Fractal

Μαρίνος Φαλιέρος, “Ερωτικόν Ενύπνιον”

Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης // *

 

 

Ο ποιητής Μαρίνος Φαλιέρος γεννήθηκε περίπου το 1397 και πέθανε το 1474. Μαζί με τον Στέφανο Σαχλίκη και τον Λεονάρδο Ντελλαπόρτα, είναι οι τρεις σημαντικότεροι ποιητές της Κρήτης πριν την Άλωση. Ο Φαλιέρος ήταν ο δεύτερος γιος του Marco Falier, του μόνου κληρονόμου του κρητικού κλάδου της ευγενούς βενετικής οικογένειας των Falier. Κατείχε γενικά σπουδαία θέση στους κύκλους των βενετοκρητικών φεουδαρχών, αφού ήταν ένας από τους πιο μεγάλους φεουδάρχες και γαιοκτήμονες της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης, ενώ δραστηριοποιήθηκε και πολιτικά. Από τα είκοσι πέντε του χρόνια ήταν μέλος του Μείζονος Συμβουλίου του Χάνδακα και τακτικά και της Γερουσίας. Το 1426 προθυμοποιήθηκε να αρματώσει με δικά του έξοδα μια γαλέρα για να πολεμήσει τους Τούρκους. Τον επόμενο χρόνο υπηρετούσε ως «supracomitus», δηλαδή ως καπετάνιος σε ένα από τα δύο πολεμικά πλοία που διέθετε η Κρήτη για τις αμυντικές ανάγκες της Βενετίας. Στα χρόνια της Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-39) υποστήριζε την ένωση των δύο Εκκλησιών.

 

Η μόρφωσή του δεν πρέπει να ήταν μεγάλη. Γράφει τα ελληνικά που άκουγε γύρω του, στους δρόμους και στις ορθόδοξες εκκλησίες. Ήδη στα 1400, έπειτα από περίπου δύο αιώνες ζωής στην Κρήτη, οι Βενετοί είχαν γλωσσικά εξελληνισθεί. Το περίπλοκο ύφος του Φαλιέρου και η χρήση σπάνιων λέξεων και εκφραστικών τρόπων φανερώνουν ότι μητρική γλώσσα του ποιητή ήταν τα ελληνικά. Τη λόγια βυζαντινή λογοτεχνία, όπως φυσικά και τα αρχαία ελληνικά, δεν φαίνεται να τα ήξερε. Οι σχετικά λίγοι αρχαϊσμοί είναι σχεδόν όλοι παρμένοι από την εκκλησιαστική γλώσσα. Από τη δημώδη μεσαιωνική λογοτεχνία μάλλον είχε διαβάσει ερωτικά-ιπποτικά μυθιστορήματα. Εκτός από τα ελληνικά, ήξερε βέβαια τα ιταλικά και τα βενετσιάνικα και φαίνεται να επηρεάζεται από τη δυτική λογοτεχνία της εποχής του.

Στον Μαρίνο Φαλιέρο αποδίδονται με ασφάλεια πέντε ποιητικά έργα : δύο ερωτικά όνειρα, το Ιστορία και Όνειρο και το Ερωτικόν Ενύπνιον, δύο παραινετικά-παρηγορητικά, η Ρίμα Παρηγορητική και οι Λόγοι Διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν και, ακόμη, ένα θρησκευτικό, ο Θρήνος εις τα Πάθη και την Σταύρωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Πιθανότατα όλα τα ποιήματά του συντέθηκαν στην περίοδο 1418/1420-1430, με τα δύο ερωτικά όνειρα να θεωρούνται τα παλαιότερα έργα του. Είναι γραμμένα σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και παρουσιάζουν ενδιαφέρον από λαογραφική, γλωσσική και γραμματολογική άποψη. Επιπλέον, όλα τα ποιήματα του Φαλιέρου αποπνέουν ένα δυτικό πνεύμα, με εξαίρεση, βέβαια, τους Λόγους διδακτικούς που, όμως, αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την καθημερινή ζωή των αρχοντικών βενετικών οικογενειών της Κρήτης.

