Fractal

Προδημοσίευση από το ανέκδοτο μυθιστόρημα της Ελένης Χωρεάνθη «Η Μαρίνα»

 

xoreanthi

 

…Ήμουν ολομόναχος στο αεροδρόμιο, δεν ήθελα να με συνοδέψουν οι γονείς μου για να αποφευχθούν οι συγκινήσεις και τα δάκρια των αποχαιρετισμών. Ταξίδευα αεροπορικώς για Λονδίνο να συνεχίσω ανώτερες σπουδές. Είχα ήδη κάνει μάστερ Αρχαιολογίας στην Ελλάδα και σκόπευα να συνεχίσω Ιστορία Τέχνης στο Λονδίνο. Στεκόμουν στην ουρά περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μου ώσπου να φτάσω στον γκισέ, να δώσω τις αποσκευές και το εισιτήριό μου για έλεγχο στην υπάλληλο και να πάρω την κάρτα επιβίβασης στο σκάφος.

Αργούσε να τελειώσει το μαρτύριο της αναμονής κι αγωνιούσα να φτάσω στον έλεγχο εξαιτίας κάποιου κυρίου που είχε προβλήματα με τη διασταύρωση στοιχείων και λογομαχούσε με την υπάλληλο καθυστερώντας όλους. Αδημονώντας άρχισα να γυρίζω το κεφάλι μου διακριτικά και να κοιτάζω πότε δεξιά πότε αριστερά, προσπαθώντας να σκοτώσω την άβολη ώρα της αναμονής και να καλύψω το κενό που ένιωθα μέσα μου.

Κάποια φορά γύρισα και κοίταξα πίσω την ατέλειωτη ουρά που όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε. Τότε έγινε ό, τι δεν ήταν δυνατόν ούτε στη σφαίρα της φαντασίας να διανοηθώ πως υπήρχε περίπτωση να μου συμβεί.

Και όμως συνέβη σ’ εμένα που δεν πίστευα στις συμπτώσεις και κυνηγούσα τις προκλήσεις βάζοντας σε δοκιμασία τις σωματικές και τις ψυχικές μου αντοχές. Συνέβη να τραβήξει την προσοχή μου μια άκρως εντυπωσιακή κυρία ψηλή, ντυμένη στα ασπρόμαυρα. Τα μεγάλα μαύρα γυαλιά έκαναν πιο όμορφο το λευκορόδινο πρόσωπό της και τα μακριά, ολόμαυρα σγουρά μαλλιά, χυμένα ατίθασα στους ώμους, ίσαμε τους αγκώνες έφταναν κι έκαναν εξόχως αισθητή την παρουσία της ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος. Μάλλον με πρόσεξε που την περιεργαζόμουν και νόμισα πως μου χαμογελούσε.

«Να είναι γνωστή; Αποκλείεται. Θα είναι κανένα επίδοξο μοντέλο που ψάχνει σπόνσορες και προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του κοινού με την έντονη παρουσία της», σκέφτηκα.

Κι έστρεψα πάλι την προσοχή μου στον γκισέ. Είχα τόσες αναστολές και τέτοιο έλλειμμα αυτοεκτίμησης που δεν πίστευα πως ήταν δυνατό να πρόσεχε εμένα μια τόσο εντυπωσιακή γυναίκα. Εκείνη, ωστόσο, δεν είχε φαίνεται την ίδια άποψη. Βγήκε διακριτικά από την ουρά που σερνόταν πίσω μου, ήρθε και στάθηκε πλάι μου χαμογελαστή, έβγαλε τα τεράστια μαύρα γυαλιά κι έσκυψε προς το μέρος μου.

«Είσαι ο… Ιπποκράτης, έτσι δεν είναι;» ρώτησε χωρίς περιστροφές.

Με αιφνιδίασε.

«Εξαρτάται ποιον Ιπποκράτη εννοείτε, κυρία μου», της απάντησα, περισσότερο για να εκτονωθώ. Και να δείξω μπόι.

«Ωραία! Πολύ ωραία! Βεβαιώθηκα», είπε σιγά, «θα τα πούμε», συμπλήρωσε.

