Fractal

Τέσσερα ποιήματα

Της Μαίρης Πέστροβα //

 

 

 

 

Σε ένα σπίτι που όλο και μεγάλωνε

 

Σήμερα κουράστηκε νωρίς.

Σε ένα σπίτι που όλο και μεγάλωνε

μεγάλωναν οι τοίχοι

μα μίκραινε σιγά σιγά αυτή

συρρικνωνόταν όλο και περισσότερο

έπρεπε ν’ αποσυρθεί για να αντέξει τόσο χαμό

να ξαναμπεί στην τρυπούλα της

κι έπειτα να την καλύψει με ξύλα και λάσπη

σαν τους κάστορες.

Όλα θα τα τακτοποιήσει.

Παιδιά, δουλειά, βιβλία.

Μόνο την ζωή της θα αφήσει ατακτοποίητη

να εισχωρήσει όλο το παραπανίσιο νερό

του ποταμού

παρασύροντάς την.

Τώρα

θα πρέπει να πιαστεί

από το οποιοδήποτε τυχαίο κλαδί

που θα βρεθεί μπροστά της.

Αν θέλει να επιβιώσει.

 

 

 

Αυτό το φεγγάρι ήρθε για να μείνει

 

Απόψε,

βγήκε ένα παράξενο φεγγάρι.

Ήταν ολοστρόγγυλο, φωτεινό και καθαρό.

Ξεκίνησε να αχνοφαίνεται  πίσω απ’ το βουνό

ώσπου στάθηκε πάνω από την πόλη.

Μέλισσες πολύχρωμες πετούσαν τριγύρω του

κι ένα αχνό χαμόγελο διαγραφόταν στο πρόσωπό του.

Όχι. Σήμερα δεν είναι λυπημένο.

Αυτό το φεγγάρι ήρθε για να μείνει.

Ήταν η ώρα που ντυμένη τα καλά της

πάει στην εκκλησιά.

Ρίχνοντας την ματιά της του έγνεψε ευλαβικά.

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της

και του ‘στειλε το φιλί της.

Κρόσια κρεμόντουσαν από πάνω του.

Τραβώντας τα, φώτισε περισσότερο

έναν κόσμο που ζει στο απόλυτο σκοτάδι.

Η καμπάνα χτυπούσε χαρμόσυνα.

Η Παναγιά άνοιξε τις αγκάλες της.

Ο Άγιος διάπλατα την πόρτα του

κι ο Άγγελος τις πελώριες φτερούγες του.

Σκαλωμένο έστεκε πάνω από τον τρούλο

πιστό σκυλί που βάζει μετάνοια.

Στο δι’ ευχών θα συνεχίσει την τροχιά του.

Όχι. Δεν είναι λυπημένο.

Σκαρφαλωμένο στέκει φωτίζοντας το σύμπαν της.

 

 

 

Λιποταξία εν ώρα κοινής ησυχίας

 

Πώς να σε μαζέψω λογισμέ

Απείθαρχος όπως πάντα

τριγυρνάς εδώ και κει

φτύνοντας φλούδια από ηλιόσπορο στο χώμα

ή τρώγοντας μιλφέιγ καταμεσήμερο καλοκαιριού

στην σκιά του τοίχου της αυλής.

Στον δρόμο, η απέραντη ησυχία

πλανάται από σπίτι σε σπίτι

από γειτονιά σε γειτονιά.

Η μυρωδιά των σιροπιαστών

από το γειτονικό ζαχαροπλαστείο

με την κανέλα στο μεγάλο τσίγκινο

κουτάκι με τις ψιλές τρυπούλες

ξυπνά όλες τις αισθήσεις.

Ο παππούς κοιμάται ήσυχα στο ντιβάνι

Η Λουίζα γνέφει στα βασιλικά

και όλα μαζί μου φωνάζουν

«δες μας!»

«Εμείς θα είμαστε η λιποταξία της μνήμη σου

εν ώρα κοινής ησυχίας».