Στο Ερωτικόν Ενύπνιον των 130 στίχων ο ήρωας/αφηγητής ονειρεύεται την αγαπημένη του που συνοδεύεται από τον προσωποποιημένο Έρωτα. Το έργο, γραμμένο στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, δίνει, στο πλαίσιο μιας σύντομης επιστολής σε ένα φίλο, πληροφορίες για τον καημό του έρωτα του ποιητή και για το όνειρο, που ελπίζει να του φέρει ευτυχία. Το όνειρο εντέλει θα διακόψει την αυγή το λάλημα ενός κόκορα.

Ο ποιητής δέχεται στον ύπνο του την επίσκεψη της καλής του και του Έρωτα, ο οποίος τον διδάσκει για την «Ερωτοκρατία». Η Μοίρα και ο Έρωτας πείθουν τους δύο νέους πως είναι γραφτό από τη γέννησή τους ακόμα να σμίξουν. Το ξύπνημα γίνεται με τον κλασικό τρόπο, με το πρώτο λάλημα του πετεινού, τη στιγμή που το Ριζικό είναι έτοιμο να ενώσει το ζευγάρι.

Το Ερωτικόν Ενύπνιον έχει ισχνή παράδοση, καθώς σώζεται μόνο σε έναν χειρόγραφο κώδικα, τον Neapolitanus gr. III B. 27, που χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα. Πρώτος παρουσίασε το ποίημα ο Schmitt (1892)· στη συνέχεια, το δημοσίευσε, μαζί με τα υπόλοιπα έργα του ποιητή που ήταν γνωστά εκείνη την εποχή, ο Γεώργιος Ζώρας στο περιοδικό Κρητικά Χρονικά (1948). Εγκυρότερη, βέβαια, θεωρείται η κριτική έκδοση των δύο ερωτικών ονείρων του Φαλιέρου, που εκπονήθηκε από τον ολλανδό νεοελληνιστή A. F. van Gemert (2006· 1η έκδ. 1980). Η τελευταία αποτέλεσε και την πηγή των ανθολογούμενων αποσπασμάτων εδώ.

 

Η αρχή του Ερωτικού Ενυπνίου κώδ. Neapolitanus gr. III B. 27

 

 

Εισαγωγή και εμφάνιση της αγαπημένης με τον μικρό Έρωτα (στ. 1-50)

Οι πρώτοι δέκα στίχοι αποτελούν την εισαγωγή του ποιήματος. Ο ποιητής απευθύνεται σε κάποιον φίλο του και δηλώνει την πρόθεση να του γράψει μια επιστολή. Σ’ αυτήν σκοπεύει να μοιραστεί μαζί του, μεταξύ άλλων, και ένα ερωτικό όνειρο που είδε. Το θέμα του ποιήματος δίνεται έτσι από την αρχή του έργου. Η διήγηση του ονείρου ξεκινά με την εμφάνιση της αγαπημένης του με τον μικρό Έρωτα. Ο προσωποποιημένος Έρωτας κρατάει τόξο και βέλη και ετοιμάζεται να υπακούσει στη διαταγή της κοπέλας, πληγώνοντας τον ποιητή. Αυτός καλωσορίζει την κόρη και τον μικρό Έρωτα και τον παρακαλεί να του δώσει θάρρος και δύναμη, όπλα για να κερδίσει το αντικείμενο του πόθου του.

 

Φίλε, τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ τὸ ἔχομε μὲ βιάζει
νὰ γράψω πρὸς ἐσὲν γραφὴ πονετικὴ νὰ μοιάζη.
Λοιπὸν ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ κορμιοῦ ἡ θλίψη
καὶ τῶν χεριῶν ὁ τρομασμός , ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ λείψη,
οὐδὲ μ’ ἀφήνασιν ποτὲ νὰ πιάσω τὸ κοντύλι,

οὐδὲ ἡ πρίκα μ’ ἄφηνε λόγος νὰ βγῆ ἐκ τὰ χείλη.
Τώρα λοιπὸν ἀνάσανα κι ἐπῆρα λίγο ἀέρα
ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα τὰ ἔχω νύκτα μέρα.
Καὶ θέλω γράψει πρὸς ἐσὲν καὶ ὄνειρον ὁποὺ εἶδα
καὶ στέργω νά ’ναι γιὰ καλό, τῆς τύχης μου μερίδα.

