Fractal

Διήγημα: “Το Κίτρινο Αδιάβροχο”

Της Μαρίνας Παπαχρόνη // *

 

 

f15

 

Το σχολείο. Το σπίτι. Το λεωφορείο. Είκοσι λεπτά δρόμος. Από το απέναντι ζαχαροπλαστείο μια φρυγανιά, γύρω της σοκολάτα. Μέσα σε ένα ασημένιο φακελάκι. Το θαμπό πρόσωπο του κοριτσιού, καθρέφτης πάνω του. Ανάμεσα στα δάχτυλα της ο λεπτός ήχος της ζελατίνας. Ο ήχος του κουδουνιού. Το πρώτο διάλειμμα. Το χνότο της πάνω στη συσκευασμένη φρυγανιά. Ζεστή σοκολάτα στο στόμα. Τα ίχνη της γύρω από τα χείλη της. Το χέρι της πάνω στο στόμα. Σάλια. Ο πατέρας. Το κουτάλι μέσα στο στόμα της. Υπολείμματα γύρω. Το φαγητό, πολτός. Το κουτάλι μέσα, έξω. Σάλια. Τα χείλη της σφιχτά. Εκείνος. Το κουτάλι. Όχι.

Το σπίτι μας στεκόταν μοναχικά ανάμεσα σε χωράφια με ελιές και οι δρόμοι που περνούσαν ανάμεσα ήταν χαραγμένοι αχνά με πατημένο χώμα, είχα αδυναμία να τους διατρέχω καβάλα σε ένα ροζ σαραβαλιασμένο ποδήλατο. Το πρωί περπατούσα μέχρι τη στάση με τη σχολική τσάντα στην πλάτη, μια χελώνα με χρωματιστό καβούκι ενώ χάιδευε τα ρουθούνια μου, η μυρωδιά της εξοχής και η αλήθεια είναι πως μύριζα τον καπνό από τα τζάκια που έκαιγαν νυχθημερόν αλλά τότε νόμιζα πως υπήρχε μια συγκεκριμένη και ξεχωριστή μυρωδιά που ταυτιζόταν με την εξοχή. Ανέβαινα τα σκαλιά του λεωφορείου -του πρώτου λεωφορείου που είχα μπει ποτέ στην ζωή μου- με τεράστιες δρασκελιές που μυρμήγκιαζαν τα πόδια μου και πάντα μου φαινόταν καλή ιδέα να βρω μια θέση κοντά στο παράθυρο για να κουρνιάσω, ωστόσο φοβόμουν και ταυτόχρονα, κατά κάποιο τρόπο μου άρεσε αυτό που συνέβαινε. Εκείνη την εποχή δεν είχα που να κρατηθώ, τα χερούλια ήταν σχεδόν απαγορευτικά ψηλά πάνω από το κεφάλι μου και έπρεπε να μάθω να κρατιέμαι από το μεταλλικό καμπυλωτό σίδερο στις πλάτες των ξύλινων καθισμάτων, μα τα χέρια μου πάγωναν από το μέταλλο και τα κρατούσα εναλλάξ χωμένα βαθιά, μέσα στις τσέπες μια χοντρής μάλλινης ζακέτας που μου προκαλούσε συνήθως ακατάσχετη φαγούρα σε όποιο σημείο τσίμπαγε απευθείας το δέρμα μου. Παρατηρούσα τα τζάμια του λεωφορείου, καλυμμένα με σταγόνες νερού από την πρωινή υγρασία που σιγά- σιγά ξεχύνονταν με ρυάκια ακανόνιστα και έφτιαχναν ένα υγρό συρματόπλεγμα που με στεφάνωνε όταν ακουμπούσα για να κοιμηθώ λίγο ακόμα ενώ οι εικόνες άλλαζαν και ξεπρόβαλλαν αλλοιωμένες ανάμεσα στα κάτοπτρα του νερού, τότε ήταν που για να μην μου ξεφύγει καμία, τραβούσα το μανίκι μου και έτριβα με τον καρπό μου καλυμμένο, το παχνιασμένο τζάμι και καμιά φορά ακουμπούσα τη μύτη μου πάνω του και έπαιζα με την ανάσα μου, ξεροβήχοντας.

