Fractal

Μαριάννα Στραπατσάκη: Η τέχνη να ανασαίνεις εντός της «θάλασσας» που λέγεται τέχνη (πράξη τρίτη)

του Γιάννη Παναγόπουλου //
Φωτογραφία:  Αλέξης Σιδηρόπουλος //

 

DSC_1741

 

Η Μαριάννα Στραπατσάκη επιστρέφει στο παρελθόν της. Το κάνει αβίαστα. Οδηγεί την κουβέντα που ανοίξαμε. Είναι μία από τις σημαντικότερες εικαστικούς της χώρας. Και το ταξίδι στο χτες, μέσα από τα δικά της λόγια, μέσα από τις εμπειρίες της συναρπάζει. Αυτή τη φορά επιστρέφουμε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η Στραπατσάκη ζει με το ένα πόδι στη Γαλλία και με το άλλο στην Ελλάδα. Έχει ήδη σπουδάσει, παρά την θέληση των γονιών της, στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Έχει ήδη οργανώσει εκθέσεις στην πόλη του Φωτός. Έχει κόρη χωρίς να έχει παντρευτεί. Το τελευταίο θα μπορούσε να φαντάζει ως η οριστική ρήξη με το σχεδόν «αντισηπτικό» αθηναϊκό περιβάλλον που μεγάλωσε.

 

– Πες μου. Έφυγες παρά την θέληση των γονιών σου για σπουδές στο Παρίσι. Και επέστρεψες στην Αθήνα με παιδί χωρίς να έχει προηγηθεί γάμος. Η οικογένεια σου αυτό πώς το δέχτηκε. Είπες πως η μητέρα σου απαιτούσε σιδερένια πειθαρχία. Και πως ο πατέρας σου ήταν διοικητής της χωροφυλακής…

– Κοίτα. Και νομίζω πως το είπα και προηγουμένως. Από τη στιγμή που δεν ζητάς χρήματα από τους άλλους. Όποιος κι αν είναι αυτός, ακόμα και οι ίδιοι σου οι γονείς, τα πράγματα είναι εύκολα. Η ύπαρξη της κόρης μου ήταν ένα υπέροχο γεγονός. Όταν γεννήθηκε, έστειλα στους γονείς μου – στην Αθήνα – φωτογραφία της γράφοντας: «Αυτή είναι η εγγονή σας». Δεν είχαν ιδέα για το γεγονός. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τους είπα: «Εδώ είμαι. Αν θέλετε μπορείτε να μου μιλάτε. Αν δεν θέλετε μην μου μιλάτε. Λίγο αργότερα, στην Αθήνα, παντρεύτηκα. Ο πατέρας του παιδιού είναι Έλληνας. Δεν το έκανα για κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Δεν ήθελα το παιδί να έχει πρόβλημα στο σχολείο. Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν έτσι».

 

mati-stoxos-1984

«Μάτι – Στόχος» (1984)

 

Ένας κόσμος ιδωμένος μέσα από ανοξείδωτη λαμαρίνα.

Ήταν αρχές της δεκαετίας του ΄80 όταν σε μα τυχαία βόλτα στο Μοναστηράκι τα μάτια της Στραπατσάκη, στη θέα φύλλου ανοξείδωτης λαμαρίνας, έλαμψαν από ενδιαφέρον. Η Ελληνίδα εικαστικός θυμάται: «Σε μένα ήταν ξεκάθαρο πως η ζωή μου στο Παρίσι θα είχε συγκεκριμένη διάρκεια. Η Ελλάδα ήταν το σπίτι μου. Επιστρέφοντας εδώ μου άρεσε να ξεχνιέμαι κοιτάζοντας με τις ώρες τη θάλασσα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την παρουσία της δίπλα μου. Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ την κίνηση του νερού. Οι γυαλάδες που σχηματίζονται στην επιφάνειά της είναι υπέροχες. Περπατώντας στο Μοναστηράκι και χαζεύοντας υλικά είδα ένα φύλλο ανοξείδωτης λαμαρίνας. Αρχίζοντας να το κουνάω πέρα – δώθε ανακάλυψα πως το συγκεκριμένο υλικό θα μπορούσε να παράγει τις ίδιες οπτικές διαθλάσεις που αφήνει το νερό. Αγόρασα ένα κομμάτι και μετά πήγα κατευθείαν στο ατελιέ μου. Άναψα τα φώτα. Και άρχισα να παρατηρώ από διαφορετικές γωνίες τις διαθλάσεις του περιβάλλοντα χώρου, πάνω στο υλικό που μόλις είχα αγοράσει. Το οπτικό αποτέλεσμα με ενθουσίαζε. Ήθελα να το εντάξω στη δουλειά μου. Δεν γνώριζα όμως πώς θα μπορούσα να συμπεριλάβω όλες αυτές τις διαθλάσεις και τις παραμορφώσεις που μου έδινε η ανοξείδωτη λαμαρίνα στο έργο μου. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να «αιχμαλωτίσω» το χώρο και τον πραγματικό χρόνο που έβλεπα μπροστά μου. Η χρήση της βιντεοκάμερας θα έλυνε αυτό το πρόβλημα. Κάπου εκεί ξεκίνησε η περιπέτεια μου στον χώρο της βίντεο τέχνης. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να βιντεοσκοπώ το υλικό που με είχε ενθουσιάσει με το φώς που έριχνα πάνω του και αργότερα να το επεξεργαστώ. Έτσι και έκανα. Ήταν μια δημιουργική τρέλα. Την απόλαυσα όμως με όλη μου την ψυχή ».