Και τρίβοντας τα ντελικάτα χέρια της απομακρύνθηκε φανερά ικανοποιημένη. Και ήμουν σίγουρος ότι θα ξαναμπήκε αθόρυβα στην ουρά και στο σημείο από όπου είχε ξεκόψει.

Στο μεταξύ, ήρθε η σειρά μου, πέρασα από τον έλεγχο και κατευθύνθηκα προς την αίθουσα αναμονής για επιβίβαση, χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Το έκανα σκόπιμα για να μην δημιουργήσω προηγούμενο με την άγνωστη κυρία και της κάνω εύκολη τη συνάντηση που θεωρούσα παρά πάνω κι από βέβαιο πως θα συνέβαινε άμεσα. Εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν σε θέση να ταυτίσω την εντυπωσιακή άγνωστη κυρία με καμιά γνωστή, αλλά σίγουρα κάτι αξεδιάλυτο μου θύμιζε η συγκρατημένη αυθορμησία και ο άμεσος τρόπος επαφής της μαζί μου.

Ίσαμε που επιβιβάστηκα στο σκάφος δεν την ξαναείδα. Και δεν το επεδίωξα. Δεν ήθελα μπλεξίματα και περιπέτειες. Ακόμα δεν είχα πατήσει το πόδι μου στην Αγγλία.

Ευελπιστούσα πως δεν θα την ξαναέβλεπα. Ήθελα να πιστεύω πως δεν με ήξερε. Μπορούσε να ήταν πλάι μου την ώρα που πήρα το εισιτήριο και να άκουσε το όνομά μου. Κατέληξα να δεχτώ ότι η συνάντηση με την παράξενη κυρία ήταν ένα τυχαίο περιστατικό στην περιπέτεια του ταξιδιού και δεν είχα καμιά όρεξη να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί της.

Κάθισα στη θέση μου, είχα εξασφαλίσει παράθυρο σε τριθέσιο κάθισμα, έκλεισα τα μάτια και, ταμπουρωμένος πίσω από τα σκούρα μου γυαλιά κι εγώ, προσπαθούσα να μην σκέφτομαι τίποτα. Κυρίως ήθελα να διώξω την έντονη νοσταλγία που μου δημιουργούσε κιόλας η σκέψη των δικών μου ανθρώπων που άφησα πίσω. Και δεν με ενδιέφερε καθόλου ποιος θα καθόταν στην κενή ακόμα θέση ανάμεσα σε μένα και στον εύσωμο, άγνωστο κύριο που είχε, κυριολεκτικά, προσγειωθεί στη θέση προς το διάδρομο λίγο μετά από μένα. Δεν είχα διάθεση να μιλήσω σε κανέναν. Ακόμα κι όταν με τύλιξε το άρωμα της κυρίας που ήρθε και κάθισε δίπλα μου στην άδεια θέση, όσο πιο διακριτικά μπορούσε, δεν γύρισα να κοιτάξω προς το μέρος της.

«Εδώ είμαστε κι εμείς!» έκανε με παιδιάστικη, χαδιάρικη φωνή η κυρία.

Μου κίνησε όμως την περιέργεια εκείνο το «εμείς». Όπως ήμουν κρυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά που δεν επέτρεπαν στον άλλο να δει τα μάτια μου, έστρεψα διακριτικά τόσο όσο να την παρατηρώ με την άκρη του ματιού χωρίς να με βλέπει πως την προσέχω και παρατηρούσα τις κινήσεις της.

Έδεσε τη ζώνη, άνοιξε το τραπεζάκι για τον καφέ ή το αναψυκτικό μπροστά της, έβγαλε τα γυαλιά και τα ακούμπησε πάνω στο υποτυπώδες τραπεζάκι, ίσιωσε τον σηκωμένο λαιμό του μαύρου ζιβάγκο της, έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο με προσοχή να μην τσαλακωθεί το βελούδινο μαύρο παντελόνι που την έκανε πιο εντυπωσιακή με την υπόλοιπη λευκή περιβολή, τακτοποίησε τον σάκο κάτω από τα πόδια και ευθυγράμμισε το κορμί της με την πλάτη του καθίσματος δίνοντας την εντύπωση πως θα το έριχνε στον ύπνο.

