Fractal

O ποιητής Μάριος Μιχαηλίδης

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

f8“Τέφρα Ονείρων”, Μάριος Μιχαηλίδης,  εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

 

Και να που ο ποιητής και πεζογράφος Μάριος Μιχαηλίδης μετά την τετραλογία του, που άρχισε με το κορυφαίο μυθιστόρημα Ο Οστεοφύλαξ [1] (Μεταίχμιο 2007) και συνεχίστηκε με άλλα τρία αφήγημα [2], ποιητικής πνοής, όπου η σύγχρονη ιστορική περιπέτεια του τόπου συναυλίζεται με τη συλλογική μνήμη, επιστρέφει σε γνώριμους τόπους.

Η ποιητική συλλογή Τέφρα Ονείρων (Γαβριηλίδης 2016) δεν ξάφνιασε όσους έχουν τη χαρά να επικοινωνούν με τον ΜΜ. Θα ξαφνιάσει όμως πολλούς, αφού η παρούσα έκδοση είναι η πρώτη ποιητική συλλογή μετά από το Σαν άλλοθι οι λέξεις [3] (Μεταίχμιο 2004).

Η παρούσα έκδοση, άρτια επιμελημένη, χωρίζεται σε τέσσερις ποιητικές ενότητες. Στην πρώτη περιέχονται δεκατέσσερα άτιτλα ποιήματα που αριθμούνται με ελληνικούς χαρακτήρες. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει δέκα ποιήματα, η τρίτη δεκαπέντε και η τέταρτη πέντε. Κοινό γνώρισμα των ποιημάτων της πρώτης ενότητας είναι η παρουσία των πουλιών, με όλες τις μεταφορικές και αλληγορικές σημάνσεις που υποδηλώνει η φύση τους. Στο πρώτο ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο, ο ίδιος ο Μιχαηλίδης μοιράζεται με τον αναγνώστη την εμπειρία της μαθητείας του στον «κήπο» της ποίησης.

(…) Στην υψικάμινο του κήπου/ Όπου έμαθα κι εγώ να ασφυκτιώ και να σκάβω/ Και να μετεωρίζομαι και να κατολισθαίνω/ Στις εσχατιές μιας ακατανίκητης οπτασίας

Το ποίημα όμως που μας εισάγει στο πνεύμα και το ήθος της ποίησης αυτής της συλλογής είναι το δεύτερο της ενότητας:

Ανάερο χάδι η ματιά που/ Με κοίταε την ώρα που φτερούγες πουλιών/ Κροτούσαν συλλαβίζοντας/ Παράξενες αρμονίες

Ώσπου έπεσε το απόβραδο/ Τη νύχτα δαμάζοντας στα/ Ακροβλέφαρά της/ Με ανάσες και πόθους/ Την Κύπριδα υμνώντας.

Οι στίχοι θυμίζουν μουσικό μοτίβο ενός θλιμμένου τραγουδιού, ενός ύμνου που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα ή μιας ελεγείας. Τα ποιήματα αυτής της ενότητας θα μπορούσαν να συνθέτουν μια ολότητα ή ένα μεγαλύτερο ποίημα, αφού ο αναγνώστης διακρίνει τη συνοχή και τη συνέχειά τους. Θα λέγαμε ότι ουσιαστικά πρόκειται για «ποίημα εν προόδω».

Οι περιγραφές μιας θλιμμένης φύσης που διατρέχει όλα σχεδόν τα ποιήματα του πρώτου αυτού μέρους, και που σαν μια ενιαία οπτασία/εικόνα γεννιέται σε μια άνυδρη και ερημική γη, αποτυπώνουν την εσωτερική διάθεση του ποιητή και τη θλίψη του για τα ψήγματα εκείνα της δημιουργίας, που σαν μαύρα πουλιά πετούν άπραγα, ματαιωμένα ή ακόμα κι αναξιοποίητα, ώσπου να βρουν τη θέση τους σε ένα άγνωστο, διαφορετικό ή αλλότριο σύμπαν. Ενδεχομένως, στο σύμπαν κάποιου άλλου ποιητή ή ακόμα και του ιδίου σε μια άλλη χρονική στιγμή, που απέχει από το σήμερα. Και είναι μια φύση, που αναδημιουργείται έντεχνα μέσω των εικόνων και με τη συνέργεια μιας ιδιάζουσας γλώσσας, μέσα στην οποία αντικαθρεπτίζονται τα νοήματα και τα θέματα που επιλέγει ο ποιητής: η μοναξιά του δημιουργού, όταν οι λέξεις φεύγουν, ο ψυχικός θάνατος, μετά την ολοκλήρωση της δημιουργίας και ίσως το ανεκπλήρωτο. Εδώ η φύση πρωταγωνιστεί. Τα χρώματα του σύθαμπου περιπλέκονται με τα λαμπερά του ουρανού, εκεί όπου καταφεύγουν τα παράξενα πουλιά, ενώ οι σκούρες αποχρώσεις των φτερωτών πλασμάτων που μοιάζουν σαν να έχουν ξεπεταχτεί από έναν πίνακα εξπρεσιονιστή ζωγράφου, συμπλέουν και συγχρωτίζονται με τα νοήματα, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη για ένα μεγαλύτερο και ενδεχομένως ύστατο πέταγμα, εκείνο του πνευματικού θανάτου.

