Fractal

Σαρξ εκ της σαρκός μας

Γράφει ο Γρηγόρης Αζαριάδης // *

 

Daniel Cole «Η μαριονέτα», Μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 480

 

Ο Daniel Cole (γεννημένος το 1984) δούλευε ως τραυματιοφορέας έως την άνοιξη του 2016. Η πρώτη του εμφάνιση στον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος με την «Μαριονέτα» προκάλεσε αίσθηση στην έκθεση του Λονδίνου, καθώς υπέγραψε συμφωνία για την έκδοση τριών βιβλίων και την τηλεοπτική τους μεταφορά. Μάλιστα, οι εκδότες του έκλεισαν τη συμφωνία έχοντας διαβάσει μόλις τα τρία πρώτα κεφάλαια, τα οποία τους ενθουσίασαν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2017 κι εκτοξεύτηκε στην κορυφή της λίστας των μπεστ σέλερ της Μ. Βρετανίας, ενώ τα δικαιώματα για τη Μαριονέτα πουλήθηκαν σε περισσότερες από 35 χώρες.

Ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου είναι «Ragdoll», που είναι μια κούκλα φτιαγμένη από παράταιρα κουρέλια και στα ελληνικά μεταφράστηκε ως «Η μαριονέτα» μιας και δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη λέξη. «Η μαριονέτα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ» (σελίδες 474, σε πολύ καλή μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη και φιλολογική επιμέλεια Ιωάννας Ανδρέου).

Η ιστορία ξεκινάει με την ανακάλυψη ενός πτώματος ή πιο σωστά μιάς ανθρώπινης μαριονέτας,  που αποτελείται από τα μέλη έξι δολοφονηθέντων ανθρώπων. Το ένα χέρι της μαριονέτας δείχνει προς το παράθυρο ενός διαμερίσματος απέναντι, στο οποίο τυχαίνει να διαμένει ο αρχιφύλακας William Oliver Layton-Fawkes (τα αρχικά του ονόματος του σχηματίζουν το όνομα Wolf). Ο Γουλφ αποτελεί από μόνος του μιά πονεμένη ιστορία. Πριν τέσσερα χρόνια, έφερε σε πέρας την υπόθεση ενός serial killer, συλλαμβάνοντας τον Αποτεφρωτή, κατά κόσμον Ναγκίμπ Χάλιντ. Ο Αποτεφρωτής θεωρήθηκε ο κατ’εξακολούθηση δολοφόνος με τα περισσότερα θύματα στο Λονδίνο. Εικοσιεπτά πόρνες, όλες από δεκατέσσερα μέχρι δεκαέξι χρόνων.

Ο Γουλφ παρακολούθησε και τις σαρανταέξι ημέρες, που διήρκεσε η δίκη. Όταν οι ένορκοι έκριναν πως τα στοιχεία που παρουσίασε η αστυνομία δεν ήταν επαρκή και αθώωσαν τον Αποτεφρωτή, ο αρχιφύλακας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα συναισθήματα του. Εξερράγη και επιτέθηκε στον ευρισκόμενο στο εδώλιο Χάλιντ, απειλώντας να τον σκοτώσει με τα ίδια του χέρια. Ευτυχώς ή δυστυχώς ο Χάλιντ διεσώθη από την επέμβαση ψυχραιμοτέρων αστυνομικών. Σαν αποτέλεσμα, ο Γουλφ «φιλοξενήθηκε» σε μιά ψυχιατρική κλινική γιά τα περαιτέρω. Και τώρα, με την ανακάλυψη της μαριονέτας, θα πάρει την δεύτερη ευκαιρία του καθώς οι ενδείξεις οδηγούν στην σχέση των θυμάτων με την παλιά υπόθεση του Αποτεφρωτή.

Το πράγμα όμως περιπλέκεται έτι περαιτέρω, δεδομένου ότι ο serial killer αποστέλλει στην Άντρεα, πρώην σύζυγο του Γουλφ και νυν πολλά υποσχόμενη τηλεοπτική παραγωγό φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος και μια λίστα με τους έξι επόμενους στόχους του, και τις ημερομηνίες εκτέλεσης τους. Και μάλιστα (ω, τι έκπληξη …)  τελευταίος στην λίστα είναι ο ίδιος ο Γούλφ.

Την υπόθεση θα αναλάβει η Έμιλυ Μπάξτερ, συνάδελφος του Γούλφ για τον οποίο κρύβει κι ένα ανομολόγητο έρωτα, με την βοήθεια του εκπαιδευόμενου της νεαρού Έντμοντς. Ο Έντμοντς όμως είναι ένας περίεργος τύπος, που αφιερώνει πολύ χρόνο στην μελέτη και δή σε υποθέσεις κατ’ εξακολούθηση δολοφόνων.

Με το χρόνο να είναι εναντίον της, η αστυνομία προσπαθεί να ανακαλύψει την ταυτότητα των θυμάτων από τα μέλη των οποίων ο δολοφόνος κατασκεύασε την μαριονέτα και να προστατέψει τα επόμενα θύματα στην λίστα. Η ομάδα των ερευνητών αποδύεται σε μιά απελπισμένη κούρσα με τον χρόνο, ενώ όλος ο κόσμος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, λόγω του ότι όλη η διαδικασία μεταφέρεται «σε ζωντανή μετάδοση» από τα αδηφάγα ΜΜΕ της χώρας.

