Fractal

Πώς καταρρέει ένας άνθρωπος

Γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου //

 

makis11“Μάρτυς μου ο Θεός ” του Μάκη Τσίτα, εκδόσεις Κίχλη

 

“Έλειψα από το σπίτι δέκα μέρες. Και δεν με αναζήτησε κανείς. Κανείς.”

Δεν υπήρχε κανείς πια για τον Χρυσοβαλάντη, τον ήρωα του αντιηρωικού μυθιστορήματος “Μάρτυς μου ο Θεός” του Μάκη Τσίτα.

Κανείς.

Γιατί στο τέλος, αφού τον προδώσουν όλοι οι άλλοι και μαζί ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα, θα τον προδώσουν και οι αγαπημένες του αδερφές. Αυτές που η αγάπη τους ήταν η μόνη σταθερή αξία που είχε στη ρημαγμένη ζωή του.

Και τις ακούει που μιλάνε:

“Τι θα τον κάνουμε;” λένε. Κι εκείνος απορεί. “Ξέρουν ότι είμαι δίπλα;”

Ύστερα ακούει την άλλη που απαντά:

“Δε φτάνει που είναι άνεργος, πήγε και αρρώστησε πάλι, ο άχρηστος”.

Κι εκείνος παραμιλά.

“Αυτή είναι σίγουρα η μικρή. Κι αυτή;”

“Κι αυτή;”

 

Η κατάρρευση του Χρυσοβαλάντη, αυτού του άτυχου ήρωα μιας αντι-ηρωικής κοινωνίας, στο μυθιστόρημα  “Μάρτυς μου ο Θεός” του Μάκη Τσίτα, είχε αρχίσει από πολύ πριν. Όταν έχανε τη μια δουλειά μετά την άλλη. Όταν τον πρόδιδαν η μια γυναίκα μετά την άλλη. Όταν τον ταπείνωναν για να διασκεδάσουν. Όταν του έτρωγαν τα λιγοστά χρήματα που κέρδιζε, τότε που ακόμα δούλευε και ονειρευόταν σαν τον πιο φυσιολογικό άνθρωπο να αποκτήσει ένα σπίτι δικό του και μια οικογένεια.

Η κατάρρευση ξεκίνησε όταν και ο ίδιος άρχισε να πιστεύει πως ήταν ένας άχρηστος. Και μην έχοντας καμιά πια αυτο-εκτίμηση, κανέναν αυτο-σεβασμό, άφηνε τον εαυτό του να κατρακυλάει και να τον παρασέρνει σε μια ηδονική αυτο-εγκατάλειψη. Να τον παρασέρνει σε παραληρήματα και φαντασιώσεις. Κι όποτε το ‘νιωθε πως ξεστρατίζει, έτρεχε σε μοναστήρια και σε τόπους αγίων, ζητώντας εναγωνίως βοήθεια.

Όμως η τέλεια συντριβή του Χρυσοβαλάντη ήταν αυτή η οδυνηρή στιγμή, όταν άκουσε την προδοτική συνομιλία των δύο πολυαγαπημένων του αδελφών, γιατί ως άνεργος δεν είχε τη δυνατότητα να τις βοηθήσει να ξεχρεώσουν κάτι παλιά χρέη.

Και όταν με το τελευταίο πενηντάευρο, μέρα γιορτής, αγόρασε τα δώρα τους και πήγε στο σπίτι, βρήκε τη βαλίτσα με τα πράγματά του έξω από την κλειστή πόρτα.

Η τέλεια συντριβή μιας ρημαγμένης ζωής.

Από κει και πέρα, χάνεται πια μέσα μέσα στο ίδιο το μυαλό του.

 

Μάκης Τσίτας

Μάκης Τσίτας

 