 

 

Η μοναξιά του ταυρομάχου

 

Στέκεσαι βουβός

στην άκρη της αρένας

με τα χέρια κατεβασμένα.

Απέναντί σου ο ταύρος,

φυσά και ξεφυσά

καταλαβαίνοντας την αδυναμία σου.

Ο κόσμος ουρλιάζει

χτύπα! χτύπα!

τι ανόητος που είσαι

από παιδί επιζητούσες

έναν φίλο

που θα απολάμβανες κάθε στιγμή κοντά του

πίνοντας δυο κρασιά μαζί του.

-Καλέ μου φίλε,

όλοι μου λεν να σε σκοτώσω

κι εγώ δεν το μπορώ.

Πως θα αντικρύσω έπειτα τον ήλιο;

Ξέρω, είμαι μόνος

είναι γραμμένο στις κερκίδες

«ο ταυρομάχος δεν είναι δειλός!

μόνος είναι…»

και θα γεμίσω την ημέρα μου

με έναν φόνο;;;;-

Είναι το σύννεφο πικρό κι ο ίσκιος του ατσάλι

διαμάντι που χαράζει το γυαλί στης γης το καθρέφτισμα.

Στάθηκες ανέγγιχτος, απροσπέλαστος στου κόσμου το κουρνιαχτό.

Πρόσεχε σαν βιάζεσαι να διαβείς την ρεματιά.

Το νερό φουσκώνει ξαφνικά,

παρασύρει ό,τι βρει στο διάβα του

πέτρες, φυτά, υπομονή

και πειθαρχία σε ότι σου ζητήθηκε και συ το έπραξες

όχι από υπακοή

αλλά για να μην μαραθεί το τριαντάφυλλο που έχεις μέσα σου

αυτό το μικροσκοπικό ανθρωπάκι που σπανίως φανερώνεται.

Έχει μάθει να κοιμάται σε αγκάθια

και τίποτα πια δεν του κάνει εντύπωση

ούτε καν η αχαριστία.

Πρόσεχε. Δεν είναι η φωτιά που καταστρέφει το δάσος.

Είναι τα σαράκι που κατατρώει το ξύλο

αφήνοντας πίσω ψυχές άυλες

αυτές που αποκαλείς εν συντομία «δέντρα».

Δεν είναι ο αέρας που ρίχνει κάστρα κάτω

είναι η οδύνη των ξεσκισμένων ιστίων

που αφήνουν το καράβι αταξίδευτο.

Πρόσεχε. Κοίτα βαθιά του λυσσασμένου σκύλου το μάτι.

Όσο και να σου κουνάει την ουρά

φίλος δεν θα υπάρξει ποτέ.

Ωστόσο, λυπηρό είναι να σου οπλίζουνε το χέρι

και να σου λένε «σκότωνε».

Θα φύγεις με το  κατακόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι

διαβαίνοντας τα σκοτεινά σοκάκια

τα υγρά από την βραδινή βροχή

μουσκεμένος πιο πολύ από τον ιδρώτα των τύψεων.

Ο αέρας που περνά από την χαραμάδα σου ψιθυρίζει

~Γεννήθηκες για ν’ αγαπάς και όχι για να σκοτώνεις~

Ντυμένος την στολή του ταυρομάχου

είσαι πιο μόνος κι από μόνος.

Σ’ ακολουθώ αργά, μεθοδικά. Καθόλου δεν βιάζομαι.

Όσο και να περπατήσεις, ακόμα κι αν έξω απ’ την πόλη βγεις

εγώ δεν θα σε χάσω ποτέ από τα μάτια μου.

Ξέρω το παιχνίδι καλά.

Ο ήχος των ποδιών μου αντανακλά στο βρεμένο πλακόστρωτο

καθώς ακολουθώ τις τύψεις σου.

