Fractal

Διήγημα: “Ο κίνδυνος του διαδικτύου”

Της Μαρούλας Πανάγου //

 

ιντερν

 

Σαν κλέφτης μέσα στην νύχτα έριξα την βαλίτσα μου έξω από το παράθυρο. Βιάστηκα να απομακρυνθώ πριν με πάρουν είδηση αν και όλοι κοιμόντουσαν. Λυπήθηκα βέβαια που άφησα πίσω το λάπτοπ μου αλλά είχα το κινητό. Θα έστελνα ες εμ ες στον αγαπημένο μου μόλις φτάναμε στο σταθμό αν και θα βρισκόταν εκεί να με περιμένει όπως είχαμε συμφωνήσει.Τα είχαμε συζητήσει όλα και μου πλήρωσε το εισιτήριο για το λεωφορείο να μην ξοδεύω τα δικά μου λεφτά.

Σαν έφευγα τα σκυλιά δεν γάβγισαν. Πετούσα μπορώ να πω για να ξεφύγω από την καταπίεση της οικογένειας μου που με νόμιζαν ακόμα πέντε κι όχι δεκαπέντε. Κι αυτό χάρη στον αγαπημένο μου που νόμιζα ότι τον ήξερα χρόνια κι όχι πέντε μήνες που γίναμε φίλοι στο face book.

Κούκλος στην φωτογραφία και μου φερνόταν σαν ώριμη γυναίκα όχι σαν μωρό. Έτσι έπειτα από τον τελευταίο καβγά με την μαμά όταν δεν με άφησε να βγω την περασμένη βδομάδα το αποφάσισα. Θα πήγαινα να τον βρω. Μόνο εκείνος με αγαπούσε και με καταλάβαινε.

Εκεί που βρισκόταν ήταν τόσο πιο ωραία από την βαρετή ζωή στην μικρή μας πόλη κι εγώ διψούσα για διασκέδαση.’Ήθελα να ζήσω, ήμουν νέα και η νιότη με φώναζε. Με τις σκέψεις μου ούτε που κατάλαβα πότε έφθασα στον σταθμό. Πολύ λίγοι συνεπιβάτες κι ευτυχώς όχι κανένας γνωστός για να το μαρτυρήσει όταν θα με γύρευαν οι γονείς μου.

Η διαδρομή κράτησε δέκα ώρες αν και κοιμήθηκα τις πιο πολλές και σαν πήρα την βαλίτσα μου άρχισα να κοιτώ ένα γύρω για τον αγαπημένο μου, αλλά όλοι τελείως άγνωστοι. Κάθισα στο παγκάκι μπροστά στην είσοδο και βγάζοντας το κινητό τον ειδοποίησα ότι είχα φτάσει.

Αγάπη μου, δεν μπορώ να φύγω από την δουλειά αλλά θα σε πάρει ο πατέρας μου. Έχει σγουρά γκρίζα μαλλιά και θα σε γνωρίσει εκείνος από την κόκκινη σου μπλούζα. Ξέρει τα πάντα για μάς και μην ανησυχείς θα είναι εκεί σε πέντε λεπτά. Θα σε δω το βράδυ, φιλάκια.

Δεν μου άρεσε και πολύ αλλά αφού δεν μπορούσε να λείψει από την δουλειά το δέχτηκα και χαμογέλασα στα χχχ του.

 

Δεν περίμενα πολύ όταν με πλησίασε ο μεσόκοπος άνδρας με τα κατάσγουρα μαλλιά.

-Είσαι η Κάθριν;

-Ναι! Είστε ο μπαμπάς του Γιοχάν ;

– ‘Ήρθα να σας πάρω. θέλετε κανένα αναψυκτικό πριν φύγουμε;

– Οκέι, μια κόκα κόλα, απάντησα αν και φοβόμουνα λίγο μαζί του. Ήταν όμως ο πατέρας του αγαπημένου μου! Δεν θα μου έκανε κακό! σκέφθηκα καθώς πήγε μέσα κι ήρθε σε λίγο με δυο ανοικτά μπουκάλια.

Μου έδωσε το ένα, πήρε την βαλίτσα μου και την έβαλε στο πίσω μέρος του φορτηγού. Κάτι σαν αυτό που έχουν οι φαμαριέρηδες.

Ήπια το αναψυκτικό μου σαν πήραμε το χάιγουέι ενώ με ρωτούσε για το σχολείο μου και σε λίγο ένοιωσα το κεφάλι να γυρίζει κι ήθελα να κάνω εμετό .