Η γλώσσα και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία στις περιγραφές θυμίζουν ή, καλύτερα, διαγράφουν με ενάργεια την παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η αναφορά στα “Πουλιά του Προύθου”, είναι εσκεμμένη, αφού τα νοητικώς συλληπτά των εικόνων του Μ.Μ, έμμεσα φωτίζουν το στίχο: «Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά που νύχτα μέρα διασχίζουν τον αέρα..». Υπερρεαλιστικά, αινιγματικά και μυστηριώδη τοπία και εσκεμμένως παραθέματα ‘εμπειρίκιων λέξεων, (όπως: υψικάμινος, αιλουροτροφεία, παλλακίδες) συνδέονται ή αναγεννώνται εκ νέου από τις συνηχήσεις των στίχων του. Αυτά είναι από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα αυτής της πολύ ιδιαίτερης και άκρως ελκυστικής γραφής.

Στο δεύτερο μέρος των ποιημάτων του Μ.Μ, που και αυτά θα μπορούσαν να απαρτίζουν μια ολότητα ή ένα μεγαλύτερο και αυτοτελές ποίημα, πρωταγωνιστούν τα σκυλιά. Γιατί, όπως λέει και ίδιος ο ποιητής σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής του, «Οπωσδήποτε ένα σκυλί βρίσκεται στην ποίησή μας. Είτε σαν μια μέρα που δείχνει τα σκυλόδοντά της… », και εδώ η ψευδαίσθηση, η αλληγορία και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία αναδύονται και πάλι σε όλο τους το μεγαλείο.

Κορυφαία στιγμή αυτής της ‘συστάδας’ ποιημάτων είναι εκείνο, όπου ο ποιητής στήνει το ιδιότυπο πάλκο του, για να παιχτεί η τελευταία σκηνή της Οδυσσεϊκού μύθου. Το στήνει εκ νέου, για να αναδημιουργήσει ή να αφηγηθεί την ιστορία του Οδυσσέα, όχι όμως όπως τη συνέλαβε ο Όμηρος, ούτε όπως τη διαιώνισε ο Καβάφης μέσα από τη ποίηση του, αλλά όπως τη συλλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής, προσδίδοντας στο γνωστό αυτό μύθο μια επιπλέον μυθική, τραγική και εξωπραγματική διάσταση, γα να μας θυμίσει αυτή τη φορά με τους στίχους και την κρυπτική του γλώσσα την Οδυσσεϊκή αναζήτηση του Σεφέρη.

Η ώρα περνούσε και τα σκηνικά στήνονταν/ Με τις απαραίτητες προσαρμογές/ Ο σκηνοθέτης όμως γυρόφερνε/ Στο μυαλό του την πιο επίμαχη σκηνή:/ Αλήθεια τι θα γινόταν με τη σφαγή;

Αμέσως μετά η ποίηση του αλλάζει, γίνεται βίαιη, ακόμα πιο τραγική, προκαλώντας το δέος στον αναγνώστη, αφού ο Μ.Μ επιλέγει να μετασχηματίσει ή να μεταμορφώσει το αρχαίο σκηνικό τοπίο για άλλη μια φορά, για να σκιαγραφήσει άλλη μια εικόνα, ανασυρμένη σαν από όνειρο, που μοιάζει περισσότερο με εκείνους τους εφιάλτες που προοιωνίζονται το θάνατο, την ανυπαρξία.