Η πόλη. Αργά. Νωχελικά. Τα προάστια. Το άδειο λιμάνι πίσω από τσιμέντο και ξερόχορτα. Μολυβιές άτσαλες μπροστά από ένα γκρίζο γαλάζιο. Ένας αδέσποτος σκύλος. Σκελετός. Τα κόκαλα του. Το τρίχωμα κολλημένο και θαμπό. Ζωντανός. Μόνος. Νηστικός. Οι αποβάθρες φορτοεκφόρτωσης τσιμεντένιες λίμνες. Καθρέφτης. Εκείνος μπροστά στον καθρέφτη. Το ξυράφι. Τα γένια του. Ο αφρός ξυρίσματος. Το καρύδι στο λαιμό του. Μια κόκκινη σταγόνα. Τα δάχτυλα της. Ένα κολλημένο χαρτάκι με ένα κόκκινο λεκέ. Πιο κάτω κτίρια, το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτοκίνητα νευρικά. Από τα πλευρά του λεωφορείου, οι όγκοι των πρώτων πολυκατοικιών. Τα γεωμετρικά σχήματα τους. Οι βρόμικες προσόψεις τους. Οι στύλοι με φώτα. Όχι φώτα πια. Με το πρώτο φως της μέρας, το τέρμα.

Δεν άντεχα να ξυπνήσω, έτσι χουζούρευα μέχρι να μου πει ο μπαμπάς πως άργησα και τότε τον έβρισκα μπροστά από μια σόμπα πετρελαίου να μου ζεσταίνει τα ρούχα που θα φορούσα, γκρίνιαζα που τα χοντρά πουλόβερ με στένευαν και με τσίμπαγαν, που η σχολική ποδιά πάνω από τρεις στρώσεις ρούχων με έκανε να αισθάνομαι σαν κρεμμύδι, που το αναγκαστικό πρωινό γάλα με αναγούλιαζε, που το δωμάτιο ήταν κρύο και έσφιγγα με μανία τα δόντια μου. Με τις δυο αδελφές μου κοιμόμασταν η μια δίπλα στην άλλη, τρία κρεβάτια στη σειρά και το δικό μου κολλημένο στον τοίχο. Αργούσε να με πάρει ο ύπνος, δηλαδή έγερνε η νύχτα και εγώ καθόμουν ακίνητη και κουκουλωμένη κάτω από τις βαριές κουβέρτες και σκάρωνα ιστορίες και μετά τις έγραφα με τα δάχτυλα μου μες στο σκοτάδι, πάνω στον τοίχο κι όταν βαριόμουν άναβα ένα μικρό φακό και πετούσα μαζί με ήρωες παραμυθιών, σκαρφάλωνα στο ταβάνι, στα έπιπλα, περιπλανιόμουν στο δωμάτιο και μετά σαν ακροβάτης που κάνει την τελευταία υπόκλιση στο κοινό του και εισπράττει το ρυθμικό χειροκρότημα, έπεφτα με ένα πήδο στο κρεβάτι μου και παραδινόμουν στον ύπνο.

Επιστροφή. Ο ίδιος πολύβουος δρόμος. Από τη μια, η προβλήτα του λιμανιού. Από την άλλη, τα βυρσοδεψεία. Δέρματα στην σειρά. Αδειανά πουκάμισα στο χρώμα του χώματος. Ρυτιδωμένα. Τραχιά. Τα πουκάμισα του. Ο ατμός από το σιδέρωμα μέσα στα ρουθούνια της. Η μεταλλική μύτη κάτω από τους άκαμπτους γιακάδες. Βαρύς αέρας από την μυρωδιά τους. Βαριά και τα βήματα της. Δεξί αριστερό. Αριστερό δεξί. Τα χέρια στη τσέπη. Τα χέρια του. Κατάλευκα. Ένα παιχνίδι, οι δυο τους. Το δέρμα πάνω στους κόμπους της. Μια τσιμπιά. Γρήγορα πίσω. Ευθύ. Εκείνος. Το δικό του χέρι. Τα δάχτυλα της πάνω του. Δεύτερη τσιμπιά. Το δέρμα πάνω στους δικούς του κόμπους. Κολλημένο. Τσαλακωμένο. Αργά πίσω. Ο χρόνος. Όχι. Ποτέ.