Ἔχοντα πάντα εἰς λογισμὸν μίαν ἀπ’ ἄλλη χώρα
θωρῶ την κι ἦρθε εἰς ὕπνου μου πρὸς τῆς αὐγῆς τὴν ὥρα.
Ἔσυρνε καὶ γιὰ συντροφιὰ ἕνα παιδὶ μικρούλι,
φορεῖ φτερὰ χρυσόλαμπρα, ἦτον πολλὰ ’μορφούλι
καὶ εἶχε ὀμπρὸς στὰ μάτια του μιὰ μεταξένια σκέπη .

Εἰσμιὸ θωρῶ καὶ βγάνει τη καὶ στέκει καὶ μὲ βλέπει.
Βαστᾶ ταρκασοδόξαρο, σαΐτες πλουμισμένες,
ὡς ἔδειξαν μ’ ἐφάνησαν νὰ ἦσαν αἱματωμένες,
ὅλες ἐξ αἵματος καρδιᾶς μ’ ἐφάνησαν ὅτ’ ἦσαν.
Καὶ μὲ σπουδὴ στὴν κλίνη μου οἱ δυό τους ἐκαθίσαν.

Γρικῶ τὸ σπλαχνικὸ παιδί, λέγει: «Κυρά, κοιμᾶται
αὐτὸς ὁπού ’τον ἀφορμὴ κι ἐσένα δὲ θυμᾶται.
Ὅρισε τί ἔν’ τὸ ρέγεσαι . Τὸν πῆρα ἐξουσιά μου
αὐτὸν ποὺ μέλλει ν’ ἀγρυπνᾶ πλιὰ παρὰ σέν, κυρά μου».
Κι ἐκείνη λέγει: «Γέμισε τοῦ Πόθου τὸ δοξάρι

κι ἔβγαλε μιὰ φαρμακερὴ σαγίτα μὲ ξιφάρι».
Σύντομα βλέπω τὸ παιδὶ καὶ τὸ δοξάρι πιάνει
καὶ μιὰ σαγίτα δίστομη ἐκ τὸ ταρκάσι ἐβγάνει.
Λέγει πρὸς τὴν πολύπονη: «Ποῦ θέλεις νὰ τὸν δώσω;
Νὰ τόνε δώσω στὴν καρδιὰ καὶ νὰ τὸν θανατώσω»;

Τότες, μοῦ φάνη, λέγει του: «Βάρ’ του εἰς ἄλλον τόπο
νὰ τυραννᾶται σότα ζῆ μὲ πόνον καὶ μὲ κόπο».
Κι ἐγὼ τὸ ἰδεῖν ἐτρόμαξα κι ἐδάκρυωσεν τὸ φῶς μου
θωρώντας τόσο φοβερὸν ὄνειρο τὸ εἶχα ὀμπρός μου.
Μ’ ἐφάνηκεν ’τι ἐξύπνησα καὶ ἀνάβλεψεν τὸ φῶς μου

καὶ ὁ Ἔρωτας ἐστέκετον μὲ τὸ δοξάρι ὀμπρός μου.
Καὶ ἁπλώνω, πιάνω σύντομα ἐκείνη πού ’χα γνώρα
καὶ χαιρετῶ: «Καλῶς ἠλθεν ἡ ξένη ἀπ’ ἄλλη χώρα,
χίλια καλῶς ἀπέσωσε τὴν εἶχα πεθυμία.
Πέ με, κυρά, τίς ἔναι αὐτὸς πὄχεις γιὰ συντροφία

μὲ τὰ χρυσόλαμπρα φτερά, μὲ τ’ ὄμορφο δοξάρι»;
Λέγει με: «Αὐτὸς ἔν’ ὁ Ἔρωτας ὁπὄχει τόση χάρη.
Αὐτὸς μᾶς ἔσμιξε τὰ δυὸ μὲ τὸ γλυκύ του βλέμμα
καὶ μὲ τὸ τόξο ποὺ ρωτᾶς μᾶς ἔσφαξεν τὸ πνέμα».
Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσει ἐστέναξα κι ἐδάκρυσεν τὸ φῶς μου

