Fractal

Ημερήσια περιπλάνηση σε κοινωνικά και προσωπικά χαλάσματα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

“Σεργιάνι στο Γκιναρντό”, Χουάν Μαρσέ,  Εκδόσεις Πατάκη. Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου. Αθήνα, 2016

 

Η απονομή του ισπανικού βραβείου Νόμπελ, του Θερβάντες, στα 2008, ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη για έναν συγγραφέα της εμβέλειας του Καταλανού Χουάν Μαρσέ. Το έργο και αυτού, όπως και πολλών άλλων Ισπανών και δη Καταλανών συγγραφέων,  επικεντρώνεται στις δύσκολες στιγμές που βίωσε η χώρα του και συγκεκριμένα η Καταλωνία έχοντας στην πλάτη της ένα εμφύλιο καταστρεπτικό πόλεμο, από τη μια μεριά, και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αμέσως μετά, από την άλλη. Ο Ισπανός συγγραφέας (1933- ), βαδίζει αισίως την ένατη δεκαετία της ζωής του, ενώ τα περισσότερα έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά. Όλα είναι βουτηγμένα σε έναν κόσμο επηρεασμένο από  φρικτές περιρρέουσες συνθήκες, σε ένα περιβάλλον γκρίζο και καταθλιπτικό.

Το βιβλίο ετούτο (Σεργιάνι στο Γκιναρντό), είναι το μικρότερο σε έκταση. Οι χαρακτήρες των βιβλίων του είναι λιγοστοί, μόλις δύο στην ουσία. Η ιστορία αρχίζει αμέσως μεταπολεμικά (8η Μαΐου, 1945), ημέρα κατά την οποία συνθηκολόγησε η Γερμανία.  Μέσα στα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα όλων, ένας αστυνομικός υποχρεούται να συνοδεύσει μια νεαρή κοπέλα στο νεκροτομείο της Βαρκελώνης, με σκοπό την καθόλου εύκολη υπόθεση της αναγνώρισης του πτώματος ενός νεαρού άντρα ο οποίος πιστεύεται από την αστυνομία ότι υπήρξε κάποτε ο διαφυγών και καταζητούμενος βιαστής της. Η όλη διαδρομή του αστυνομικού και του κοριτσιού, όπως και η όλη νουβέλα άλλωστε, διαρκεί μόλις ένα απόγευμα, πριν καταλήξει αργά το βράδυ στο νεκροτομείο. Η περιπλάνηση στην καρδιά της πόλης του συγγραφέα, της μεταπολεμικής Βαρκελώνης, στιγματίζεται από συνεχόμενα επεισόδια στάσεων σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε διάφορα μισοκαταστραμμένα και σημαδιακά μέρη της πόλης. Κι όλα αυτά, με γεγονότα κατά τα οποία η νεαρή Ροζίτα προσφέρει τις πολυποίκιλες υπηρεσίες της σε σπίτια ευκατάστατων οικογενειών της Βαρκελώνης, με μικρό συνήθως αντίτιμο.  Μια λεπτομέρεια που πρέπει να αναφερθεί εδώ, είναι ότι το ορφανό κορίτσι  εμπλέκεται σε υπηρεσίες μετά τη σύμφωνη γνώμη του ορφανοτροφείου ώστε να δέχονται τα κορίτσια αλλά με την προϋπόθεση ότι η έστω συμβολική εκείνη αμοιβή να κατευθύνεται προς το ίδρυμα. Η νεαρή, όμως, έχει πολλές ημερήσιες υποχρεώσεις μέχρι να φτάσει στο νεκροτομείο για την υπόθεση που ερευνά ο αστυνομικός και που κάποτε την αφορούσε προσωπικά. Μαζί με τις υπηρεσίες στα σπίτια, η Ροζίτα συναντάει καθ’ οδόν και άλλα γνωστά της  παιδιά, τα περισσότερα των οποίων βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με αυτήν, δηλαδή κακοποιημένα από τη ζωή, εγκαταλειμμένα στο δρόμο, άστεγα, νηστικά και απεριποίητα, που ολημερίς δεν ασχολούνται με τίποτα άλλο, παρά αγωνίζονται να βρουν διάφορους πονηρούς τρόπους ώστε να κερδίσουν εκείνα τα ολίγα, τα απαραίτητα  καθημερινά προς το ζην. Έτσι στα μάτια του αστυνομικού περνάνε όλες εκείνες οι εικόνες από τις φτωχογειτονιές της πόλης, μέσα από ένα αδιάκοπο συναπάντημα της μικρής με τους ομοίους της. Εκείνος φαίνεται να παρακολουθεί αποστασιοποιημένος και παθητικά την όλη περιπλάνησή τους, ίσως σαν να έχει αποδεχτεί κατά βάθος ότι δεν μπορεί και να αλλάξει πολλά πράγματα σε τούτο τον νόμιμο αλλά και παράνομο κόσμο όπου ζει και εργάζεται. Ένα περίεργο αίσθημα εγκατάλειψης τον πλημυρίζει  μαζί με έκδηλη βαθιά σωματική και ψυχική  κόπωση και ταυτόχρονη αποστροφή από τα τεκταινόμενα. Η γυναίκα του προσφέρει τις υπηρεσίες της επίσης στο ορφανοτροφείο όπου φιλοξενείται η μικρή, ενώ ο ίδιος δεν έχει δικά του παιδιά. Έτσι συμπεριφέρεται στη Ροζίτα ωσάν να ήταν κατά κάποιο τρόπο δικό του παιδί, αφού σε πολλές στιγμές η εικόνα του μέσα στις σελίδες της νουβέλας  του Χουάν  Μαρσέ, δημιουργείται με ένα τέτοιο τρόπο πλημμυρισμένο από κατανόηση, τρυφερότητα και καλωσύνη απέναντι στο κορίτσι, ξεχνώντας την επίσημη αποστολή που του ανατέθηκε και η οποία συνίσταται σε κάτι πολύ σκληρό και βίαιο, όπως είναι η αναγνώριση του πιθανού  βιαστή της μικρής, πεθαμένου τώρα,  στο νεκροτομείο.  Έτσι φαίνεται πως ανέλαβε και το ρόλο του πατέρα εκείνου που ο ίδιος  δεν πρόλαβε να χαρεί, ίσως επειδή δεν κατάφερε λόγω των σοβαρών ιστορικών συνθηκών ή δεν γινόταν για άλλους λόγους που αφορούσαν τη σύζυγό του, παράλληλα πάντοτε με το κύριο ρόλο του αστυνομικού, η μακρόχρονη εμπλοκή με τον οποίο πέρασε όλα εκείνα τα δύσκολα και απάνθρωπα χρόνια που σημάδεψαν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον περίγυρό του,  και τα οποία τελικά όπως φαίνεται δεν μπόρεσαν  να του αφαιρέσουν κάποια ψήγματα   ανθρωπιάς, τα οποία δυστυχώς δεν είναι αρκετά ώστε να καταφέρουν να οδηγήσουν σε ανάκαμψη της κοινωνικής παρακμής και της προσωπικής δυστυχίας και αδιέξοδου.