Περίμενα ώσπου να σταματήσει να κινείται, να ηρεμήσουμε κι εμείς με τον άλλο κύριο, αν και ήθελα να βεβαιωθώ για την ταυτότητά της. Από την πρώτη στιγμή που με πλησίασε στην ουρά μπροστά στο ταμείο κάπου είχε πάει ο νους μου, αλλά δεν τολμούσα να την ταυτίσω γιατί δεν είχα αρκετά στοιχεία.

Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε η ίδια.

«Άργησα γιατί πήγα στα εκδοτήρια κι άλλαξα θέση για να είμαστε μαζί στην πτήση. Το ήθελα πολύ να τα πούμε στη διάρκεια του ταξιδιού», είπε.

«Σ’ εμένα μιλάτε;» είπα κι έστρεψα κανονικά προς το μέρος της.

«Φυσικά. Καλά, δεν με γνώρισες ακόμα; Δεν φαντάζομαι να έπεσα έξω τόσο πολύ. Τέτοια ομοιότητα; Δεν γίνεται να κάνω λάθος», μουρμούρισε.

«Λυπάμαι, αλλά έχω αποκοπεί τελείως από το παρελθόν, δεν θυμάμαι να έχουμε συναντηθεί», της είπα.

«Το βλέπω. Εγώ πάντως τώρα είμαι απόλυτα σίγουρη πως είσαι ο Ιπποκράτης, ο ξάδερφος της κυρίας Μαντώς, της καθηγήτριάς μου…»

«Μην μου πεις πως είσαι η …Μαρίνα;» της έκοψα τη φόρα.

«Η ίδια, αυτοπροσώπως! Έχω και ταυτότητα», μου απάντησε.

«Πού να το φανταστώ, ύστερα από τόσα χρόνια! Εσύ έχεις αλλάξει τόσο πολύ από τότε», ψέλλισα.

«Εγώ πάντως δεν σε ξέχασα. Μάθαινα για τις επιτυχίες, για τις κατακτήσεις που είχες. Από την ξαδέρφη σου. Ήμουν σίγουρη πως θα συναντηθούμε», μουρμούρισε.

Πρόσεχε τις λέξεις που έβγαιναν από τα χείλη της σαν να μην ήθελε να την ακούει κανείς, εκτός από εμένα. Όπως ήταν γερμένη προς το μέρος μου, ο ώμος της ακουμπούσε πάνω μου. Ένιωθα, μπορεί να νόμιζα πως συνέβαινε ό, τι επιθυμούσα, το εύρος του αισθήματος, την ανάγκη του σώματός της να αποζητάει τη ζεστασιά του δικού μου κορμιού.

Δεν άντεξα περισσότερο να παριστάνω τον προβληματισμένο και τον αδιάφθορο.

«Μαρίνα! Είσαι η Μαρίνα του ηφαιστείου …», μουρμούρισα.

«Όπως με βλέπεις και σε βλέπω!»

Ε, από εκεί και πέρα, σε όλη την πτήση μιλούσαμε ατελείωτα για όλα, για τον γάμο της ξαδέρφης, αν θα παντρευτούν παραδοσιακά ή θα πορευτούν στη ζωή με «σύμφωνο συμβίωσης», για τις σπουδές μας, πήγαινε κι εκείνη στην Αγγλία, όπως κι εγώ, για μεταπτυχιακά στην ειδικότητά της. Είπαμε, είπαμε… Και τι δεν είπαμε. Σίγουρα θα τον πρήξαμε τον κύριο που καθόταν αναγκαστικά δίπλα της. Μπορεί και να μας χάζευε. Ίσαμε που φτάσαμε στην προσγείωση δεν έδειχνε δυσαρεστημένος.