Η ασπίδα θρυμματίστηκε/ Η θεά κατέβασε τα χέρια/ Τα κεφάλια των αντρών ευθύς κόπηκαν/ Και κύλησαν στο χώμα

Η τραγικότητα, οι εναλλαγές της διάθεσης, των χρωμάτων και των εικόνων, θα έλεγα πως προσδίδουν στο ποιητικό αυτό έργο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και μια εκρηκτικότητα που δυναμιτίζεται, όσο βαίνει προς το τέλος. Με ελεγειακό ύφος γονατίζει μπροστά στο φάσμα του θανάτου, του φυσικού θανάτου, του έρωτα, ίσως, πάντα με μια γλώσσα μεταφορική, συμβολική, αλληγορική. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η γλώσσα είναι πρωταγωνιστής του έργου του Μ.Μ, αφού αυτή δίνει σάρκα και οστά σε ένα μοναδικό συμβολιστικό σύστημα, σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, το απτό και το ονειρικό.

Τέλος, τα υπερρεαλιστικά μοτίβα μαζί με την αλληγορία και το ψευδαισθησιακό κορυφώνονται, όταν ο ποιητής τέμνει εκ νέου το μύθο και, καταρρίπτοντας κάθε ηρωική του διάσταση, γεννά έναν αντισυμβατικό και άκρως προκλητικό αντιήρωα, τοποθετώντας τον στη θέση του Οδυσσέα.

Το τέλος του Άργου κανείς δεν το ’μαθε/ Μόνο έχουν να λένε ακόμα και σήμερα/ Πως στη θέρμη του καλοκαιριού/ Όταν καταλαγιάζει το λιμάνι/ Και κλείνουν τα μπαράκια/ Ένα φτερωτό σκυλί βογκάει από έρωτα/ Και σέρνει στην πλάτη του υπομονετικά/ Μια νύμφη που την λένε Πηνελόπη.

Τις επόμενες δυο ενότητες, τις συγκροτούν μια ομάδα ερωτικών ποιημάτων και άλλη μια με ποιήματα της πικρής πατρίδας. Τα ποιήματα αυτά καθόλου δε διασαλεύουν τη συνοχή, ή το ύφος του βιβλίου, αφού, κυρίως τα ερωτικά, διατηρούν σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα, τη μουσικότητα, τις αντιθέσεις και το ρυθμό των δύο πρώτων μερών. Και δε διστάζω να πω ότι η ποιητική δημιουργία του ΜΜ, στο τρίτο μέρος της συλλογής, φτάνει στο απόγειό της, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει από αυτά η δηκτικότητα, ο σαρκασμός και η τραγικότητα που χαρακτηρίζουν τα ποιήματα που προηγούνται. Θεωρώ αναγκαία αυτή την επισήμανση, διότι, συχνά, η δύναμη του ερωτικού στοιχείου παρασύρει και στρεβλώνει τη γραφίδα πολλών ποιητών. Κι αυτό, με συνέπεια να αποδιοργανώνονται οι επιλογές τους –λεκτικές, εικονοπλαστικές- και να ασθμαίνει η νοηματοδότηση των στίχων.

Σε αντίθεση προς αυτή την παγιωμένη πλέον κατάσταση, ο Μιχαηλίδης κατορθώνει να την υπερβεί. Μάλιστα, σε ορισμένα ποιήματα του τρίτου μέρους, ο λυρισμός και ο έντονος ερωτισμός διαρκώς εναλλάσσονται με την ένταση και την ορμή των συναισθημάτων που αποτυπώνουν οι στίχοι. Χαρακτηριστικά δείγματα είναι τα ακόλουθα:

Ήρθες πάλι κρυφά/ Τρυπώνοντας σε γρίλιες μυστικές/ Αργά στη χάση/ Κατάχαμα βρήκες τα κουρέλια της νύχτας/ Και με το αχ μιας ανάσας/ Σάρωσες τα πάντα/

Μα τα στίγματα είναι ’κεί/ Ατίθασα αλαζονικά/ Κοιτάνε επίμονα το ανάρμοστο/ Ν’ αντιπαλεύει με τη σκιά του

Φαντάζομαι/ το άγγιγμά σου/ Σαν μια χορδή άρπας που/ Εφάπτεται σε οριζόντια/ Σειρά ανεκτέλεστων πόθων./ Έλα γλυκιά ειμαρμένη/ Και νιώσε ηδονικά /Τα ακροδάχτυλα της νύχτας/ Που όλο θωπεύουν μυστικά/ Τα ίχνη από το πέρασμά σου…

 

Να σημειωθεί ότι, εδώ, όπως και στην τέταρτη ενότητα, ιδίως σ’ αυτήν, το υπερρεαλιστικό στοιχείο συνυπάρχει με την έντονη κριτική ματιά του δημιουργού, που μερικές φορές αγγίζει το σημείο του πάθους και της οργής.