Σε παρακαλώ, μπορείς να σταματήσεις; ρώτησα κι ένοιωσα τον ιδρώτα να κυλάει στα μηνίγγια μου, τα πόδια μου σαν παράλυτα, και το αυτοκίνητο λες και γύριζε ολόκληρο.

Μια στιγμή να βγω από τον δρόμο, πουλάκι μου, είπε με κάτι σαν μισοχαμόγελο κι εγώ να προσπαθώ να συγκρατήσω την αναγούλα που γινόταν όλο και πιο έντονη.

Σε δυο λεπτά έστριψε σε χωματόδρομο και σε λίγο σταμάτησε πίσω από μια συστάδα ευκαλύπτους κι έσβησε το αυτοκίνητο. Εκεί μου άνοιξε την πόρτα. -Έλα να σου δώσει ο αέρας, είπε, κι εγώ να μην μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Λες κι ήμουν μεθυσμένη. Και τότε άρχισε ο εφιάλτης σαν με πέταξε σαν άδειο σακί στο πίσω μέρος του φορτηγού κι εγώ σαν σε λήθαργο. Δεν μπορούσα να κουνηθώ αν και αισθανόμουν τα πάντα γύρω μου. Ένιωσα τα κουμπιά από την μπλούζα να πετάγονται ένα γύρω σαν μου την ξέσκιζε βίαια με το ένα του χέρι και με το άλλο μου έβγαλε το σουτιέν.

Όχι σας παρακαλώ, θα το πω στον Γιοχάν, μουρμούρισα αδύναμα.

-Ποιού Γιοχάν που εγώ είμαι, είπε και τα μάτια του γυάλιζαν τώρα σαν του διαβόλου, σαν μου τραβούσε άγρια το τζιν. Το θολωμένο μυαλό μου αρνιόταν να παραδεχτεί την κατάσταση.

-Δεν μπορεί! ο Γιοχάν είναι νέος, πως μπορεί να είστε εσείς; Ρώτησα.

-Τον είδες ποτέ σου ανόητη; Μαζί μου μίλαγες τόσο καιρό και δεν ήταν δύσκολο να βάλω κάποιου άλλου την φωτογραφία, είπε σαν μου άνοιγε τα πόδια κι ένας αβάστακτος πόνος λες και με κατέσκιζε όταν άρχισε να κουνιέται από πάνω μου. Ο εμετός μου τον κατέκλυσε σαν ήταν σκυφτός που άρχισε τις βρισιές αλλά συνέχισε το μακάβριο έργο του ενώ εγώ είχα λιποθυμήσει.

Όμως ο εφιάλτης δεν είχε τελειώσει όταν σε λίγο καινούργιος πόνος με συντάραξε κι άλλοι δυο άνδρες ήταν τώρα από πάνω μου και με ξέσχιζαν.

Με την λιποθυμία λες κι η φωνή μου ξαναγύρισε και άρχισα να ουρλιάζω σαν αρνί που το έσφαζαν και που να ‘ταν τώρα το χρυσό κλουβί μου να κρυφτώ, να μην ξαναβγώ ποτέ από κει μέσα ,μα ποιος να με άκουγε στην ερημιά.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε όταν στον χωματόδρομο φάνηκε από μακριά ένα άλλο αυτοκίνητο που ήταν κι η σωτηρία μου.

Οι βιαστές μου με πέταξαν έξω στα γρήγορα και εξαφανίστηκαν αφήνοντας με εκεί πέρα μισοπεθαμένη να αιμορραγώ. Σύρθηκα όσο μπορούσα και άρχισα να φωνάζω βοήθεια και σε λίγο σαν σε όνειρο άκουσα τους σωτήρες μου.

Είναι ζωντανή αλλά σε σοκ, ρίξε της την κουβέρτα και να την πάρουμε στο νοσοκομείο .

Συνήλθα μετά την επέμβαση που χρειάστηκε να μου κάνουν κι οι δικοί μου εκεί μαζί με τους δυο μου σωτήρες .

Μα το κυριότερο από το λάπτοπ μου μπόρεσε η αστυνομία να συλλάβει τους βιαστές μου που πόνταραν σε ανόητες μικρές σαν και μένα με τις φωτογραφίες από ηθοποιούς που έβαζαν στο face book για να παρασέρνουν τα θύματά τους.

Αν και η ζωή μου δεν θα ξαναγίνει όπως πρώτα, ελπίζω η ιστορία μου να διδάξει άλλους να είναι προσεκτικοί στο ίντερνετ και να μην εμπιστεύονται το τί βλέπουν. Πολύ πιο διαφορετικό από την πραγματικότητα και τους κινδύνους που κρύβει.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top