Νιώθεις όπως κι εγώ αλήθεια;

ή από οίκτο σ’ ακολουθώ

περιμένοντας να σε τελειώσω

με τα μυτερά μου κέρατα;

Βαρέθηκα να υπακούω σε εντολές

και τελικά, θα επιζητήσω να μου δοθεί

αυτό το τριαντάφυλλο ως ένδειξη συγγνώμης.

Το φως του φεγγαριού γυαλίζει το μέτωπό σου.

Οι βαθιές αυλακιές  της γης, ρυτίδες σου έγιναν

οι θάλασσες, κόμποι ιδρώτα, γυαλιστεροί.
Όσα σου τάξανε, ένα ματσάκι σκόνη γίνανε

στο παλιό ανθοδοχείο του περβαζιού.

Ράβοντας και κόβοντας

ξεπέρασες τα δύσβατα σκαλιά της ζωής.

Τόσα κοστούμια, τόσα παλτά, επί τόσα χρόνια

τόσες φωνές, τόσες πληγές, τόσα αίματα

Γυμνός απόμεινες. Ήθελες ν’ απαλλαχτείς

πετώντας την στολή σου στην γωνιά του δρόμου,

όμως ακόμα και τώρα οι ουλές δηλώνουν την καταδίκη σου

ως τιμωρία των πράξεών σου.

Όχι. Δεν έχεις ελαφρυντικά.

Και πριν ταυρομάχος ήσουν

και τώρα ταυρομάχος είσαι, το βλέπω στα μάτια σου,

το αισθάνομαι στα μηνίγγια σου, το νιώθω

στους παλμούς της καρδιάς σου.

Τώρα, εσύ θα ζητάς οίκτο από μένα,

συμπόνια για τις πράξεις,

ανακούφιση από τις πληγές,

των πρώτων τραυμάτων

ανελέητος θύτης, έστω και εν αγνοία σου.
Σε κοιτώ και πέφτω στα γόνατα.

Σε αφουγκράζομαι και πέφτω στα γόνατα.

Αδυνατώ να σε σκοτώσω.

Έχεις γίνει τόσο μικρούλης που όντως σε λυπάμαι

κι ας ντύθηκα την παραπεταμένη στολή σου

κι ας έγινα εγώ, εσύ

δηλαδή μια απέραντη μοναξιά

κι αυτό το άλικο τριαντάφυλλο

κάτω απ’ το σεληνόφως

παγίδα έγινε της μοίρας μας.

Ποιόν απ’ τους δυο θα πιάσει η δαγκάνα;

Μπηγμένο μαχαίρι η σιωπή μας.

Ταυρο-μάχος έναντι ταυρομάχου

σε βραδινό ζεϊμπέκικο διάσπαρτων μελών

αντανακλώμενων  στο φως του πρωινού,

μαρτυρούν το πείσμα των χρόνων

που τόσο άδικα περάσανε.

Πήρα μιαν απόφαση λοιπόν.

Ας ζήσεις.

Άφησες την πόλη σου εν μέσω καταχνιάς.

Στα δυο έκοψες τον χρόνο σου.

Το πριν και το μετά.

Το τετελεσμένο παρελθόν

και την αιωνιότητα του αύριο.

Μια σταλιά ψωμί στο μαντήλι

μια γουλιά νερό στο παγούρι

και ζεύτηκες το βαρύ ζεμπίλι.

Οδοιπόρος στα πιο τραχιά χώματα

στενό και ανηφορικό το μονοπάτι σου

οδεύοντας προς το άπειρο

μια κουκκίδα άνθρωπος απόμεινες.

Τίποτα δε φοβήθηκες πέραν του εαυτού σου.

Στα δύσκολα, αγρίμι γίνεσαι

κι αυτό το τριαντάφυλλο στην τσέπη σου

υπάρχει για να σου θυμίζει

πως κάποτε υπήρξες το θύμα μου.

Ένας ολομόναχος ταυρομάχος σε άνιση μάχη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top