Fractal

Ομίχλη μέσα στον καθρέφτη – Ένα σκοτεινό ιντερμέδιο

Γράφει η Μάριον Χωρέανθη // *

 

fractal_Out flew the web and floated wide

The mirror crack’d from side to side;

“The curse is come upon me,” cried

The Lady of Shalott.

Alfred, Lord Tennyson, The Lady of Shalott (1833)

 

Η νύχτα ήταν παράξενη, σημαδιακή, από κείνες που σε τρομάζουν αλλά πάλι δεν θες να τελειώσουν. Η γαλήνη της είχε κάτι το μυστηριακό – έλεγες πως από στιγμή σε στιγμή θα σπάσει το φεγγοβόλο φλούδι της κι από μέσα θα ξεχυθούν σημεία πρωτοφανέρωτα, πως κάποια προφητεία θα εκπληρωθεί. Έριξε μια ματιά τριγύρω του. Στα πεζοδρόμια ήταν φυτεμένες πικροδάφνες και τα φώτα απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών έκαναν τη νύχτα μέρα – μια μέρα ασάλευτη, έρημη από κόσμο, με μια σχεδόν υλική σιωπή να αιωρείται πάνω απ’ το δρόμο, απορροφώντας και τον ελάχιστο ήχο και μετουσιώνοντάς τον σε φθόγγο μιας παράξενης μουσικής.

Απ’ το μυαλό του πέρασε μια σκέψη επώδυνα ξεκάθαρη, μια λεπίδα από φως που του μούδιασε τα μέλη και σταμάτησε το χτύπο της καρδιάς του. Ένιωθε ξάφνου το κορμί του αδειανό, σαν ξεκομμένο απ’ το κεφάλι του – ένα κούφιο, άψυχο πράγμα που κουνούσε μηχανικά τα μέλη του, ξένα κι αυτά κι ασήκωτα, σαν μολυβένια. Μα ήταν δυνατόν; Μπορούσε ποτέ ένα τυχαίο συμβάν, μια συμπτωματική συνάντηση ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες, να σηματοδοτήσει μια μοιραία στροφή των γεγονότων; Ναι – και βέβαια μπορούσε, αν το συμβάν δεν ήταν τόσο τυχαίο όσο είχε φανεί εκείνη τη στιγμή κι αν η συνάντηση μόνο στη σύμπτωση δεν οφειλόταν. Μια ειρωνική επανάληψη του πεπρωμένου – η αφετηρία, η αφορμή που ζητούσε η διαίσθησή του για ν’ αρχίσει να ξεφλουδίζει το χρόνο και ν’ αφουγκράζεται την κατακερματισμένη ροή των γεγονότων, σαν να γύριζε απ’ το τέλος στην αρχή μια μισοσβησμένη ταινία.

Όχι πως ήταν δεδομένο ότι η διαίσθηση θα τον οδηγούσε πάντοτε στο σωστό δρόμο – ο ίδιος, άλλωστε, ήταν ο πρώτος που δεν τα πίστευε αυτά κι ας είχε άπειρους λόγους για το αντίθετο. Από παιδί ήταν αλαφροΐσκιωτος, άκουγε κι έβλεπε πράγματα που άλλος κανείς δεν τα αντιλαμβανόταν, μες στο κεφάλι του βούιζαν παράξενες μουσικές, ανήκουστες, που όμως του φαίνονταν οικείες, λες και τον είχαν νανουρίσει σε μια άλλη, πιο φωτεινή, άσαρκη ζωή. Συχνά ένιωθε να τον αγγίζουν χέρια αόρατα, ανάσες δροσερές να του χαϊδεύουν το λαιμό, διάφανες παρουσίες να χορεύουν μες στον αδειανό αέρα. Πολλές φορές το βλέμμα του έπαιρνε μια έκφραση ονειροπαρμένη, σαν να το ’χαν τραβήξει εικόνες που άλλος κανένας δεν μπορούσε ν’ αντικρίσει κι άλλοτε πάλι, αλαφιασμένος, έστρεφε το κεφάλι αλλού, λες κι ήθελε ν’ αφουγκραστεί κάποιον ήχο που είχε νόημα για κείνον μόνο, κομμάτι μυστικό του γρίφου που πάσχιζε να λύσει απ’ την ώρα που πρωτάνοιξε τα μάτια του στον κόσμο. Τις μαύρες φτερούγες που τον σκέπαζαν τις είχε διακρίνει απ’ την αρχή, συχνά αισθανόταν το ανατριχιαστικό τους θρόισμα γύρω του, μέσα του, στις πιο βαθιές κυψέλες του νου και της ψυχής του. Δίχως καμιά συγκεκριμένη αφορμή, συνειδητοποίησε ότι μέσα σ’ ένα απόγευμα είχε διαδοχικά περάσει, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, απ’ όλους τους σταθμούς που σημάδεψαν τελευταία τη ζωή του – λες κι η υποσυνείδητη αυτή ιχνηλασία τον γυρνούσε πίσω στους τόπους μικρών και μεγάλων εγκλημάτων, στα οποία δεν ήταν πια βέβαιος αν έπαιζε το ρόλο θύτη ή θύματος. Ήξερε, άλλωστε, πολύ καλά ότι κανένας απ’ τους δυο αυτούς ρόλους δεν αποκλείει αναγκαστικά τον άλλον.