Ο Μάκης Τσίτας έγραψε ένα πολύ ανθρώπινο μυθιστόρημα. Έδωσε το δράμα ενός απλού και ευγενικού ανθρώπου, ρομαντικού στο βάθος, και τον έκανε σύμβολο της κατακερματισμένης κοινωνίας όπου ζει.  Μπορεί να είναι γραμμένο το μυθιστόρημα με άφθονο χιούμορ και με ευφυείς σκηνές που προκαλούν γέλιο. Σκηνές που προκαλούν ακόμα σαρκασμό και αυτο-σαρκασμό. Γιατί ο ίδιος ο ήρωας του βιβλίου, αδύναμος να ελέγξει τα παθήματά του, τα διακωμωδεί.  ‘Ομως η άλλη όψη αυτής της διακωμώδησης είναι το δράμα που βιώνει. Είναι η σταδιακή και μεθοδική κατάρρευσή του. Και ο αναγνώστης συμπάσχει μαζί του, καθώς τον παρακολουθεί να χάνεται σιγά σιγά μέσα στα παραμιλητά του. Να αιμορραγεί η ψυχή του από το άδικο. Από τον εξευτελισμό στον οποίο τον υποβάλλουν. Από την ως το κόκαλο ταπείνωση. Με μόνη διέξοδο, μια ακατάσχετη ανάγκη φαντασιώσεων. Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα, ο Χρυσοβαλάντης παραληρεί για να εμποδίζει το μυαλό του να συνειδητοποιεί πόσο αξιοθρήνητος είναι, πόσο αδύναμος, πόσο ελλιπής. Στην πραγματικότητα πόσο αθώος. Όμως η αθωότητα όχι μόνο δεν σώζει αλλά και γίνεται αμάρτημα, όταν δεν είσαι πια παιδί. Και όταν ζεις σε μια  κοινωνία που συνθλίβει τον αδύναμο και τον αθώο. Όμως όσο χιούμορ και σκηνές γέλιου κι αν υπάρχουν στο μυθιστόρημα, το δράμα δεν κρύβεται. Το δράμα ξεχειλίζει από παντού και από μόνο του σκιαγραφεί αυτόν τον αξιολύπητο άνθρωπο, που πιάστηκε αθώος στο δόκανο μιας κοινωνίας σαπισμένης ως το κόκαλο, μιας κοινωνίας άδικης, που καταρρέει κι αυτή μαζί του, αφού οι αξίες της δεν ισχύουν πια γι’ αυτό το αδύναμο πονεμένο πλάσμα. Δεν ισχύουν γιατί τις ακύρωσε ο ζήλος του χρήματος και η αλαζονεία της αρχής. Και δεν θάλπει πια, δεν περιθάλπει τα πλάσματα της. Τα εγκαταλείπει μονάχα να παραδέρνουν στην απαξία και στην ταπείνωση.

Αυτή είναι η σκιαγράφηση του Χρυσοβαλάντη, που, στο πρώτο μέρος του βιβλίου περισσότερο, γίνεται μέσα από το παραμιλητό. Τα γεγονότα συμπλέουν με ένα ατέλειωτο παραμιλητό που είναι μαζί και παραλογισμός και ονειροφαντασίες και κρυφές προσδοκίες και δειλές τρεμάμενες επιθυμίες, κυρίως όταν ονειρεύεται μια οικογένεια κατά προτίμηση στο Λονδίνο. Έτσι σαν το ξεστρατισμένο μυαλό που δημιουργεί παραισθήσεις για να αποφύγει τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Σαν το ξεστρατισμένο μυαλό που αφήνεται στη δίνη ενός φόβου μεγάλου και προσπαθεί να τον αντιμετωπίσει με φανταστικούς κόσμους μιας απατηλής ευτυχίας. Και γνωρίζοντας στο βάθος ότι δεν υπάρχει σωτηρία ούτε εκεί.

Εκείνο που καταφέρνει ο Χρυσοβαλάντης, είναι να εισχωρήσει στο υποσυνείδητο του αναγνώστη. Για να τον κάνει να αναρωτηθεί τι κουβαλάει μέσα του. Πόσες ενοχές. Πόση ένοχη σιωπή. Ποιον αμαρτωλό συμβιβασμό με την ψυχή του. Να τον κάνει να αναρωτηθεί τι σημαίνει αυτό το ελλιπές αδικημένο πλάσμα, το χτυπημένο από τον όποιον παριστάνει τον ευφυή και τον υγιή και τον βολεμένο. Να τον κάνει να αναρωτηθεί ακόμα μήπως αυτός ο απορριμμένος, από την ευημερούσα (τότε που γράφτηκε το βιβλίο) κοινωνία, ο ευαίσθητος και ευάλωτος ανθρωπάκος, μήπως στην πραγματικότητα, είναι μια μικρογραφία της ίδιας της κοινωνίας μας. Ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που δείχνει στο μισοσκόταδο το πρόσωπό της. Και ίσως, ίσως ακόμα, να κουβαλάει ο καθένας μας μέσα του, στις πιο κρυφές πτυχές του μυαλού του, ένα ελάχιστο αντίγραφό του.

Πιστεύω πως επάξια επιβραβεύτηκε το βιβλίο και από τους αρμόδιους των βραβείων και από τους αναγνώστες.

Λίγοι μυθιστορηματικοί ήρωες μου έδωσαν αυτή τη συγκλονιστική αίσθηση της συντριβής του αθώου την ώρα που τίποτα δεν μπορεί να τον σώσει. Σαν ντοστογεφσκικό πρόσωπο ο Χρυσοβαλάντης του Μάκη Τσίτα γίνεται η συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου για όσα δεν μπόρεσε, γίνεται η ένοχη συνείδηση της αντιηρωικής εποχής μας που συνθλίβει τα πλάσματα της αβοήθητα”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top