακρινή

περισσότερο κοντινή.

 

Ανοίγοντας το στόμα

έτρεχε το χλωροφόρμιο

σαν την ζωή της

γλυκόπικρη

κατάσταση

ολικής αναισθησίας

που σαν ξυπνάς

δεν θυμάσαι τίποτα

απ’ το συμβάν.

 

Θα σκίσω τα ποιήματά μου!

της φώναξε

και τα ‘σκισε

τα ‘κανε χαρτοπόλεμο

να ξεφοβηθεί

έτσι νόμισε πως θα ‘ταν το σωστό

να φτιάξει μιαν αρχή

ατρόμητη

χωρίς πολλά πολλά.

 

Δεν βιάστηκε να εγκαταλείψει

το εφηβικό του χαρακτήρος της

δεν άδειασε τα σπλάχνα της

από καπρίτσια κοριτσίστικα.

Για την ακρίβεια

δεν είχε ποτέ καπρίτσια κοριτσίστικα

μόνο κάτι φάλτσες νότες

από δω κι από κει,

ανώδυνες, σιωπηλές

 

Πότε σφάλισε παράθυρα

ούτε που θυμάται.

 

Θέλει κι η σιωπή την απραξία της

 

έγραψε ένα βράδυ

στον δρόμο

που έβγαζε απ’ την πόλη

και οι οδηγοί το σεβάστηκαν.

 

Δεν σβήστηκε ποτέ!

 

Βάλτωσε η σιωπή στο παραμύθι

πληγή στο χείλι έγινε

παντού την ακολουθούσε.

Με το ‘να χέρι έκρυβε τα μάτια της

με τ’ άλλο την ψυχή της

Μόνο η πληγή φαινότανε

-μάρτυρας καταστάσεων-

και ο χαρτοπόλεμος

που μαίνονταν.

 

Για ένα πείσμα

 

Κι ήταν εκείνο το μεσημέρι

τόσο μεσημέρι

που είπα «ας κοιμηθώ»

μα ύπνος δεν μ’ έπαιρνε

ίσως γιατί φορούσα

δυο διαφορετικές κάλτσες

άρα μου ‘πρεπαν

δυο διαφορετικά παπούτσια

να μπορώ να πατώ

σε δυο χρόνους

ενεστώτα και αόριστο

ποτέ μέλλοντα στιγμιαίο

ή διαρκείας.

Ταυτοχρόνως σε θυμήθηκα

ίσως γιατί η μορφή σου

εμπεριέχει και τους δυο χρόνους

σε λάθος φυσικά φαινόμενα

θλίψης και μνήμης

κακοκαιρία εν μέσω λιμανιού

που το πλοίο αρνήθηκε με πείσμα

να αφήσει.

Έκτοτε τα μεσημέρια

κοιμάμαι χωρίς κάλτσες.

Με σκοτώνει να ψάχνω

για ίδιο ζευγάρι παπουτσιών.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top