Θα προτιμούσε ν’ αποδώσει τις συμπτώσεις στο νόμο των πιθανοτήτων, ερμηνεύοντάς τις ως τυχαία συμβάντα ή εκφάνσεις μιας πραγματικότητας με υπόβαθρο υπαρκτό κι αναγνωρίσιμο. Κανέναν δεν συμφέρει ν’ αρνηθεί την ασφάλεια της λογικής και να βουλιάξει στην κινούμενη άμμο της μεταφυσικής αβεβαιότητας. Από την άλλη, πάλι, του ήταν αδύνατο να μη διακρίνει το επίμονα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που αποτυπωνόταν στον καμβά της καθημερινότητάς του, αναγκάζοντάς τον να συνδυάσει τα φαινομενικά ξένα μεταξύ τους στοιχεία και γεγονότα. Όλες οι ως τότε σκόρπιες, ασύνδετες φράσεις και εικόνες έμοιαζαν άξαφνα να μπαίνουν σε μια σειρά, ν’ αποκρυπτογραφούν τον κώδικα που θα ξεκλείδωνε το γρίφο. Ο κλοιός των οιωνών όλο κι έκλεινε γύρω του, παγιδεύοντάς τον στο κέντρο του σαν ιστός αράχνης. Ήταν ζήτημα χρόνου να φανεί κι η ίδια η αράχνη και να τον ξεκάνει με το φαρμάκι της.

Μα δεν είχαν ποτέ σκοπό να τον αφήσουν ήσυχο; Πότε επιτέλους θα έπαυε να τον κυνηγάει το φάντασμα ενός εγκλήματος που ούτε ο ίδιος δεν ήταν πια σίγουρος σε ποιο βαθμό τον βάραινε;

Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει μακριά από κει, να ταμπουρωθεί στη φιλόξενη ανωνυμία του διαμερίσματός του – μα έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, πουθενά πια δεν ήταν ασφαλής. Μάλιστα εδώ, μες στην ασφυκτική πολυκοσμία της μεγαλούπολης, οι συνθήκες ήταν ακόμα πιο ευνοϊκές για τους διώκτες του, αφού τόσο εκείνοι όσο κι αυτός ήταν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Ήξερε πως ακόμα κι οι άνθρωποι που τον συμπαθούσαν και ήταν πιθανό να τον αναζητήσουν, θα λύγιζαν πολύ εύκολα κάτω απ’ το φάσμα μιας απειλής. Δεν μπορούσε να περιμένει την παραμικρή ηρωική θυσία απ’ την πλευρά τους. Δεν είχε καμιά τέτοια αξίωση απ’ αυτούς. Με τι μούτρα, άλλωστε; Δεν τους είχε όλους κοροϊδέψει με τον πιο άτιμο τρόπο; Μήπως δεν είχαν ήδη αρκετά υπομείνει και μάλιστα χωρίς ανταμοιβή, τον εφιαλτικό παραλογισμό που στοίχειωνε την ύπαρξή του;

Όχι, δεν έπρεπε να φοβηθεί ούτε να τα χάσει – ο πανικός δεν έσωσε ποτέ κανέναν. Πάσχισε να ηρεμήσει, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, να τα δει απ’ όλες τις πλευρές, να πείσει τον εαυτό του πως ο φόβος του ήταν υπερβολικός και, το κυριότερο, άχρηστος, αφού τόσες φορές είχε ο ίδιος σιχτιρίσει και καταραστεί τη ζωή του – μα δεν μπορούσε να το ελέγξει, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και τα μέλη του είχαν μουδιάσει δίχως να το θέλει. Η ζωή γαντζωνόταν πάνω του ανεξάρτητα απ’ τη δική του βούληση, υπερασπιζόταν με νύχια και με δόντια τον εαυτό της.