ἐβλέποντας τὸν Ἔρωτα μὲ τὸ δοξάρι ὀμπρός μου.
Δένω γοργὸ τὰς χεῖρας μου, τρέχω καὶ προσκυνῶ τον,

τρέμοντας καὶ δειλιάζοντας ὅλος παρακαλῶ τον
γιὰ νὰ μοῦ δώση χάριτα, θάρρος γιὰ νὰ κερδέσω
τὸ πεθυμᾶ ἡ καρδίτσα μου καὶ ἡ ψυχή μου ἀπέσω .

 

 

Ο μικρός Έρωτας καθησυχάζει τον ποιητή (στ. 51-100)

Ο Έρωτας καθησυχάζει τον τρομαγμένο ποιητή και τον βεβαιώνει πως τον έστειλε ο Πρώτος Έρωτας με πλήρη εξουσία. Είναι προορισμένο ο ποιητής και η κόρη να ζήσουν και να πεθάνουν μαζί. Έτσι, το μόνο που έχουν να κάνουν οι δύο ερωτευμένοι είναι να απολαύσουν τα πλούτη του έρωτά τους, χωρίς να χάνουν χρόνο. Η διήγησή τους διακόπτεται δύο φορές από παρενθέσεις για τον ρόλο της Μοίρας.

 

Καὶ αὐτὸς γελώντας λέγει με: «Στέκε, μηδὲν δειλιάζης
καὶ ἄντρεψε τὴν καρδίτσα σου καὶ μὴν ἀναστενάζης.
Κι ἰδές, τὸ θέλεις ζήτηξε, ὅτ’ εἶμαι ὁρισμένος,
ἀπὸ τὸν Πρῶτον Ἔρωταν σ’ ἐσὲν ἀποσταλμένος
κι ἔχω ξουσιάν, ὡς θὲς ἰδεῖ, νὰ κρίνω τοὺς ποθοῦσι,

αὐτοὺς ὁπὄχουν πεθυμιά, φλόγαν καὶ δὲ μποροῦσι
[Κι ἤξευρε, τὸ μελλάμενο ἐκ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀθρώπου
οἱ Μοῖρες τὸ μοιραίνουσι , σὰ γεννηθῆ μὲ κόπου.
Γι’ αὐτὸ κι ἐσέν’ ἡ Μοίρα σου ἂ σὄγραψε καὶ μέλλει,
θέλεις τὴν πάρει, πίστεψε, στὸ πεῖσμα ποὺ δὲ θέλει».

Κι ἐγὼ τοῦ λέγω: «Ἔρωτα, ἂν ἔν’, σὰ λές, καὶ μοιάζει
τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μέλλεται, δὲν πρέπει νὰ κοπιάζη,
λοιπὸν δὲν κάμνει χρειὰ τινὰς οὐδόλως ν’ ἀγαπήση,
ἀφείτις ἔν’ μελλάμενο ἡ Μοίρα νὰ τὸ ποίση˙
τοῦ καθενὸς καὶ ἂ μέλλεται, πρέπει γιὰ ν’ ἀνιμένη

σότα νὰ ἔλθη ὁ καιρὸς τὸ πεθυμᾶ νὰ γένη»].

Αὐτείν’ ἡ κόρη ἦρθε ψὲς στὴν Ἐρωτοκρατία
κι ηὗρε τὸν Πρῶτον Ἔρωτα μ’ ὅλην τὴν συντροφία.
Καὶ κλαίει καὶ θρηνοβολεῖ, ἀρχίζει καὶ δηγᾶται
καὶ πρὸς τὸν Πρῶτον Ἔρωτα πολλὰ παραπονᾶται.