Πηγαίνω νυστάζοντας, γυρίζω νυστάζοντας, τα μάτια μου καίνε, ο δρόμος του γυρισμού με κάνει να βιάζομαι και το πιο δύσκολο ήταν όταν έσκαγαν μέρες με βροχή, τότε τα κτίρια γίνονταν μεγάλα και οι άνθρωποι περνούσαν βιαστικά από μπροστά μου, με κρεμασμένες σταγόνες βροχής από τα μούτρα τους, το νερό έκανε το δρόμο να γυαλίζει και τα παπούτσια μου να γλιστράνε ενώ κρατούσα στο στόμα μου την ανάσα μου και όταν την άφηνα μονοκοπανιά, σύννεφα ζεστού καπνού ακουμπούσαν το πρόσωπο μου, γύρω μου ακούγονταν βροντές και στον μαυρισμένο ουρανό οι κεραυνοί διασταυρώνονταν με λάμψεις στιγμιαίες, έτσι με έπιανε φόβος και η γλώσσα μου κολλούσε. Μετάνιωνα που δεν είχα κάνει την κρυωμένη να μείνω όλη την ημέρα στο κρεβάτι μου γιατί τα βρεγμένα ρούχα ακουμπούσαν πάνω μου και το δέρμα μου κοκάλωνε, εν τω μεταξύ, από τα παπούτσια μου σε κάθε βηματισμό έβγαιναν φυσαλίδες και ακουγόταν ένας αστείος ρυθμικός ήχος, τρέχοντας πυρετωδώς, χωνόμουν στο λεωφορείο και φανταζόμουν πως κρυβόμουν στην κοιλιά ενός τεράστιου κήτους και ζεσταινόμουν μέσα του. Οι βροχερές μέρες τελικά άλλαξαν μεμιάς πρόσωπο, μόλις το είδα μπροστά μου να με περιμένει πάνω στον καναπέ του καθιστικού, μέσα σε μια πλαστική σακούλα με μπλε γράμματα ενώ την ίδια στιγμή, ο μπαμπάς μου είπε: “Δοκίμασε το να δούμε αν σου κάνει” και μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Το κρατώ διπλωμένο πάνω στα χέρια και μετά πιάνοντας το από τις ραφές στους ώμους το ξετυλίγω μπροστά μου, κατακίτρινο, γυαλιστερό, το χαϊδεύω, έχει μια κουκούλα με γείσο, το ξεκουμπώνω, το φοράω, κλείνω μέχρι ψηλά όλα τα κίτρινα πλαστικά κουμπιά, καμαρώνω, στριφογυρίζω, φέρνω το ένα πόδι μου μπροστά να δω μέχρι που φτάνει και κλείνω τους αγκώνες μου να δοκιμάσω, μήπως με στενεύει. Θέλω πολύ να είναι το σωστό νούμερο για να το φορέσω, θέλω να βρέχει συνέχεια για να το φορέσω, θέλω να φιλήσω ξανά το μπαμπά, πριν το φορέσω και στο τέλος τον φιλάω, φορώντας το, τον αγκαλιάζω και κρεμιέμαι από τον λαιμό του, ενώ το βράδυ που πέφτω για ύπνο διπλώνω το κίτρινο αδιάβροχο στα πόδια του κρεβατιού και στην προσευχή μου παρακαλάω να βρέχει.

Τότε ένα κίτρινο αδιάβροχο. Σήμερα το πιο ακριβό αδιάβροχο του κόσμου. Δυο μέρες τώρα επάνω της. Μέσα στο λεωφορείο διπλωμένο προσεκτικά. Πλάι στο κάθισμα. Κρεμασμένο στην καρέκλα. Πίσω από το θρανίο. Στεγνό στο σπίτι. Στην κρεμάστρα δίπλα από την πόρτα. Ζεστό. Παντού. Ρούχο ιερό. Εκείνη την ημέρα. Μια συνηθισμένη μέρα. Σαν ποτήρι γάλα, το πρωί. Νυσταγμένη. Κουρασμένη. Στο λεωφορείο. Το κίτρινο αδιάβροχο. Καθισμένη πάνω του. Μάτια βαριά. Παραλίγο η στάση. Τρεχάλα. Μόλις μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα του λεωφορείου. Σαν χέλι γλιστερό ανάμεσα στις παλάμες. Μόλις στο πεζοδρόμιο. Το κίτρινο αδιάβροχο. Η γκρίζα μάλλινη ζακέτα πάνω της. Σαν ρούχο δανεικό. Το κίτρινο αδιάβροχο, τότε. Τρεχάλα. Το κίτρινο αδιάβροχο πολλές φορές από τότε. Τα μάγουλα της φωτιά. Στα μάτια της δάκρυα. Στις πατούσες της δάκρυα. Μια δυνατή φωνή στον οδηγό. Μια δυνατή φωνή πάνω στο τσιμέντο του δρόμου. Το λεωφορείο μακριά. Πιο μακριά. Σε λίγο, σε πολύ λίγο μέχρι το λαιμό. Το στήθος. Τη μέση. Τα γόνατα. Τα δάχτυλα των ποδιών της. Το κίτρινο αδιάβροχο κληρονομιά, μια ουλή πάνω της. Πολλές φορές αργότερα. Ένα αιμάτινο κορδόνι, μια ξεραμένης πληγής. Σφιχτά. Πολύ σφιχτά, γύρω της. Το κίτρινο αδιάβροχο.

Κοιτάξτε την.

 

 

* Η Μαρίνα Παπαχρόνη γεννήθηκε στην Αίγινα το 1970. Σπούδασε οδοντιατρική και ειδικεύτηκε στην παιδοδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1999 ζει και εργάζεται στην Πάτρα.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top