Fractal

Ανάμνηση και μεταμέλεια

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος // 

 

«Σεργιάνι στο Γκιναρντό» του Χουάν Μανσέ, Εκδ. Πατάκης, σελ. 148

 

Αν «Τα τελευταία απογεύματα με την Τερέζα» δεν άφησαν καμία αμφιβολία για τη μαεστρία του καταλανού Χουάν Μαρσέ, τότε το «Σεργιάνι στο Γκιναρντό» θα κατακάτσει ως διαπεραστικό θάλπος.

Αδιάφορο αν ο Μαρσέ είναι ύστερη ανακάλυψη για το ελληνικό κοινό, δεν θα είναι άλλωστε ο πρώτος, καθώς ο στιλιστικός του λόγος -ένα μείγμα ιστορικότητας, δριμύτητας του καθημερινού βίου, εικονογραφίας της καθολικής Ισπανίας και εσωτερικότητας που λάμπει-, δεν χάνεται με τον καιρό. Ίσως διότι καταφέρνει να μεταφέρει τον παρελθόντα χρόνο στο σήμερα με μια αβίαστη μελωδία που διαφεύγει από την αχόρταγη τρύπα του φολκλόρ. Ο χώρος στον οποίο κινείται είναι οικείος: η Βαρκελώνη λίγο μετά ή λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σκιά του Φράνκο, οι ανοιχτές πληγές του Εμφυλίου Πολέμου, η ανέχεια, το λούμπεν χαρμάνι της πόλης, η ακατάλυτη σχέση των ανθρώπων με την καθολική Εκκλησία, η οδύνη και ταυτόχρονα η αδήριτη ανάγκη να ξεφύγει κανείς από αυτήν, οι συμβολισμοί της ζωής οι οποίες μέσω της λογοτεχνικής μετάπλασης αποκτούν το εννοιολογικό βάρος ενός μύθου. Έτσι που οι φιγούρες οι οποίες κινούνται στο μικρής έκτασης μυθιστόρημα «Σεργιάνι στο Γκιναρντό» να αποκτούν μια μυθική διάσταση, να γίνονται αρχέτυπα, να είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής σύντηξης.

Βρισκόμαστε στον Μάιο του 1945, λίγες στιγμές πριν η Γερμανία του Χίτλερ παραδώσει το «κακό» της πνεύμα και συνθηκολογήσει. Τα σημάδια του πολέμου είναι έκτυπα στην πόλη: συντρίμμια παντού, φτώχεια και πείνα φιδοσέρνονται στους δρόμους, ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί για να φέρει βόλτα. Και η πιο ποταπή ενέργεια δικαιολογείται από τις συνθήκες που καθιστούν την επιβίωση πρώτη ανάγκη. Ένας αστυνομικός που κάποτε τον έλεγαν «Γερό Στομάχι» αλλά πλέον είναι σακατεμένος και η υγεία του είναι κλονισμένη, καλείται να κάνει μια τελευταία περιπολία στη Βαρκελώνη. Η αποστολή του είναι συγκεκριμένη: να συνοδεύσει τη Ροσίτα, μια ορφανή έφηβη, στο νεκροτομείο της πόλης έτσι ώστε να αναγνωρίσει το πτώμα του άνδρα που τη βίασε πριν από δύο χρόνια. Το κορίτσι κάνει δουλειές του ποδαριού με τη βοήθεια της τοπικής ενορίας. Βοηθάει τις καλόγριες, ενώ στο ενδιάμεσο, δείχνει να θέλει να ζήσει τη ζωή μιας έφηβης ξεχνώντας το σκληρό παρελθόν της. Έτσι μέσα από ερωτικές διαχύσεις του μισοσκόταδου, μικροκατεργαριές και αναβρασμούς της νιότης, συνεχίζει τη ζωή της δίχως να κοιτάζει πίσω.

Η εμφάνιση του αστυνόμου είναι η πόρτα στο παρελθόν που δεν θέλει να ανοίξει, γι’ αυτό ανακαλύπτει κάθε πιθανή και απίθανη πρόφαση για να τον αποφύγει. Εκείνος, όμως, πείσμων, σκληροπυρηνικός, άνθρωπος του καθήκοντος, δεν πείθεται και την ακολουθεί κατά πόδας. Είναι άλλωστε αυτός που τη βρήκε σε κακό χάλι πριν από δύο χρόνια και μαζί με τη γυναίκα του ασχολήθηκε αρκετά με την τύχη της. Τώρα έχει αποφασίσει να κλείσει την υπόθεση μια και καλή με την αναγνώριση του κακοποιού από το θύμα του.