Καὶ ἀρχίζει, λέγει: «Ἔρωτα, ἀπὸ χρονῶν δεκάξι
ἐγράφτηκα γιὰ δούλη σου κι ἐγὼ κατὰ τὴν τάξη
κι ἔβαλα εἰσμιὸν τὸν πόθο μου εἰς νιὸν ὁποὺ μ’ ἐφάνη
πολλὰ καλὸς καὶ μετὰ μὲ νὰ ζήση, ν’ ἀποθάνη.
Καὶ αὐτὸς ἐμένα ἀγάπησε στεριὰ κι ἐμπιστεμένα

κι εἶχα κι ἐγὼ τὸ θάρρος μου γιὰ νὰ χαρῆ μ’ ἐμένα.
Τώρα τὸ πῶς μ’ ἐγίνηκε κι ἔβαλα σ’ ἄλλον πόθο;
Καὶ ἂν ἔν’ κι ἐσὺ τὸ θέλησες, πές με το νὰ τὸ γνώθω,
νὰ μὴν πρικαίνω τὸ κορμὶ καὶ τὴν καρδιὰ νὰ φλέγω
καὶ μὲ τὴν παραπόνεση τὴν τύχη μου νὰ κλαίγω».

Τότες ἀρχίζει ὁ φοβερὸς ὁ Πρῶτος τῶν Ἐρώτων
καὶ λέγει: «Κόρη, θάρρεσε σ’ αὐτὸν καὶ ἄφες τὸν πρῶτον,
στερέωσε τὴν ὄρεξη ’ς τοῦτον ποὺ λέγεις τώρα,
καλὰ καὶ ἂ λείπεται ἀπ’ ἐδῶ κι ἔναι σὲ ξένη χώρα.

[Γιατὶ ὅταν ἐγεννήθηκες ἦρθε σ’ ἐμέν’ ἡ Μοίρα

γελώντας καὶ χαιράμενη κι ἐκτύπησε στὴν θύρα.
Λέγει με: «Ἐγεννήθηκε μιὰ νιὰ τὴν ὥραν τούτη
κι εἰς τ’ ὄνομα τοῦ ὁδεινὸς ἄμε καὶ γράψε μού τη».
Κι εἶπε μου καὶ ἄλλα περισσὰ ἡ Μοίρα σου γιὰ σένα
κι εἰς τὸν τροχὸν τῆς Ἐρωτιᾶς ὅλα τά ’χω γραμμένα.

Γι’ αὐτὸν ἐγὼ κι ἡ Μοίρα σου, ἐγὼ καὶ αὐτὸς ὑστέρου
μέλλει σου εἰς πλούτη καὶ τιμὴ οἱ τρεῖς μας νὰ σὲ φέρου].

Καὶ νὰ τὸ ξεύρης καθαρά: σ’ ἄλλον νὰ μὴ ἀθιβάνης,
γιατὶ σὲ μέλλει μετ’ αὐτὸν νὰ ζήσης, ν’ ἀποθάνης».
Τὰ ἄκουσα κι εἶδα εἶπα σου καὶ θώρειε τὸν γιατρό σου

κι ἰδὲς τὸ γληγορώτερο νὰ γιάνης τὸ κακό σου.
Γιατὶ καιρὸς ὁπ’ ἀπερνᾶ οὐδὲ γυρίζει πλέο
καὶ τὸ ’χεις χρεία γύρεψε κι ἄλλον οὐδὲ σοῦ λέω.
Κι ἔχετε γειά, ἀφήνω σας, καὶ ὁ καθεεὶς ἂς γνώθη:
γυρέψετε τῆς ἐρωτιᾶς τὸ βιὸ τὸ σᾶς ἐδόθη ».

 

 

Ο ποιητής ξυπνάει από το λάλημα του πετεινού (στ. 101-130)

Ο ποιητής, αφού άκουσε τα ενθαρρυντικά και ελπιδοφόρα λόγια του Έρωτα, πλησιάζει την αγαπημένη του χαρούμενος. Όμως, τη στιγμή που φτάνει να την αγκαλιάσει εμφανίζεται η Μοίρα και τον διακόπτει. Εκείνος την καλωσορίζει και της προσφέρει κάθισμα. Το λάλημα του πετεινού διακόπτει ξαφνικά το όνειρο και ο ποιητής μάταια προσπαθεί να ξαναβρεί τη Μοίρα και την αγαπημένη του. Το ποίημα τελειώνει  με την προτροπή στους αναγνώστες να μάθουν πώς να συμπεριφέρονται στον Έρωτα και να δείχνουν την εκτίμησή τους σ’ αυτόν τον «φρικτό ρήγα» που κυβερνά τις ζωές τους.