 

 

Η νουβέλα βέβαια στο τέλος αποδεικνύεται άστοργη για όσους ήλπισαν το καλύτερο, αφού η όποια σχέση ή δέσιμο δημιουργήθηκε μεταξύ τους στους δρόμους, εξαφανίστηκε οικτρά. Φυσικά η μικρή έχει περισσότερες δικλείδες ασφαλείας από τον ηλικιωμένο και κουρασμένο αστυνομικό. Μια φορητή εικόνα της Παναγίας, που βρίσκεται στο πλάι της κοπέλας, τελικά την βοηθάει εκτός από την ανάγκη παρηγοριάς, και με την έννοια της προσδοκίας κάποιων μικρών ποσών χρημάτων, σε οποιοδήποτε νόμισμα και αν ήταν αυτό, παραπέμποντας στις αλλαγές του ισπανικού νομίσματος στις διάφορες ιστορικές εκείνες περιόδους.

Μέσα σε αυτή τη νουβέλα, ο Μαρσέ μέσω ενός αφηγητού, κατορθώνει και περιγράφει μια  κοινωνία σε σχεδόν πλήρη αποσύνθεση, φέρνει μπροστά μας την απέραντη και καθολική φτώχεια ενός λαού βασανισμένου, τη βαναυσότητα της ταξικής κοινωνίας και των κοινωνικών στρωμάτων,  των έκδηλων ανισοτήτων, με λεπτές και όχι βαρύγδουπες πολιτικές αναφορές και υπαινιγμούς γύρω από μια προβληματική μεταπολεμική Ισπανία και ειδικότερα, τη γενέθλια Βαρκελώνη και Καταλωνία. Ο βραβευμένος Καταλανός συγγραφέας  και σε τούτο το βιβλίο, όπως και στα άλλα, αρέσκεται να εμφιλοχωρεί στις ταξικές αντιθέσεις της Ισπανικής κοινωνίας, καθώς και στις απώτερες επιπτώσεις του ισπανικού εμφυλίου πολέμου και του δικτατορικού καθεστώτος που ακολούθησε. Ένα μικρό δείγμα αυτής της ικανότητας, είναι και ετούτο το βιβλίο, το σύντομο  ‘Σεργιάνι στο Γκιναρντό’.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top