Κι όμως, μέσα στην ίδια εκείνη, τη σχεδόν ανύπαρκτη στιγμή προτού τον καταπιεί η αβυσσαλέα φρενοληψία του τρόμου, μια γωνίτσα του μυαλού του κρατούσε ακόμα το φως αναμμένο, δείχνοντας δειλά το δρόμο στα σκόρπια, ανάκατα ψήγματα λογικής. Απ’ την ώρα που πέρασε από το σοκ της πράξης του στη φρίκη της συνειδητοποίησής της κι απ’ την πρόσκαιρη αλλοφροσύνη στη χρόνια, κακοφορμισμένη ενοχή, ένιωθε πως ήταν αιχμάλωτος μιας μαγγανείας ακατονόμαστης και πως έπρεπε να βρει τρόπο να λύσει το ξόρκι, να ελευθερωθεί μια για πάντα απ’ τη σκοτεινή δύναμη που κόντευε πια ν’ αποκτήσει ολοκληρωτικά τον έλεγχο της σκέψης και της ζωής του.

Ακούμπησε στον τοίχο πίσω του και πήρε βαθιά ανάσα. Ένιωσε τον ανοιξιάτικο αέρα να του γεμίζει ευεργετικά τα πνευμόνια. Πιο ήρεμος κι ενώ η ψυχή του δεν έπαυε ν’ ακροβατεί ανάμεσα στην αισιόδοξη προσμονή και την απελπισία, αποφάσισε να ξεμυτίσει απ’ την κρυψώνα του.

 

Κι όμως, ήταν εκεί. Όσο κι αν επαναστατούσε η λογική του, στοιχημάτιζε το κεφάλι του πως την είδε – ναι, ήταν εκεί, μαζί του γι’ άλλη μια φορά, ίσκιος του και συνείδηση, εκτόπλασμα φασματικό βγαλμένο μες από ένα παρελθόν που θα ’δινε το ένα του χέρι για να το σβήσει από τη μνήμη και τη ζωή του. Δεν την καλοθυμόταν τη φυσιογνωμία της – τα χαρακτηριστικά της του έρχονταν στο μυαλό συγκεχυμένα, μα τ’ αναμμένα κάρβουνα στο βυθό της ματιάς της έκαιγαν μέσα του ασταμάτητα, μάτωναν την ψυχή του. Το γνώριζε αυτό το πρόσωπο. Αν και δεν ήταν σίγουρος πως το ’χε μετανιώσει, έστω κι αργοπορημένα συνειδητοποιούσε ότι ο τρόπος που διάλεξε για να πάρει το αίμα του πίσω πιο πολύ μπέρδευε παρά ξεδιάλυνε τα πράγματα. Καλύτερα να ’χε αφήσει την ιστορία να πάρει μόνη της το δρόμο που της είχε φυλαγμένο η μοίρα, να ’χε δώσει την ευκαιρία στη δική τους αποτρόπαια πράξη να γυρίσει επάνω τους και να τους φάει, αφού κάποια μέρα, δεν μπορεί, θα ’βγαιναν στη φόρα όλα τ’ άπλυτα και τα πλυμένα της κατά τα άλλα άμεμπτης “οικογενειακής” τους “επιχείρησης”.

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αυτή ήταν η αναπόφευκτη ετυμηγορία του κάθε φορά που έβαζε κάτω τα πράγματα και πολεμούσε να τα εκλογικεύσει. Διχασμένος ανάμεσα στο αδιάψευστο της προσωπικής του μαρτυρίας και τις ενστάσεις της λογικής του, η οποία αρνιόταν με πείσμα να δεχτεί τη μοναδική πιθανή ερμηνεία των γεγονότων, έβλεπε το στοιχείο αυτό σαν έναν ακόμα επίβουλο ελιγμό του δαίμονα που τον τυραννούσε. Έτσι κι οι περιστάσεις τον ανάγκαζαν κάποια στιγμή να το χρησιμοποιήσει, θα ’ταν σαν να παραδεχόταν πως είναι για τα σίδερα.

Ήταν εκεί. Με τη ράχη γερμένη στον τοίχο, τα μπράτσα της ριγμένα άπραγα από δω κι από κει κι έναν μορφασμό οδύνης να τονίζει εφιαλτικά τη δυσαρμονία της μορφής της.

“Στάσου στο φως να δω τα μάτια σου…”

Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Για μια στιγμή ένιωσε τόσο αδύναμος που του φάνηκε πως θα λιποθυμούσε. Αλλά δεν αφέθηκε. Πιάστηκε απ’ το ελάχιστο εκείνο κομμάτι του είναι του που είχε μείνει αποστασιοποιημένο, ανέπαφο ακόμα απ’ τη δύναμη που πολεμούσε να του επιβληθεί κι ανάγκασε το μυαλό του να ξυπνήσει, να δουλέψει. Κατάφερε να προσηλώσει το βλέμμα του στη λευκή κουκίδα που διακρινόταν αμυδρά πίσω από το πυκνό νεφέλωμα και βγαίνοντας ξανά στο φως κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι, τρίβοντας τα μάτια του σαν να ’χε μόλις συνέρθει από λήθαργο.