Το μυθιστόρημα είναι ουσιαστικά ένα απόγευμα στο μεταπολεμικό Γκιναρντό. Ο αστυνομικός ακολουθεί τη Ροσίτα που πηγαίνει από θέλημα σε θέλημα και από δουλειά σε δουλειά, με στόχο να μην του ξεφύγει και να την πείσει να τον ακολουθήσει ως το νεκροτομείο. Μόνο που αυτή η περιδιάβαση μέσα στα φτωχικά σοκάκια της περιοχής δεν είναι ανέφελη – δεν μοιάζει με απογευματινή βόλτα στο πάρκο.

Ο Μανσέ καταγράφει με λεπταίσθητη δύναμη τον πνιγηρό διάκοσμο. Κάθε σοκάκι αναδύει μια οσμή παραίτησης, αλλά και ανάγκης για αντίσταση στο βόρβορο. Οι μνήμες σηκώνονται σαν σκόνη που την παρασέρνει ο πρώτος άνεμος. Άνθρωποι που υποτάχθηκαν στη φρίκη, που συμπορεύτηκαν μαζί της. Άνθρωποι που έγιναν θύματα και αποδέχθηκαν το ρόλο τους. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα που ήταν σαν κινούμενη άμμος και κατάπιε πολλούς. Η Καταλονία που ήταν και είναι μια ιδιαίτερη περιοχή μέσα στην Ισπανία. Όλα τούτα ενυπάρχουν στο απογευματινό σεργιάνι του αστυνομικού και του κοριτσιού, αλλά τους ξεπερνάει, δεν έχει να κάνει μόνο με αυτούς, αλλά με τον κόσμο, τη χώρα, τη ζωή.

 

Χουάν Μανσέ

 

Ο Μανσέ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό, φαίνεται μέσα από την οπτική του αστυνομικού, τη δράση της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ ο συνδυασμός της θρησκείας με την πολιτική δεν μένει ασχολίαστος. Αυτό που αφήνεται ως απόηχος, ίσως στην πιο ποιητική μορφή του, είναι η αίσθηση της μεταμέλειας – της ανάγκης να θαφτούν τα σκοτεινά «έργα» των ανθρώπων και να προχωρήσει η ζωή όπως μπορεί καλύτερα. Η Ροζίτα δεν αναγνωρίζει τον βιαστή της, ή, τουλάχιστον, δεν θέλει να τον αναγνωρίσει. Αντιλαμβάνεται πως η ισχύς της εκδίκησης είναι ελάχιστη, ίσως και μηδαμινή. Η ανάγκη της να παρακάμψει την ωμότητα του παρελθόντος προς χάριν ενός αδιόρατα αισιόδοξου μέλλοντος είναι πολύ πιο καθοριστική.

Ο Μανσέ αποδεικνύεται ένας μάστορας της αναδίφησης. Ο κόσμος που φέρνει στο προσκήνιο είναι «παλιός», όμως ο τρόπος που τον εικονοποιεί τον μετατρέπει σε κοντινό και οικείο. Η γραφή του είναι ελλειπτική, σε αρκετά σημεία ονειρική, αλλά όχι θολή, λες και θραύσματα του παρελθόντος ανασύρονται, ως παλίμψηστα, στις ζωές των ηρώων του, οι οποίοι με τη σειρά τους αμφιρρέπουν ανάμεσα στο πριν και το τώρα. Η γνώστη της περιοχής και των συνθηκών, πιστοποιούν ότι ο Μανσέ «βουτάει» σε τόπο, χρόνο και αισθήσεις. Διότι μόνο έτσι μπορεί να γίνει το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη ζωή των ανθρώπων. Και των συγγραφέων, ενίοτε.

Η μετάφραση ανήκει στην Μαρία Παλαιολόγου και πρέπει να σημειωθεί ότι όχι μόνο δεν προδίδει το «πνεύμα» του Μανσέ, αλλά διατηρεί τις λεπταίσθητες αποχρώσεις του λόγου του με τρόπο απόλυτα επιτυχημένο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top