Fractal

Διήγημα: “Εφτά πέτρες στην αυλή μας”

Της Μαριάνθης Πλειώνη // *

 

f11

 

Δυο μάτια λαμπερά –ολοφώτεινα στολίδια, στο μελαχρινό προσωπάκι που πρόβαλλε δειλά στη μισάνοιχτη πόρτα-κοίταζαν φοβισμένα. Την έσπρωξε τρέμοντας και κάνοντας το πρώτο βήμα προς το μέρος μου, την έπιασαν τα κλάματα. Ψέλλισε μόνο, με φωνή που μόλις ακουγόταν: «Γκύρ, my name is…».*

Α! καλώς την, τη μικρή μας Γκύρ, είπα με πλατύ χαμόγελο και την υποδέχτηκα στην τάξη. Σαν ηλιοτρόπια, είκοσι κεφαλάκια στράφηκαν στο άνοιγμα της πόρτας σαστισμένα. Κατακίτρινα πέταλα έστειλαν πίσω μελωδικά, ένα γλυκό καλωσόρισμα. Το κλάμα έγινε αναφιλητό και συνέχισε μιλώντας χαμηλόφωνα: «inEnglish please…»*

Η Γκύρ, που ήρθε στην τάξη μας από τη μακρινή Ινδία δίχως να γνωρίζει ούτε μία λέξη ελληνική, εξακολουθούσε να μας κοιτάζει σαν παγιδευμένο πουλάκι, κάνοντας ένα βήμα πίσω έτοιμη να δραπετεύσει. Προσπάθησα να την κάνω να νιώσει καλύτερα, ακουμπώντας την απαλά στον ώμο. Η γνωριμία με τους συμμαθητές της έγινε με αδέξιες κινήσεις των χεριών μου, που μάλλον της φάνηκαν αστείες κι έπαψε να κλαίει. Αμυδρό χαμόγελο σα νιούτσικο μυγδαλάκι μέσα στον ανθό, άνοιξε στ’ αδύνατο προσωπάκι και το φώτισε!

Κρατούσε τυλιγμένο στα μακριά της δάχτυλα, ένα μπλε τετράδιο τσαλακωμένο από την αγωνία που ένιωθε στο καινούριο περιβάλλον. Μικρές σταγόνες ιδρώτα λαμπύρισαν στο μέτωπό της. Διάλεξε την άδεια θέση που υπήρχε στην τάξη, δίπλα στο φωτεινό παράθυρο με θέα την αυλή και τον καταπράσινο ευκάλυπτο. Τα ευωδιαστά του φύλλα σάλεψαν σ’ ένα δροσερό χαιρετισμό. Ένα μικρό σπουργίτι φτερούγισε μπροστά της τιτιβίζοντας, μα τα μάτια της κοιτούσαν προσηλωμένα το μεγάλο δρόμο, όπου τ’ αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν μέσα στη βουή και τις αναθυμιάσεις τους.

To φθινόπωρο είχε τρυπώσει στη μικρή μας αυλή χρυσαφένιο κι έπαιζε κρυφτό με τις ματιές των παιδιών, όπως αντανακλούσε πάνω τους το φως του. Τα μικρά τους προσωπάκια έκαναν αστείες γκριμάτσες θέλοντας να το αποφύγουν. Στη στιγμή άστραψε στο μυαλό μου μια ιδέα, αχτίδα φλογάτη του ήλιου, κρυμμένη στα σκούρα φύλλα της κουρτίνας.

«Παιδιά, πάμε να παίξουμε τυφλόμυγα στην αυλή;» Μετά τα πρώτα ξεφωνητά του ενθουσιασμού και τις χοροπηδηχτές αγκαλιές, τα φωνακλούδικα, αναμαλλιασμένα μελισσάκια, που ξαφνικά στολίστηκαν με τα χρυσά σκουφάκια του ζεστού φθινοπωριάτικου ήλιου, βρέθηκαν στο προαύλιο, αναστατώνοντας ακόμα και το μικρότερο χορταράκι του κήπου.

Η Γκύρ ακολούθησε μουδιασμένη .Έδειχνε να μην καταλαβαίνει τι είχαμε συμφωνήσει και μ’ έπιασε δειλά απ’ το χέρι. Με κοίταξε στα μάτια με το βελούδινο βλέμμα της εμπιστοσύνης και προχώρησε δίπλα μου αλαφροπατώντας με σιγουριά. Το παιχνίδι ξεκίνησε αφού θυμηθήκαμε τους κανόνες .Έκανα πρώτη την αρχή, δένοντας τα μάτια μου σφιχτά, κουνώντας τα χέρια μου ζωηρά, δεξιά, αριστερά.

Φαίνεται πως είχε αποτέλεσμα, γιατί όλα τα παιδιά γελούσαν με την καρδιά τους βλέποντας την τυφλόμυγα να ψαχουλεύει το πρόσωπο που είχε αιχμαλωτίσει, να το περιγράφει, να κάνει λάθος και να μπερδεύεται. Η Γκύρ χαμογελούσε κι εκείνη απορροφημένη με το παιχνίδι που έβλεπε. Ένιωθα πως το είχε καταλάβει και συμμετείχε με μεγάλη χαρά. Μια ανέμελη παρέα που εκείνη την ώρα μιλούσαν με τα μάτια, τη γλώσσα που μόνο τα παιδιά γνωρίζουν.