 

Κι ἐγὼ τ’ ἀκούσει, φίλε μου, ἐχάρηεν ἡ ψυχή μου.
Εἰσμιὸν ἐσίμωσα κοντὰ στὴν πολυπόθητή μου
καὶ ἅπλωσα τὸ χεράκι μου στ’ ὡριό της τὸ τραχήλι
κι ἐσίμωσα τὰ χείλη μου πρὸς τὰ δικά της χείλη.

[Τότες ἤκουον ἔκτυπον κι ἔκρουγεν εἰς τὴν θύρα.

Λέγω: «Τίς ἔναι;» Λέγει με: «Ἄνοιξε, ἐγώ ’μαι, ἡ Μοίρα».
Τότες ἡ κόρη λέγει μου: «Δράμε νὰ τῆς ἀνοίξης
καὶ ἂν ἤσουν φρόνιμος ποτέ, τώρα τὸ θέλεις δείξης».
Τρέχω μὲ τὸ ποκάμισο καὶ ἀνοίγω της καὶ μπαίνει
κι ἀπὲ τὰ κάλλη τά ’μορφα μ’ ἐφάνη καὶ λαμπαίνει.

«Χίλια καλῶς ἀπέσωσε , χίλια καλῶς τὴν εἶδα
τὴν σπλαχνικότατην κερὰ καὶ Μοίρα μου, ἐλπίδα».
«Ζωήν, χαρὰν καὶ γειὰν πολλὴ νά ’χετε», λέγ’ ἡ Μοίρα,
καὶ μὲ τὸ βλέμμα τὸ γλυκὺ τοὺς δυό μας ἐσυντήρα .
Βάνω θρονὶν καὶ λέγω της: «Ἔλα, κερά, νὰ ζήσης,

θωρῶ σε ’τι ἦλθες μὲ σπουδή , κάτσε νὰ ξατονήσης »].
Τότες ἔκραξε ἀλέκτορας κι ἐμένα ξύπνησέ με
καὶ τ’ ὄνειρον ὁπὄβλεπα ἐπῆγε καὶ ἄφηκέ με.

[Καὶ πάλι, λέγω, ἂς κοιμηθῶ, μὲ τούτην τὴν ὀλπίδα,
μήνα γυρίση τ’ ὄνειρο˙ τέτοιο καλὸ δὲν εἶδα.

Γυρίζω ’δῶ, γυρίζω ’κεῖ, τὴν Μοίραν δὲν ηὑρίσκω,
οὐδὲ τὴν νιὰν ποὺ κράτουνα˙ ὤχου καὶ πόσα πλήσκω !
Ὁ πετεινὸς μοῦ τό ’φταισε˙ ἂ δὲ μέ ’χε ξυπνήσει,
ὁλοτελὶς ἡ Μοίρα μου μοῦ τὸ ἤθελε ξεφλήσει ].
[Ἂς μάθη ὁ νιὸς ὁπ’ ἀγαπᾶ σ’ ἐκεῖνο τὸ γυρεύει,

στὸν κόσμον ὅπου περπατεῖ, μὲ τί τρόπο νὰ ὁδεύη,
γιατὶ ἔν’ πολλὰ χρειαζόμενο στοὺς νιοὺς γιὰ νὰ κατέχουν ,
ὁποὺ ποθοῦν στὸν ἔρωτα, τὸ πῶς νὰ τὸν ξετρέχουν .
Λοιπὸν τὸ ρήγα τὸν φρικτὸν Ἔρωτα νὰ τιμοῦμε,
καὶ ἄλλο δὲν ἔχω νὰ σᾶς πῶ στὴ ρίμα ποὺ δηγοῦμαι].

 

 

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top