“Στάσου στο φως να δω τα μάτια σου”, επαναλάμβανε σπασμωδικά, θρηνητικά η φωνή και μέσα στην παράνοια της στιγμής, σε μια μακρινή γωνίτσα του μυαλού του γεννήθηκε η λογική σκέψη πως αν ήθελε να του κάνει κακό, δεν θα τον τραβούσε κάτω απ’ το φως.

Δεν άντεχε τον τρόπο που τον κοιτούσε, με τα μάτια της να γυαλίζουν, υγρά και ορθάνοιχτα, γεμάτα ικεσία. Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά του και την κοίταξε, με την ελπίδα πως η ταραχή του δεν ήταν τόσο έκδηλα αποτυπωμένη στο βλέμμα του. Κάρφωσε τη ματιά της στη δική του με λαχτάρα.

“Γλυκό μου παιδί, μικρό μου, αγαπούλα μου”, συνέχισε να μουρμουρίζει σαν να παραμιλούσε, χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο και τα μαλλιά με τα σκελετωμένα χέρια της.

Ένιωθε το ξερό της δέρμα σαν γυαλόχαρτο πάνω στο δικό του, η ανάσα της βρομούσε τόσο που του ερχόταν λιποθυμία. Το κεφάλι της θύμιζε νεκροκεφαλή, με τα ρουφηγμένα χείλη και μάγουλα και το διάφανο δέρμα του προσώπου, λεπτό σαν το χαρτί και τεντωμένο πάνω στα κόκαλα του κρανίου. Τα μάτια εξείχαν απ’ τις κόχες τους, πύρινα και κοκκινισμένα, χωρίς τσίνορα και τ’ αραιά της μαλλιά σάλευαν σαν ζωντανά μέσα στον ακίνητο νυχτερινό αέρα.

Άρχισε να τρέμει. Αισθάνθηκε επιτακτική την ανάγκη ν’ αποστρέψει το βλέμμα του, λες κι η αποκρουστική της όψη ήταν ο αμείλικτος καθρέφτης της δικής του ψυχής. Δίχως να του φέρνει την παραμικρή αντίσταση, με τρόμο συνειδητοποίησε πως του ήταν αδύνατο να την ξεκολλήσει από πάνω του, λες και τα πόδια της είχαν ριζώσει στο πεζοδρόμιο – κι ίσα που πρόλαβε να πνίξει μια κραυγή καθώς τα μάτια της ολοένα και πλησίαζαν τον πυρήνα του νου του, καταποντίζοντάς τον στα φλογισμένα τους βάραθρα. Τα χείλη της πασπάτεψαν το μάγουλό του, στεγνά και σκασμένα. Ένιωσε πως τον τρυπούσαν αγκάθια.

Και τότε, ξαφνικά, του γράπωσε τον ώμο με μια δύναμη τρομακτική, υπεράνθρωπη, ακινητοποιώντας τον στη θέση του. Η ικετευτική της έκφραση άρχισε ν’ αλλάζει σε μια σκέτη, ανέκφραστη, στεγνή γκριμάτσα, όπως σε νεκρικό εκμαγείο, ενώ το άλλο της χέρι υψωνόταν απειλητικά πάνω από το κεφάλι του.

Ήθελε να της φωνάξει “μη”, να τη σταματήσει, αλλά η φωνή δεν έλεγε να βγει από μέσα του, ούτε το κορμί του ήθελε να υπακούσει στις εντολές που του έδινε το μυαλό του. Όλη η δύναμη του νου του μαζεμένη δεν κατάφερνε να υποτάξει την αδυναμία της σάρκας του. Και τη στιγμή ακριβώς που τα δάχτυλά της, σκελετωμένα και γρυπά σαν του όρνιου, ετοιμάζονταν να του αδράξουν το λαιμό, ένιωσε το μυαλό να βγαίνει απ’ το κεφάλι του και να της διώχνει μακριά το χέρι, ενώ το σώμα του, αδειανό, σωριάστηκε χάμω σαν τσόφλι. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν και μονάχα ο σιγανός, απόμακρος βόμβος της πόλης παραμέριζε πού και πού το μαύρο πέπλο που τον τύλιγε, φανερώνοντάς του σπαράγματα από φευγαλέες μορφές, εκφράσεις, βλέμματα. Κι ανάμεσά τους η φωνή της, στριγκιά, διαπεραστική, οργισμένη – Δειλέ, του σφύριζε στ’ αυτιά, είσαι δειλός, προδότης, φονιάς, φονιάς, φονιάς – κι όσο πάλευε να της φωνάξει να σωπάσει πια, να πάψει να τον βασανίζει, τόσο τα κύματα του σκότους κατέκλυζαν το λογικό του και του παρέλυαν το κορμί. Κι ένα σίδερο πυρωμένο του διαπερνούσε τους κροτάφους, σκοτώνοντας τη σκέψη και το φως του.