Τη στιγμή που προσγειωνόταν το αεροπλάνο, μέσα στον θόρυβο, στην εκκωφαντική βουή και την επιθυμία που με διακατείχε να την αγκαλιάσω, έστρεψα προς εκείνη κι αυθόρμητα ο ένας βρέθηκε στην αγκαλιά του άλλου αδιαφορώντας για τον κύριο που είχε εκπλαγεί και ξερόβηχε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του. Αλλά αυτό κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα όλες οι διαχύσεις και τα ξεσπάσματα τελείωσαν εκεί. Ως την αίθουσα παραλαβής αποσκευών, βαδίζαμε σιωπηλοί σαν δυο ξένοι, δεν ανταλλάξαμε παρά ελάχιστες τυπικές φράσεις. Δεν είχε τίποτε άλλο μαζί της εκτός τον σάκο που κρατούσε για να περιμένει αποσκευές.

«Πρέπει να φύγω, με περιμένουν», είπε βαριεστημένα.

Τη συνόδεψα ίσαμε την έξοδο, από περιέργεια, περισσότερο παρά από ευγένεια.

«Αδάμ έγνω την εαυτού γυναίκα», της είπα όταν πια φτάσαμε στην έξοδο, στο τέλος του ταξιδιού και θα χωρίζαμε, ίσως οριστικά.

«Ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού», μου απάντησε με νόημα η Μαρίνα.

Με ξάφνιασε δυσάρεστα η απάντησή της. Ήταν σαν να μου έλεγε πως δεν θα υπάρξει συνέχεια. Αισθάνθηκα όμως την ανάγκη να τη φιλήσω, αλλά δεν το έκανα. Συγκρατήθηκα. Δεν μου αρέσουν οι αποχαιρετισμοί, οι συγκινήσεις. Αλλά και η Μαρίνα έδειχνε απρόθυμη, συγκρατημένη, κοίταζε διακριτικά προς την έξοδο, είχε αλλάξει εντελώς η συμπεριφορά της. Σαν κάτι να την εμπόδιζε να εκδηλωθεί, σαν να ήθελε να αποφύγει τις διαχύσεις, τους εναγκαλισμούς για κάποιο λόγο εμποδιζόταν να εκφράσει τα συναισθήματά της. Το σεβάστηκα.

Δώσαμε τα χέρια, κράτησα το μικρό δικό της μερικά δευτερόλεπτα μέσα στη φούχτα μου, το φίλησα τρυφερά και της έδωσα την κάρτα με τη διεύθυνσή μου στην Αθήνα πάνω στην οποία είχα γράψει με στυλό την καινούρια μου στο Λονδίνο και το τηλέφωνό μου. Ήθελα να φερθώ σαν ιππότης. Έτσι είχα μάθει.

«Αν καμιά φορά θελήσεις, εδώ θα με βρεις», της είπα αν και δεν πίστευα πια πως θα με αναζητήσει.

Η Μαρίνα έκλεισε τα μάτια, χαμογέλασε συγκαταβατικά με μια διφορούμενη κίνηση του κεφαλιού. Τα χείλη της σάλεψαν, μια σύντομη φράση της ξέφυγε, μπορεί να το έκανε σκόπιμα.

«Θα δείξει», μου φάνηκε πως είπε.

Πήρε βαριεστημένα τον μοναδικό σάκο αποσκευών που είχε μαζί της και μέσα στο αεροπλάνο, κοντοστάθηκε λίγο αναποφάσιστη, γύρισε απότομα και βγήκε σχεδόν τρέχοντας. Την είδα που τρύπωσε στην αγκαλιά του κυρίου που την περίμενε απέξω, χωρίς ούτε να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της. Σάστισα θωρώντας την να χώνεται, κυριολεκτικά στην αγκαλιά του ξερακιανού και μάλιστα με λιγοστά μαλλιά, αρκετά μεγαλύτερού της άντρα.

«Κρίμα στην ομορφιά! Γι’ αυτό τον τύπο ερχόσουν στο Λονδίνο, κορίτσι μου; Αυτό ήθελες να πεις; ‘Ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού’. Τώρα κατάλαβα, Μαρίνα μου, τι εννοούσες», μονολόγησα.