Φρικώδης αποστασία της οργής ενδιαίτημα/ Σφαδάζω και ακούω τον απόηχο της καρτερίας/ Καθώς το άγαλμα/ Αδιαλείπτως καταγράφει των καιρών τους συριγμούς/ Και των άστρων τη μαρμαρυγή ενώ το πανωφόρι γέρνει/ Και ξεμυτά η πληγή από τα φουσάτα/ Εγκαρσίως από πνεύμονος έως καρδίας το βόλι που τον ξάφνιασε/ Όπως και τώρα πετρωμένο τον ξαφνιάζουν/ Τα μεθεόρτια και οι επινίκιοι αλαλαγμοί

……………………………………………………………………………

Άλλωστε τώρα το τοπίο ηρεμεί/ Περικεφαλαίες με λοφία από λαιμούς σπουργιτιών/ Θώρακες με ωραίες ανοιχτές σάρκες και αχνίζοντα οστά/ Περικνημίδες καριοφίλια και/ Μεταξωτά πέπλα από τα ξανθά τους όνειρα/ Το χέρι που κρατά τους όρκους και/ Τις στερνές ρώγες των καμένων αμπελιών (…)

Αιρετικός, λοιπόν, μέσα στον κατ’ επίφαση συντηρητισμό του, ο γλωσσοκεντρικός, όπως έχει χαρακτηριστεί ποιητής, αναδεικνύει την ανάσα και την αύρα της γλώσσας, τα νοήματα, τα χρώματα, τον κυματισμό των ήχων, τη μαγεία των λέξεων, που συνυπάρχουν με τη μαγεία των εικόνων της ποίησής του. Ο ποιητικός στοχασμός, το ερωτικό στοιχείο που υποφώσκει ακόμα και κάτω από τις σκηνές του ψυχικού θανάτου, η αλήθεια σε σχέση με το φανταστικό, σχεδόν εξωπραγματικό κόσμο που δημιουργεί και που συμφύρεται συνεχώς με την ουσιαστική υπαρξιακή αλήθεια, αναδεικνύουν τον Μ.Μ ως έναν από τους σημαντικούς ποιητές της γενιάς του.

Αθήνα, Μάιος 2016

 

2014-03-08-michailidis

 

Βιογραφικό:

Ο ποιητής και πεζογράφος Μάριος Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην Κύπρο και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και απέκτησε MA από το πανεπιστήμιο Arkansas (ΗΠΑ). Τρία έργα του – η ποιητική συλλογή «Σαν άλλοθι οι λέξεις» (Μεταίχμιο 2004), το μυθιστόρημα «Ο Οστεοφύλαξ» (Μεταίχμιο 2007) και η νουβέλα «Ο Ανακριτής» (Γαβριηλίδης 2012)- τιμήθηκαν με το κρατικό βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Το μυθιστόρημά του «Ανατολικά της Αττάλειας-Βόρεια της Λευκωσίας» (Momentum 2014) μεταφράστηκε στα τουρκικά και στα γερμανικά. Το πιο πρόσφατο έργο του (Μάιος 2016) η ποιητική συλλογή «Τέφρα Ονείρων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.

 

  • [1] Μάριος Μιχαηλίδης, Ο Οστεοφύλαξ, Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας- υποψήφιο για τα βραβεία των περιοδικών Διαβάζω και δε-κατά (Athens Prize of Literature)
  • [2] Μάριος Μιχαηλίδης, Τα κρόταλα του χρόνου, Μεταίχμιο 2010, Ο Ανακριτής, Γαβριηλίδης 2012, (Κρατικό Βραβείο Κύπρου) Ανατολικά της Αττάλειας, Momentum 2014,
  • [3] Μάριος Μιχαηλίδης, Σαν Άλλοθι οι Λέξεις Μεταίχμιο 2004, Κρατικό Βραβείο Κύπρου

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top