Το γέλιο τους αντηχούσε κελαρυστό, τα χέρια τους απλωμένα λαχταρούσαν το χάδι της χαράς. Τα δάχτυλά τους σαν να άδραξαν ένα μαγικό κλειδί, το στριφογύρισαν στην κλειδαριά μιας τοσοδούλας πόρτας, που βρίσκεται σε κάθε παιδική καρδιά κι εκείνο την άνοιξε μεμιάς!

Tα παιχνίδια καρφιτσώθηκαν στον πίνακα ανακοινώσεων της τάξης. Tα παιδιά αποφάσισαν ποιο θα παίζαμε κάθε μέρα. Η Δευτέρα έπαιζε ¨κυνηγητό¨ με την Τρίτη, η Τετάρτη ¨κρυφτό¨ μαζί τους γύρω από τον μεγάλο κορμό του ευκαλύπτου, ¨το δαχτυλίδι¨ χανόταν από χέρι σε χέρι την Πέμπτη και ¨τα στρατιωτάκια αμίλητα κι αγέλαστα¨, κουνούσαν ¨το μαντιλάκι¨ στο Σάββατο και την Κυριακή, που ξεπετάγονταν πίσω από το φράχτη του σχολείου, σημαίνοντας την αναχώρησή μας.

Στο χορό του παιχνιδιού μπήκαν σαν φτερωτά χελιδόνια, που ξεμυτίζουν σιγά σιγά από τις καλοφτιαγμένες φωλιές τους, όλα τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου. Ο Καρούν, η Σορμπρίτ, η Τανού, η Σοφία, ο Μιχάλης, η Ντενάντα.

Oι καλημέρες μπαινόβγαιναν πολύχρωμες, βάφοντας κάθε ημέρα με χρώματα διαφορετικά. Τα τετράδια γέμιζαν εικόνες, οι εικόνες μας χάριζαν ήχους που σχημάτιζαν λέξεις. Κάθε λέξη έπαιρνε μορφή πάνω στην παλέτα των μικρών ζωγράφων. Πινέλα που στροβιλίζονταν σ’ ένα ουράνιο τόξο, χόρευαν στο λευκό χαρτί συντροφιά με τις νότες της μουσικής. Μπλέκονταν μελωδικά ανάμεσα στις μπλε γραμμές, περιφέρονταν αέρινα γύρω από τα θρανία. Άγγιζαν τρυφερά τα παιδικά δάχτυλα φυσώντας πνοή δημιουργίας, στην ανοιχτή αγκαλιά της ελπίδας.

Αθλήτριες του στίβου οι ημέρες, αγωνίζονταν να τερματίσουν μεταφέροντας το νήμα του χρόνου, όλο και πιο μακριά. Η χαρά της προσπάθειας νίκησε το φόβο. Τα δύσκολα πέταξαν μακριά. Η αποδοχή με τη φιλία κούρνιασαν κάτω από τα μεγάλα φτερά της αγάπης. Ο χρόνος τερμάτισε νικητής σηκώνοντας ψηλά, τη χρυσή κούπα του καλοκαιριού.

Εφτά πολύχρωμες πέτρες η μία πάνω στην άλλη, ταξίδεψαν από μια άκρη της γης μέσα σε μια φωτογραφία, φόρεσαν δυο κόκκινες πινέζες παίρνοντας θέση στη δική μας φιλόξενη γωνιά. Με σίγουρες κινήσεις, η Γκύρ, τοποθέτησε εκεί τη φωτογραφία. Μας εξήγησε στα ελληνικά, ότι στην πατρίδα της τα παιδιά παίζουν αυτό το παιχνίδι, ρίχνοντας τις πέτρες με μια μπάλα και νικητής είναι εκείνος που πρώτος θα τις ξαναβάλει όπως ήταν στην αρχή. Ενθουσιασμένη συμπλήρωσε πως Γκυρ, στη γλώσσα της σημαίνει ζάχαρη!

Το λιγνό δεντράκι είχε απλώσει τις ρίζες του δίπλα στα άλλα. Ρουφούσε τους χυμούς της ζωής με αστείρευτη δίψα. Τράνευε ολοένα, πρασίνιζαν τα φύλλα του, στέριωνε ο κορμός του. Ένα ποτάμι με ολοκάθαρα, κρυσταλλένια νερά, κυλούσε ανάμεσά μας. Ξεδιψούσαμε βουτώντας στη δροσιά του. Ονειρευόμαστε να ταξιδέψουμε συντροφιά ως το γαλάζιο πέλαγο. Το νερό ίσως αγρίευε, μα θα κρατιόμαστε γερά, ο ένας πλάι στον άλλο!

 

*Γκυρ my name is: Το όνομα μου είναι Γκυρ.

* in English please: Στ΄ αγγλικά παρακαλώ.

*Τυφλόμυγα, κρυφτό ,κυνηγητό, το δαχτυλίδι, στρατιωτάκια αμίλητα κι αγέλαστα, το μαντιλάκι: Παραδοσιακά ομαδικά παιχνίδια.

* Εφτά πέτρες: Ομαδικό παιχνίδι που παίζεται στην Ινδία με εφτά πέτρες βαμμένες σε διάφορα χρώματα. Παρόμοιο παιχνίδι που ονομάζεται εφτάπετρο έπαιζαν παλιότερα και τα ελληνόπουλα.

 

* Η Μαριάνθη Πλειώνη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Κατοικεί στο Κορωπί όπου εργάζεται ως εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top