 

“Έλα αγάπη μου, ξύπνα πια. Κοντεύει μεσημέρι!”

Καθώς το ελαφρό μα επίμονο σπρώξιμο στον ώμο του τον ξυπνούσε απ’ τον πολύωρο λήθαργο, τον οποίο είχε μάταια παλέψει να νικήσει από μόνος του τις δυο τρεις φορές που οι εφιάλτες του άγγιξαν την επιφάνεια της συνείδησης, ανακάλυψε με τρόμο πως δεν θυμόταν τίποτα απ’ όσα είχαν συμβεί πριν βυθιστεί στον ύπνο. Το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν μια εικόνα θολή και μακρινή σαν όνειρο – τα σκυμμένα από πάνω του πρόσωπα, τα χείλη που ψιθύριζαν με αγωνία σε μια γλώσσα παράδοξη, μια γλώσσα της οποίας οι λέξεις αργούσαν να πάρουν ξεκάθαρη μορφή στον καθρέφτη του μυαλού του. Τα μάτια που ο ίσκιος του φόβου θάμπωνε το φως τους.

“Πόση ώρα κοιμάμαι;” κατάφερε ν’ αρθρώσει.

“Ου… Από χτες το βράδυ”, του απάντησε ανακουφισμένη απ’ την αντίδρασή του. “Πήρα άδεια απ’ τη δουλειά για να είμαι εδώ αν χρειαζόσουν τίποτα. Σ’ άφησα να ησυχάσεις γιατί το ’χες ανάγκη, αλλά είδα πως δεν ξυπνούσες κι άρχισα ν’ ανησυχώ. Δεν ήταν και λίγο πράγμα αυτό που πέρασες… Έλα, σήκω να πιεις έναν καφέ, θα σου κάνει καλό.”

“Γιατί; Τι έπαθα;”

Τον κοίταξε παράξενα για μια στιγμή, με μια σπίθα αγωνίας να τρέμει στη ματιά της. Ευθύς όμως η έκφρασή της γαλήνεψε και κούνησε το κεφάλι μ’ έναν μικρό αναστεναγμό.

“Να… τίποτα φοβερό, δηλαδή. Λιποθύμησες δυο στενά παρακάτω. Σε μάζεψαν οι γείτονες κι έφερα το γιατρό, αλλά δεν σου βρήκε τίποτα κι είπε πως μάλλον είναι απ’ το άγχος. Σου έγραψε κάτι χάπια, πετάχτηκα το πρωί και τα πήρα. Καθόλου δεν θυμάσαι τι έγινε;”

Με τα πολλά, την έπεισε να γυρίσει στη δουλειά της και να του αφήσει τον καφέ για να τον πιει με την ησυχία του. Όταν εκείνη έφυγε, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, ντύθηκε βιαστικά και χωρίς ν’ αγγίξει τα χάπια, άδειασε την κούπα σχεδόν μονορούφι. Η καφεΐνη έσβησε ευθύς το λάγγεμα που του έκοβε τα γόνατα, διέλυσε την ομίχλη που σκοτείνιαζε το νου του. Ένιωθε πιο γερός και πιο αποφασισμένος από ποτέ, λες κι η “λιποθυμία” του ήταν μια κατάδυση στις μυστικές, ζωογόνες πηγές της ίδιας του της ύπαρξης, ένα βάπτισμα πυρός απ’ όπου βγήκε ξαναγεννημένος, λυτρωμένος απ’ όλα όσα τον βάραιναν, ελεύθερος από κάθε είδους δεσμά.

Βγαίνοντας έριξε μια ματιά στο διάδρομο κι αφού βεβαιώθηκε πως το πεδίο ήταν ελεύθερο, κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα. Απ’ την ώρα που άνοιξε τα μάτια του εκείνη την ημέρα ένιωθε ριζωμένη μέσα του μια σιγουριά, μια τελεσίδικη βεβαιότητα πως κάτι έμελλε να συμβεί, κάτι που θ’ άλλαζε την πορεία των γεγονότων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα ’ταν απαραίτητα καλό – ούτε όμως και κακό. Το μόνο που ήξερε ήταν πως μέσα του βαθιά δεν έπαυε ν’ αναδεύεται ένα λίγωμα αδημονίας, το αγκαθάκι μιας αόριστης προσμονής.

Καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να μένει έτσι άπραγος, περιμένοντας να τον ξεπαστρέψουν αυτοί που λες και σκόπιμα αργούσαν να παρουσιαστούν για να του κουρελιάσουν τα νεύρα – απ’ την άλλη, όμως, δεν τ’ αποφάσιζε να σηκωθεί να φύγει πάλι σαν τον κλέφτη. Αφήνοντας τα βήματά του να τον οδηγήσουν εκεί όπου νόμιζε πως ήταν γραφτό να συναντηθεί με το πεπρωμένο του, μπήκε στο τραμ και κατέβηκε στο κέντρο της πόλης.

Στάθηκε κάμποση ώρα να χαζέψει τη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου, το οποίο, κλειστό ακόμα, φανέρωνε στο αλύπητο μεσημεριανό φως μια πρόσοψη θλιβερά άχρωμη και κρύα. Πίσω από το κατεβασμένο στόρι οι τίτλοι των βιβλίων κατακερματίζονταν, μπερδεύονταν ο ένας με τον άλλον όπως στις μαγικές εικόνες, σχηματίζοντας παρανοϊκά αστείους συνδυασμούς. Έπιασε τον εαυτό του να γελάει μόνος του, παρασυρμένος απ’ το παιχνίδι της οπτικής απάτης. Άλλωστε, μήπως δεν είχε επανειλημμένα διαπιστώσει πως η ορατή πραγματικότητα του καθενός αποτελείται από έναν συμπτωματικό συνδυασμό υποκειμενικών “λήψεων”, ένα οπτικό συνονθύλευμα αλλοιωμένων σχημάτων και μορφών, μια αέναη διαδοχή συναισθηματικά φορτισμένων εντυπώσεων; Κι έπειτα, είναι φορές που η όψη του κόσμου διαθλάται σε πολλαπλά επίπεδα μες απ’ το πρίσμα των βλεμμάτων που μας μεταδίδουν την εικόνα της, όπως γίνεται με τις καταθέσεις των μαρτύρων σε μια δίκη. Το πρόσωπο της αλήθειας είναι πάντα μισοκρυμμένο στο σκοτάδι, θολό κι ευμετάβλητο, ενώ η ψευδαίσθηση παγιδεύει ύπουλα στα δίχτυα της όποιον την αντικρίσει κατάματα, θαμπώνοντάς τον με το φως της.

Η παρουσία του άγνωστου, σκόρπιου πλήθους γύρω του τον έκανε να νιώθει κάπως ασφαλής. Όσο αδίστακτοι κι αν ήταν, δεν θα ’ταν τόσο ηλίθιοι ώστε να τον σκοτώσουν εν ψυχρώ σ’ ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της πόλης και μπροστά σε τόσους μάρτυρες. Εκτός βέβαια κι αν τον πλησίαζαν σαν κύριοι εκεί που έκανε το τσιγάρο του σε κάποια καφετέρια και του ζητούσαν ευγενικά να έρθει μαζί τους. Θα του πλήρωναν ως και το λογαριασμό, σαν ειρωνική τελευταία χάρη σ’ έναν μελλοθάνατο. Ύστερα θα κολλούσαν στα πλευρά του τα πιστόλια τους δίχως κανένας άλλος να τους πάρει είδηση και θα τον οδηγούσαν σε κανένα έρημο οικόπεδο, όπου θα του τίναζαν τα μυαλά στον αέρα. Σύμφωνα, φυσικά, με την επίσημη εκδοχή, θα είχε μόνος του δώσει τέλος στη ζωή του επειδή δεν ήταν σε θέση να ξεπληρώσει τα χρέη του. Ή εξαιτίας μιας μελαγχολίας ανομολόγητης που από χρόνια τον έτρωγε.

Κι όμως, οι οιωνοί τον είχαν και πάλι κοροϊδέψει. Για μια ακόμα φορά ο γρίφος έμενε άλυτος – τα χαμένα κομμάτια του είχαν γίνει άφαντα, λες και τα κατάπιε η γη. Συχνά πήγαινε να πειστεί πως ήταν πεθαμένος και βασανιζόταν στην κόλαση όχι μόνο για τα συνειδητά του κρίματα, μα και για τ’ άλλα, τα αθέλητα κι ανώδυνα, τα ανθρώπινα και καθημερινά αμαρτήματά του. Φαίνεται πως δίχως να το καταλάβει είχε βρεθεί στην αντίπερα όχθη, στο σύνορο της άλλης ζωής, που ο μάταιος και θνητός μας κόσμος δεν έχει δα και τίποτα να της ζηλέψει. Και σαν τον Τάνταλο βασανιζόταν κυνηγώντας αδιάκοπα τη σκιά του, παίζοντας κρυφτό με Ερινύες και φαντάσματα.