Έκανα στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, τόση αποστροφή μου δημιούργησε η σκηνή του τρυφερού εναγκαλισμού της Μαρίνας από τον ηλικιωμένο φαλακρό που την πήρε με το πολυτελές ΙΧ του. Κατηφής, άπελπις και μόνος, πιο μόνος από πριν, πήγα και στήθηκα στην «παραλαβή» περιμένοντας να παραλάβω τις αποσκευές μου με τα όνειρα που κουβαλούσα.

Και δεν ήταν και λίγα.

Όσο περίμενα τις αποσκευές, αναπόφευκτα, πέρασαν από το μυαλό πολλές θετικές και αρνητικές σκέψεις. Προσπαθούσα να ξεχάσω τη Μαρίνα, να πείσω τον εαυτό μου πως δεν υπάρχει, να πιστέψω πως δεν τη συνάντησα ποτέ στη ζωή μου, πως… δεν με ενδιαφέρει καθόλου! Είχα τόσα όνειρα στις αποσκευές μου, τόσες προσδοκίες των δικών μου που περίμεναν δικαίωση.

«Ας κοιτάξω τουλάχιστο να εκπληρώσω την αποστολή μου, να μην απογοητέψω τους δικούς μου που περιμένουν από το ‘καλό’ παιδί τους να αποδείξει πως δεν πήγαν στράφι οι κόποι και τα όνειρά τους να με δουν Επιστήμονα! Τα ‘υπόλοιπα, τα αισθηματικά, η αγάπη, ο έρωτας, η ζωή του παρόντος (!), ας περιμένουν να τελειώσω πρώτα με τις υποχρεώσεις, θα έρθουν μετά’. Ναι, μητέρα», ψέλλισα. «Όπως δρομολόγησες τη ζωή μου εσύ και το μέλλον το… δικό μου εσύ, έτσι θα γίνει!» είπα τραβώντας με δύναμη τις βαλίτσες μου από τον κυλιόμενο ηλεκτρικό φορέα.

Εμένα δεν με περίμενε κανένας. Πήρα το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μου, του έδωσα τη διεύθυνση κι έφτασα στον προορισμό μου.

 

Είχαν περάσει δέκα μέρες αφότου εγκαταστάθηκα στο διαμέρισμά μου. Ήμουνα μόνος, πρώτη φορά στη ζωή μου, ολομόναχος, δεν θα έλεγα «και πανευτυχής», γιατί δεν ένιωθα έτσι στη σιωπηλή, χαμηλοτάβανη σοφίτα. Προσπαθούσα να βάλω σε τάξη τα πράγματα που είχα κουβαλήσει από την Αθήνα και να καθίσω μετά να κάνω έναν στοιχειώδη, όσο και αναγκαίο προγραμματισμό σύμφωνα με τους κανόνες της νέας πραγματικότητας που αντιμετώπιζα ήδη μόνος στην καρδιά της κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας του Βορρά. Κι αυτό, για να ενταχθώ φυσιολογικά και να επιβιώσω σ’ ένα περιβάλλον άγνωστο, πρωτόγνωρο, κρύο και παγερό, εντελώς διαφορετικό από το δικό μας, που ήμουνα υποχρεωμένος ν’ αποδεχτώ και να μείνω κάποια χρόνια.

Ήθελα, με κάθε τρόπο, να αφήσω πίσω μου το μικρό μου παρελθόν, τα παλιά, τις μνήμες, τις ανασφάλειές μου, να απαλλαγώ και ψυχολογικά από την εξουθενωτική προστασία της μητέρας μου, κυρίως αυτήν, που καταντούσε σκλαβιά, δουλοσύνη πνευματική και ηθική που με έπνιγε, να νιώσω ελεύθερος, απαλλαγμένος από όλα κι από όλους και να αρχίσω μια καινούρια ζωή στο Λονδίνο.