 

Η εισαγωγή του Video Art στην Ελλάδα.

– «Είσαι μια βιντεατζού».

– «Όχι, κάνω τέχνη χρησιμοποιώντας βίντεο».

– «Σιγά το πράγμα».

Η Στραπατσάκη θέλησε, και το έκανε, να εντάξει τις οπτικές δυνατότητες που θα μπορούσε να προσφέρει το βίντεο στο καλλιτεχνικό της σύμπαν. Το έκανε. Και μετά; Μετά, όταν άρχισε να παρουσιάζει το έργο της σε ανθρώπους που χειρίζονταν τις τύχες της τέχνης στην Ελλάδα – τη δεκαετία του ’80 – ανοίχτηκε σε ένα κεφάλαιο διαλόγου που μοιάζει με εκείνον που άνοιξε αυτή την παράγραφο. Μας λέει: «Εγώ έβλεπα πως η τέχνη μου θα μπορούσε να πάρει άλλες διαστάσεις αν αναζητούσα νέους τρόπους παραγωγής της. Ήθελα να προσθέσω το βίντεο στη δουλειά μου αλλά δεν είχα καν κάμερα. Ήθελα να εντάξω και τη μουσική. Για να γίνει αυτό έπρεπε να βρω τον κατάλληλο άνθρωπο που θα μπορούσα να επικοινωνήσω δημιουργικά. Κάποιον να μοιραστώ το όραμά μου και να με καταλάβει. Σε ό,τι αφορά τη μουσική, εκείνη την εποχή, το βρήκα στο πρόσωπο του Θανάση του Ζλατάνου. Είχε μόλις επιστρέψει από τη Σουηδία. Είχε σπουδάσει μουσική και του άρεσε να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς ήχους στις συνθέσεις του. Παράλληλα, στην αναζήτηση κάμερας ή έστω ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να δώσει ζωή στο οπτικό μου όραμα «έπεσα», για καλή μου τύχη, στον Τάκη τον Χατζόπουλο που εκείνη την εποχή έκανε την εκπομπή «Περισκόπιο» στην ΕΡΤ. Αυτός με τη σειρά του μου σύστησε τον οπερατέρ του, Γιάννη Δασκαλοθανάση, και μου παραχώρησε και κάμερα. Δουλέψαμε μαζί. Εγώ κουνούσα τη λαμαρίνα, διάλεγα τα φώτα που θα έπεφταν πάνω της για να δώσουν το αποτέλεσμα που ήθελα και εκείνος «τραβούσε» με την κάμερά του τα σημεία που του έλεγα. Δουλεύαμε κάπως έτσι: βιντεοσκοπούσα με τον Δασκαλοθανάση και μετά έκανα ένα πρώτο μοντάζ σε δύο VHS player. Αργότερα, το υλικό το έπαιρνε ο Ζλατάνος που το επένδυε μουσικά και μου το έδινε πίσω όπου έκανα τον τελικό συγχρονισμό. Η πρώτη μας δουλειά εκτέθηκε το 1984 στο περίφημο φεστιβάλ Τζαζ και Ηλεκτρονικής μουσικής «Praxis», που πραγματοποιήθηκε στο κατάμεστο θέατρο του Ινστιτούτο Γκαίτε, την – εκτός των άλλων – κοιτίδα της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα. Είχα διαμορφώσει τη σκηνή ως εξής: την έντυσα ολόκληρη με μαύρο πλαστικό. Στη μία γωνία ήταν οι δύο μουσικοί που έπαιζαν συνθεσάϊζερ και κιθάρα. Στην άλλη, ένα γλυπτό ύψους 3.50 μ. από ανοξείδωτη λαμαρίνα, πάνω στο οποίο έπεφτε προβολέας και οι φωτεινές διαθλάσεις που δημιουργούνταν διαχέονταν στην αίθουσα και τους τοίχους. Στο κέντρο υπήρχαν δύο προβολές μεγάλου μεγέθους, όπου στη μία έπαιζαν τα βίντεο που είχα φτιάξει και στην άλλη συγχρονισμένες διαφάνειες. Το κοινό λάτρεψε τη δουλειά μας. Τα σχόλια ήταν διθυραμβικά. Η εισαγωγή μου στη βίντεο τέχνη είχε γίνει με έναν καθαρά ερασιτεχνικό αλλά, παράλληλα, υπέροχο τρόπο. Θεώρησα πως όλη αυτή η ενέργεια έπρεπε να βγει και εκτός Ελλάδας. Ήταν επόμενο μετά την Αθήνα να σκεφτώ το Παρίσι ως τον επόμενο σταθμό δραστηριότητας μου στον κόσμο του βίντεο. Η ιδέα της πρόσθεσης νέων υλικών, νέων τεχνικών στο καλλιτεχνικό μου έργο με είχε συνεπάρει. Και δεν θα έκανα πίσω για τίποτε. Ακόμα και αν έπρεπε να μηδενίσω τα χιλιόμετρα που είχε γράψει το κοντέρ της καριέρας μου και να ξεκινήσω από την αρχή».

 

* Το τέταρτο μέρος της κουβέντας που είχε το Fractal με την Μαριάννα Στραπατσάκη θα δημοσιευθεί την επόμενη εβδομάδα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top