«Η μαριονέτα» αποτελεί κλασικό δείγμα της βρεττανικής σχολής αστυνομικού μυθιστορήματος, μιάς από τις σημαντικότερες σχολές της εποχής μας. Με τα δικά της διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά σε σύγκριση με το σκανδιναβικό, το μεσογειακό ή ακόμη και το σύγχρονο γαλλικό, που είναι μιά κατηγορία μόνο του. Το ύφος γραφής απλό, λιτό, σκληρό υπηρετεί την φιλοσοφία, που είναι το ίδιο απλή και συγκεκριμένη. «Έμφαση στην πλοκή» … Αυτό που μετράει είναι να στηθεί μιά καλοσχεδιασμένη, ενδιαφέρουσα πλοκή, με όσο το δυνατό μεγαλύτερη αληθοφάνεια (πράγμα που κάποιες φορές μπορεί βέβαια και να ξεφύγει). Στο ίδιο πλαίσιο και οι κεντρικοί και δευτερεύοντες χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Απλοί, καθημερινοί αστυνομικοί, χωρίς ικανότητες υπερανθρώπου, με όπλο την εργατικότητα, επιμονή και την αγάπη τους για την σκληρή, ενίοτε και βρώμικη, δουλειά που κάνουν.

 

Daniel Cole

 

Η αρχική σύλληψη του Cole είναι εντυπωσιακή. Η μαριονέτα, που αποτελείται από έξη διαφορετικά πτώματα και η σύνδεση του μακάβριου έργου με την προειδοποίηση /υπόσχεση του δολοφόνου γιά τα έξη θύματα που θα ακολουθήσουν και μάλιστα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Και η εξέλιξη της καλοστημένης πλοκής αποζημιώνει τον αναγνώστη. Χωρίς να καταφεύγει στον καταιγιστικό ρυθμό και τις αντίστοιχες υπερβολές των βόρειων συναδέλφων του, ο Cole στήνει ένα πειστικό και αγωνιώδες κυνηγητό στους δρόμους του σύγχρονου Λονδίνου με γρήγορο ρυθμό και τις απαραίτητες ανατροπές, που κρατάει σε υψηλό επίπεδο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Το χτίσιμο των χαρακτήρων σίγουρα αποτελεί, μετά την πλοκή, το δεύτερο δυνατό σημείο του συγγραφέα. Ο Γουλφ, από όποια πλευρά κι αν τον δεις, αποτελεί ένα κλασικό δείγμα ερευνητή της σύγχρονης τουλάχιστον αστυνομικής λογοτεχνίας. Δεν του λείπει τίποτε… Διαταραγμένη προσωπικότητα με εμφανή αδυναμία σε οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση, πλημμυρισμένος από εμμονές και με εφιαλτικό παρελθόν να τον κατατρύχει συνεχώς. Από την άλλη πλευρά, σκληρός κι επίμονος, δεν σου αφήνει καμιά αμφιβολία ότι θα φτάσει στο τέλος του δρόμου με οποιοδήποτε κόστος. Η Μπάξτερ ακολουθεί το ίδιο μοτίβο. Άλυτα προσωπικά προβλήματα, δικές της εμμονές και το άλγος του ανομολόγητου έρωτα για τον Γουλφ. Ο νεαρός Έντμοντς, που τελικά δεν είναι αυτός ο μαλθακός τύπος που δείχνει αρχικά. Όσο γιά την πρώην σύζυγο του Γουλφ, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά η εσωτερική της πάλη ανάμεσα στην αμοράλ δημοσιογράφο και τις μικρές μάλλον ηθικές αρχές και ανθρώπινα συναισθήματα κρύβει μέσα της.

Δύο ακόμη σημαντικά στοιχεία. Το πρώτο αφορά στην έρευνα που έχει κάνει ο Cole γιά την λειτουργία και τις διαδικασίες της αστυνομικής έρευνας… Είναι υψηλού επιπέδου. Σε κάποια σημεία, χωρίς να γίνεται κουραστικό, το μυθιστόρημα αγγίζει τα όρια ενός police procedural. Το δεύτερο, η ικανότητα του συγγραφέα να περιγράψει, χωρίς να πλατιάζει και χωρίς να δείχνει διάθεση να μεταφέρει κοινωνικά μηνύματα, αρκετά από τα «κακώς κείμενα» της Βρεττανικής (και όχι μόνο) κοινωνίας. Από τον εσωτερικό αθέμιτο ανταγωνισμό στους κόλπους της αστυνομίας,  μέχρι την εφιαλτική δύναμη των ΜΜΕ και την αδίστακτη εκμετάλλευση κάθε προσωπικής ιστορίας, όπου στον αγώνα γιά μεγαλύτερες θεαματικότητες ισοπεδώνονται πολλοί συνηθισμένοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας.

Μοναδική ένσταση που θα μπορούσα να έχω είναι το τελευταίο μέρος της «Μαριονέτας», από την στιγμή που ο Γουλφ αντιλαμβάνεται την πλήρη εικόνα που έχει διαμορφωθεί κι αποφασίζει να αυτενεργήσει… Έχω γράψει όμως κατ’επανάληψη ότι το τέλος αποτελεί και το δυσκολότερο σημείο, τουλάχιστον γιά την μεγάλη πλειοψηφία των αστυνομικών συγγραφέων. Αρκετά όμως μέχρις εδώ, γιατί καιροφυλακτεί ο… δαίμων του spoiler!

 

 

* Ο Γρηγόρης Αζαριάδης είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων και μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας). Έργα του οι «Παλιοί λογαριασμοί» 2013, «Η τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου» 2014 και «Το μοτίβο του δολοφόνου» 2015 (και τα τρία από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top