Μα κι έτσι ακόμα, του έμενε η ελπίδα κι η άσβεστη, οδυνηρή παρηγοριά της – πως θ’ αξιωνόταν κάποτε να αναμετρηθεί με το θηρίο, να το δαμάσει, να νικήσει επιτέλους τον εαυτό του. Μπορεί κάποιο απ’ τα πνεύματα του πέρα κόσμου να τον συμπονούσε και γι’ αυτό έβρισκε τον τρόπο να του αλαφρώνει πού και πού το αβάσταχτο τούτο μαρτύριο.

 

Κάθε βράδυ που την περίμενε να σχολάσει απ’ τη δουλειά για να γυρίσουν σπίτι μαζί, εκείνη επέμενε να κάνουν με τα πόδια ένα μέρος της διαδρομής – τη γοήτευε η σιωπηλή ακινησία της νύχτας, το σκοτάδι που έντυνε τα πάντα με το βιολετί του βελούδο, κατάστικτο από νυσταγμένα φώτα – και βάδιζαν σ’ αυτούς εδώ τους δρόμους που την ημέρα φαίνονταν αλλιώτικοι, γυμνοί και απρόσωποι κάτω απ’ τον ήλιο.

Κάποτε, μάλιστα, απορροφημένοι στην κουβέντα τους, κόντεψαν να φτάσουν στη γειτονιά τους περπατώντας, οδηγημένοι από μια ενστικτώδη αίσθηση προσανατολισμού, χωρίς να καταλάβουν κούραση και δίχως να πάρουν είδηση το χρόνο που κυλούσε. Πέρασαν μες απ’ το έρημο και βουβό κέντρο της πόλης σαν να διέσχιζαν ένα μεγάλο κοιμισμένο πάρκο, με τα ψιθυριστά τους λόγια να χαράζουν τη μουντή επιφάνεια της γαλήνης, αφήνοντας πίσω τους το χνάρι ενός ανεπαίσθητου αντίλαλου. Ξαφνικά, ένα άδειο ταξί εμφανίστηκε μπροστά τους απ’ το πουθενά κι έκοψε ταχύτητα καθώς τους προσπερνούσε. Ο οδηγός πρόλαβε να δει το σήμα που του έκαναν και σταμάτησε λίγα μέτρα παρακάτω. Ακόμα θυμόταν το αλλόκοτο, σουβλερό προφίλ του ταξιτζή που διαγραφόταν με φασματική ασάφεια στο ημίφως του αμαξιού, κυκλωμένο απ’ την αμυδρή άλω της λάμπας στην οροφή και τα χοντρά, σμιχτά του φρύδια που διακρίνονταν στον καθρέφτη του παρμπρίζ κάτω από αχτένιστα πυκνά μαλλιά, μισοκρύβοντάς του τα μάτια – είχαν κι οι δυο σκάσει στα γέλια όταν εκείνη, καθώς του έδινε ένα φιλί μέσα στο ασανσέρ, του εκμυστηρεύτηκε την υποψία της πως ο τύπος ήταν λυκάνθρωπος.

“Δεν μπορώ να μάθω τι σκέφτεσαι;”

“Όχι, δεν μπορείς. Είναι μυστικό”.

Όσο κι αν σκόπευε να την πετάξει ανάλαφρα, σαν πείραγμα, η απάντησή του ήχησε πιο κοφτά κι απότομα απ’ όσο έπρεπε, κάνοντάς την να τον κοιτάξει με σχεδόν πληγωμένη απορία. Μετανιωμένος, στράφηκε και της χαμογέλασε.

“Ποτέ δεν μου λες τι σκέφτεσαι”, συνέχισε εκείνη με παράπονο. “Καμιά φορά νομίζω πως δεν ξέρω τίποτα για σένα. Δεν μου έχεις μιλήσει και πολύ για την οικογένεια, για τους φίλους σου”.

“Μα δεν έχω φίλους… εκτός από σένα – κι έναν δυο παλιούς συμφοιτητές μου”.

“Που δεν μου τους γνώρισες ποτέ”.

Δίχως να ξέρει γιατί, η επιμονή της ν’ ανοίξει τέτοια συζήτηση νυχτιάτικα άρχιζε να τον εκνευρίζει κι ενώ φυσιολογικά η παρέα της του ήταν ευχάριστη κι επιθυμητή, ξάφνου ένιωθε πιεστική την ανάγκη να μείνει μόνος. Ως κι ο τρόπος που του κρατούσε το μπράτσο, σχεδόν ακινητοποιώντας το κάτω απ’ το δικό της, του φαινόταν αφόρητα ενοχλητικός. Με κόπο συγκράτησε μια απότομη κίνηση για ν’ απαλλαγεί από τη λαβή της. Κι όμως, της χρωστούσε τα πάντα – τα λογικά του, τη ζωή του την ίδια. Πάντα η δική της η μορφή του φανερωνόταν μόλις αραίωνε το κουβάρι των αναμνήσεων, ανάγλυφη μες στη φεγγοβολή που ξεχυνόταν απ’ τον ίδιο τον πυρήνα της. Εκείνη ήταν το χτύπημα στον ώμο που τον έφερνε πίσω στην πραγματικότητα πριν γκρεμιστεί στο βάραθρο του εφιάλτη. Η άγκυρα που τον κρατούσε δεμένο με τη ζωή και τον κόσμο.