«Να εγκλιματιστείς στις καινούριες συνθήκες και στον τρόπο ζωής της Λόντρας, αν θέλεις να επιβιώσεις. Ξέχνα την Αθήνα, τον ήλιο της Ελλάδας και τις ανασφάλειές σου. Να στηριχτείς αποκλειστικά στον εαυτό σου, ξέχνα τα όλα και πάρε τη ζωή στα χέρια σου», μου είχε τονίσει ανάμεσα σε πολλά άλλα η Μαρίνα, όταν ήμασταν στο αεροπλάνο, «χρειάζονται νεύρα γερά, δεν παλεύεται εύκολα η μοναξιά και η ομίχλη».

«Ουφ! Πάλι εσύ! Πάλι μπροστά στα μάτια μου η Μαρίνα. Από πού ξετρύπωσε πάλι! Έχει βαλθεί να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μου», μουρμούρισα. Κι αμέσως άλλαξα γνώμη. «Δεν θα ήταν κι άσχημα να έπαιρνε κανένα τηλέφωνο ή να χτυπούσε άξαφνα την πόρτα», σκέφτηκα.

Στον αέρα, μέσα στο αεροπλάνο, εννοώ, την άκουγα αδιάφορα, ούτε με είχε κεντρίσει η περιέργεια να μάθω πώς τα ήξερε όλα αυτά. Δεν τη θεωρούσα ικανή να είναι τόσο μυαλωμένη. Η εμφάνισή της άλλη εντύπωση δημιουργούσε σ’ έναν αφελή οιηματία όπως ήμουν τότε εγώ που μόλις έβγαινα από το κουκούλι της οικογενειακής θαλπωρής. Οπωσδήποτε μου χρειαζόταν ένας επαναπροσδιορισμός του εαυτού μου και των απόψεων για τη ζωή και τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις σχέσεις με το άλλο φύλο, κυρίως.

Την ένιωθα αυτή την ανάγκη, ωστόσο δεν ήταν εύκολο να απαλλαγώ από συνήθειες που μου είχαν επιβληθεί και μου είχαν γίνει βίωμα.

«Θα το παλέψω», είπα.

Δεν είχα διόλου περιθώρια να χρονοτριβώ. Άρχισα αμέσως από τα πρακτικά κι αφοσιώθηκα σε ό, τι είχα αρχίσει να κάνω. Πρώτα το καθήκον. Άλλωστε όλη μου η ζωή ίσαμε τότε, ήταν οριοθετημένη, θεμελιωμένη σε γερές βάσεις με ηθικές αρχές, με κανόνες και προτεραιότητες. Πώς θα μπορούσα να παρεκκλίνω; Αλλά…

Αλλά έρχεται κάποια στιγμή που ο κόμπος φτάνει στο χτένι και κρεμάς στα μανταλάκια της απλώστρας όλα τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει» να αεριστούν, όταν ακούς το κινητό σου να κουδουνίζει επίμονα και πατάς το κουμπάκι ευελπιστώντας να είναι η φωνή που θα ήθελες να σε καλεί εκείνη τη δύσκολη ώρα.

«Αμ δε, που θα μου ξεφύγεις τώρα εμένα», είπε.

Και σώπασε. Έκλεισε η γραμμή, έμεινα ξερός. Για μερικά δευτερόλεπτα ένιωθα τον απόηχο γνώριμης φωνής να κάνει κύκλους στο αφτί μου. Μπερδεύτηκα. Ακολούθησε ένα κενό. Αγωνία. Αλλά δεν κράτησε πολύ αυτό, λίγα δευτερόλεπτα μόνο. Χτύπησε το κουδούνι, όχι του κινητού, της εξώπορτας.

«Ήρθε!», είπα. «Αυτή είναι!

Μαρίνα, πράσινό μου αστέρι,

Μαρίνα φως του Αυγερινού,

Μαρίνα μου, άγριο περιστέρι,

Και κρίνο του καλοκαιριού…»,

άρχισα να σιγοτραγουδώ. Σουλουπώθηκα λίγο μπροστά στον καθρέφτη, πήρα το ανάλογο ύφος που απαιτούσε η περίσταση κι έτρεξα κάτω πηδώντας δυο τρία μαζί τα σκοτεινά σκαλοπάτια να της ανοίξω.

 

(Απόσπασμα)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top