Προσπάθησε να μην το σκέφτεται, ν’ απασχολήσει το μυαλό του με άλλες, πιο ανώδυνες λεπτομέρειες, όπως ο διάχυτος φωτισμός φθορίου στην πρόσοψη κάποιας μπουτίκ, που έδινε μια αινιγματική έκφραση στις κούκλες της βιτρίνας ρίχνοντάς τους στο πρόσωπο σκιές ώχρας, ή ένα αδέσποτο σκυλί και μια γάτα, και τα δυο μαύρα πίσσα, ξαπλωμένα στην ίδια ακριβώς στάση, που γυρνούσαν ταυτόχρονα το κεφάλι προς την κατεύθυνση όποιου ήχου τύχαινε να ταράξει τη νυχτερινή γαλήνη. Ή ακόμα και τ’ αναρριχητικά φυτά που έπνιγαν την είσοδο μιας πολυκατοικίας, ξεδιπλώνοντας τις πυκνές τους έλικες ως τα μπαλκόνια του δεύτερου ορόφου. Κι η λευκή πεταλούδα που ξεχάστηκε κι απόμεινε να πεταρίζει σαν μεθυσμένη γύρω από μια συστάδα πικροδάφνες.

“Τι παράξενο…” μουρμούρισε εκείνη. “Πού βρέθηκε η πεταλούδα τέτοια ώρα; Νόμιζα πως αυτές πέφτουν σε νάρκη άμα νυχτώσει”.

“Θα ’ναι πεταλούδα της νύχτας”, της απάντησε αυτός αφηρημένα. Κι ύστερα από λίγο, σαν να μονολογούσε, συνέχισε: “Ή καμιά ψυχή που δεν βρίσκει ησυχία. Έτσι έλεγε η γιαγιά μου, πως αν δεις άσπρη πεταλούδα να σε τριγυρίζει, είναι η ψυχή ενός πεθαμένου που δεν του ’χεις ξεπληρώσει το χρέος σου”.

Σήκωσε το βλέμμα της στο προφίλ του. Ήταν σαν ναρκωμένος, βάδιζε μηχανικά δίχως να βλέπει μπροστά του. Αν δεν τον κρατούσε απ’ το μπράτσο, σίγουρα θα ’χε κουτουλήσει σε καμιά κολόνα. Τα λόγια του της έφεραν σύγκρυο. Από μικρή είχε μάθει να μην παίρνει και πολύ στα σοβαρά τους ανθρώπους, κυρίως τους άντρες κι ακόμα λιγότερο τους άντρες όταν απαντούν με αινίγματα – κάτι όμως στη φωνή του δόνησε υποβλητικά το σκοτάδι, πύκνωσε την ατμόσφαιρα, ανάδεψε σαν ψυχρή πνοή το βραδινό αέρα.

“Τι είναι αυτά που λες… πεθαμένοι και χρέη, νυχτιάτικα… με αγριεύεις”, του παραπονέθηκε, αλλά εκείνος δεν την άκουσε.

 

Αθήνα, Απρίλιος 2002–Μάιος 2012

.

 

marion* Η Μάριον Χωρεάνθη γεννήθηκε στη Χίο αλλά μεγάλωσε, σπούδασε και ζει στην Αθήνα. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως μεταφράστρια και εικονογράφος βιβλίων και περιοδικών, καθώς και ως καθηγήτρια ξένων γλωσσών. Τον τελευταίο καιρό ασχολείται με το σχεδιασμό ιστοσελίδων, τον προγραμματισμό, την ψηφιακή επεξεργασία εικόνας και τη μουσική και ηχητική επένδυση ταινιών, βιντεοπαιχνιδιών και θεάτρου. Από το 1999 κινείται στο χώρο της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής με παράλληλα πειραματικά projects και συνεργασίες με συνθέτες και συγκροτήματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Φτιάχνει επίσης κόμικς για μεγάλους, εξώφυλλα βιβλίων και μουσικών άλμπουμ και διαδικτυακά παιχνίδια γρίφων και εναλλακτικής πραγματικότητας. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα (Βρείτε την Ορτανσία, Καστανιώτης 2001) και μια ποιητική συλλογή (Η Εξορία των Αρχαγγέλων, Ιωλκός 2005).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top